Του Μιχάλη Χατζηπέτρου
Ήδη από την δεκαετία του 1950, ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας του κυπριακού Ελληνισμού άρχισε να αλλάζει καθοριστικά τους αρχικούς μετεμφυλιακούς συσχετισμούς. Η τότε αριστερά μέσω της ΕΔΑ, των Πασσαλίδη, Ηλιού, Γλέζου, τοποθέτησε το θέμα στην σωστή του διάσταση: Επρόκειτο για ένα δίκαιο αντι-ιμπεριαλιστικό αντι-αποικιακό πατριωτικό αγώνα.
Με την κατάρρευση της χούντας το 1974, λόγω της εισβολής του τουρκικού Αττίλα στο νησί, ο πατριωτισμός συνδέθηκε αξεχώριστα με τις επιδιώξεις κοινωνικής δικαιοσύνης και δημοκρατίας. Αυτό δηλαδή που ήταν ορατό το ’50 και το ’60, έγινε το 1974 ξεκάθαρο. Δηλαδή ότι ο αγώνας ανεξαρτησία, δημοκρατία και αντιμετώπιση του τουρκικού αναθεωρητισμού περνούσε μέσα ΚΑΙ από την αλλαγή των ταξικών συσχετισμών στην ελληνική κοινωνία.
Τότε, κύριος εκφραστής αυτής της τάσης υπήρξε το ανδρεοπαπανδρεϊκό ΠΑΣΟΚ. Το ΚΚΕ εσωτερικού της εποχής δειλά ακολούθησε την παραπάνω γραμμή, ενώ το ΚΚΕ συγκρατήθηκε: Σε όλα του τα κείμενα, όντας ταυτισμένο με τις επιδιώξεις της σοβιετικής πολιτικής και του ΑΚΕΛ, προειδοποιούσε –όχι έντονα είναι η αλήθεια– για τις εθνικιστικές τάσεις που υπάρχουν στο ΠΑΣΟΚ.
Κατά την πρώτη οκταετία της διακυβέρνησης του τελευταίου, έγιναν προσπάθειες από δυνάμεις εντός του να υπάρξει θεωρητική και ιδεολογική εμβάθυνση της σύνθεσης του εθνικού-λαϊκού και του ταξικού στοιχείου. Υπήρξαν περιοδικά όπως το Monthly Review, οι Αντιθέσεις, τα Τετράδια, τα Εργατικά Συμβούλια. Και υπήρξαν και αναλύσεις για το «αμμώδες της ταξικής δομής, και το μοντέλο του ελληνικού κλεπτοκρατικού καπιταλισμού». Αναλύσεις που συναντούσες τις παλαιότερες του Νίκου Ψυρούκη, αλλά και άλλες εκτός του ΠΑΣΟΚ, και συνέκλιναν προς την οικοδόμηση ενός εναλλακτικού κινήματος.
Οι χώροι αυτοί συναντήθηκαν στις μεγάλες διαδηλώσεις που έγιναν στην Αθήνα και Θεσσαλονίκη ενάντια στην επίσκεψη του τούρκου προέδρου Οζάλ. Οι διαμαρτυρίες υπήρξαν τέτοιας έντασης, ώστε ο Α. Παπανδρέου αναγκάστηκε να δηλώσει για τα κολλητιλίκια με τον Οζάλ το περιβόητο «Mea Culpa», δηλαδή «λάθος μου».
Ο αντίκτυπος της διαμαρτυρίας έφτασε μέχρι τα έδρανα της Βουλής, όπου ο Μανώλης Γλέζος, ως ανεξάρτητος βουλευτής συνεργαζόμενος με το ΠΑΣΟΚ και εκπρόσωπος της ΕΔΑ (ο Ηλιού υπέργηρος διατηρούσε τον τίτλο του προέδρου) έκανε μια σειρά από εκπληκτικές παρεμβάσεις για τα εθνικά θέματα. Ευθαρσώς κάποια στιγμή διακήρυξε ότι το αίτημα του κυπριακού λαού για αυτοδιάθεση-ένωση ήταν δίκαιο όπως και των Κρητών έναν αιώνα νωρίτερα. Έφτασε μάλιστα να πει ότι όπως θα ήταν παράλογο οι Κρητικοί να ζητούν ανεξαρτησία και όχι Ένωση, εξίσου παράλογο θα ήταν και ο αγώνας των Κυπρίων να καταλήγει στην ανεξαρτησία και όχι στην Ένωση. Όποιος δυσπιστεί για τα λόγια του Μανώλη, ας ανατρέξει στα πρακτικά της βουλής.
Τα τεκτονικά ρήγματα που συνέβησαν στην περιοχή απ’ το 1989 εώς το 1993 (διάλυση Γιουγκοσλαβίας, πρώτη εισβολή στο Ιράκ, εμφύλιος σε Κροατία και Βοσνία, διάλυση της ΕΣΣΔ, εμφάνιση του Σκοπιανού) βρήκαν την παραδοσιακή αριστερά σε κατάσταση σοκ. Από την άλλη η εθνική-λαϊκή κεντροαριστερά ενώ είχε καλύτερα ιδεολογικά εφόδια για να κατανοήσει τις γεωπολιτικές εξελίξεις, είχε ένα άλλο μεγάλο πρόβλημα: Δεν μπορούσε για λόγους που δεν είναι τις παρούσης να αναλύσει την παρασιτική μετάλλαξη της ελληνικής κοινωνίας, την οποία είχε ξεκινήσει το ίδιο το ανδρεοπαπανδρεϊκό ΠΑΣΟΚ.
Αυτή η μετάλλαξη συνεχίστηκε με εκθετικούς ρυθμούς από τις κυβερνήσεις του σημιτικού εκσυγχρονισμού. Η αδυναμία αυτή ήταν και η καθοριστική αιτία που ο δημοκρατικός πατριωτισμός της κεντροαριστεράς έχασε όλες τις εσωτερικές μάχες εντός ΠΑΣΟΚ, αλλά και εκτός (ΔΗΚΚΙ, ΔΗ.ΠΕ). Ακόμα και στιγμές που έτρεχαν θέματα που βοηθούσαν αυτό τον χώρο (παράδοση Οτσαλάν, βομβαρδισμοί στο Κόσοβο) ακολουθούνταν από εκλογικές ήττες (αθροιστικά τα ποσοστά ΔΗΚΚΙ-ΔΗ.ΠΕ ήταν γύρω στα 3,2% το 2000).
Αυτό το ρήγμα, λοιπόν, του ταξικού με το πατριωτικό ενδυνάμωσε ιδεολογικά το εθνομηδενιστικό φαινόμενο, στο οποίο συνέκλιναν ακραίοι νεοφιλελεύθεροι (Τάκης Μίχας), εκσυγχρονιστές (Σωμερίτης) και αριστεροί (Λιάκος). Σε μια χώρα συνόρων όπως η Ελλάδα, με ανοιχτά προβλήματα με τον τουρκικό κεμαλικό αναθεωρητισμό, με το αγκάθι του σκοπιανού μακεδονισμού, και ενώ κυριαρχούσε αδιαμφισβήτητα ο καταναλωτικός παρασιτισμός, plus τον εθνομηδενιστικό παροξυσμό –όλα αυτά άφησαν ανεξίτηλα ίχνη στο λαϊκό υποσυνείδητο.
Γι’ αυτό, όσο το πατριωτικό, δηλαδή το εθνικοαπελευθερωτικό δεν συνδέεται με το ιδιόρρυθμο, ταξικό της ελληνικής κοινωνίας είτε αφορά στα θέματα της μεταμοντέρνας μνημονιακής κατοχής είτε αφορα΄στα εθνικά γεωπολιτικά, θα υπάρχει πάντοτε ο κίνδυνος της πλαγιοκόπησης του λαϊκού, αντιμνημονιακού πατριωτισμού από εθνικιστικές πρακτικές εμφυλιοπολεμικές βάσης, είτε προέρχονται από τα δεξιά, είτε από δεξιότερα της ΝΔ (λέγε με Χ.Α.).
Θα πρέπει ο χώρος του δημοκρατικού πατριωτισμού να αντιληφθεί ότι ο εθνομηδενισμός δίνει μάχες οπισθοφυλακής. Όταν ο Αλαβάνος που στήριξε την Ρεπούση στο άθλιο βιβλίο της, απαντά στην ίδια σήμερα για τη διδασκαλία των Αρχαίων Ελληνικών με Ελύτη, αυτό σημαίνει ότι τα πράγματα έχουν αλλάξει. Επείγει λοιπόν η σύνδεση του ταξικού με το εθνικό σε ένα νέο εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα.
Ανάρτηση από: http://ardin-rixi.gr