Του Αλέκου Μιχαηλίδη
OMNIA SUNT COMMUNIA
Κ’ εμείς αναποφάσιστο κι’ αμφίρροπο
κατάρτι καϊκιού σε τρικυμία
που λέει να δείξη αυτό τ’ άστρο και μετανιώνει
και δείχνει τ’ άλλο και μετανιώνει
κ’ επανέρχεται στο πρώτο και το ξαναπαρατά
κ’ επανέρχεται στο δεύτερο και το ξαναπαρατά
κι’ «άραγε τα ενδιάμεσα;»
κι’ «όχι ούτ’ αυτά»
και τεντώνεται να δείξει πέρα
απ’ όσο του επιτρέπει η κίνηση,
και τεντώνεται να δείξει πέρα
απ’ όσο του επιτρέπει η τρικυμία.
κατάρτι καϊκιού σε τρικυμία
που λέει να δείξη αυτό τ’ άστρο και μετανιώνει
και δείχνει τ’ άλλο και μετανιώνει
κ’ επανέρχεται στο πρώτο και το ξαναπαρατά
κ’ επανέρχεται στο δεύτερο και το ξαναπαρατά
κι’ «άραγε τα ενδιάμεσα;»
κι’ «όχι ούτ’ αυτά»
και τεντώνεται να δείξει πέρα
απ’ όσο του επιτρέπει η κίνηση,
και τεντώνεται να δείξει πέρα
απ’ όσο του επιτρέπει η τρικυμία.
ΚΩΣΤΑΣ ΜΟΝΤΗΣ
Ο «απορριπτικός χώρος» (επιλέγουμε την αμφισβήτηση παρά τα υποτιμητικά «ενδιάμεσα») δεν είναι ΕΟΚΑ. Δεν μπορεί να συγκριθεί ούτε με μια μικρή ομάδα της ΕΟΚΑ, έναν τομέα, με μια διαδήλωση της ΑΝΕ ή με πεντέξι πιτσιρικάδες που έγραφαν στους τοίχους με ή χωρίς εντολές. Το ΔΗΚΟ, η ΕΔΕΚ, η Συμμαχία Πολιτών, η Αλληλεγγύη και οι Οικολόγοι δεν είναι ΕΟΚΑ, δεν μπορούν να γίνουν, και για τούτο βουλιάζουν στην αβάστακτη και ασταμάτητη μετριότητά τους.
Για να κοντέψουν της ΕΟΚΑ (να την αγγίξουν είναι αδιανόητο) ή, τουλάχιστον, για να μπορέσουν να δουν τον θεόρατο πήχητης, πρέπει να συμβούν κάποια πράγματα, πρέπει να αναποδογυριστεί ο κόσμος, πρέπει να συνέλθουν και να κατεβούν στη γη, να νιφτούν και να επιστρέψουν στην πραγματικότητα, αν υπήρξαν ποτέ σε αυτήν.
Πράγμα δύσκολο από τη στιγμή που, χωρίς να αφουγκραστούν κανέναν, καμαρώνουν για τις αποφάσεις των Συγκλήτων τους ή από τη στιγμή που θεωρούν πως ο τρίτος δρόμος (αν οι πρώτοι δύο είναι πιασμένοι από το ΔΗΣΑΚΕΛ) είναι υπόθεση κλειστών πορτών και πέντε κομματαρχών. Αν θέλουν, βέβαια, να θεωρούνται εκπρόσωποι του λαού που αντιλαμβάνεται και απορρίπτει την καταστροφική πορεία του ΔΗΣΑΚΕΛ τα τελευταία εννιά χρόνια και πιο παλιά, δεν μπορούν να παραμένουν κλεισμένοι στα βασίλειά τους. Αλλιώς θα χάσουν οικτρά.
Πρέπει, επιτέλους, να γίνει αντιληπτό, όχι μόνο από τους κομματικούς αρχηγούς αλλά και από τους παρατρεχάμενούς τους, πως πια δεν είναι υπόλογοι στο Κόμμα, αλλά σε ένα τεράστιο πλήθος που απαξιώνει (και καλά κάνει) τις «διαβουλεύσεις» και τις «εσωκομματικές διεργασίες», ειδικά όταν παίζεται το μέλλον του. Και είναι όντως προς απαξίωση τα παραπάνω, καθώς οι διαφωνίες των πέντε για τον «υποψήφιο», οι φιλοδοξίες τους και τα σκιρτήματά τους, δεν ευθυγραμμίζονται με την αγωνία των εν δυνάμει ψηφοφόρων τους. Ή με τις σημερινές ανάγκες του κυπριακού Ελληνισμού.
Διότι, αν γίνει κατορθωτό και πραγματικότητα ένα μίνιμουμ πρόγραμμα που να περιέχει την απεμπόληση των σχεδίων Ανάν, τον τερματισμό των τουρκότροπων συνομιλιών, την αναγκαία εναλλακτική στρατηγική που να καταργεί την κατοχή και να γεννά ελπίδες για ένα ελεύθερο μέλλον, την πολιτιστική αναγέννηση του Ελληνισμού, την κοινωνική χειραφέτηση (χωρίς οικονομικές σκλαβιές) και την άμεση δημοκρατία, θα είναι αυτοκτονικό (για τους ίδιους κυρίως) να γκρεμιστούν οι γέφυρες λόγω του προσώπου, λόγω της άποψης του ενός για τον άλλον (ή για τον εαυτό του). Και τότε δεν θα μπορεί τίποτα να πείσει τον λαό να εμπιστευτεί ξανά τα ίδια κόμματα.
Νοείται, λοιπόν, ότι οι προεκλογικές διεργασίες του Νικόλα Παπαδόπουλου, του Μαρίνου Σιζόπουλου, του Γιώργου Λιλλήκα, της Ελένης Θεοχάρους και του Γιώργου Περδίκη, δεν πρέπει να γίνονται στα ανάκτορά τους, δεν πρέπει να γίνονται προσπερνώντας τον λαό που θέλουν να τους στηρίξει. Γι’ αυτό δεν πείθουν κανέναν πως η υποψηφιότητα του Λιλλήκα είναι καλύτερη από του Παπαδόπουλου (ή και το αντίθετο προφανώς), γι’ αυτό δεν πείθουν κανέναν πως η Θεοχάρους σοβαρεύτηκε, γι’ αυτό δεν πείθουν κανέναν οι δεσμεύσεις και των πέντε για «προσπάθειες». Γιατί κατατάσσονται εκτός και μακριά από τον λαό, την κοινωνία, γιατί διαβουλεύονται με την πλάτη στην ιστορία και όχι «με το κεφάλι απέναντι στον ήλιο», όπως δίδασκε ο ωραίος ως Έλλην, Ερνέστο Γκεβάρα. Αν δεν μπορούν να χτίσουν επάνω στην αμφισβήτηση και στα ΟΧΙ του κυπριακού Ελληνισμού, εξ αιτίας της ελαφρότητας του είναι τους και των εφηβικών μωροφιλοδοξιών τους (που «κερδίζουν» ούτως ή άλλως στα εσωκομματικά τους όργανα), ας το παραδεχτούν εγκαίρως, για να λάβει ο λαός και τα μέτρα του.
Άλλωστε, ξημερώνει 1η Απρίλη. Και 62 χρόνια μετά ΟΥΔΕΙΣ (ειδικά εκ των πέντε) πληροί τα κριτήρια για να γονατίσει και, μνημονεύοντας την ΕΟΚΑ, να δηλώσει παρών. Κατά πως λέει κι ο ποιητής, μάλιστα, «ήμασταν πάντοτε μιας ήττας που νικάει την εξουσία και ξαφνικά μας παρεδόθη αληθινά, τι τραγωδία». Να σκεφτούν, επομένως, όλοι αυτοί οι «ενδιάμεσοι» (που ούτε τα «ενδιάμεσα» άστρα δεν μπορούν να δείξουν) αν πριν 62 χρόνια προσωπικές ατζέντες εμπόδισαν τους ανθρώπους να προχωρήσουν, να ανηφορίσουν και να γεμίσουν τριαντάφυλλα, ποτάμια, πηγάδια και πηγές τον κλειστό μας τόπο. Αν τους εμπόδισαν τα «προκρίματα» των Συγκλήτων τους να πορευθούν με τους συντρόφους τους στα άγρια μονοπάτια της λευτεριάς. Αν τους εμπόδισαν «οι δυο μαύρες Συμπληγάδες» να δώσουν ανάσες εκατοντάδων ετών στον κυπριακό Ελληνισμό, να αντιμετωπίσουν την Ιστορία, να μπουν στη φωτιά. Κι ύστερα, αφού αλλάξουν εποχή, να βρουν νόημα στις «ενδιάμεσες» διαβουλεύσεις τους. Ή να κατεβούν στα λιμάνια να ανασάνουν και να δουν ξανά «να φωτίζουνται στο ηλιόγερμα, σπασμένα ξύλα από ταξίδια που δεν τέλειωσαν, σώματα που δεν ξέρουν πια πώς ν’ αγαπήσουν». Τα πάντα είναι κοινά. Ζήτω η ΕΟΚΑ, η Ελλάδα που αντιστέκεται, η Ελλάδα που επιμένει.
Ανάρτηση από: http://efimeridaenosis.com