Του Γιάννη Αθανασιάδη
Ανθούν τώρα τελευταία, ιδίως στο διαδίκτυο, άρθρα και σχόλια που στη λογική της «αντιμνημονιακής» καταγγελίας, πετάνε στη ρεμίζα του δημόσιου οίκτου, συγγενείς, φίλους, παλιούς συμμαθητές, γείτονες, συμμαθητάκια των παιδιών τους και πάει λέγοντας.
Το στόρι έχει πλέον κλισαριστεί. Ξεκινάει με μια τυχαία συνάντηση, π.χ. στο ταμείο του σούπερ μάρκετ, στην στάση του λεωφορείου κ.λ.π.
Το θύμα: Ο «Τάκης», ο παλιός συμμαθητής, ο ξάδερφος απ’ το χωριό, το παιδί της φίλης μου, ένας παλιός γείτονας οικοδόμος ή ο άνεργος μπατζανάκης, ρακένδυτος συνήθως και αξύριστος.
Το περιστατικό: «Δεν είχε 50 λεπτά για το εισιτήριο του» ή «του έλειπε ένα ευρώ στο ταμείο» και άλλα παρόμοια. Βέβαια ο αφηγητής ή η αφηγήτρια σπεύδει να τον βοηθήσει δίνοντας του τα ελλείποντα, ενώ σε πολλές περιπτώσεις του αφήνει και πουρμπουάρ! Κι αυτός με βουβό κλάμα την ευγνωμονεί και εξατμίζεται στον χωροχρόνο!
Μετά αρχίζει ο δακρύβρεκτος σπαραγμός κατά της γαμημένης κρίσης και των μνημονίων, που σπέρνει δυστυχία στους «Τάκηδες» και «τον λαό». Κάπου εδώ μπαίνουν τα ηθικοπλαστικά, ανάλογα με την ιδεολογία που κουβαλά ο καθένας.
Η «συμπόνια στον συνάνθρωπο», η «μη εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο», η «κακούργα εξουσία», το «κράτος νταβατζής», ο «λαός που δεν ξυπνάει», ο Μαρξ, ο Έγκελς, ο Αριστοτέλης, κ.λ.π., κ.λ.π. Ολόκληροι δικανικοί λόγοι συμπαράστασης στον «Τάκη».
Σίγουρα το έχετε ζήσει, είτε σαν αναγνώστες είτε σαν αφηγητές. Ίσως έχετε δακρύσει κιόλας.
Αυτό που δεν έχετε αντιληφθεί είναι ότι μέσα από αυτήν την αφήγηση αναδύονται οι πιο σκοτεινές παθογένειες της μεταπολιτευτικής κουλτούρας, που δε λέει να σπάσει και να ψοφήσει η καριόλα!
Μέσα από τις σπαραξικάρδιες αράδες για τον Τάκη, κραυγάζουμε με όλο το μικροαστικό είναι μας «ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΣΑΝ ΤΟΝ ΤΑΚΗ», θέλοντας εναγώνια να κρύψουμε τον τρόμο μας, πνίγοντας την συνειδητοποίηση, ότι εμείς είμαστε ο Τάκης!
Δεν είναι τα 50 λεπτά ή το ένα ευρώ, δεν είναι ο Έλληνας ή ο μετανάστης, δεν είναι ο κάθε αόριστος καημένος «άλλος». Είμαστε εμείς οι ίδιοι αυτό που προβάλουμε στους άλλους.
Και απλά έχουμε χάσει εδώ και δεκαετίες την καθαρότητα της ματιάς, του λόγου και της αυτόσυνειδητοποίησης. Δεν θέλουμε να δούμε αυτό που πραγματικά είμαστε ως άνθρωποι και ως ενιαία συλλογικότητα.
Και οικτίρουμε τον κάθε Τάκη περιχαρακώνοντας το μάταιο είναι μας, σε μια επίπλαστη θαλπωρή, γιατί δεν μας λείπουν τα πενήντα λεπτά! Και δίνουμε στους επικυρίαρχους χρόνο να μας κομματιάσουν και να μας πετάξουν έναν-έναν στην μηχανή του κιμά, στα κρεματόρια του ευρονταχάου, στη λήθη της λουμπενοποίησης.
Δεν κατανοούμε ότι έχουμε κοινή μοίρα. Δεν κραυγάζουμε που είμαστε ένας λαός σε κατ’ οίκον κράτηση (βενζίνες, διόδια, μετακίνηση, που να σου περισσέψουν όταν έχεις να πληρώσεις, νοίκι, ΔΕΗ, νερό, λογαριασμούς τηλεφώνων, εφορία, φάρμακα, διατροφή, τις βασικές σου ανάγκες δηλαδή). Κι όπου κάτσεις θα πληρώσεις τουλάχιστον όσα βγάζεις δουλεύοντας για δυο ώρες στη δουλειά σου, για ένα καφέ. Αν είσαι από τους «προνομιούχους» που ακόμα έχουν δουλειά.
Πόσο ακόμα φαντάζεστε ότι η αφέλεια, ο φόβος και η μοιρολατρία θα σας κρατούν καθηλωμένους στο λαγούμι που έχετε χώσει το κεφάλι;
Πότε θα καταλάβουμε ότι ο λαός μας, όλοι εμείς είμαστε ο «Τάκης».
Πότε αυτός ο λαός, ενιαία, αλληλέγγυα, χωρίς επίπλαστες διαφοροποιήσεις, θα σταθεί μπροστά στην κατοχική κομαντατούρ και θα ομολογήσει με παρρησία:
‘‘Είμαι ο «Τάκης» και σας γαμώ τα υπουργεία’’!
Ανάρτηση από: http://www.dromosanoixtos.gr
Ανθούν τώρα τελευταία, ιδίως στο διαδίκτυο, άρθρα και σχόλια που στη λογική της «αντιμνημονιακής» καταγγελίας, πετάνε στη ρεμίζα του δημόσιου οίκτου, συγγενείς, φίλους, παλιούς συμμαθητές, γείτονες, συμμαθητάκια των παιδιών τους και πάει λέγοντας.
Το στόρι έχει πλέον κλισαριστεί. Ξεκινάει με μια τυχαία συνάντηση, π.χ. στο ταμείο του σούπερ μάρκετ, στην στάση του λεωφορείου κ.λ.π.
Το θύμα: Ο «Τάκης», ο παλιός συμμαθητής, ο ξάδερφος απ’ το χωριό, το παιδί της φίλης μου, ένας παλιός γείτονας οικοδόμος ή ο άνεργος μπατζανάκης, ρακένδυτος συνήθως και αξύριστος.
Το περιστατικό: «Δεν είχε 50 λεπτά για το εισιτήριο του» ή «του έλειπε ένα ευρώ στο ταμείο» και άλλα παρόμοια. Βέβαια ο αφηγητής ή η αφηγήτρια σπεύδει να τον βοηθήσει δίνοντας του τα ελλείποντα, ενώ σε πολλές περιπτώσεις του αφήνει και πουρμπουάρ! Κι αυτός με βουβό κλάμα την ευγνωμονεί και εξατμίζεται στον χωροχρόνο!
Μετά αρχίζει ο δακρύβρεκτος σπαραγμός κατά της γαμημένης κρίσης και των μνημονίων, που σπέρνει δυστυχία στους «Τάκηδες» και «τον λαό». Κάπου εδώ μπαίνουν τα ηθικοπλαστικά, ανάλογα με την ιδεολογία που κουβαλά ο καθένας.
Η «συμπόνια στον συνάνθρωπο», η «μη εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο», η «κακούργα εξουσία», το «κράτος νταβατζής», ο «λαός που δεν ξυπνάει», ο Μαρξ, ο Έγκελς, ο Αριστοτέλης, κ.λ.π., κ.λ.π. Ολόκληροι δικανικοί λόγοι συμπαράστασης στον «Τάκη».
Σίγουρα το έχετε ζήσει, είτε σαν αναγνώστες είτε σαν αφηγητές. Ίσως έχετε δακρύσει κιόλας.
Αυτό που δεν έχετε αντιληφθεί είναι ότι μέσα από αυτήν την αφήγηση αναδύονται οι πιο σκοτεινές παθογένειες της μεταπολιτευτικής κουλτούρας, που δε λέει να σπάσει και να ψοφήσει η καριόλα!
Μέσα από τις σπαραξικάρδιες αράδες για τον Τάκη, κραυγάζουμε με όλο το μικροαστικό είναι μας «ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΣΑΝ ΤΟΝ ΤΑΚΗ», θέλοντας εναγώνια να κρύψουμε τον τρόμο μας, πνίγοντας την συνειδητοποίηση, ότι εμείς είμαστε ο Τάκης!
Δεν είναι τα 50 λεπτά ή το ένα ευρώ, δεν είναι ο Έλληνας ή ο μετανάστης, δεν είναι ο κάθε αόριστος καημένος «άλλος». Είμαστε εμείς οι ίδιοι αυτό που προβάλουμε στους άλλους.
Και απλά έχουμε χάσει εδώ και δεκαετίες την καθαρότητα της ματιάς, του λόγου και της αυτόσυνειδητοποίησης. Δεν θέλουμε να δούμε αυτό που πραγματικά είμαστε ως άνθρωποι και ως ενιαία συλλογικότητα.
Και οικτίρουμε τον κάθε Τάκη περιχαρακώνοντας το μάταιο είναι μας, σε μια επίπλαστη θαλπωρή, γιατί δεν μας λείπουν τα πενήντα λεπτά! Και δίνουμε στους επικυρίαρχους χρόνο να μας κομματιάσουν και να μας πετάξουν έναν-έναν στην μηχανή του κιμά, στα κρεματόρια του ευρονταχάου, στη λήθη της λουμπενοποίησης.
Δεν κατανοούμε ότι έχουμε κοινή μοίρα. Δεν κραυγάζουμε που είμαστε ένας λαός σε κατ’ οίκον κράτηση (βενζίνες, διόδια, μετακίνηση, που να σου περισσέψουν όταν έχεις να πληρώσεις, νοίκι, ΔΕΗ, νερό, λογαριασμούς τηλεφώνων, εφορία, φάρμακα, διατροφή, τις βασικές σου ανάγκες δηλαδή). Κι όπου κάτσεις θα πληρώσεις τουλάχιστον όσα βγάζεις δουλεύοντας για δυο ώρες στη δουλειά σου, για ένα καφέ. Αν είσαι από τους «προνομιούχους» που ακόμα έχουν δουλειά.
Κοντά στα δυο εκατομμύρια άνεργοι! Και αντί να κοιτάξουμε στα μάτια τον «Τάκη» και όλους τους «Τάκηδες» και μαζί να βάλουμε φωτιά στην γαμημένη κομαντατούρ του Κοινοβουλίου και τους δοσίλογους ενοίκους του, ανταλλάσσουμε πενήντα λεπτά για το εισιτήριο, το καρβέλι ή το μπακάλικο, για να ποστάρουμε μετά τον οίκτο μας και την θεωρία μας περί κρίσης.
Πόσο ακόμα φαντάζεστε ότι η αφέλεια, ο φόβος και η μοιρολατρία θα σας κρατούν καθηλωμένους στο λαγούμι που έχετε χώσει το κεφάλι;
Πότε θα καταλάβουμε ότι ο λαός μας, όλοι εμείς είμαστε ο «Τάκης».
Πότε αυτός ο λαός, ενιαία, αλληλέγγυα, χωρίς επίπλαστες διαφοροποιήσεις, θα σταθεί μπροστά στην κατοχική κομαντατούρ και θα ομολογήσει με παρρησία:
‘‘Είμαι ο «Τάκης» και σας γαμώ τα υπουργεία’’!
Ανάρτηση από: http://www.dromosanoixtos.gr