Κυριακή 21 Ιανουαρίου 2018

Η άνοδος της γελοιότητας

Του Γιώργου Καραμπελιά
Κάποτε υπήρχε ένα έθνος. Ένα έθνος που, ακόμα και στις χειρότερες στιγμές της παρακμής του, μπορούσε να προτάσσει αναστήματα σαν τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, τον Πλήθωνα Γεμιστό, τον Μάρκο Ευγενικό, τον Γεννάδιο. Γι’ αυτό και μετά την ήττα, που έμοιαζε καθολική και τελεσίδικη, μπόρεσε να ξανασηκωθεί, όπως σηκώθηκε τόσες και τόσες φορές από τότε που, με την ρωμαιοκρατία, αρχίζει η μακρά καθοδική πορεία του ελληνισμού. Γραικύλους, καραγκιόζηδες και τσανακογλύφτες γνώρισε πολλούς ο ελληνισμός, τόσο στη ρωμαιοκρατία –όταν και εφευρέθηκε και ο όρος γραικύλος (Graeculus) – όσο και σε άλλες ιστορικές στιγμές. Ωστόσο διέθετε πάντοτε εκείνα τα αναστήματα που ανέκοπταν τις καταβαραθρώσεις και έδιναν και πάλι δύναμη στο γένος να συνεχίσει: Βασίλειος Βουλγαροκτόνος, Βασίλειος Διγενής Ακρίτης, Ιωάννης Βατάτζης, Κύριλλος Λούκαρις, Δομήνικος Θεοτοκόπουλος, Ευγένιος Βούλγαρις, Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, Διονύσιος Σολωμός, Ιωάννης Καποδίστριας, Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, Ελευθέριος Βενιζέλος, Ίων Δραγούμης, Κωνσταντίνος Καβάφης, Άρης Βελουχιώτης, Γιώργος Σεφέρης, Ευαγόρας Παλληκαρίδης, Μάνος Χατζηδάκης…
Ακόμα και πιο πρόσφατα, μετά τη μεγάλη καταστροφή του 1922, μπορέσαμε και πάλι να ξανασηκωθούμε. Ακόμα και μετά τον εμφύλιο.
Όμως, μετά την καταστροφή της Κύπρου το ’74, αρχίζει η μεγάλη κατρακύλα. Κάθε καινούργιο σκαλοπάτι, ακόμα και όταν έμοιαζε ανοδικό –δημοκρατία, κοινοβουλευτισμός, κοινωνικό κράτος–, ήταν στην πραγματικότητα υπονομευμένο από τον παρασιτισμό, τον ωχαδερφισμό και τη μειοδοσία που σταδιακώς κατακυριεύουν τις ψυχές και το ήθος των Ελλήνων.
Και μετά το 1990, στην περιβόητη παγκοσμιοποίηση – δεν μένει τίποτε όρθιο, μέσα σε μια σύμφυρση των πάντων με τα πάντα. Οι παντοειδείς ελληνικές «ελίτ» διψασμένες για εξουσία, κατανάλωση, εφορμούν προς τα ευρωπαϊκά προγράμματα, με πρωτοπόρα την Αριστερά, που μόλις είχε «απελευθερωθεί» από τον σοβιετισμό και εφορμούσε πλησίστια στον θαυμαστό καινούργιο κόσμο της παγκοσμιοποίησης και της «ευρωστίας της σαρκός».
Κινητοποιούνται από ένα και μοναδικό όραμα, που ίσως δεν έχει προηγούμενο σε κάποιο άλλο ιστορικό έθνος: Να εξαλείψουν το ίδιο τους το έθνος και να απορροφηθούν τελεσίδικα, οριστικά, στη μεγάλη χοάνη της παγκοσμιοποίησης.
Οι ιστορικοί και οι εκπαιδευτικοί κηρύττουν στα πανεπιστήμια πως είμαστε ένα πρόσφατο έθνος «Ελληναράδων» και «εθνικιστών», που δημιούργησαν με την ευγενική τους προαίρεση οι Ευρωπαίοι φίλοι μας, ενώ έχουμε διαπράξει μεγάλα εγκλήματα εναντίον των Οθωμανών αδελφών μας, από την Τριπολιτσά στην Επανάσταση, μέχρι το «ελληνικό Βιετνάμ», όπως αποκάλεσε τη Μικρασιατική Εκστρατεία ο «Ιός» της Ελευθεροτυπίας. Η Επανάσταση του 1821 ήταν μάλλον ένα ιστορικό λάθος και, ο αγώνας της ΕΟΚΑ, έγκλημα. Οι πολιτικοί ανταγωνίζονταν μεταξύ τους σε τεμενάδες ευρωπαϊσμού και φιλοτουρκισμού, προωθώντας τη διάλυση της ελληνικής βιομηχανικής και αγροτικής παραγωγής, διότι την εποχή της «άυλης οικονομίας» δεν χρειάζεται παραγωγή, παρά μόνο χρηματιστήρια και καζίνα. Τέλος, την ίδια στιγμή, οι «εξεγερμένοι νεολαίοι», διαδήλωναν με συνθήματα όπως «το Αιγαίο ανήκει στα ψάρια του», και έκαιγαν τελετουργικά τη γαλανόλευκη σημαία, σύμβολο του ελληνικού ιμπεριαλισμού!
Έτσι, σταδιακώς, μέσα στα είκοσι χρόνια που μεσολάβησαν από το 1990 μέχρι το 2010, ο ελληνικός λαός εθίστηκε σε ένα παρασιτικό ψευδοεκσυγχρονιστικό και καταναλωτικό μοντέλο, έμαθε να χρησιμοποιεί τους μετανάστες για να κάνουν τις δουλειές που αυτός εγκατέλειπε στο γιαπί, το εργοστάσιο, το χωράφι. Εν τέλει αποδέχτηκε, παρά τις όποιες αντιρρήσεις, την κατεύθυνση της γενικευμένης αποεθνικοποίησης που σάλπιζαν καθηγητάδες, πολιτικοί και δημοσιογράφοι – ενώ όσοι διαφωνούσαν και έκρουαν τον κώδωνα του κινδύνου αντιμετωπίζονταν ως γραφικοί, περιθωριακοί και ταυτίζονταν εύκολα με τους όντως γραφικούς πατριδοκάπηλους.
Όμως, στην πραγματικότητα δεν είχαμε δει τίποτε ακόμα. Τα μνημόνια σηματοδότησαν το οριστικό και γενικευμένο ξεπούλημα της χώρας. Δημόσια περιουσία –αεροδρόμια, λιμάνια, σιδηρόδρομοι, ενέργεια, νερό, επικοινωνίες– και ιδιωτική –κατεξοχήν οι τράπεζες– άλλαξαν ή αλλάζουν χέρια. Η μικρή και μεσαία ιδιοκτησία διαλύεται, για πρώτη φορά σε τέτοια έκταση στην ελληνική ιστορία, η κανονική μισθωτή εργασία μεταβάλλεται σε πολυτέλεια και κυριαρχεί η μειωμένη απασχόληση, οι υψηλής ειδίκευσης νέοι δραπετεύουν μαζικά στο εξωτερικό, ενώ στο εσωτερικό εμφανίζεται ένα νέο κύμα μεταναστών και προσφύγων ισλαμικής κοπής. Η ήδη καταρρακωμένη παιδεία μαστίζεται από τον εθνομηδενισμό και την εκπαίδευση της αμάθειας. Το πολιτιστικό επίπεδο της χώρας, ήδη καταβαραθρωμένο, θα περάσει στον αστερισμό του Survivor, του Λάνθιμου και του Γιαν Φαμπρ.
Όταν ξεκίνησε αυτή η ύστατη δοκιμασία του ελληνισμού, ίσως και εξαιτίας του γενικευμένου κλίματος διαμαρτυρίας και αγανάκτησης που παροχετεύτηκε ακόμα και στα ΜΜΕ, καθώς και οι μαζικές κινητοποιήσεις εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων, μας έκαναν προς στιγμήν τουλάχιστον να πιστέψουμε πως άρχιζε μία περίοδος αφύπνισης του ελληνικού λαού, μετά την εικοσαετή επέλαση του παρασιτικού, παγκοσμιοποιημένου καταναλωτισμού. Πιστέψαμε πως άρχιζε μια νέα ιστορική περίοδος και έτσι οι ξεχασμένες έννοιες της ταυτότητας, της αυτονομίας, της αυτεξουσιότητας, της αξιοπρέπειας θα περνούσαν στο προσκήνιο, εγκαινιάζοντας μια νέα ενάρετη φάση του εκκρεμούς της πρόσφατης ελληνικής ιστορίας.
Και όμως, όπως συνήθως συμβαίνει στην ιστορία, είχαμε λαθέψει εξαιτίας της ανάγκης μας για κάτι αυθεντικό επιτέλους. Δεν άρχιζε όμως κάποια ανοδική ιδεολογική και πολιτική φάση, αλλά συνέβη το αντίθετο, όλα τα σκουπίδια και τα περιτρίμματα της μακράς μεταπολιτευτικής περιόδου βγήκαν στον αφρό, ως επιστέγασμά της. Διότι, ένας λαός που δεν πατάει σε κάποια πραγματική παραγωγική και ιδεολογική δομή, δεν ήταν δυνατό να γεννήσει κάτι το αυθεντικό. Θα γεννούσε μια διαμαρτυρία ίδιας ποιότητας με τα σκυλάδικα και τους Τζοχατζόπουλους της εποχής των παχιών αγελάδων. Μια παρασιτική δομή δεν μπορεί παρά να παραγάγει και μια αντίστοιχου τύπου «διαμαρτυρία».
Ο Σώρρας είναι, δυστυχώς, μόνον η ακρότατη εκδοχή αυτών των φαινομένων. Τι άραγε παρήχθη πολιτικά στη μνημονιακή περίοδο; Ο Βασίλης Λεβέντης εισήχθη στη Βουλή ως αρχηγός κόμματος, ο Πάνος Καμμένος έγινε αρχηγός κόμματος και υπουργός Άμυνας, ο Σταύρος Θεοδωράκης εμφανίστηκε ως βασικός εκπρόσωπος του εκσυγχρονισμού, ο ΓΑΠ έγινε πρωθυπουργός, ένα ναζιστικό γκρουπούσκουλο μπήκε στη Βουλή ως το τρίτο ελληνικό κόμμα και ο Αλέξης Τσίπρας έγινε και αυτός πρωθυπουργός! Και τι δεν έχει αναδείξει η εποχή: την Αυλωνίτου, τον Ζουράρι, τον Πολάκη, τον Καρανίκα και τόσους άλλους, που στοιχειώνουν το τσίρκο της ελληνικής πολιτικής και δημόσιας ζωής. Ο Καστοριάδης έγραφε κάποτε για την άνοδο της ασημαντότητας, του έλειπε ένας τίτλος από το ελληνικό θηριοτροφείο, η άνοδος της γελοιότητας.
Δυστυχώς, απεδείχθη πως, για να υπάρξει κάτι όντως νέο και αυθεντικό, θα πρέπει να πιούμε το ποτήρι της παρακμής και της γελοιότητας μέχρι τέλους. Και τίποτε δεν εγγυάται πως θα ακολουθήσει απαραίτητα κάποια περίοδος ακμής. Πάντως, μακριά από τους γελοίους.
Ανάρτηση από: http://ardin-rixi.gr