Του Καρτέσιου
Τα χνώτα τους βρωμάνε ψέμα. Παραμένει κάθε νόμος του Μνημονίου, συνεχίζει να υφίσταται κάθε εφαρμοστικό του άρθρο, ζει και βασιλεύει κάθε ρύθμισή του, αλλά κατά τα λοιπά «βγαίνουμε από το Μνημόνιο». Λες και το Μνημόνιο ήταν ένα ρούχο που πετάμε από πάνω μας. Λες και το Μνημόνιο δεν είναι το νέο δέρμα που μας φόρεσαν και το κρατάνε δεμένο πάνω μας με νύχια και με δόντια.
Λες και είναι ικανοί να ζήσουν χωρίς Μνημόνιο και μαστιγώσεις. Τους έδωσαν ένα βιβλίο που είχε γραμμένη με κάθε λεπτομέρεια την καθημερινή ποινή μας κι αυτό ακόμη βαρέθηκαν να το διαβάσουν. Τεμπελχανάδες κι άχρηστοι.
Τώρα αυτοσχεδιάζουν προσπαθώντας να κρύψουν τις αποτυχίες τους και να μας φορτώσουν άλλες. Δε θα μάθουμε ποτέ αν μέσα σε όλο αυτό το ποινολόγιο του Μνημονίου υπήρχε έστω και κάτι σωστό, καθώς κι αυτό λάθος θα το έκαναν. Αποτυχημένοι σε όλα. Ανίκανοι. Για πέταμα.
Τσουβάλια άδεια, πεταμένα σε μια άκρη της Ευρώπης. Σαν πόντικες προσπάθησαν να βγουν στις αγορές, τρόμαξαν από τα πόδια που πήγαν να τους πατήσουν, έτρεξαν πίσω στη φωλιά σκούζοντας κι άρχισαν να τσιρίζουν ότι φταίνε όλοι οι άλλοι. Πλην αυτών. Των βρωμερών που βλέπουν σαν ανάκλιντρα τα ποντικοκούραδά τους.
Τόσο κοντοί που δε μπορούν να δουν από ψηλά τι χώρα έφτιαξαν επί πέντε, δεκαπέντε, εικοσιπέντε, τριανταπέντε χρόνια. Τόσο ελάχιστοι που δε χωράει μέσα τους καμιά αξιοπρέπεια. Κι έτσι τώρα μπορούν να καταριούνται το παρελθόν που οι ίδιοι έχτισαν. Να κατηγορούν ανωνύμως τα ονόματά τους.
Ένα Μνημόνιο λιγότερο, ένα Μνημόνιο περισσότερο, σιγά το κακό. Μέσα στο άδειο τους κεφάλι. Τελευταία ανταλλάγματα δίνουν και κανείς δεν τα δέχεται. Η εντολή έλεγε να καταστρέψουν τα σπαρτά για να φυτέψουν άλλα τ’ αφεντικά τους. Κι αυτοί από το μέγα πάθος της δουλοπρέπειας έκαψαν γη κι εργάτες. Να δείξουν πόσο πιστά σκυλιά είναι. Μα ποιος να τη θέλει τώρα αυτή την καταστροφή με τους απελπισμένους;
Η πρώτη βομβαρδισμένη χώρα χωρίς βομβαρδισμούς. Νεκροί στους δρόμους δίχως πόλεμο. Ανθρωπιστική κρίση λόγω βλακείας. Τι να θαυμάσεις πρώτα επάνω τους; Την απουσία πολιτικής σκέψης; Της σκέψης γενικώς; Την απουσία τους από την πραγματικότητα; Για ποιο περισσότερο να τους τιμωρήσεις; Για το πρώτο ψέμα ή τη χιλιοστή εξαπάτηση; Ποια ποινή να δώσεις σε τέτοια εγκλήματα δίχως να φωνάξει η ποινή «μικρή είμαι».
Ζέχνουν από τον ξινό ιδρώτα του τέλους τους. Απαρηγόρητοι για εκείνο το «λίγο ακόμη» που δεν τους χαρίζουν. Με κόλπα κλεφτοκοτάδων προσπαθούν να εξασφαλίσουν 180 δάχτυλα και μια παράταση. Ε και; Ούτε αυτό δεν καταλαβαίνουν. Ότι όσο αργότερα φύγουν, τόσο χειρότερος θα είναι ο τρόπος του φευγιού τους.
Ήδη είναι πολύ αργά…
Ανάρτηση από: http://kartesios.com