Πέμπτη 25 Ιανουαρίου 2018

Επανεθνικοποίηση, προβοκάτσιες χρυσαυγιτών, ήττα των εθνομηδενιστών

Του Γιώργου Ρακκά

Η πάνδημη συμμετοχή εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων στο συλλαλητήριο της 21ης Ιανουαρίου δεν ήταν έκπληξη, ούτε τυχαίο γεγονός. Είναι το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο, μια αυτονόητη αντίδραση, καθώς πληθαίνουν οι ενδείξεις ότι η οικονομική και η κοινωνική κατάρρευση των προηγούμενων ετών μετεξελίσσεται τώρα στο ανώτατο στάδιο της κρίσης που αφορά στην ίδια την αμφισβήτηση της ελληνικής κρατικής κυριαρχίας.
Πλέον είναι σειρά της γεωπολιτικής, εξ ου και η επιτάχυνση στο Μακεδονικό, η σταδιακή κλιμάκωση της τουρκικής επιθετικότητας εναντίον της Ελλάδας, καθώς και η κλιμάκωση των διεκδικήσεων του Αλβανικού εθνικισμού. Έχει πέσει ‘σήμα διάλυσης’, ότι πλέον η ελληνική κυβέρνηση εξαρτώμενη ολοκληρωτικά από τους ξένους σηκώνει σημαία ευκαιρίας, και έτσι οι επίδοξοι σφετεριστές της ιστορίας, του πολιτισμού ή και της κυριαρχίας του ελληνισμού στη  Μακεδονία, την Ήπειρο, την Θράκη, το Αιγαίο, την Κύπρο νοιώθουν την στιγμή σαν μια μεγάλη ευκαιρία για να προωθήσουν την ατζέντα τους.

Το ίδιο ισχύει για τις ΗΠΑ, ακόμα και για την Ρωσία, οι οποίες αντιμετωπίζουν την Ελλάδα σαν κλωτσοσκούφι. Χαρακτηριστική, υπήρξε η στάση του Ρώσου Υπ. Εξ. Λαβρώφ, που κάλεσε την Ελλάδα να παραμείνει ανυποχώρητη στο Μακεδονικό, προκειμένου να αποφύγει την ένταξη της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ, την ίδια στιγμή που η ίδια του η χώρα είναι από τις πρώτες που την έχει αναγνωρίσει ως «Μακεδονία»,. Πίσω από αυτήν την στάση, κρύβεται μια αντίληψη μεταχείρισης της χώρας ως «εργαλείο μιας χρήσης», και αυτό ακριβώς αποδεικνύει την δεινή θέση στην οποία έχει περιέλθει διεθνώς. Για να μην μιλήσουμε για τον Τραμπ και την Μέρκελ, που αντιμετωπίζουν την Ελλάδα ως νεροκουβαλητή.
Σε αυτό το περιβάλλον προκύπτει εντελώς φυσιολογικά η επανεθνικοποίηση της δημόσιας ζωής, δηλαδή η μετατόπιση της ατζέντας από τα μνημόνια και την οικονομία στα γεωπολιτικά ζητήματα της χώρας, κι έτσι, με την κινητοποίηση του ελληνικού λαού συντελείται μια ορισμένη «κοινωνικοποίηση του πατριωτισμού». Τα φτωχότερα, λαϊκά στρώματα, που είναι και συντριπτικά πλέον το μεγαλύτερο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας, βγαίνουν στις πλατείες και στα πεζοδρόμια για να διεκδικήσουν εκείνο που θεωρούν ως έσχατη γραμμή άμυνας και αξιοπρέπειας.
Αυτό το κύμα ‘επανεθνικοποίησης’, ωστόσο, προσκρούει στις πραγματικότητες του πολιτικού συστήματος, γεγονός που δύναται να προκαλέσει την δεύτερη μεγάλη μείζονα πολιτική κρίση στην χώρα μετά την μνημονιακή, την περίοδο 2010-2015. Κι αυτό γιατί ο εθνομηδενισμός, ο  οποίος ξεκινάει από τα ξένα κέντρα εξουσίας τα οποία επιβάλλονται στην χώρα, περνάει στην ελληνική κυβέρνηση διαπερνάει κάθετα τον κοινοβουλευτισμό, για να καταλήξει σε κυρίαρχες μερίδες της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς και του αντιεξουσιαστικού χώρου, αρνείται να ευθυγραμμιστεί με το λαϊκό αίσθημα και να εκφράσει τις αγωνίες του.
Η Αριστερά ιδιαίτερα μέσα από τον εθνομηδενισμό  της επανέρχεται σε πολιτικές θέσεις οι οποίες την κατέστρεψαν δυο φορές μέσα στον 20ο αιώνα· ιδίως στο Μακεδονικό παρουσιάστηκε στο παρελθόν να υποστηρίζει εν είδει ‘αντιεθνικισμού’ τον εθνικισμό και των επεκτατισμό των αντιπάλων της Ελλάδας.
Έτσι σήμερα, από την κυβερνητική αριστερά μέχρι τις δυνάμεις του αντιεξουσιαστικού χώρου που κάλεσαν στην αντιδιαδήλωση της 21/01, οι εκατοντάδες χιλιάδες που κατέβηκαν στο συλλαλητήριο είναι και οι ίδιοι «φασίστες» ή «λαγοί του φασισμού:
Έτσι, στο όνομα ενός ψευδο- αντιφασισμού που στην ουσία σπονσοράρει την ανάπτυξη του ναζιστικού φαινομένου και ήδη έχει συμβάλει στην εκτόξευσή του από το 0,1% στο 7%, πραγματοποιούσαν επιθέσεις τις προηγούμενες ημέρες από το συλλαλητήριο, ή και την ίδια, εναντίον γέρων, κοριτσιών και γενικώς οποιουδήποτε τυχαίου φορούσε ή έφερε κάποιο ελληνικό διακριτικό.
Τα επιχειρήματα που ακούστηκαν γενικώς  είναι εξόχως γελοία: Έτσι, οι τουλάχιστον 300.000 του συλλαλητηρίου ήσαν «εθνικιστικές μάζες αδιάφορες για τις οικονομικές διεκδικήσεις και την κοινωνική πάλη» – παρ όλο που εκεί διαδήλωσε η Ιερισσός, που αγωνίζεται και ενάντια στην εξόρυξη, παρ όλο που στο μικρό συντονιστικό το οποίο κάλεσε το συλλαλητήριο συμμετείχαν μέλη των πλατειών του 2011 τους οποίους άλλοτε οι ίδιοι εκθείαζαν ως ‘αυθεντικούς λαϊκούς αγωνιστές’, παρ όλο που η λαϊκή πλειοψηφία που δίνει ρυθμό και βαρύτητα στο περίφημο «ταξικό κίνημα» (sic!) ήταν η ίδια που έδωσε παλμό και μαζικότητα στο χτεσινό συλλαλητήριο.
Η επιπλοκή του εθνομηδενισμού, ερμηνεύει ακόμα και την αντιφατική στάση της εκκλησιαστικής ηγεσίας απέναντι στο λαϊκό αίσθημα, καθώς η τελευταία βρίσκεται να πατάει σε δύο βάρκες. Εξ ου και η κρίση που έπληξε τα ανώτερα κλιμάκια της ιεραρχίας, με αφορμή την θέση που πήρε το αρχιεπίσκοπος σχετικά με το συλλαλητήριο, και τον συνακόλουθο ξεσηκωμό της λαϊκής βάσης εναντίον του.
Το γεγονός ότι οι πνευματικές και πολιτικές ελίτ προδίδουν το λαϊκό αίσθημα σε αυτήν την τόσο κρίσιμη συγκυρία για την χώρα και την κοινωνία δημιουργεί διάφορες, πολύ σοβαρές επιπλοκές.
Κατ’  αρχάς, αφήνεται ανοιχτό πεδίο σε δυνάμεις μιας ορισμένης τυχοδιωκτικής πατριδοκαπηλίας, που επιχειρούν να καπηλευτούν το λαϊκό αίσθημα. Έτσι υπάρχει κίνδυνος να εμφανιστεί ένα φαινόμενο δημαγωγικό, παρόμοιο με εκείνο του ΣΥΡΙΖΑ της περιόδου 2012-2015, που να έχει όμως αυτήν την φορά εθνική ατζέντα. Μέσω αυτού του φαινομένου εκφράζονται και διάφορα συμφέροντα ολιγαρχικού τύπου, που σπεύδουν να εκμεταλλευτούν το πολιτικό κενό ώστε να μπουν ‘σφήνα’ στα δημόσια πράγματα της χώρας. Είναι το μπλοκ της «εργαλειοποίησης του πατριωτισμού», ο οποίος τον θέλει να αναλίσκεται σε επίπεδο κούφιας συνθηματολογίας, να μην αποκτήσει ποτέ σοβαρό εθνικό, κοινωνικό, και πολιτικό περιεχόμενο, ώστε να λειτουργεί μόνο ως πρώτη ύλη στα παιχνίδια της πολιτικής και οικονομικής ολιγαρχίας.
Δεύτερον, οι ανοιχτά νεο-ναζιστικές, οι φιλοναζιστικές και φασιστικές δυνάμεις που σήμερα αντιμετωπίζουν πρόβλημα  γιατί με την μαζική επανεθνικοποίηση της πολιτικής ζωής, την ανάπτυξη του πατριωτισμού «από τα κάτω» τα ακροατήρια γενικεύονται και οι φασίστες απομονώνονται χάνοντας κάθε δυνατότητα να ορίσουν ιδεολογικά το περιεχόμενό του. Γι’ αυτό και καταφεύγουν στην ωμή βια, ώστε να εκτρέψουν το κύμα της εθνικής διαμαρτυρίας εκεί που επιθυμούν, και εκεί που θα λειτουργήσει υπέρ της. Εξ ου και οι οργανωμένες προβοκάτσιες στις οποίες προχώρησε η Χρυσή Αυγή και άλλες ομάδες του φασιστικού εθνικιστικού χώρου την ημέρα και κατά την διάρκεια του συλλαλητηρίου: Η Χ.Α. κατέβηκε στρατιωτικά, με διμοιρίες ροπαλοφόρων που κινούνταν κατόπιν εντολής πρωτοκλασάτων στελεχών, με σκοπό να ‘καθαρίσουν’ το συλλαλητήριο από κάθε άλλη πολιτική παρουσία: Εξ ου και η επίθεση στο πανό του Άρδην, καθώς ο πατριωτικός αντιφασισμός του Άρδην αποτελεί (όπως εξάλλου έχει δηλώσει ρητά και ο Παναγιώταρος σε τηλεοπτική εκπομπή) μείζονα ανταγωνιστή και φραγμό για την περαιτέρω πολιτική ανάπτυξη των ναζί. Στην ίδια λογική λειτούργησε και η πυρπόληση της κατάληψης Libertatia: Στόχος ήταν να εκτραπεί ο χαρακτήρας της διαμαρτυρίας από παλλαϊκή – πατριωτική σε εμφυλιακή και εθνικιστική, με την κυριαρχία εντός της των συμμορίτικων ταγμάτων εφόδου.
***
Αυτό είναι το πολιτικό τοπίο στο οποίο προσκρούει η πατριωτική αφύπνιση, που σταδιακά συντελείται μέσα στην ελληνική κοινωνία. Και αυτό είναι υπέρτατη απόδειξη της ύψιστης πολιτικής της παρακμής: Ένα πρωτογενές και αυθεντικό φαινόμενο, όπως η πατριωτική κινητοποίηση μιας κοινωνίας που αισθάνεται πολύ πραγματική την προοπτική της εθνικής της κατάρρευσης, μπλοκάρεται καθώς επί της ουσίας καλείται να… τετραγωνίσει τον κύκλο προκειμένου να αφήσει πίσω του θετικά πολιτικά αποτελέσματα.
Μπροστά σε αυτήν την κατάσταση υπάρχουν ο κίνδυνος να επικρατήσει η δημαγωγίας εντός της πατριωτικής κινητοποίησης, και πολιτική της λεηλασία από τυχοδιώκτες, με όξυνση των εμφυλιακών παθών, μπλοκάρισμα του κοινωνικού δυναμικού από την δράση των συμμοριτών κ.ο.κ. Πρόκειται για μια επανάληψη της εμπειρίας του αντιμνημονιακού κινήματος 2011-2015 από την ανάποδη , όπου ένας κύκλος κοινωνικής διαμαρτυρίας ενάντια στον οικονομικό και κοινωνικό εξανδραποδισμό της χώρας κατέληξε τραγικά στην επίταση της λεηλασίας της.
Κάτι τέτοιο απειλείται να συμβεί αυτήν την φορά και σε ό,τι αφορά τα εθνικά θέματα, και το τίμημα αυτήν την φορά δεν είναι μόνο οικονομικό και κοινωνικό αλλά θα αφορά κατ εξοχήν στην εθνική ακεραιότητα του ελληνισμού, κατ’ εξοχήν στην Θράκη, το Αιγαίο και την Κύπρο. Σε αυτήν την προοπτική πλειοδοτούν από κοινού εθνομηδενιστές και φασίστες καθώς αν και ακραία αντιτιθέμενοι και η δύο να εκφυλιστεί τυχοδιωκτικά η πατριωτική κινητοποίηση, καθώς έτσι διασφαλίζεται ο λόγος ύπαρξη και η αναπαραγωγή αμφότερων των στρατοπέδων.
Γι’ αυτό η μοναδική προοπτική είναι να λειτουργήσει αυτό το κύμα της ‘επανεθνικοποίησης’ θετικά, τόσο στο πεδίο των εθνικών θεμάτων, όσο και σε αυτό του κοινωνικού ζητήματος. Γιατί αν αφεθεί αυτή η ώστε να αναπτυχθεί και να ωριμάσει χειραφετημένη από την τοξική επίδραση της πολιτικής παρακμής, θα σηματοδοτήσει την γενική επαναφορά της κοινωνικής διαμαρτυρίας και σε ό,τι αφορά στα εθνικά, και στα οικονομικά και κοινωνικά ζητήματα – τα οποία συσχετίζονται και διαπλέκονται από την ίδια την πραγματικότητά τους.
Η προοπτική αυτή δεν μπορεί να προκύψει μόνη της. Απαιτείται συστηματική παρέμβαση ώστε να πολιτικοποιηθεί το εθνικό αίσθημα προς την σωστή κατεύθυνση απαντώντας ταυτοχρόνως σε όλες τις προκλήσεις που η ίδια η πολιτική παρακμή θέτει στην κοινωνία: Υπέρβαση του διπόλου εθνομηδενιστών – φασιστών μέσα από έναν πατριωτισμό, ο οποίος αρδεύεται από τις θετικές εθνικοαπελευθερωτικές παραδόσεις των Ελλήνων: Που υπήρξαν ταυτόχρονα κοινωνικές, με την  έννοια ότι πάντοτε έθεταν το ζήτημα της κοινωνικής και οικονομικής δικαιοσύνης, αξίωνε την αυτοδιεύθυνση της ελληνικής κοινωνίας μέσα από ένα αίτημα πραγματικής δημοκρατίας, και που ταυτόχρονα υπήρξε αντιφασιστικός καθώς εξέπεμπε πλάι στο αίτημα για την εθνική χειραφέτηση των Ελλήνων, και ένα πανανθρώπινο, οικουμενικό αίτημα ελευθερίας τέτοιο που κατέγραψε εξ άλλου και ο Διονύσιος Σολωμός στον εθνικό μας ύμνο.

Ανάρτηση από: http://ardin-rixi.gr