Παρασκευή 11 Μαΐου 2018

Οσοι διακοσμούν την παρακμή

Του Χρήστου Γιανναρά


Τ​​εκμήριο προχωρημένης κοινωνικής παρακμής είναι να χαμηλώνει συνεχώς ο πήχυς των φιλοδοξιών όσων αναλαμβάνουν ευθύνες ηγητόρων.
Από τα εκατομμύρια των πολιτών ένας και μόνο πολίτης θα φτάσει να γίνει Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ένας πρωθυπουργός ή πρόεδρος της Βουλής ή πρόεδρος Ανώτατου Δικαστηρίου ή αρχιεπίσκοπος ή αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων. Σε αυτόν τον ένα χαρίστηκε να βγει από την ανωνυμία των πολλών, να ξεχωρίσει από τα εκατομμύρια των συμπολιτών του, από εκατοντάδες εκατομμύρια συνανθρώπων του. Και λοιπόν; Για να κερδίσει τι;
Οσο λειτουργούσε «κοινωνία» ανθρώπων, σχέσεις κοινωνίας της ζωής, τότε διασωζόταν και αίσθηση προσφοράς, αποτιμήσεις ποιότητας, κριτική μνήμη, συνείδηση ιστορικής καταξίωσης. Ομως στη συλλογικότητα όπου το ατομικό δικαίωμα είναι υπαρκτικός αυτοσκοπός, η θωράκιση του εγώ και η ατομοκεντρική αξίωση ηδονής απολυτοποιημένο υποκατάστατο της χαράς, εκεί μοιάζει ακατανόητη κάθε έννοια αυτοπροσφοράς, κοινωνικού υπουργήματος, δημιουργικής καινοτομίας.
Ο ρεαλισμός επιβάλλει να παραδεχτούμε ότι ο Ιστορικός Υλισμός είναι μονόδρομος. Τουλάχιστον όσο καθυστερεί η νομοτελειακά προδιαγεγραμμένη κατάρρευση του πολιτιστικού «παραδείγματος» που το ονομάσαμε κατ’ ευφημισμόν «Διαφωτισμό»! Στη μαρξιστική εκδοχή του Ιστορικού Υλισμού, που επιβίωσε λιγότερο από αιώνα (με τη μορφή ολοκληρωτικών καθεστώτων), προϋπόθεση ανόδου σε θέσεις εξουσίας ήταν η τυφλή πειθάρχηση στην ιδεολογία και στους κομματικούς μηχανισμούς, μαζί με την αδίστακτη ετοιμότητα «εκκαθάρισης» των ανταγωνιστών. Η «φιλελεύθερη» (ασυδοσίας των «αγορών», όχι ελευθερίας του πολίτη) εκδοχή συντηρεί επιφάσεις «δικαιωμάτων» και προσχήματα δημοκρατικών θεσμών. Με νόμους «περί ευθύνης υπουργών» αμνηστεύει κοινωνικά εγκλήματα και κουκουργίες βασανισμού χιλιάδων ή και εκατομμυρίων ανθρώπων.
Είναι μεγάλο ρίσκο να αποδεχθείς υψηλό αξίωμα σε κοινωνία επώδυνα και εξευτελιστικά υποταγμένη στην απάνθρωπη αυθαιρεσία της «ελευθερίας των αγορών». Να καμώνεσαι ότι προεδρεύεις, πρωθυπουργεύεις, αρχηγεύεις, προΐστασαι, ποιμαίνεις, ενώ στην πραγματικότητα διακοσμείς απλώς την επιτρόπευση, την καταδυνάστευση, τον εμπαιγμό ενός λαού. Αποδέχεσαι να κυκλοφορείς με πολυτελή οχήματα και προστασία, να σε τιμούν στρατιωτικά αγήματα και φιλαρμονικές, ενώ την ίδια ώρα συμπολίτες σου περιμένουν στην ουρά για συσσίτιο ή ξυλοκοπούνται επειδή ζητάνε ακέραιη τη σύνταξή τους. Και οι πολιτικοί αυτουργοί του βασανισμού τους συνεχίζουν να απολαμβάνουν αδίκαστοι τις προνομίες κροίσων.
Οι φιλοδοξίες κάθε ανθρώπου είναι συνάρτηση της «ποιότητάς» του και μετράμε την ποιότητα με το μέτρο της ανιδιοτέλειας, της ευαισθησίας, της καλλιέργειας, της δημιουργικής τόλμης, της κοινωνικής προσφοράς. Αν δεν υπάρχουν αυτές οι κατακτήσεις, η πρωθυπουργία καθεαυτήν ή ο αρχιεπισκοπικός θρόνος είναι φιλοδοξίες που ικανοποιούν θλιβερές μετριότητες. Ποιος θυμάται σήμερα τον Δημήτριο Βούλγαρη, έξι φορές πρωθυπουργό της Ελλάδας ή τον Αλέξανδρο Κουμουνδούρο, δέκα φορές πρωθυπουργό;
Σίγουρα, η πιο μεγάλη ικανοποίηση για τον άνθρωπο είναι να τον τιμούν γι’ αυτό που είναι, όχι για το αξίωμα που διαχειρίζεται. Και ντροπή μεγαλύτερη δεν υπάρχει, από το να σε λογαριάζουν «λίγον» (ολίγιστο) για το αξίωμα που κατέχεις. Γι’ αυτό και μοιάζει προτιμότερο, αν έχεις χάρισμα ηγετικό και ανιδιοτελείς προθέσεις, αλλά όνομα τιμημένου προγόνου, να αλλάζεις όνομα για να «κατέβεις» στην πολιτική – να δοκιμαστείς χωρίς δάνειες επιδοτήσεις φήμης. Αν λέγεσαι Καραμανλής ή και Παπανδρέου ή Μητσοτάκης ή Γεννηματά ή Βαρβιτσιώτης, αλλάζεις όνομα. Ο νεποτισμός είναι παρανόμι της έσχατης παρακμής, ντροπή για μια οργανωμένη συλλογικότητα.
Να στελεχώνεις ένα πολίτευμα που καπηλεύεται απροσχημάτιστα το όνομα της «δημοκρατίας», είναι ατίμωση, όχι προνόμιο. Να είσαι εκλεγμένος από τους πολίτες βουλευτής και το κόμμα σου να ανακοινώνει επισήμως σε ποιες (σπάνιες) περιπτώσεις σου επιτρέπει να ψηφίζεις «κατά συνείδησιν» (ενώ σε όλες τις άλλες σε χρησιμοποιεί σαν ανεγκέφαλο λακέ), είναι δημόσιος διασυρμός. Να είσαι υπουργός σε κυβέρνηση που με νόμο («περί ευθύνης υπουργών») σε αμνηστεύει οπωσδήποτε για οποιοδήποτε κακούργημα, βασανιστικό ή και εξοντωτικό χιλιάδων ή και εκατομμυρίων πολιτών (εξωφρενικό υπερδανεισμό της χώρας, ασύδοτο πελατειακό κράτος, «διαπλοκή» με τον υπόκοσμο), είναι ισόβιο στίγμα καταισχύνης, ανεξίτηλος εξευτελισμός.
Αν θέλουμε να είμαστε ρεαλιστές, μια παρακμή με τέτοια συμπτώματα δεν έχει γιατρειά. Εξ άλλου πειραματιστήκαμε με όλα τα κόμματα (εντάξαμε στη Βουλή ακόμα και τους απροκάλυπτους αρνητές της ελευθερίας). Βυθιζόμαστε στην άβυσσο μεθυσμένοι με το όραμα «να γίνουμε Ευρωπαίοι»! παρ’ όλα τα διακόσια χρόνια εφιαλτικού κόστους της ξιπασιάς. Τα πάντα να είναι ατομικό «δικαίωμα», εγωτική επιλογή, βιτσιόζα προτίμηση – τίποτα να μην κοινωνείται, τίποτα να μην προκύπτει από την εμπειρία μετοχής, τίποτα από τη σχέση, τον έρωτα, τη μέθη του κάλλους.
Ο Ελληνισμός κόμισε στην Ιστορία την αλήθεια ως εμπειρική μετοχή κοινωνούμενη, σε ριζική αντίθεση προς τη βαρβαρική ταύτιση της «αλήθειας» με την «ορθή» κατανόηση. Σήμερα καυχάται κωμικά για το αντίθετο. Κάποτε γέννησε το άθλημα της πόλεως και της πολιτικής. Σήμερα βουλιάζει ανέλπιδα στον υπόνομο των περιττωμάτων που σώρευσε η διαστροφή της πολιτικής σε τεχνικές εξουσιασμού.
Ανάρτηση από: http://www.kathimerini.gr