Της Ιωάννας Κούρτοβικ
Εκτός νόμου, εκτός δίκαιου, και επιθετικά αντικοινωνική. Καμία κοινωνική συνθήκη δεν μπορεί να δικαιολογεί την ανοχή απέναντι σε ένα μόρφωμα που επαγγέλλεται την επιστροφή στον κανιβαλισμό και προλειαίνει το δρόμο της πολιτικής εκτροπής.
Τα δικαιώματα δεν μπορούν να αποτελούν όπλο στα χέρια των εχθρών τους. Γιατί δεν αποτελούν υπερβατικές αξίες, ενδεδυμένες μεταφυσική ισχύ, αλλά εργαλεία για την κοινωνική οργάνωση πάνω στις κοινά παραδεγμένες (τυπικά τουλάχιστον) αρχές της δικαιοσύνης, ελευθερίας και ισότητας και αν λειτουργούν ενάντια σ’ αυτές, έχουμε ήδη μια διαδικασία ακύρωσής τους.
Όταν το μόρφωμα αυτό διεκδικεί να είναι εκτός δημοκρατικού πλαισίου και καυχιέται για την παραβατική του δράση το λόγο έχει η Δικαιοσύνη.
Αλλά μπορεί; Γιατί οι βρικόλακες που ξεπροβάλλουν από τα χαλάσματα της οικονομικής και κοινωνικής κατάρρευσης δεν τρέφονται μόνο από τις σάρκες των θυμάτων τους, αλλά και από την ισχυρή κάλυψη που τους παρέχει το ίδιο το θεσμικό σύστημα.
Όταν η νομοθεσία μας είναι η ανεκτικότερη στην Ευρώπη απέναντι στη ρητορεία του μίσους και τη ρατσιστική βία. Όταν οι νόμοι οργανώνουν τον κοινωνικό αποκλεισμό. Όταν το Κράτος εξαντλεί το ρατσιστικό λεξιλόγιο («υγειονομικές βόμβες», «λαθρομετανάστες», «πολιτισμική απειλή» κοκ) και τροφοδοτεί την δυσανεξία και το φόβο.
Όταν το ΣτΕ (το πιο «δημοκρατικό» Δικαστήριο της χώρας) νομιμοποιεί τα μικρά Άουσβιτς και τη δωδεκάμηνη κράτηση του πρόσφυγα.
Όταν καμία ποινική δίωξη δεν έχει ποτέ ασκηθεί αυτεπάγγελτα για παραβίαση του ν. 927/79 που τιμωρεί τη ρατσιστική προπαγάνδα, καμία με το ν. 3304/2003 που ποινικοποιεί τη διάκριση, καμία ποτέ δίωξη δεν έγινε για εγκλήματα βίας με την επιβαρυντική περίσταση των ρατσιστικών κινήτρων (79 παρ. 3 ΠΚ).
Όταν διατάξεις όπως της «διασποράς ψευδών ειδήσεων» (191 ΠΚ) και της «πρόκλησης των πολιτών σε διχόνοια» (192 ΠΚ) ενεργοποιήθηκαν μόνο εναντία σ’ αυτούς που υπεράσπιζαν δικαιώματα και ποτέ ενάντια στους οχετούς ρατσιστικού μίσους, όταν η Δικαιοσύνη νομιμοποιεί το βιβλίο του Πλεύρη και καταδιώκει τα θύματα της λογικής του, δημοσιοποιεί τις φωτογραφίες των οροθετικών τοξικομανών, αλλά θίγεται από την δημοσίευση της φωτογραφίας αστυνομικού σε ώρα υπηρεσίας (χωρίς να την απασχολεί ότι αυτός βρίσκεται ανάμεσα στα μέλη μιας φασιστικής συμμορίας).
Πώς θα αντιπαλέψει κάνεις εκείνο το 60% της αστυνομίας που είναι κατά τον Παναγιώταρο με την Χρυσή Αυγή, όταν για τη Δικαιοσύνη η αστυνομική μαρτυρία είναι περιβεβλημένη με αμάχητο τεκμήριο αξιοπιστίας, ενώ το θύμα της βίας έχει αξιωματικά το στίγμα του ψεύδορκου και απειλείται με δίωξη πριν καν μιλήσει;
Πώς να μην σκέφτεται κανείς ότι στην Ελλάδα, 38 χρόνια μετά τη μεταπολίτευση, μοιάζει ακατόρθωτο να μπορεί να στηθεί μια «Ένωση Δημοκρατικών Δικαστών», όπως σε τόσες άλλες χώρες της Ευρώπης;
Τα όρια του νόμου και της νομιμότητας καθορίζονται από τους πολιτικούς και τους κοινωνικούς συσχετισμούς. Στην αυλή του σχολείου και στα επείγοντα των νοσοκομείων, στις γειτονιές και στους τόπους της δουλειάς, στα αμφιθέατρα και στο διαδίκτυο και φυσικά στο δρόμο. Εκεί φτιάχνονται οι κοινωνικές δυναμικές που μπορούν να επανακαθορίσουν τον δημόσιο διάλογο και να ανανοηματοδοτήσουν το περιεχόμενο των δικαιωμάτων. Και τότε θα μιλήσουμε και για τα όρια της νομιμότητας.
Ανάρτηση από : Εφημερίδα των συντακτών