Τετάρτη 22 Μαΐου 2013

Ο «επωφελούμενος»


Από την απασχόληση, στην απασχολησιμότητα και από εκεί, 
στην κοινωνική επαιτεία

Του Θανάση Τζιούμπα

Η κοινωνική λαίλαπα που προκαλούν οι μνημονιακές πολιτικές αναδεικνύει έναν νέο «ανθρωπολογικό τύπο», ένα σύνολο κοινωνικών στάσεων και συμπεριφορών που αναπαράγονται στα κοινωνικά στρώματα που στέλνονται στο περιθώριο της εργασίας και που, όπως πάμε, σε λίγο θα είναι η πλειοψηφία του ενεργού οικονομικά πληθυσμού. Ο όρος που χρησιμοποιείται εδώ είναι αυτός που έχει επικρατήσει στις δομές υλοποίησης ευρωπαϊκών προγραμμάτων: επωφελούμενος.
Από το «δικαίωμα στην εργασία» που ξέραμε πριν τρεις δεκαετίες, εκπέσαμε στους «απασχολήσιμους» της σημιτικής περιόδου, για να καταλήξουμε σήμερα στους «επωφελούμενους». Τι χάθηκε στη διαδρομή;
Ο εργαζόμενος ως φιγούρα είναι φορέας μιας αξιοπρέπειας που εδράζεται στη φύση του ως παραγωγού. Ακόμα και στα ταξικά δομημένα καπιταλιστικά συστήματα, είναι ο κάτοχος του «εμπορεύματος εργασία», το οποίο διαπραγματεύεται ή επαναδιαπραγματεύεται ατομικά ή συλλογικά στην «αγορά εργασίας». Η σχέση του με αυτόν που του καταβάλλει τον μισθό του είναι μια σχέση ανισότιμη βέβαια, ο εργαζόμενος υποαμείβεται για το προϊόν της εργασίας του, και εκεί πάνω βασίζεται η διεκδίκησή του, ως επιστροφή της υπεραξίας που του παρακρατούν. Ο «απασχολήσιμος» ήδη έχει αρχίσει να αποκόπτεται από το πλαίσιο αυτό, είναι ένα «ευέλικτο» κοινωνικό ον, που μοιράζεται ανάμεσα στη συμμετοχή του στην παραγωγή ως διάλειμμα της αέναης διαδικασίας «κατάρτισης» και «επανακατάρτισής» του, από την οποία εξαρτάται η πρόσβασή του στο εισόδημα.
Ο «επωφελούμενος» έχει αποκοπεί εντελώς από την παραγωγική διαδικασία ως κοινωνική σχέση. Πηγαινοέρχεται ανάμεσα στις «καταρτίσεις», τα «προγράμματα κοινωφελούς απασχόλησης» και τα «βάουτσερ εργασίας», που ο μόνος τους πρακτικός στόχος είναι η υποκατάσταση του επιδόματος ανεργίας, με παράλληλη παροχή δωρεάν «εργατικού δυναμικού» στους εργοδότες και, βέβαια, την εικονική μείωση των πραγματικών ποσοστών ανεργίας. Πέρα από αυτά, η κάλυψη των αναγκών επιβίωσης γίνεται ένα ακόμα πεδίο άσκησης προνοιακών πολιτικών από κρατικούς και μη κρατικούς (όσο το κοινωνικό κράτος αποχωρεί από το πεδίο) φορείς παροχής σίτισης, ένδυσης, ιατρικής περίθαλψης. Όσο για τη σχέση του με την παραγωγή, αυτή δεν μπορεί παρά να είναι μια προσομοίωση, με πλήρη σύγχυση των ρόλων: ο «επωφελούμενος» επωφελείται καθώς «αποκτά εργασιακή εμπειρία», πληρώνεται από το ΕΣΠΑ κι όχι από τον εργοδότη, ο οποίος νέμεται το όποιο προϊόν της εργασίας, μη χάνοντας ευκαιρία να αντικαταστήσει πραγματικούς εργαζόμενους με το «ισοδύναμο» επιδοτούμενης «πρακτικής άσκησης».
Το κοινωνικό υποκείμενο εργαζόμενος εκπίπτει σε αντικείμενο κοινωνικών – προνοιακών πολιτικών. Ο «επωφελούμενος» στερείται την αξιοπρέπεια του παραγωγού. Αν για τους κλασικούς του μαρξισμού αλλοτρίωση ήταν η απόσπαση του προϊόντος της εργασίας, τώρα βρισκόμαστε μπροστά στην απόσπαση της ατομικής και συλλογικής του ταυτότητας ως εργαζόμενου και, εν τέλει, τη μετατροπή του ανθρώπου σε προϊόν.
Ο «επωφελούμενος», το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να επωφελείται, να επαιτεί κι όχι να απαιτεί, καθώς για τον εργαζόμενο η απαίτηση θεμελιώνεται ηθικά και συναισθηματικά στην προσφορά, έναντι της οποίας διεκδικείται η ανταπόδοση στην αναζήτηση μια ισόρροπης κοινωνικής σχέσης. Η επαιτεία αντίθετα νομιμοποιείται μόνο με την επίκληση της δυστυχίας και ως τέτοια αποτελεί παράγοντα διαιώνισης κι όχι ανατροπής της: Για να το δικαιούμαι πρέπει να αποδεικνύω ότι το έχω ανάγκη.
Η εν δυνάμει πλειοψηφία της κοινωνίας μεταβάλλεται σε «ειδική κοινωνική ομάδα», η οποία αυτοεγκλωβίζεται σε μια θέση αποδέκτη των κάθε είδους κοινωνικών ή φιλάνθρωπων πολιτικών κι όχι σε οιονεί υποκείμενο ανάληψης της ίδιας της της μοίρας.
Σε τέτοιες συνθήκες δεν είναι να απορεί κανείς, όταν στις απόπειρες για τη δημιουργία δομών αλληλέγγυας οικονομίας (ανταλλαγές χωρίς χρήμα κ.λπ.) η συμμετοχή αυτών που θα έπρεπε να είναι τα φυσικά υποκείμενά τους, οι άνεργοι, είναι κατά κανόνα πενιχρή, ή όταν τα καλέσματα για βοήθεια στα συσσίτια της Εκκλησίας βρίσκουν τόση λίγη ανταπόκριση ανάμεσα στα άτομα που σιτίζονται σε αυτά!
Όλα αυτά βέβαια δεν πρέπει να θεωρηθούν πως υποκρύπτουν μια λογική του να ευχόμαστε τον παροξυσμό της κρίσης. Ο πεινασμένος δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα κάνει επανάσταση, είναι πιο πιθανό να κοιτάξει να αρπάξει το πιάτο του διπλανού. Ούτε να εννοηθούν ως καταγγελία της ύπαρξης προνοιακών ή φιλάνθρωπων πολιτικών. Σημασία, όπως σε τόσα πράγματα στη ζωή, δεν έχει μόνο ο στόχος (ακόμη κι όταν ενδύεται το ρούχο της αλληλεγγύης), ή το αποτέλεσμα (ακόμη κι αν καλύπτει πραγματικές ανάγκες επιβίωσης).
Ο τρόπος που καλύπτεται μια ανάγκη που γίνεται κοινωνική είναι αυτός που προάγει τις αξίες, τους ηθικούς κανόνες και τις κοινωνικές συμπεριφορές, οι κοινωνίες και η συνοχή τους οργανώνονται με βάση τον τρόπο που ανταποκρίνονται στις ανάγκες των μελών τους. Και στο πειραματόζωο Ελλάδα φαίνεται πως ο τρόπος που συστηματικά και συνειδητά προωθούν οι επικυρίαρχοι είναι η καθολική επικράτηση αυτής της μεταμοντέρνας επαιτείας. Καθόλου τυχαία εξάλλου η άνεση με την οποία κινείται η Χρυσή Αυγή σε αυτό το πεδίο, ενισχύοντάς το και με τη ρατσιστική διάσταση.


Ανάρτηση από: http://ardin-rixi.gr