«Η ιδεολογική μάχη» για τη γλώσσα, την ιστορία των εθνών και τη θρησκεία θα γίνεται όλο και πιο σκληρή.
Η γλώσσα και ιδιαίτερα οι εύστοχες λέξεις ανέκαθεν «καθοδηγούσαν και επηρέαζαν τα ανθρώπινα συναισθήματα» και εκείνος που όριζε τις έννοιες καθόριζε και το πολιτικό γίγνεσθαι. Συχνά μάλιστα η «αιχμηρή» γλώσσα, ως κεφαλαιώδης «κοινωνική συνθήκη», προκαλούσε δυσαρέσκεια, εμπάθεια, προκαταλήψεις ακόμη και «ανορθολογικές» αντιδράσεις. Αυτό το φαινόμενο γίνεται ιδιαίτερα έντονο όταν πρόκειται για λέξεις που εκφράζουν βασικά στοιχεία πολιτικής ιδεολογίας, απώτερος στόχος της οποίας είναι να καταστεί η ίδια κεντρικό θέμα του δημόσιου διαλόγου ή να προκληθεί η περιθωριοποίηση και απαξίωση του «πολιτικού αντιπάλου» και εν κατακλείδι να επιβληθεί πολιτική κυριαρχία.Ιδεολογικά φορτισμένες «λέξεις μάχης» (Kampfbegriffe) μπορεί να μοιάζουν «με ανεπαίσθητα μικρές δόσεις Αρσενικού˙ καταπίνονται ασυναίσθητα, φαίνονται να μην επιδρούν και μόνο μετά από κάποιο διάστημα να γίνεται εμφανής η δράση του δηλητήριου», με εξόχως δραστικά αποτελέσματα: δαιμονοποίηση, ύβρεις, ευφημισμοί, πολεμικές, πρόκληση ταμπού, δυσφήμιση και έξαψη παθών.
Στο πρόσφατο παρελθόν, έννοιες και συνθήματα όπως «άξονας του κακού» και «ελευθερία ή σοσιαλισμός» έμειναν στην πολιτική ιστορία ως ιδιαίτερα πετυχημένα. Ανάλογα, όποιος χρησιμοποιεί σήμερα στην πολιτική ηχηρές «λέξεις μάχης» όπως τρομοκρατία της πολιτικής ορθότητας, κατεστημένο, λαϊκός πολιτισμός, αλαζονικός ναρκισσισμός των ελίτ, Νέα Τάξη, πραγματική δημοκρατία, Crony καπιταλισμός, εθνική ταυτότητα, κοινωνική πόλωση, εθνοτικές μεταμορφώσεις (λόγω μεταναστευτικού), ΜΜΕ του ψεύδους, εναλλακτικό κίνημα, φιλελεύθερος μηδενισμός, εθνική κυριαρχία κ.ά. κινδυνεύει να χαρακτηριστεί a priori με εξίσου ερεθιστικούς «μαχητικούς όρους»: «λαϊκιστής», «ξενόφοβος», «ρατσιστής», «φασίστας», «εθνικιστής», «ομοφοβικός», «ακροδεξιός», «συνωμοσιολόγος», «αυταρχικός», «ισλαμοφοβικός», κ.λπ. Είναι όλοι αυτοί που αποτελούν τους βασικούς υπονομευτές της παγκοσμιοποίησης και της κυριαρχίας του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου και ανήκουν, σύμφωνα με τους αντιπάλους τους, στη «Νέα Δεξιά», η κοσμοθεώρηση της οποίας «προσφέρει τις βάσεις για έναν νέο φασισμό», καθώς πρόκειται για ένα επικίνδυνο «μίγμα αριστερής κριτικής στο καπιταλιστικό σύστημα και δεξιάς κριτικής στο δυτικό πολιτισμικό πρότυπο1. Το ίδιο ασφαλώς ισχύει και για όποιον ισχυριστεί ότι αισθάνεται «αγανακτισμένος πολίτης» ή ότι «το Ισλάμ δεν ανήκει στην Ευρώπη», όπως και αν πιστεύει ότι «η παγκοσμιοποίηση ισοπεδώνει την ταυτότητα» ή τολμήσει να επαναλάβει ακόμα και «αριστερά σλόγκαν», τύπου Σλαβόι Ζίζεκ και Αλαίν Μπαντιού: «φιλελευθερισμός είναι η μεταφυσική του καπιταλισμού».
Φορείς τέτοιων προκλητικών και απαξιωτικών χαρακτηρισμών είναι τα «καθεστωτικά κόμματα του Νταβός», ιδιαίτερα της Δυτικής Ευρώπης, που προωθούν την καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση, όπως και οι «καλοί άνθρωποι» με το αριστεροπράσινο «ηθικό πλεονέκτημα», τη ναρκισσιστική κουλτούρα των «Refugees Welcome» και του «μονότονου και ξεθωριασμένου αριστερού πλουραλισμού». Στους αρωγούς τους στον «πόλεμο των λέξεων» περιλαμβάνονται προπαγανδιστικά συστήματα τύπου Σόρος αλλά και η Διεθνής των «μεντιοκρατόρων».
Πρόκειται όμως πράγματι για μια παραδοσιακή, κλασσική Ακροδεξιά, που απειλεί με επικείμενη «αποξήρανση του βούρκου» των ελίτ και «υποσκάπτει τη δημοκρατία»; Ή μήπως για μια επίπονη ανάδυση ενός «μοντέρνου Συντηρητισμού»2, απαλλαγμένου από το «αιώνιο σύμπλεγμα του ηττημένου», που θέλει το έθνος ζωντανή πραγματικότητα και ενεργό συλλογικό υποκείμενο; Πρόκειται άραγε για έναν «Συντηρητισμό» που επιδιώκει τη δημιουργία μιας «δικής του ουτοπίας» που ορίζει το έθνος ως απελευθερωτική ιδεολογία, εμπλουτισμένης με μια «θετική αισθητική» για την υπεράσπιση της εθνικής ταυτότητας και συγχρόνως αυθεντικό «προστάτη της διαφορετικότητας των εθνικών πολιτισμών»; Σηματοδοτούν μήπως οι «υπόγειες διαδρομές» στο εσωτερικό των ευρωπαϊκών λαών τη δημιουργία μιας «συντηρητικής πρωτοπορίας» που θα βγει από την διαχρονική «θέση άμυνας» και για την οποία «η παράδοση είναι πολύ περισσότερο από ένα μουσείο ξεπερασμένων εθίμων της παγκοσμιοποιημένης διεθνούς κοινότητας;» Ο χρόνος θα δείξει!
Όμως είναι βέβαιο ότι, παρά τις όποιες θριαμβολογίες, (π.χ. για τα πρόσφατα εκλογικά αποτελέσματα στη Γαλλία και αλλού), «η ιδεολογική μάχη» για την πολιτισμική ταυτότητα, τη γλώσσα, την ιστορία των εθνών και τη θρησκεία θα γίνεται όλο και πιο σκληρή, ιδιαίτερα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ένα «όνειρο της Αριστεράς» περασμένων εποχών γίνεται πραγματικότητα: Τα επιχειρήματα μετρούν πλέον περισσότερο από «κούφιες ιδεολογίες», που κυριαρχούσαν για δεκαετίες και υπονόμευαν τον δημόσιο διάλογο. Σε κάθε περίπτωση οι εύστοχες «μαχητικές λέξεις», όπως καταγράφονται στο «Αλφάβητο της δεξιάς σκέψης», θα προκαλούν και στο μέλλον «εφιάλτες» στους λεγόμενους «φιλελεύθερους δημοκράτες» και παρά τους γιγαντιαίους προπαγανδιστικούς μηχανισμούς των γκλομπαλιστών θα βρίσκουν ολοένα και μεγαλύτερο ακροατήριο, ιδιαίτερα στα λαϊκά στρώματα. Τουλάχιστον, το πεδίο της αντιπαράθεσης των ιδεών φαίνεται πως απελευθερώνεται.
Σημειώσεις
1. Thomas Assheuer, «Το αλφάβητο της δεξιάς σκέψης», die Zeit, 6-3-2017
2. Alexander Grau, «Οι αιώνιοι χαμένοι. Το δίλημμα του Συντηρητισμού», Cicero, 1-7-2017.
Ανάρτηση από: http://ardin-rixi.gr