Αμπελάκια: ένα ελλείπον «κεϊρέτσου»;
Ένα ελληνοκεντρικό σχέδιο καινοτόμου οργάνωσης και ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας
Του Χρίστου Γαλλή από τη Ρήξη φ. 122
Με το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου το 1945, η ιαπωνική οικονομία ήταν ολοκληρωτικά κατεστραμμένη. Η Ιαπωνία ήταν χώρα υπό στρατιωτική κατοχή και με μειωμένη εθνική κυριαρχία.
Η Ελλάδα σήμερα είναι μια χώρα με κατεστραμμένη την παραγωγική της οικονομία και με μειωμένη εθνική κυριαρχία λόγω του διεθνούς οικονομικού ελέγχου από τους δανειστές της.
Η ιαπωνική οικονομία κατόρθωσε να ανορθωθεί από τα ερείπια και να αναπτυχθεί χωρίς κρατικές επιδοτήσεις, χωρίς απολύσεις εργαζομένων και χωρίς τη χρεοκοπία των μεγάλων της επιχειρήσεων. Ο ρόλος-κλειδί σε αυτήν την επιτυχημένη αναγέννηση της οικονομίας οφείλεται στις παγκόσμια καινοτόμες οργανώσεις κοινοπραξιών των Keiretsu που ήταν μέρος της ιαπωνικής επιχειρηματικής παράδοσης. Αυτή είναι η πραγματική δύναμη της ιαπωνικής οικονομίας στη μεταπολεμική περίοδο, που χαρακτηρίζεται από την ικανότητά της σε μια γρήγορη ήπια προσαρμογή στις τεχνολογικές εξελίξεις, στα περιοδικά μακροοικονομικά παγκόσμια σοκ και την ομαλή μεταβίβαση από τις κατεστραμμένες ή προβληματικές επιχειρήσεις σε τομείς στους οποίους η δυναμική ιαπωνική παγκόσμια ανταγωνιστικότητα παραμένει υψηλή.
Μια κοινοπραξία Κεϊρέτσου χαρακτηρίζεται από μια οριζόντια και μια κάθετη οργανωτική δομή. Η κοινοπραξία της Mitsubishi είναι ένα σύγχρονο παράδειγμα Κεϊρέτσου. Στην κορυφή του κεντρικού πυρήνα της οριζόντιας οργάνωσής του βρίσκεται η τράπεζα Mitsubishi-Tokyo. Στον ίδιο πυρήνα βρίσκεται η Mitsubishi Motors (κατασκευάζει αυτοκίνητα, αεροπλάνα, πλοία, μηχανές κ.λπ), η Mitsubishi Trust and Banking, η Meiji Mutual Life Insurance Company που χορηγεί συντάξεις και παρέχει ιατροφαρμακευτική περίθαλψη σε όλους τους εργαζόμενους στο Keiretsu Mitsubishi και η Mitsubishi Shoji, που είναι η εμπορική εταιρεία του Κεϊρέτσου.
Η κάθετη δομή του Κεϊρέτσου αποτελείται από πολυάριθμες και κάθε μεγέθους εταιρείες, όπως προμηθευτές και κατασκευαστές εξαρτημάτων, υπεργολάβοι παραγωγής, βιομηχανίες χάλυβα, βιομηχανίες παραγωγής πλαστικών και ηλεκτρονικών, κ.λπ. Όλες αυτές οι εταιρείες δραστηριοποιούνται οικονομικά και διοικητικά στην κάθετη δομή του Κεϊρέτσου ενώ ταυτόχρονα ιδιοκτησιακά είναι και μέλη της οριζόντιας δομής του. Αυτό γιατί οι ιδιοκτησιακές σχέσεις όλων των εταιρειών παραπέμπουν, μέσω μιας ιδιοκτησιακής διασύνδεσής τους με την αμοιβαία ανταλλαγή μετοχών, που έχει σαν αποτέλεσμα τη στενή επιχειρηματική τους σχέση, συχνά ως προμηθευτές η μια της άλλης και αντίστροφα. Η τράπεζα του Κεϊρέτσου κατέχει συνήθως ένα μικρό ποσοστό από κάθε μια εταιρεία μέλος και όλες οι εταιρείες μέλη κατέχουν ένα ποσοστό των μετοχών της τράπεζας. Αυτό δομεί μια σχέση σύμπλεξης, ιδιαίτερα όταν οι εταιρείες μέλη δανείζονται από την τράπεζα. Οι σχέσεις σύμπλεξης επιτρέπουν στην τράπεζα να ελέγχει τους εταιρικούς δανεισμούς, να ενδυναμώνει τις σχέσεις μεταξύ των εταιρειών-μελών, να ελέγχει και παρακολουθεί τους πελάτες και να βοηθά σε πρόβλημα, όπως για παράδειγμα με το δίκτυο προμηθευτών.
Αυτή η πολύπλοκη δομή της κοινοπραξίας ελαχιστοποιεί τον ανταγωνισμό μέσα στο Κεϊρέτσου και προστατεύει τις εταιρείες-μέλη από εξαγορά από άλλους εκτός Κεϊρέτσου. Στην Ιαπωνία, σήμερα, κάθε μία από τις μεγάλες έξι εταιρείες κατασκευής αυτοκινήτων ανήκει σε ένα από τα έξι μεγάλα Κεϊρέτσου όπως και κάθε μια από τις μεγάλες ιαπωνικές εταιρείες ηλεκτρονικών.
Η ελληνική οικονομία, ιδιαίτερα μετά από έξι χρόνια ύφεσης, χαρακτηρίζεται από το μικρό μέγεθος των εταιρειών, την έλλειψη συνεργασίας μεταξύ εταιρειών, την έλλειψη κεφαλαίων και ρευστού, αδυναμία παρακολούθησης των τεχνολογικών εξελίξεων και των καινοτόμων αλλαγών στην παραγωγική διαδικασία, αδυναμία λειτουργίας τμημάτων έρευνας και καινοτομίας και, κυρίως έλλειψη δυναμικότητας ανταγωνισμού στις παγκόσμιες αγορές. Ο κίνδυνος δε αφελληνισμού των ελληνικής ιδιοκτησίας εταιρειών είναι ορατός και σε εξέλιξη.
Σκοπός αυτού του άρθρου είναι να προτείνει μια νέα οργάνωση της ελληνικής επιχειρηματικότητας και, κατ’ επέκταση και της ελληνικής οικονομίας, που να ανταποκρίνεται στις τωρινές ανάγκες, να έχει κοινωνικό προσανατολισμό, να δίνει προοπτική ανάπτυξης και δυναμισμού στον παγκόσμιο ανταγωνισμό. Η ιαπωνική πρακτική των Κεϊρέτσου θα μπορούσε να συνδυαστεί με τον παραδοσιακό ελληνικό κοινοτισμό. Σε αυτή την κατεύθυνση δίνονται τρία παραδείγματα πιθανής οργάνωσης των ελληνικού τύπου κοινοπραξιών Κεϊρέτσου, χωρίς κρατικές και ευρωπαϊκές επιδοτήσεις.
Σκοπός αυτού του άρθρου είναι να προτείνει μια νέα οργάνωση της ελληνικής επιχειρηματικότητας και, κατ’ επέκταση και της ελληνικής οικονομίας, που να ανταποκρίνεται στις τωρινές ανάγκες, να έχει κοινωνικό προσανατολισμό, να δίνει προοπτική ανάπτυξης και δυναμισμού στον παγκόσμιο ανταγωνισμό. Η ιαπωνική πρακτική των Κεϊρέτσου θα μπορούσε να συνδυαστεί με τον παραδοσιακό ελληνικό κοινοτισμό. Σε αυτή την κατεύθυνση δίνονται τρία παραδείγματα πιθανής οργάνωσης των ελληνικού τύπου κοινοπραξιών Κεϊρέτσου, χωρίς κρατικές και ευρωπαϊκές επιδοτήσεις.
Α. Μια μεγάλη κοινοπραξία θα μπορούσε να αναπτυχτεί γύρω από τα ελληνικά ναυπηγεία. Εκτός από τα ναυπηγεία, στον οριζόντιο οργανωτικό πυρήνα της κοινοπραξίας θα μπορούν να συμμετέχουν ελληνικές ναυτιλιακές εταιρείες, χαλυβουργίες, μηχανουργικές εταιρείας και η κοινοπρακτική τράπεζα που η κοινοπραξία θα δημιουργήσει. Ένας ασφαλιστικός οργανισμός επικουρικής ασφάλισης όλων των εργαζόμενων μπορεί να ιδρυθεί. Στην κάθετη οργανωτική δομή της κοινοπραξίας θα συμμετέχουν πολυάριθμες εταιρείες, ανεξαρτήτως μεγέθους, όπως εταιρείες χρωμάτων, σχεδιασμού και ανάπτυξης, μηχανουργεία, εταιρείες ηλεκτρικών και ηλεκτρονικών, μηχανολογικού εξοπλισμού, ξενοδοχειακού εξοπλισμού, κ.λπ. Όλες αυτές οι εταιρείες θα συνδέονται μέσω ιδιοκτησιακής σύμπλεξης με κατοχή μετοχών η μία της άλλης. Οι εταιρείες της κάθετης δομής δεν θα συνεργάζονται αποκλειστικά με την κοινοπραξία, αλλά μπορούν να παράγουν και συναλλάσσονται και με τρίτους. Να σημειωθεί εδώ πως περίπου επτακόσια πλοία κατασκευάζονται σήμερα σε ναυπηγεία της αλλοδαπής και ανήκουν σε ελληνικές ναυτιλιακές εταιρείες. Ένα μέρος αυτών των πλοίων, αν κατασκευαζόταν στην Ελλάδα, θα μπορούσε να δώσει τη ώθηση που χρειάζεται η ελληνική οικονομία. Η κοινοπραξία αυτή θα μπορεί να επεκταθεί και σε άλλους τομείς κατασκευών και νέας επιχειρηματικότητας, όπως για παράδειγμα σιδηροδρομικό υλικό, μέσα μεταφοράς, κ.λπ. Έτσι θα δημιουργηθεί μια μεγάλη εταιρεία, που θα έχει την ικανότητα ανταγωνισμού που απαιτούν οι παγκόσμιες συνθήκες.
Β. Η Ελλάδα έχει πολλές μικρές εταιρείες που κατέχουν προηγμένη γνώση και κατασκευάζουν καινοτόμα τεχνολογικά προϊόντα, ανταγωνιστικά σε παγκόσμιο επίπεδο. Λόγω του μικρού μεγέθους όμως δεν μπορούν να έχουν τον δυναμισμό και τα εφόδια που απαιτεί ο παγκόσμιος ανταγωνισμός. Η Ελληνική Αεροπορική Βιομηχανία (ΕΑΒ) θα μπορούσε να είναι η εταιρεία πυρήνας μιας κοινοπραξίας αεροδιαστημικής, τεχνολογίας τηλεπικοινωνιών και αμυντικών εφαρμογών. Στον οριζόντιο πυρήνα, εκτός της ΕΑΒ θα μπορούσαν να συμμετέχουν τα ελληνικά αμυντικά συστήματα, μεγάλες ελληνικές εταιρείες ηλεκτρονικών και μια κοινοπρακτική τράπεζα που θα μπορεί να ιδρυθεί από τις εταιρείες-μέλη. Στην κάθετη οργάνωση θα συμμετέχουν εταιρείες που παράγουν λογισμικό, συστήματα τηλεπικοινωνιών, εταιρείες αμυντικού υλικού, κραμάτων, προϊόντων αλουμινίου και προηγμένων υλικών, μηχανουργεία, εταιρείες ηλεκτρονικών, νανοτεχνολογιας, κ.λπ. Έτσι θα δημιουργηθεί μια μεγάλη κοινοπραξία που μπορεί να κερδίσει μέρος της μεγάλης παγκοσμίας αγοράς και παράλληλα να εξελίξει και παράγει νέα δικά της προϊόντα και συστήματα για την παγκόσμια αγορά.
Γ. Στον αγροτικό τομέα, το μικρό μέγεθος των εταιρειών είναι αρνητικό χαρακτηριστικό σε όλους τους τομείς αγροτικής παραγωγής. Οι μικρές εταιρείες δεν έχουν τη δυνατότητα και τα μέσα για μια δυναμική τοποθέτησή τους στον παγκόσμιο ανταγωνισμό και, λόγω μεγέθους, είναι σε μειονεκτική θέση στην προσπάθεια πρόσβασης στα μεγάλα παγκόσμια δίκτυα διανομής αγροτικών προϊόντων και τροφίμων. Το παράδειγμα αφορά τον τομέα του ελαιολάδου. Το ελληνικό ελαιόλαδο είναι κατά γενική παραδοχή από τα πιο ποιοτικά στον κόσμο. Δραστηριοποιούνται όμως πολλές μικρές εταιρείες, που δεν έχουν τη δυνατότητα και τα μέσα πρόσβασης στην παγκόσμια αγορά με όρους υπεροχής λόγο ποιότητας. Έτσι το ποιοτικό ελληνικό ελαιόλαδο φτάνει να πωλείται φθηνότερα από το αντίστοιχο ιταλικό ή ισπανικό. Μεγάλο μέρος του ελληνικού ελαιολάδου πωλείται χύμα σε ιταλικές και ισπανικές εταιρείες. Ας πάρουμε για παράδειγμα την Πελοπόννησο. Θα μπορούσε να ιδρυθεί μια μεγάλη κοινοπραξία του πελοποννησιακού ελαιολάδου. Στην οριζόντια οργάνωση της κοινοπραξίας θα συμμετέχουν οι ενώσεις συνεταιρισμών και ιδιωτικές εταιρείες παραγωγής ελαιολάδου, δηλαδή συνεταιριστικά και ιδιωτικά ελαιοτριβεία. Όλοι αυτοί οι παραγωγοί ελαιολάδου θα αποτελούν μέλη της εταιρείας παραγωγής της κοινοπραξίας. Η κοινοπραξία θα ιδρύσει επίσης μια εμπορική εταιρεία, για την εμπορία και προώθηση του ελαιολάδου στην παγκοσμία αγορά με ένα ενιαίο brand name. Μια συνεταιριστική – κοινοπρακτική τράπεζα που θα ιδρυθεί, θα βρίσκεται στον πυρήνα της οριζόντιας οργάνωσης της κοινοπραξίας. Μια τέτοια κοινοπραξία θα έχει το μέγεθος και τα μέσα για μια ανταγωνιστική θέση στην παγκόσμια αγορά, χωρίς να χάνει το ποιοτικό πλεονέκτημα του πελοποννησιακού ελαιολάδου.
Η Ελλάδα και η ελληνική οικονομία χρειάζονται ένα νέο καινοτόμο, δυναμικό ελληνοκεντρικό σχέδιο οικονομικής οργάνωσης και ανάπτυξης, που δεν θα βασίζεται στις κρατικές επιδοτήσεις και στο κράτος, αλλά στη συλλογική δυναμική της κοινωνίας και στην ελληνική επιχειρηματική ιδιοφυΐα και δυναμισμό. Το παρόν άρθρο δίνει την ιδέα.
* Ο Χρίστος Γαλλής είναι διδάκτορας του πανεπιστημίου του Ελσίνκι, πρώην επισκέπτης καθηγητής στο πανεπιστήμιο Χιόγκο της Ιαπωνίας, και ερευνητής στο Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών Θεσσαλονίκης.
Ανάρτηση από: http://ardin-rixi.gr