Του Γιώργου Καραμπελιά
Η κυβέρνηση τρέμει τη μαζικότητα του Συλλαλητηρίου της Κυριακής, 4 Φεβρουαρίου. Και εκτός από τη λοιπή κινδυνολογία, ως εκ θαύματος, το Σάββατο 3 Φεβρουαρίου, Χρυσαυγίτες και Εξωκοινοβουλευτικοί, από τη ΛΑΕ μέχρι τους τελευταίους μπάχαλους, καλούν σε συγκεντρώσεις και αντισυγκεντρώσεις προσπαθώντας από κοινού να δημιουργήσουν φοβία στον ευρύτερο κόσμο με τα πιθανά επεισόδια που προετοιμάζουν. Τη δε ημέρα του Συλλαλητηρίου, Ακροαριστεροί και Αναρχικοί καλούν σε ανοικτή αντισυγκέντρωση. Για τον ρόλο των Χρυσαυγιτών, ως μόνιμων εντολοδόχων της εξουσίας δεν υπήρχε καμία αμφιβολία. Μήπως όμως έχει μείνει καμία και για εκείνον της δήθεν «αντισυστημικής» Αριστεράς;
Δυστυχώς η ιστορία αυτή έχει πολύ βαθιές ρίζες στην ιστορία του τόπου: Στα μαθητικά και φοιτητικά μου χρόνια, σημαντική παράμετρος της κυβερνητικής πολιτικής ήταν οι λεγόμενοι «παρακρατικοί», που δρούσαν ως το οπλισμένο και προβοκατόρικο χέρι της εξουσίας. Έτσι όποτε υπήρχε φοιτητική διαδήλωση, ή συλλαλητήριο της Αριστεράς, οργανώνονταν αντιδιαδήλωση από την ΕΚΟΦ (Εθνική Κοινωνική Οργάνωση Φοιτητών) ή από διαφορές αυτοαποκαλούμενες «εθνικές» οργανώσεις, που επιχειρούσαν να τρομοκρατήσουν και να μπορέσουν να επιτεθούν στις εκδηλώσεις της Αριστεράς. Αποκορύφωμα αυτής της δραστηριότητας υπήρξε η δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη από παρακρατικούς, με επικεφαλής τον διαβόητο Γκοτζαμάνη στη Θεσσαλονίκη το 1963, που σε μεγάλο βαθμό προκάλεσε και την πτώση της κυβέρνησης Καραμανλή.
Από τότε κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι. Και η εικόνα αντιστράφηκε. Εδώ και δεκαετίες, τουλάχιστον στα Πανεπιστήμια και τους νεολαιίστικους χώρους γενικότερα, η ελεύθερη συζήτηση και ανταλλαγή απόψεων απαγορεύεται και παρεμποδίζεται συχνά με την απειλή βίας ή την ανοικτή χρήση βίας, από αριστερές ακροαριστερές ή αναρχικές ομάδες. Στη δεκαετία του 1970 και του 1980 σε αυτές τις πρακτικές, πρωτοστατούσαν κατ’ εξοχήν τα «ΚΝΑΤ», δηλαδή ειδικές ομάδες της ΚΝΕ και της οργάνωσης των οικοδόμων του ΚΚΕ, που ξυλοκοπούσαν κυρίως τους αριστερούς αντιφρονούντες. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 και ιδιαίτερα μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, αντικαταστάθηκαν, σταδιακώς, από ακροαριστερές και αναρχικές ομάδες που στρέφονταν κατ’ εξοχήν εναντίον κάθε πατριωτικής φωνής, είτε προερχόμενης από τη Δεξιά είτε από το ΠΑΣΟΚ ή την Αριστερά, αρκεί να χαρακτηρίζονταν ως «εθνικιστές» – οι Κύπριοι φοιτητές έχουν ξυλοκοπηθεί σε αναρίθμητες περιπτώσεις.
Μετά την επικράτηση της λεγόμενης παγκοσμιοποίησης, την κατάρρευση της ΣΕ και την μετατόπιση της κύριας αντίθεσης σε παγκόσμια κλίμακα, σε αντίθεση μεταξύ των εθνών και της παγκόσμιας νέας τάξης των πολυεθνικών, πολλές από αυτές τις ομάδες, προτάσσοντας ως πρωταρχικό ζήτημα την αντίθεση με τον «εθνικισμό», μεταβλήθηκαν σταδιακά σε παράρτημα, κάποτε και ένοπλο, της παγκοσμιοποίησης, που έχει ως κύριο εχθρό της τον πατριωτισμό των λαών και των κινημάτων. Γι’ αυτό και οι κατά τα άλλα τόσο φιλελεύθεροι και οπαδοί του δημοκρατικού διαλόγου, διανοούμενοί μας, έκλειναν τα μάτια μπροστά σε αυτές τις πρακτικές που γαγγραίνιαζαν σταδιακά τον φοιτητικό και νεολαιϊστικο χώρο. Οι «αντιεθνικιστές» σημιτικοί, οι αριστεροί διανοούμενοι και οι μπάχαλοι των Εξαρχείων συμμερίζονταν τις ίδιες αρχές των «ανοικτών συνόρων», του «αντιρατσισμού», του φιλομεταναστευτισμού και προ παντός του ανθελληνικού αντιεθνικισμού. Επί πλέον αυτή η ιδεολογία αμειβόταν αδρά από τα ποικιλώνυμα ιδρύματα Σόρος και εκατοντάδες ευρωπαϊκά προγράμματα. Εξάλλου πολύ συχνά ανήκαν και στις ίδιες οικογένειες και τα ίδια περιβάλλοντα. Οι γονείς και οι φίλοι στην προοδευτική διανόηση και την πολιτική ελίτ, και τα «ατίθασα» παιδιά στην πλατεία για μερικά χρόνια, μέχρις ότου έλθουν τα μεταπτυχιακά, τα διδακτορικά και η ένταξη στην φιλελεύθερη αριστερά. Γι’ αυτό και παρά τις σποραδικές διαμαρτυρίες, όταν τα «παιδιά» ξεπερνούσαν τα όρια, τα άφηναν ανενόχλητα να μεταβάλουν τα πανεπιστήμια σε αχούρια και τους νεολαιίστικους χώρους σε γκέτο.
Όμως από το 2008 και μετά το ζήτημα άλλαξε διαστάσεις και χαρακτηριστικά. Η μπαχαλοποίηση ξαπλώθηκε σε όλη τη χώρα και μετασχημάτισε το σύνολο της Αριστεράς, που συντάχθηκε εν σώματι –εκτός από το ΚΚΕ– με μια μηδενιστική εξέγερση κακομαθημένων τέκνων των βορείων προαστίων, κατά τον περιβόητο Δεκέμβρη. Ο ακροαριστερός «χώρος» από περιθωριακή δύναμη στις παρυφές της αριστεράς μεταβλήθηκε σε ιδεολογική του πρωτοπορία. Εν ολίγοις οι «μικροί» άρχισαν να σέρνουν από τη μύτη τους μεγάλους. Εξού και προέκυψε ο «ριζοσπαστικός» Σύριζα, με επικεφαλής τον Τσίπρα, έχοντας μεταλλάξει τον παλαιομοδίτικο εθνοφοβικό Συνασπισμό σε ένα μοντέρνο εθνομηδενιστικό μόρφωμα, που θα προσελκύσει εξάλλου και το μεγαλύτερο μέρος της «αδέσποτης» και εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς.
Επί πλέον η επέκταση της μεταναστευτικής κρίσης και η συναίνεση ολόκληρου του πολιτικού συστήματος στο φαινόμενο της ανεξέλεγκτης μετανάστευσης –για να έχουμε και φτηνούς κηπουρούς–, επέτρεψε στα «παιδιά» να δημιουργήσουν επί τέλους και τον αντίπαλο που τους χρειαζόταν: Δηλαδή να δώσουν σάρκα και οστά, στις λαϊκές γειτονιές στους κληρονόμους των παλιών αυθεντικών Γκοτζαμάνηδων, τη Χρυσή Αυγή, τόσο απαραίτητη για να συντηρείται το δίπολο «φασισμού»-«αντιφασισμού»
Η ανάληψη της εξουσίας από τον ΣΥΡΙΖΑ και πριν απ’ όλα η μεγάλη κωλοτούμπα του το καλοκαίρι του 2015, μπορεί να οδήγησε σε μια μερική αντιπαράθεση στο εσωτερικό της αριστεράς,– αποχώρηση του Λαφαζάνη και της ΛΑΕ, και μια έξαρση στις αντιθέσεις με την εξωκοινοβουλευτική αριστερά– αλλά δεν προκάλεσε την γενικευμένη σύγκρουση που πολλοί φανταζόταν. Και ο λόγος είναι απλός. Πέραν του ότι ανήκουν στην συντριπτική τους πλειοψηφία στα κρατικοδίαιτα στρώματα, πέραν του κοινού τους κοσμοπολιτισμού, και των κοινών αξιών τους, συμφωνούν στα βασικά. Και τα βασικά, είναι η λύση του δημογραφικού, μέσω της μετανάστευσης, η απόρριψη της εθνικής ταυτότητας και των εθνικών σημασιών, το μίσος ενάντια στην Ορθοδοξία, ως στοιχείο αυτής της ταυτότητας, η παράδοση της Κύπρου στους Τούρκους, η αποδοχή της προτεκτοροποίησης της Ελλάδας, η επιμονή στο παρασιτικό καταναλωτικό μοντέλο, η αποδοχή της παγκοσμιοποιημένης κουλτούρας, η άρνηση ακόμα και των φυλετικών ταυτοτήτων. Και επειδή το τερπνόν πρέπει να συνδυάζεται μετά του ωφελίμου, ο ΣΥΡΙΖΑ φρόντισε να διορίσει κατά δεκάδες χιλιάδες τα «παιδιά» της αντιπολιτευτικής αριστεράς, σε ΜΚΟ, και υπηρεσίες για τους πρόσφυγες και μετανάστες, ώστε η ιδεολογία να ενισχύεται και από το στομάχι. Το αποτέλεσμα το βλέπουμε δια γυμνού οφθαλμού. Το κύριο μέλημα της εξωσυριζικής αριστεράς δεν είναι να φύγει η χειρότερη κυβέρνηση που είχε ο τόπος μεταπολιτευτικά, αλλά το εάν «μετά» θα έλθει ο «Κούλης». Δηλαδή εν τοις πράγμασι στηρίζουν τον Τσίπρα, τον Καμμένο και την παρέα τους. Γι’ αυτό και η τόσο αναιμική στην πραγματικότητα αντιπολίτευση την οποία ασκούν. Διότι το βασικό πρόβλημα της Ελλάδας είναι η εθνική της επιβίωση και ως προς αυτό οι εθνομηδενιστές συμπαρατάσσονται με την κυβέρνηση παρά τις όποιες επί μέρους διαφωνίες τους.
Με το Μακεδονικό έκαναν ένα ακόμα, αποκαλυπτικό βήμα. Ανέλαβαν τον ρόλο του ανοικτού πραιτωριανού της κυβερνητικής πολιτικής. Ο Τσίπρας και ο «απειλούμενος»(!) (ξεσκολισμένος στην προβοκατορολογία), Κοτζιάς εκτελούν το σχέδιο, οι δε αριστεριστές, αναρχικοί κ.λπ., τείνουν να λειτουργήσουν ως νέοι ΕΚΟΦίτες και γκοτζαμάνηδες, καλώντας αντισυγκεντρώσεις, συκοφαντώντας τα συλλαλητήρια ως «ακροδεξιά» –όπως έκανε ανενδοίαστα και ο άλλοτε «πατριώτης της αριστεράς» Λαφαζάνης στην εκπομπή του Μάκη Κουρή στην «Κόντρα»– τέλος, παίζοντας το παιγνίδι της προβοκάτσιας μαζί με τους ναζήδες της Χρυσής Αυγής.
Όμως όλοι αυτοί δεν πρέπει να ξεχνούν ένα πράγμα, πως η δράση των Γκοτζαμάνηδων εν τέλει ενίσχυσε τους αντιπάλους της κυβέρνησης και όχι την τότε κυβέρνηση. Και προφανώς, δεν αρκούν για να τρομοκρατήσουν έναν ολόκληρο λαό.
Ανάρτηση από: http://ardin-rixi.gr