Φέρει ευθύνη η Εκκλησία για τη σημερινή κατάσταση της χώρας;
«Μα πόσο ηλίθιοι είναι αυτοί που μας κυβερνούν; Έχουν πάει κατά διαβόλου αυτή τη χώρα. Το ξέρω, είναι βαρύ αυτό που λέω, αλλά δυστυχώς έτσι είναι. Καταντήσαμε να εισάγουμε τα πιο πολλά προϊόντα απ’ έξω. Ακόμα και στο Λουτρό Σφακίων, ένα τόσο δα χωριουδάκι, που δεν έχει δρόμο και πας εκεί παρά μόνο από τη θάλασσα, πουλάνε μέλι από την Αργεντινή, τη στιγμή που το δικό τους μέλι μένει απούλητο».
Ο παπα-Γιώργης Χιωτάκης, από τα Νομικιανά Σφακίων, δεν βρίσκει λογική στο καπιταλιστικό σύστημα, που επιβάλλει τους βάρβαρους νόμους της αγοράς ακόμα και στα απομονωμένα χωριά του Λιβυκού Πελάγους. Γι’ αυτό δηλώνει κομμουνιστής και απεχθάνεται την ιδιοκτησία όπως ο διάβολος το λιβάνι. «Η ιδιοκτησία και η κλοπή είναι ένα και το αυτό αδίκημα. Μπορεί να είσαι κηδεμόνας της γης, όχι όμως ιδιοκτήτης της. Η Ελλάδα είναι πολιτικά και οικονομικά διεφθαρμένη από τα διεθνή κεφάλαια και συμφέροντα. Τρέμω αυτούς που φορούν γραβάτα και τους σιχαίνομαι. Τα λαχεία και το χρηματιστήριο αυτοί τα κάνανε. Αυτοί που δουλώνουν σήμερα την κοινωνία έχουν ούλοι τρία διπλώματα πανεπιστημίου. Να πάνε τα διπλώματα όπου έχει αποχωρητήριο και να τα πετάξουν». Πιο πολύ κι από τους γιάπηδες με τις γραβάτες, ο παπα-Γιώργης τρέμει τους πολιτικούς, που διαφθείρουν τον λαό με τα ρουσφέτια. «Θεωρούν ότι ο λαός είναι μια κουτή μάζα που την πάει το ρέμα όπου θέλει. Εγώ που ψήφισα τον κάθε βουλευτή για να πάει στη βουλή, είναι δυνατόν να πάω σ’ αυτόν σαν διακονιάρης να του ζητήσω το ένα και το άλλο; Όποιος παραβαίνει τη συνείδησή του και ψηφίζει επειδή του έχουν κάνει ρουσφέτι είναι κακής ώρας γέννημα. Όταν ψηφίζω για να μου κάνουν ρουσφέτια είναι σαν να υπογράφω ότι είμαι δειλός και έξω πάσης παιδείας».
Ο παπα-Γιώργης θεωρεί ότι και η Εκκλησία φέρει ευθύνη για την κακή κατάσταση που έχει βρεθεί η χώρα. «Η Ορθοδοξία δεν έχει τίποτα στραβό, μόνο στραβούς έχει. Η επίσημη Εκκλησία και το επίσημο κράτος είναι δυο κατεργάρηδες, που η δουλειά τους είναι να τσακώνονται. Δυο ηλίθιοι που θα έπρεπε να συνεργαστούν για να σώσουν τη χώρα. Τους παρομοιάζω με τους θεολόγους και τους γεωπόνους, που στο μοναδικό πράγμα που μοιάζουν είναι ότι οι πρώτοι δεν έχουν ιδέα από Θεό και οι δεύτεροι από γης. Ας έρθουν οι δεσποτάδες να μου το ανατρέψουν αυτό. Είναι μόνο χριστιανικό αυτό που λέω και δεν το παίρνω πίσω, ακόμα κι αν με σκοτώσουν». Η Κρήτη, και ιδιαίτερα η περιοχή των Σφακίων, είναι ένας ιδιόμορφος τόπος, όπου οι άνθρωποι δυσπιστούν προς κάθε είδους επίσημη αρχή. Κρατάνε σε απόσταση το επίσημο κράτος και δεν εκμαιεύουν την εύνοιά του, όπως γίνεται σε άλλα μέρη της χώρας. Εκεί ισχύουν και άγραφοι νόμοι προστασίας της αξιοπρέπειας, οι οποίοι δεν συμφωνούν πάντα με τη νομιμοσύνη του επίσημου Κράτους. Γι’ αυτή την αξιοπρέπεια οι Σφακιανοί πολεμούν συχνά μέχρις εσχάτων, χωρίς να υπολογίζουν τις συνέπειες. Ένας τέτοιος μαχητής της αξιοπρέπειας είναι και ο παπα-Γιώργης, ο οποίος αυτοχαρακτηρίζεται ως ο τελευταίος των Μοϊκανών. «Είμαι ένας Ταλιμπάνης της Εκκλησίας, που τον θάνατο δεν τον έχω για τίποτις. Όποιος φοβάται τον θάνατο δεν μπορεί να κάνει καλή πράξη, όποιος προδικάζει τη νίκη για να πολεμήσει είναι ηλίθιος. Άπαξ και πολεμώ είμαι νικητής». Η διαφορά του ξεχωριστού και σπάνιου ιερέα με τους συντοπίτες του, είναι ότι αυτός είναι λιγότερο παρορμητικός και περισσότερο προνοητικός, γνωρίσματα που χαρακτηρίζουν τους γνήσιους χριστιανούς. «Να προνοείς και όχι να μετανοείς. Όταν βγαίνεις για ψάρεμα και βλέπεις ένα καράβι να αγκυροβολεί, να σκεφτείς ότι μπορεί να πήρε σήμα ότι χαλάει ο καιρός. Είναι κακό σημάδι ότι αγκυροβόλησε. Ελάχιστοι προνοούν, δυστυχώς αυτή είναι η εικόνα του ανθρώπου στον πλανήτη».
Ο παπα-Γιώργης τα βάζει άγρια με την οπλοχρησία στην Κρήτη, που έχει γίνει αιτία να σκοτωθούν άδικα πολλοί άνθρωποι. «Στα τελευταία 70 χρόνια έχουν γίνει 30 φόνοι στο χωριό μου από όπλα. Τα είπα αυτά σε ένα περιοδικό, αλλά απέφυγαν να γράψουν το όνομά μου για να μην μου κάνει κάποιος κακό. Δεν φοβάμαι, όμως, να μιλήσω. Το να οπλοφορείς επιδεικτικά δεν είναι σωστό πράγμα, αλλά τολμώ να πω ότι είναι και δειλία. Το να ασκείσαι, όμως, στην τέχνη των αρμάτων είναι εθνικό καθήκον. Αυτό είναι άλλο πράγμα». Μόλις τέλειωσε τη φράση του έφυγε για λίγο και γύρισε κρατώντας ένα παλιό εγγλέζικο και παροπλισμένο τουφέκι με κομμένη την κάννη. Το κρατούσε καμαρωτά, σαν ένδειξη παλικαριάς και άρνησης συμβιβασμού με κάθε μορφής κατεστημένο. Μερικοί Σφακιανοί τον παρομοιάζουν με τον Παπαφλέσσα, αλλά αυτός αρνείται κατηγορηματικά ότι μπορεί να μοιάσει έστω και στο μικρό δαχτυλάκι αυτού του μεγάλου επαναστάτη. Υπερηφανεύεται που είναι μακρινός συγγενής του Δασκαλογιάννη από το σόι της γιαγιά του. Δεν διαφέρει καθόλου από τους πρόγονούς του, οι οποίοι κρατώντας ξεχαρβαλωμένα όπλα και σκουριασμένα αγροτικά εργαλεία, εξόντωσαν τους επίλεκτους αλεξιπτωτιστές του Χίτλερ, στη μάχη της Κρήτης το 1941. Το χωριό του, μάλιστα, ήταν κέντρο αντίστασης κατά των Γερμανών και ο ίδιος ήταν μέλος της ΕΠΟΝ.
Όταν ήταν έφηβος ο παπα-Γιώργης πήγε σε μια σχολή στη Λάρισα να σπουδάσει τεχνίτης, αλλά δεν τον πήρανε γιατί ο πατέρας του ήταν κομμουνιστής. Όταν πήγε φαντάρος του στήνανε παγίδες για να εκδηλώσει ανοιχτά τα αριστερά του φρονήματα και να τον εξορίσουν στη Μακρόνησο. «Θέλησαν να με στείλουν και στην Κορέα για να πολεμήσω. Τους ρώτησα γιατί να πάω στην άκρη του κόσμου να πολεμήσω; Επειδή τα σύνορα της Ελλάδας φτάνουν μακριά, μου απάντησαν. Μπούρδες, δηλαδή». Ο παπα-Γιώργης βγήκε στη σύνταξη 79 χρονών και σήμερα είναι 84 χρονών. Απέκτησε 12 κοπέλια, από τα οποία τα 11 βρίσκονται στη ζωή και το ένα έγινε άγγελος. Είναι ένας ακέραιος και καθαρός σαν γάργαρο νερό ιθαγενής της Κρήτης. Ένα σπάνιο είδος αγνού ιερωμένου, μια ασκητική μορφή, ένας αετός των Λευκών Ορέων. Μόλις φεύγαμε από το σπίτι του μας είπε να σκύψουμε, σκέπασε με το πετραχήλι τα κεφάλια μας και μας έψαλε μερικές ευχές. Ήταν σούρουπο, φυσούσε καυτός λίβας και στο βάθος φαινόταν η πανσέληνος στο Λυβικό Πέλαγος. Γιατί φύγαμε και δεν καθίσαμε για πάντα εκεί;
Ανάρτηση από : www.travelpaths.gr
«Μα πόσο ηλίθιοι είναι αυτοί που μας κυβερνούν; Έχουν πάει κατά διαβόλου αυτή τη χώρα. Το ξέρω, είναι βαρύ αυτό που λέω, αλλά δυστυχώς έτσι είναι. Καταντήσαμε να εισάγουμε τα πιο πολλά προϊόντα απ’ έξω. Ακόμα και στο Λουτρό Σφακίων, ένα τόσο δα χωριουδάκι, που δεν έχει δρόμο και πας εκεί παρά μόνο από τη θάλασσα, πουλάνε μέλι από την Αργεντινή, τη στιγμή που το δικό τους μέλι μένει απούλητο».
Ο παπα-Γιώργης Χιωτάκης, από τα Νομικιανά Σφακίων, δεν βρίσκει λογική στο καπιταλιστικό σύστημα, που επιβάλλει τους βάρβαρους νόμους της αγοράς ακόμα και στα απομονωμένα χωριά του Λιβυκού Πελάγους. Γι’ αυτό δηλώνει κομμουνιστής και απεχθάνεται την ιδιοκτησία όπως ο διάβολος το λιβάνι. «Η ιδιοκτησία και η κλοπή είναι ένα και το αυτό αδίκημα. Μπορεί να είσαι κηδεμόνας της γης, όχι όμως ιδιοκτήτης της. Η Ελλάδα είναι πολιτικά και οικονομικά διεφθαρμένη από τα διεθνή κεφάλαια και συμφέροντα. Τρέμω αυτούς που φορούν γραβάτα και τους σιχαίνομαι. Τα λαχεία και το χρηματιστήριο αυτοί τα κάνανε. Αυτοί που δουλώνουν σήμερα την κοινωνία έχουν ούλοι τρία διπλώματα πανεπιστημίου. Να πάνε τα διπλώματα όπου έχει αποχωρητήριο και να τα πετάξουν». Πιο πολύ κι από τους γιάπηδες με τις γραβάτες, ο παπα-Γιώργης τρέμει τους πολιτικούς, που διαφθείρουν τον λαό με τα ρουσφέτια. «Θεωρούν ότι ο λαός είναι μια κουτή μάζα που την πάει το ρέμα όπου θέλει. Εγώ που ψήφισα τον κάθε βουλευτή για να πάει στη βουλή, είναι δυνατόν να πάω σ’ αυτόν σαν διακονιάρης να του ζητήσω το ένα και το άλλο; Όποιος παραβαίνει τη συνείδησή του και ψηφίζει επειδή του έχουν κάνει ρουσφέτι είναι κακής ώρας γέννημα. Όταν ψηφίζω για να μου κάνουν ρουσφέτια είναι σαν να υπογράφω ότι είμαι δειλός και έξω πάσης παιδείας».
Ο παπα-Γιώργης θεωρεί ότι και η Εκκλησία φέρει ευθύνη για την κακή κατάσταση που έχει βρεθεί η χώρα. «Η Ορθοδοξία δεν έχει τίποτα στραβό, μόνο στραβούς έχει. Η επίσημη Εκκλησία και το επίσημο κράτος είναι δυο κατεργάρηδες, που η δουλειά τους είναι να τσακώνονται. Δυο ηλίθιοι που θα έπρεπε να συνεργαστούν για να σώσουν τη χώρα. Τους παρομοιάζω με τους θεολόγους και τους γεωπόνους, που στο μοναδικό πράγμα που μοιάζουν είναι ότι οι πρώτοι δεν έχουν ιδέα από Θεό και οι δεύτεροι από γης. Ας έρθουν οι δεσποτάδες να μου το ανατρέψουν αυτό. Είναι μόνο χριστιανικό αυτό που λέω και δεν το παίρνω πίσω, ακόμα κι αν με σκοτώσουν». Η Κρήτη, και ιδιαίτερα η περιοχή των Σφακίων, είναι ένας ιδιόμορφος τόπος, όπου οι άνθρωποι δυσπιστούν προς κάθε είδους επίσημη αρχή. Κρατάνε σε απόσταση το επίσημο κράτος και δεν εκμαιεύουν την εύνοιά του, όπως γίνεται σε άλλα μέρη της χώρας. Εκεί ισχύουν και άγραφοι νόμοι προστασίας της αξιοπρέπειας, οι οποίοι δεν συμφωνούν πάντα με τη νομιμοσύνη του επίσημου Κράτους. Γι’ αυτή την αξιοπρέπεια οι Σφακιανοί πολεμούν συχνά μέχρις εσχάτων, χωρίς να υπολογίζουν τις συνέπειες. Ένας τέτοιος μαχητής της αξιοπρέπειας είναι και ο παπα-Γιώργης, ο οποίος αυτοχαρακτηρίζεται ως ο τελευταίος των Μοϊκανών. «Είμαι ένας Ταλιμπάνης της Εκκλησίας, που τον θάνατο δεν τον έχω για τίποτις. Όποιος φοβάται τον θάνατο δεν μπορεί να κάνει καλή πράξη, όποιος προδικάζει τη νίκη για να πολεμήσει είναι ηλίθιος. Άπαξ και πολεμώ είμαι νικητής». Η διαφορά του ξεχωριστού και σπάνιου ιερέα με τους συντοπίτες του, είναι ότι αυτός είναι λιγότερο παρορμητικός και περισσότερο προνοητικός, γνωρίσματα που χαρακτηρίζουν τους γνήσιους χριστιανούς. «Να προνοείς και όχι να μετανοείς. Όταν βγαίνεις για ψάρεμα και βλέπεις ένα καράβι να αγκυροβολεί, να σκεφτείς ότι μπορεί να πήρε σήμα ότι χαλάει ο καιρός. Είναι κακό σημάδι ότι αγκυροβόλησε. Ελάχιστοι προνοούν, δυστυχώς αυτή είναι η εικόνα του ανθρώπου στον πλανήτη».
Ο παπα-Γιώργης τα βάζει άγρια με την οπλοχρησία στην Κρήτη, που έχει γίνει αιτία να σκοτωθούν άδικα πολλοί άνθρωποι. «Στα τελευταία 70 χρόνια έχουν γίνει 30 φόνοι στο χωριό μου από όπλα. Τα είπα αυτά σε ένα περιοδικό, αλλά απέφυγαν να γράψουν το όνομά μου για να μην μου κάνει κάποιος κακό. Δεν φοβάμαι, όμως, να μιλήσω. Το να οπλοφορείς επιδεικτικά δεν είναι σωστό πράγμα, αλλά τολμώ να πω ότι είναι και δειλία. Το να ασκείσαι, όμως, στην τέχνη των αρμάτων είναι εθνικό καθήκον. Αυτό είναι άλλο πράγμα». Μόλις τέλειωσε τη φράση του έφυγε για λίγο και γύρισε κρατώντας ένα παλιό εγγλέζικο και παροπλισμένο τουφέκι με κομμένη την κάννη. Το κρατούσε καμαρωτά, σαν ένδειξη παλικαριάς και άρνησης συμβιβασμού με κάθε μορφής κατεστημένο. Μερικοί Σφακιανοί τον παρομοιάζουν με τον Παπαφλέσσα, αλλά αυτός αρνείται κατηγορηματικά ότι μπορεί να μοιάσει έστω και στο μικρό δαχτυλάκι αυτού του μεγάλου επαναστάτη. Υπερηφανεύεται που είναι μακρινός συγγενής του Δασκαλογιάννη από το σόι της γιαγιά του. Δεν διαφέρει καθόλου από τους πρόγονούς του, οι οποίοι κρατώντας ξεχαρβαλωμένα όπλα και σκουριασμένα αγροτικά εργαλεία, εξόντωσαν τους επίλεκτους αλεξιπτωτιστές του Χίτλερ, στη μάχη της Κρήτης το 1941. Το χωριό του, μάλιστα, ήταν κέντρο αντίστασης κατά των Γερμανών και ο ίδιος ήταν μέλος της ΕΠΟΝ.
Όταν ήταν έφηβος ο παπα-Γιώργης πήγε σε μια σχολή στη Λάρισα να σπουδάσει τεχνίτης, αλλά δεν τον πήρανε γιατί ο πατέρας του ήταν κομμουνιστής. Όταν πήγε φαντάρος του στήνανε παγίδες για να εκδηλώσει ανοιχτά τα αριστερά του φρονήματα και να τον εξορίσουν στη Μακρόνησο. «Θέλησαν να με στείλουν και στην Κορέα για να πολεμήσω. Τους ρώτησα γιατί να πάω στην άκρη του κόσμου να πολεμήσω; Επειδή τα σύνορα της Ελλάδας φτάνουν μακριά, μου απάντησαν. Μπούρδες, δηλαδή». Ο παπα-Γιώργης βγήκε στη σύνταξη 79 χρονών και σήμερα είναι 84 χρονών. Απέκτησε 12 κοπέλια, από τα οποία τα 11 βρίσκονται στη ζωή και το ένα έγινε άγγελος. Είναι ένας ακέραιος και καθαρός σαν γάργαρο νερό ιθαγενής της Κρήτης. Ένα σπάνιο είδος αγνού ιερωμένου, μια ασκητική μορφή, ένας αετός των Λευκών Ορέων. Μόλις φεύγαμε από το σπίτι του μας είπε να σκύψουμε, σκέπασε με το πετραχήλι τα κεφάλια μας και μας έψαλε μερικές ευχές. Ήταν σούρουπο, φυσούσε καυτός λίβας και στο βάθος φαινόταν η πανσέληνος στο Λυβικό Πέλαγος. Γιατί φύγαμε και δεν καθίσαμε για πάντα εκεί;
Ανάρτηση από : www.travelpaths.gr