Του Άρη Οικονόμου
Οι κεντρικές τράπεζες, έχοντας πλέον καταναλώσει όλα τα νομισματικά και δημοσιονομικά τους όπλα, διαθέτουν μόνο μία δυνατότητα αντιμετώπισης ξαφνικών κρίσεων, καθώς επίσης χρηματιστηριακών κραχ – τη χειραγώγηση των αγορών.
Άρθρο
Η Fed αύξησε τα βασικά της επιτόκια κατά 0,25 μονάδες, οπότε η ονομαζόμενη «Federal Funds Rate» βρίσκεται πλέον μεταξύ του 0,75% και 1%. Ο λόγος, για τον οποίο ελπίζει η αμερικανική τράπεζα πως πιστεύουν οι επενδυτές ότι το έκανε, είναι η αύξηση της παραγωγής των εγχωρίων επιχειρήσεων, η μείωση της ανεργίας και η άνοδος των καταναλωτικών δαπανών – δηλαδή, η κλιμάκωση του ρυθμού ανάπτυξης, εξαιτίας της οποίας πρέπει να γίνει πιο «σφιχτή» η νομισματική πολιτική, για να μην κινδυνεύσει η οικονομία να υπερθερμανθεί, οδηγούμενη σε υψηλό πληθωρισμό.
Γράψαμε «ελπίζει», επειδή η κεντρική τράπεζα θέλει να δώσει αυτήν ακριβώς την εντύπωση, η οποία θα οδηγούσε πράγματι την οικονομία των Η.Π.Α. σε ανοδική πορεία – μέσα από μία αυτοτροφοδοτούμενη, αισιόδοξη τάση. Πρόκειται βέβαια για ένα μεγάλο ρίσκο, αφού η οικονομία της υπερδύναμης δεν είναι σε καθόλου καλή κατάσταση, ενώ έχουν δημιουργηθεί ήδη αρκετές διαστρεβλώσεις και φούσκες, μεταξύ των οποίων του υπερτιμημένου δολαρίου – ενώ εισάγει πλέον πληθωρισμό από την Κίνα, αντί για τον αποπληθωρισμό του παρελθόντος.
Περαιτέρω, εάν ο πρόεδρος Trump εφαρμόσει πράγματι το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων που έχει ανακοινώσει, αν και κανείς δεν γνωρίζει πού θα βρει τα χρήματα όταν ταυτόχρονα δηλώνει πως το δημόσιο χρέος δεν πρέπει να αυξηθεί, τότε η Fed θα συνεχίσει να αυξάνει τα βασικά της επιτόκια.
Η αιτία είναι το ότι, οι εργαζόμενοι θα απαιτούσαν υψηλότερους μισθούς λόγω της αύξησης της ζήτησης στην αγορά εργασίας – οπότε θα ετίθετο σε λειτουργία ο φαύλος κύκλος μισθών-τιμών, πυροδοτώντας τον πληθωρισμό, τον οποίο η κεντρική τράπεζα θέλει να διατηρήσει σταθερό στο 2%, όπως άλλωστε και η ΕΚΤ.
Λογικά βέβαια η αύξηση των προγραμμάτων δημοσίων επενδύσεων αποφασίζεται σε περιόδους ύφεσης, για να τονωθεί η οικονομία – οπότε δεν είναι εύκολο να εκτιμήσει κανείς σωστά την απόφαση του νέου προέδρου, παραμένοντας επιφυλακτικός σε σχέση με την πραγματική πορεία της αμερικανικής οικονομίας.
Εάν τώρα η Fed συνεχίσει να αυξάνει τα επιτόκια, ενώ στην Ευρώπη παραμένουν χαμηλά λόγω του υπερχρεωμένου νότου, τότε οι επενδυτές θα τοποθετήσουν τα χρήματα τους στις Η.Π.Α. – κάτι που θα ανατιμούσε το δολάριο, ενώ θα υποτιμούσε το ευρώ.
Ως εκ τούτου, οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις θα μπορούσαν να εξάγουν περισσότερα εμπορεύματα στις Η.Π.Α. – οπότε η άνοδος των επιτοκίων θα λειτουργούσε σαν ένα αναπτυξιακό πρόγραμμα για τις εταιρείες καταναλωτικών αγαθών, για τις φαρμακοβιομηχανίες, καθώς επίσης για τους υπόλοιπους βιομηχανικούς ομίλους (για τις εταιρείες που εξαρτώνται από τις εισαγωγές ενέργειας, όπως οι χημικές, οι προοπτικές δεν είναι ανάλογα θετικές, αφού η υποτίμηση του ευρώ αυξάνει το κόστος τους).
Ταυτόχρονα, θα μειώνονταν οι εξαγωγές των Η.Π.Α., οπότε θα αυξανόταν το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών τους – κάτι που επίσης δεν ταιριάζει με την επιθυμία του νέου προέδρου, ο οποίος θέλει να πάψει η χώρα του να είναι ελλειμματική. Επομένως θα αναγκαζόταν να εφαρμόσει την πολιτική του οικονομικού εθνικισμού – η οποία όμως θα πυροδοτούσε ακόμη περισσότερο τον πληθωρισμό, ενώ θα εμπόδιζε τις εξαγωγές των ευρωπαϊκών και λοιπών επιχειρήσεων.
Μετοχές και ομόλογα
Συνεχίζοντας, υπάρχουν εποχές κατά τις οποίες τα αυξανόμενα επιτόκια συνοδεύονται από την άνοδο των τιμών των μετοχών – οπότε λέμε πως η συσχέτιση είναι θετική. Αυτή η τάση κυριαρχεί ιστορικά, όταν το επίπεδο των επιτοκίων είναι κάτω από το 5% – όπου όμως δεν εννοούμε τα βασικά επιτόκια της Fed, αλλά αυτά των δεκαετών ομολόγων του αμερικανικού δημοσίου, τα οποία σήμερα βρίσκονται περίπου στο 2,6% (γράφημα). Τα επιτόκια όμως αυτά δεν εξαρτώνται μόνο από τα βασικά αλλά, επίσης, από τη ζήτηση, ενώ ο κυριώτερος αγοραστής τους είναι η Κίνα, η οποία περιορίζει τις αγορές της – κάτι που είναι πολύ δύσκολο να αξιολογηθεί.
Επεξήγηση γραφήματος: Εξέλιξη των επιτοκίων των δεκαετών αμερικανικών ομολόγων
Το γεγονός αυτό συνέβαινε σχεδόν πάντοτε από τη δεκαετία του 1990, καθώς επίσης μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 – οπότε υποθέτει κανείς ότι, έως το επίπεδο του 5% οι τιμές των αμερικανικών μετοχών, παρά το ότι είναι υπερτιμημένες, θα συνεχίσουν να αυξάνονται, με κριτήριο τα ιστορικά δεδομένα.
Περαιτέρω, όταν τα επιτόκια των δεκαετών ομολόγων υπερβούν το 5%, τότε η συσχέτιση γίνεται ξαφνικά αρνητική – δηλαδή, η αύξηση των επιτοκίων συνοδεύεται από την πτώση των μετοχών. Αυτό συνέβαινε κυρίως κατά τη διάρκεια της εποχής του στασιμοπληθωρισμού της δεκαετίας του 1970, καθώς επίσης τις δύο επόμενες. Στο γράφημα που ακολουθεί φαίνεται η εξέλιξη των βασικών επιτοκίων της Fed, τα οποία ακολουθούσαν καθοδική πορεία, όταν έσπαζαν οι φούσκες και κατέρρεαν οι τιμές των μετοχών.
Επεξήγηση γραφήματος: Εξέλιξη των βασικών επιτοκίων της Fed.
Το κρίσιμο όριο λοιπόν είναι το 5%, όσον αφορά τα δεκαετή ομόλογα – το επιτόκιο των οποίων είναι υψηλότερο από αυτό των βασικών (περίπου κατά 1,5% σήμερα), ενώ διαμορφώνεται ανάλογα με τις προβλέψεις για πληθωρισμό (+) ή αποπληθωρισμό (-). Μία από τις ερμηνείες τώρα αυτής της «διαδικασίας» είναι η εξής:
«Όταν το επίπεδο των επιτοκίων είναι χαμηλό, τότε ο κύκλος της ανάπτυξης είναι ακόμη στο ξεκίνημα του – ενώ η οικονομία έχει μόλις ξεφύγει από την ύφεση. Όταν αρχίσουν να αυξάνονται διαδοχικά τα επιτόκια, τότε σημαίνει πως η ανάπτυξη επιταχύνεται – οπότε πρόκειται για ένα θετικό γεγονός, όσον αφορά τα κέρδη των επιχειρήσεων, με αποτέλεσμα να αυξάνονται οι τιμές των μετοχών τους.Από την άλλη πλευρά, όταν το επίπεδο των επιτοκίων είναι ήδη πολύ υψηλό και επικρατεί μεγάλος πληθωρισμός, τότε ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας επιβραδύνεται – οπότε μειώνονται τα κέρδη των επιχειρήσεων και ακολουθεί η πτώση των τιμών των μετοχών τους«.
Με κριτήριο τα παραπάνω λογικά υποθέτει κανείς πως η άνοδος των χρηματιστηρίων θα συνεχιστεί, αφού το αμερικανικό δεκαετές επιτόκιο είναι πολύ πιο κάτω από το 5% – στο 2,6% περίπου. Εν τούτοις, υπάρχει ένα «επεισόδιο» στην πρόσφατη ιστορία, το οποίο προβληματίζει – από το έτος 2013.
Εκείνη την εποχή ο τότε πρόεδρος της Fed (Bernanke) είχε δηλώσει πως η κεντρική τράπεζα θα μείωνε το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων (QE) σύντομα – με αποτέλεσμα να προκληθεί ένα σοκ στις αγορές, οπότε να καταρρεύσουν οι τιμές των μετοχών παρά το ότι το επιτόκιο των δεκαετών ομολόγων ήταν πολύ μακριά από το 5% (κάτω από το 2%). Εντελώς ξαφνικά λοιπόν η συσχέτιση μετατράπηκε από θετική σε αρνητική – με αποτέλεσμα να αναγκασθεί ο κ. Bernanke να υποχωρήσει.
Σε αντίθεση βέβαια με τον κ. Bernanke η κυρία Yellen, έχοντας προφανώς διδαχθεί από την εμπειρία του, προσπαθεί να προετοιμάσει τις αγορές από πολύ καιρό πριν, όσον αφορά την αύξηση των επιτοκίων – υπενθυμίζοντας πως η δεύτερη άνοδος ακολούθησε έναν ολόκληρο χρόνο μετά την πρώτη, γεγονός σπάνιο στην ιστορία. Η αιτία είναι το ότι, θέλει να αποφύγει με κάθε τρόπο το σοκ στις αγορές – κάτι που φαίνεται πως το έχει πετύχει, κρίνοντας από την άνοδο της Wall Street αμέσως μετά την ανακοίνωση της πρόσφατης αύξησης.
Επομένως συμπεραίνει κανείς πως οι αγορές πείσθηκαν, όσον αφορά την ανάπτυξη της αμερικανικής οικονομίας, με αποτέλεσμα να γίνει ξανά θετικός ο συσχετισμός ομολόγων και μετοχών – κάτι που δεν είχε συμβεί το 2013. Σημαίνει όμως αυτό πως δεν υπάρχει κανένας φόβος πτώσης των χρηματιστηρίων και ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται, παρά το ότι η εμπειρία αναφέρεται σε φάρσα;
Κανένας δεν το γνωρίζει, αλλά ασφαλώς οφείλει να είναι πολύ προσεκτικός, αφενός μεν επειδή οι εξελίξεις στις Η.Π.Α. είναι πλέον διαφορετικές από αυτές στην Ευρώπη, αφετέρου λόγω του ότι βιώνουμε μία εποχή μεγάλης υπερχρέωσης – για την καταπολέμηση της οποίας οι κεντρικές τράπεζες δεν έχουν πια κανένα όπλο στη διάθεση τους, προσπαθώντας εναγωνίως να ανακτήσουν αυτά που έχασαν, όπως η Fed τα επιτόκια. Το μόνο που τους έχει απομείνει είναι η χειραγώγηση των αγορών – κάτι που όμως ανήκει περισσότερο στον τομέα της μαζικής ψυχολογίας, παρά στην οικονομία.
Ανάρτηση από: http://www.analyst.gr