Του Τάσου Βουρούνη
Η συζήτηση για την επικαιρότητα και την αξία (ή όχι) της διάκρισης Αριστεράς και Δεξιάς, είναι αρκετά ενδιαφέρουσα και αναγκαία. Οι σκέψεις πολλές: Από την κατάργηση της αντίθεσης, μέχρι τον ισχυρό τονισμό της διαφοράς και από τη μετατόπιση των αναγνωριστικών της στοιχείων μέχρι την ανάγκη για μια εκ νέου νοηματοδότηση. Οι αφετηρίες εξίσου: Άμεση πολιτική σκοπιμότητα και φιλοσοφικές προεκτάσεις. Παρατήρηση αυτού που έχουμε «μπροστά στα μάτια μας» αλλά και αναζήτηση των εφοδίων αλλαγής του. Ομοίως και στους «φορείς»: Σε ποια Αριστερά και ποια Δεξιά αναφερόμαστε; Στη ιδέα, το κίνημα, το φορέα, το κόμμα;
Πίσω από κάθε επιχείρημα «υπέρ» ή «κατά», λανθάνει μια ολόκληρη ερμηνεία για τη γέννηση και την εξέλιξη των δυο όρων. Ποια ήταν η στιγμή της δημιουργίας τους, ποιες κοινωνικές δυνάμεις ενεπλάκησαν, ποιο το ιδεολογικό φόντο και πρόσημο της κάθε περιόδου, τι στάση κράτησαν απέναντι σε γεγονότα και συγκρούσεις. Αλλά και πώς ο ένας όρος εισχώρησε στον άλλο, πώς διαμορφώθηκαν από μια ποικιλία παραγόντων, πότε διχάστηκαν και πότε συναντήθηκαν, σε ποιο πεδίο αναζητάμε τη διάκρισή τους. Πώς τα ίδια τα υποκείμενα αγωνίστηκαν κάτω από τις σημαίες αυτές, τι δεσμοί διαμορφώθηκαν απ’ αυτό και ποια η αντοχή τους, πόσο και ως προς τι επιζούν τα αλλοτινά «στρατόπεδα». Και βέβαια, σε ποιο κόσμο έρχονται να πάρουν θέση, με ποιες κατηγορίες και μορφές του επιστητού διαπλέκονται, ποια ανθρωπολογία πρεσβεύουν και ποιον κόσμο προσδοκούν να δημιουργήσουν.
Πώς φτιάχνεται μια νέα γλώσσα;
Η παρατήρηση της ευρωπαϊκής αριστεράς των τελευταίων δεκαετιών, «αυτού» που οι πολλοί καταγράφουν ως αριστερά, δείχνει πως όχι μόνο έχει απολέσει οποιαδήποτε εκδοχή επαναστατικών προοπτικών αλλά αποτελεί θεμελιακό στήριγμα του υπό συνεχή διαμόρφωση και αλλαγή καπιταλιστικού κόσμου. Δεν είναι μόνο οι περιπτώσεις όπου η αριστερά κυβέρνησε, αλλά και ο τρόπος και τα πλαίσια μέσα στα οποία αντιπολιτεύτηκε. Κι όταν λέμε πλαίσια, εννοούμε το βάθος της άρνησης αυτού του κόσμου, την επαφή με τις δυνάμεις που μπορούν να τον αλλάξουν, τις ανταγωνιστικές ιδέες που αναπτύχθηκαν και τη συμβολή της στις πραγματικές, μαζικές κινήσεις των «πολλών». Άρα, μικρή σημασία έχει το μέγεθος της καταγγελίας, ο «θόρυβος» των αγωνιστικών μορφών, οι μικροαλλαγές εκλογικών συσχετισμών, η διατήρηση της «καθαρότητας» με ιδέες κλεισμένες σε κομματικά μπαούλα.
Από την άλλη μεριά, γενιές και γενιές έχουν αναγνωρίσει την ύπαρξή τους διαμέσου μιας μορφής αριστεράς ή έστω μιας προσδιορισμένης αντίθεσης. Δεν είναι απλά κάτι συναισθηματικό αλλά κάτι βαθύτερο. Όσοι, για παράδειγμα, έχουν συναντήσει παλιούς αντάρτες, το καταλαβαίνουν. Αξίζει σεβασμός, έτσι χωρίς πολλά-πολλά. Η ιστορία τους είναι αυτή της ζωής και του θανάτου και όχι κάτι λιγότερο, κάτι που δεν ορίζεται κατά αποκλειστικότητα στη σφαίρα της ορθολογικότητας, των υπολογισμών και του διαλόγου. Κάποιοι κόσμοι με κάποιο τρόπο όντως συγκρούστηκαν, αφού εκατομμύρια ανθρώπων πήραν μέρος. Δεν ήταν κοροϊδία, συνομωσία ή κόλπο. Γιατί τι άλλο είναι ο κόσμος παρά και αυτά τα εκατομμύρια; Αλλά και πόσο βαθιά «αντεπαναστατικό» είναι το να επιμένει κάποιος σε σύμβολα, σημαίες και συνθήματα που δεν λένε πια τίποτα σε αυτούς που ενδέχεται να κάνουν τον κόσμο καλύτερο.
Πού θα φτιαχτεί και πώς θα μοιάζει αυτή η νέα γλώσσα κανείς δεν ξέρει. Σίγουρα θα είναι η γλώσσα των κοινών ανθρώπων μέσα σε όλες τις καθημερινές και ηρωικές στιγμές τους. Αλλιώς δεν θα έχει ψυχή. Θα είναι όμως και η γλώσσα του «από κοινού». Αλλιώς δεν θα διακρίνεται από τη γλώσσα της «αγοράς», αλλά και από «το μακρύ και το κοντό» του καθενός. Στην πραγματικότητα, όσοι πήραν μέρος στα τελευταία μεγάλα κινήματα, εφηύραν μια νέα γλώσσα και συνεννοήθηκαν. Δεν υπερέβησαν κάποια αντίθεση, αλλά απλούστατα βρέθηκαν μπροστά σε νέες, πιο περίπλοκες αλλά και πιο ζωντανές αντιθέσεις.
Με τέτοιες διεργασίες θα προκύψει κι η νέα γλώσσα. Αυτές θα εκφράσει και αυτές θα δυναμώσει. Θα είναι όμως και γλώσσα λαϊκή. Δηλαδή του λαού. Του εκάστοτε λαού που είναι έτσι και όχι αλλιώς. Πόθοι δεμένοι με τόπους και τοπία, παραδόσεις και ιστορίες. Αλλιώς, είναι ακαταλαβίστικη, ψυχρή, δεν είναι γλώσσα αλλά κώδικας. Θα είναι μεγάλη οπισθοχώρηση να μην σκεφτόμαστε «οικουμενικά», μα πρέπει αυτό να γίνεται ολοένα και λιγότερο αφηρημένα.
Έπειτα, απέναντι σε ποιους θα οριστεί μια νέα επαναστατική ταυτότητα; Ποιοι είναι οι εχθρικοί κόσμοι; Τι δόση απόγνωσης και τι ελπίδας θα τραγουδά αυτή η γλώσσα; Μπορούν οι δυστυχισμένοι να ακουστούν με κάτι πιο συνεκτικό από άναρθρες κραυγές και ξεσπάσματα;
Ανάρτηση από: http://www.e-dromos.gr
Η συζήτηση για την επικαιρότητα και την αξία (ή όχι) της διάκρισης Αριστεράς και Δεξιάς, είναι αρκετά ενδιαφέρουσα και αναγκαία. Οι σκέψεις πολλές: Από την κατάργηση της αντίθεσης, μέχρι τον ισχυρό τονισμό της διαφοράς και από τη μετατόπιση των αναγνωριστικών της στοιχείων μέχρι την ανάγκη για μια εκ νέου νοηματοδότηση. Οι αφετηρίες εξίσου: Άμεση πολιτική σκοπιμότητα και φιλοσοφικές προεκτάσεις. Παρατήρηση αυτού που έχουμε «μπροστά στα μάτια μας» αλλά και αναζήτηση των εφοδίων αλλαγής του. Ομοίως και στους «φορείς»: Σε ποια Αριστερά και ποια Δεξιά αναφερόμαστε; Στη ιδέα, το κίνημα, το φορέα, το κόμμα;
Πίσω από κάθε επιχείρημα «υπέρ» ή «κατά», λανθάνει μια ολόκληρη ερμηνεία για τη γέννηση και την εξέλιξη των δυο όρων. Ποια ήταν η στιγμή της δημιουργίας τους, ποιες κοινωνικές δυνάμεις ενεπλάκησαν, ποιο το ιδεολογικό φόντο και πρόσημο της κάθε περιόδου, τι στάση κράτησαν απέναντι σε γεγονότα και συγκρούσεις. Αλλά και πώς ο ένας όρος εισχώρησε στον άλλο, πώς διαμορφώθηκαν από μια ποικιλία παραγόντων, πότε διχάστηκαν και πότε συναντήθηκαν, σε ποιο πεδίο αναζητάμε τη διάκρισή τους. Πώς τα ίδια τα υποκείμενα αγωνίστηκαν κάτω από τις σημαίες αυτές, τι δεσμοί διαμορφώθηκαν απ’ αυτό και ποια η αντοχή τους, πόσο και ως προς τι επιζούν τα αλλοτινά «στρατόπεδα». Και βέβαια, σε ποιο κόσμο έρχονται να πάρουν θέση, με ποιες κατηγορίες και μορφές του επιστητού διαπλέκονται, ποια ανθρωπολογία πρεσβεύουν και ποιον κόσμο προσδοκούν να δημιουργήσουν.
Πώς φτιάχνεται μια νέα γλώσσα;
Η παρατήρηση της ευρωπαϊκής αριστεράς των τελευταίων δεκαετιών, «αυτού» που οι πολλοί καταγράφουν ως αριστερά, δείχνει πως όχι μόνο έχει απολέσει οποιαδήποτε εκδοχή επαναστατικών προοπτικών αλλά αποτελεί θεμελιακό στήριγμα του υπό συνεχή διαμόρφωση και αλλαγή καπιταλιστικού κόσμου. Δεν είναι μόνο οι περιπτώσεις όπου η αριστερά κυβέρνησε, αλλά και ο τρόπος και τα πλαίσια μέσα στα οποία αντιπολιτεύτηκε. Κι όταν λέμε πλαίσια, εννοούμε το βάθος της άρνησης αυτού του κόσμου, την επαφή με τις δυνάμεις που μπορούν να τον αλλάξουν, τις ανταγωνιστικές ιδέες που αναπτύχθηκαν και τη συμβολή της στις πραγματικές, μαζικές κινήσεις των «πολλών». Άρα, μικρή σημασία έχει το μέγεθος της καταγγελίας, ο «θόρυβος» των αγωνιστικών μορφών, οι μικροαλλαγές εκλογικών συσχετισμών, η διατήρηση της «καθαρότητας» με ιδέες κλεισμένες σε κομματικά μπαούλα.
Από την άλλη μεριά, γενιές και γενιές έχουν αναγνωρίσει την ύπαρξή τους διαμέσου μιας μορφής αριστεράς ή έστω μιας προσδιορισμένης αντίθεσης. Δεν είναι απλά κάτι συναισθηματικό αλλά κάτι βαθύτερο. Όσοι, για παράδειγμα, έχουν συναντήσει παλιούς αντάρτες, το καταλαβαίνουν. Αξίζει σεβασμός, έτσι χωρίς πολλά-πολλά. Η ιστορία τους είναι αυτή της ζωής και του θανάτου και όχι κάτι λιγότερο, κάτι που δεν ορίζεται κατά αποκλειστικότητα στη σφαίρα της ορθολογικότητας, των υπολογισμών και του διαλόγου. Κάποιοι κόσμοι με κάποιο τρόπο όντως συγκρούστηκαν, αφού εκατομμύρια ανθρώπων πήραν μέρος. Δεν ήταν κοροϊδία, συνομωσία ή κόλπο. Γιατί τι άλλο είναι ο κόσμος παρά και αυτά τα εκατομμύρια; Αλλά και πόσο βαθιά «αντεπαναστατικό» είναι το να επιμένει κάποιος σε σύμβολα, σημαίες και συνθήματα που δεν λένε πια τίποτα σε αυτούς που ενδέχεται να κάνουν τον κόσμο καλύτερο.
Πού θα φτιαχτεί και πώς θα μοιάζει αυτή η νέα γλώσσα κανείς δεν ξέρει. Σίγουρα θα είναι η γλώσσα των κοινών ανθρώπων μέσα σε όλες τις καθημερινές και ηρωικές στιγμές τους. Αλλιώς δεν θα έχει ψυχή. Θα είναι όμως και η γλώσσα του «από κοινού». Αλλιώς δεν θα διακρίνεται από τη γλώσσα της «αγοράς», αλλά και από «το μακρύ και το κοντό» του καθενός. Στην πραγματικότητα, όσοι πήραν μέρος στα τελευταία μεγάλα κινήματα, εφηύραν μια νέα γλώσσα και συνεννοήθηκαν. Δεν υπερέβησαν κάποια αντίθεση, αλλά απλούστατα βρέθηκαν μπροστά σε νέες, πιο περίπλοκες αλλά και πιο ζωντανές αντιθέσεις.
Με τέτοιες διεργασίες θα προκύψει κι η νέα γλώσσα. Αυτές θα εκφράσει και αυτές θα δυναμώσει. Θα είναι όμως και γλώσσα λαϊκή. Δηλαδή του λαού. Του εκάστοτε λαού που είναι έτσι και όχι αλλιώς. Πόθοι δεμένοι με τόπους και τοπία, παραδόσεις και ιστορίες. Αλλιώς, είναι ακαταλαβίστικη, ψυχρή, δεν είναι γλώσσα αλλά κώδικας. Θα είναι μεγάλη οπισθοχώρηση να μην σκεφτόμαστε «οικουμενικά», μα πρέπει αυτό να γίνεται ολοένα και λιγότερο αφηρημένα.
Έπειτα, απέναντι σε ποιους θα οριστεί μια νέα επαναστατική ταυτότητα; Ποιοι είναι οι εχθρικοί κόσμοι; Τι δόση απόγνωσης και τι ελπίδας θα τραγουδά αυτή η γλώσσα; Μπορούν οι δυστυχισμένοι να ακουστούν με κάτι πιο συνεκτικό από άναρθρες κραυγές και ξεσπάσματα;
Ανάρτηση από: http://www.e-dromos.gr