Του Τρίφωνα Λιώτα
Κάθε ταινία του Θ. Μαραγκού που έχω δει είναι, παρά το χιούμορ που τις διακρίνει, και ένα βαθυστόχαστο έργο τέχνης. Το «Μάθε παιδί μου γράμματα» (1981), το «Αρκεί να φαίνονται ωραία» (2007) και το «Μπλάκ Μπεε» (2012). «Οι Ισοβίτες» (2008) λοιπόν, δε θα μπορούσαν να διαφέρουν. Η ταινία αυτή είχε διαφύγει της προσοχής μου και ο λόγος ήταν ο πόλεμος που δέχτηκε από τα «καλλιτεχνικά» κυκλώματα. Παρά το γεγονός ότι και η πρώτη προβολή της στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το Νοέμβριο του 2008 όπως και τέσσερις ακόμη που ακολούθησαν σε κινηματογράφους εκτός κυκλώματος απόσπασαν κολακευτικά σχόλια, ενώ η ταινία έχει κερδίσει και διεθνές βραβείο.
Ο ίδιος ο σκηνοθέτης μεταξύ άλλων εξηγεί τους λόγους του πολέμου: «…γίνεται επειδή βεβαίως την έχει γράψει και την έχει σκηνοθετήσει ο Μαραγκός ο οποίος κάθε φορά που εμφανίζεται και προσφέρει γέλιο αυτοί παθαίνουν πανικό. Γιατί δε μπορούν να γελάσουν επειδή στερούνται χιούμορ. Και αυτό, να μη ξεχνάμε, είναι το χαρακτηριστικό της εξουσίας, …γίνεται κυρίως για τις ιδέες που περιέχει η ταινία, τις οποίες αυτοί θέλουν να τις εξαφανίσουν. Λυσσάνε που ο κόσμος χειροκροτεί αυτές τις ιδέες. Στην ουσία αυτή η επίθεση που δέχεται η ταινία, είναι μέρος της γενικότερης επίθεσης που δέχεται η Παιδεία κι ο Ελληνικός Πολιτισμός.»
Οι ισοβίτες (Πάνος και «λοχαγός», στους ρόλους ο Μουρίκης και Σπυριδάκης) είναι δύο άγνωστοι μεταξύ τους. Ο ένας ένα νυχτερινό ελεύθερο πουλί – φορτηγατζής, ένας ποιητής του πάθους, ο άλλος ένας εκδότης κριτής της κοινωνίας μας, ένας μηδενιστής – αρνητής των πάντων. Το μοναδικό κοινό σημείο τους, η αγάπη για τη φίρμα του λαϊκού τραγουδιού Στέλλα. Με ευφάνταστα κωμικά γεγονότα τραβηγμένα στα άκρα μόνο και μόνο για να μπορέσουμε να γελάσουμε με τα κακώς κείμενα της κοινωνίας μας (ρατσισμός, δικαιοσύνη, θρησκεία, ειδήσεις, παραπληροφόρηση, την υποκουλτούρα) στηλιτεύει τον παράλογο βίο που διάγουμε αλλά προπάντων την σχετικότητα που χαρακτηρίζει την ελευθερία ως έννοια. Οι ηθοποιοί σε μεγάλα κέφια, δίνουν ένα ρεσιτάλ ηθοποιίας ενώ όταν θα βρεθούν στο ίδιο κελί θα επιχειρήσουν να λύσουν τις φιλοσοφικές διαφορές τους μετατρέποντάς το σε πεδίο μάχης.
Ο μηδενιστής εκδότης, αγανακτισμένος από το χάλι της σημερινής ζωής, θα βρεθεί στη φυλακή με τη θέλησή του αφού θέλει να αποδείξει ότι η ζωή μέσα στη φυλακή είναι καλύτερη από τη ζωή έξω. Ο φορτηγατζής, θύμα των περιστάσεων θα υποστεί την ίδια μοίρα αλλά δεν μπορεί να αντέξει μέσα ούτε δευτερόλεπτο. Όταν όμως θα βρεθεί αντιμέτωπος με τα επιχειρήματα του εκδότη και την αλήθεια θα επιδείξει ανικανότητα στον προσδιορισμό της ελευθερίας του. Πώς θα βοηθήσει ο ένας τον άλλο για να βγούνε από το αδιέξοδο που έχουν και οι δύο περιέλθει αλλά για διαφορετικούς ο καθένας λόγους; Ο ένας σαν αποτέλεσμα της σκέψης του και της σημασίας που αυτή αποδίδει στα γεγονότα και ο άλλος εξαιτίας των γεγονότων. Θα μπορέσουν τελικά να βρουν γιατί αξίζει να είναι ελεύθεροι;
Πρόκειται για μια απόδραση από τη μοναξιά μιας φυλακής αυτοδημιούργητης ή επιβαλλόμενης. Μια απόδραση σ’ ένα κόσμο όπου το κάθε άτομο συνειδητά ή ασυνείδητα, ηθελημένα ή αθέλητα συνεργάζεται – συνδημιουργεί – με ολόκληρο το κοσμικό είναι. Σε ένα κόσμο φανταχτερό και θορυβώδη που ο καθένας θα ευχαριστιόταν την πορεία του αλλά κυρίως τα απρόοπτα και τα παράξενα που έχει αυτή να μας προσφέρει με μια παιχνιδιάρικη διάθεση. Ο μηδενισμός και η ολική άρνηση θα γίνουν μια συνεχής και ενθουσιώδης κατάφαση για την ζωή.
Σκέψου: ο τρόπος που ζεις είναι αυτός ενός ελεύθερου ανθρώπου; Είσαι πιστός σε αυτό που είσαι ή μήπως προσπαθείς συνεχώς να είσαι κάτι άλλο απ’ αυτό που είσαι; Η ιδεολογία πάντα θέτει σκοπούς και συνεπώς μαζί τους και την φυλακή από την οποία πρέπει να απελευθερωθείς – αύριο πάντα και σε έναν άλλο κόσμο. Ίσως για να είσαι τελικά ελεύθερος θα πρέπει να καταργήσεις κάθε σκοπό και κάθε αξία που αποσκοπεί κάπου. Και γιατί μας αξίζει τελικά να είμαστε ελεύθεροι αν όχι για να ονειρευόμαστε μια ζωή όπου θα αποδεικνύουμε με πάθος αυτό που είμαστε στον κόσμο που ήδη υπάρχει.
Η ταινία είναι «χαμηλού κόστους» αλλά αυτό δεν αφαιρεί τίποτα από την πρωτοτυπία της καθώς και από τον εκπαιδευτικό της ρόλο. Ο Θ. Μαραγκός είναι ένας από τους λίγους εκείνους ανθρώπους που επιμένουν ηρωικά να κάνουν ταινίες «από το λαό για το λαό» και να λένε με θάρρος την αλήθεια όσο πικρή κι αν είναι.
Η ταινία ολόκληρη (εδώ).
Ανάρτηση από: http://www.stontoixo.com