Μιλώντας κανείς για την έννοια της Αριστεράς και την διάκρισή της από τη Δεξιά, δεν μπορεί να αγνοήσει τις απόψεις του Ζαν Κλωντ Μισεά. Ο Μισεά, είναι Γάλλος φιλόσοφος, γεννημένος το 1950. Στη χώρα μας κυκλοφορούν αρκετά βιβλία του και το σχετικό με το θέμα έχει τίτλο «Τα μυστήρια της αριστεράς» (Εναλλακτικές Εκδόσεις, 2014). Ακολουθεί μια σύντομη παρουσίαση των θέσεων του Μισεά.
Η έξοδος από τον καπιταλισμό δεν είναι εφικτή δίχως να κινητοποιηθεί η τεράστια πλειοψηφία των λαϊκών τάξεων. Η αναγκαία αυτή συσπείρωση απαιτεί τη δημιουργία μιας νέας κοινής γλώσσας, αποδεκτής, κατανοητής και ικανής να συμβάλει στη διαλεκτική επίλυση των αντιθέσεων που εμφανίζονται μέσα στους κόλπους του λαού. Για τον Μισεά, το όνομα «αριστερά», όχι μόνο δεν μπορεί λειτουργήσει σήμερα ως ένα τέτοιο πολιτικό σημαίνον αλλά αντιθέτως ενδέχεται να λειτουργεί διχαστικά. Χωρίς να αρνείται το πραγματικό φορτίο της έννοιας «αριστερά», για μια δεδομένη όμως ιστορική περίοδο, και χωρίς να παραβλέπει τη συναισθηματική προσκόλληση όσων ανθρώπων αγωνίστηκαν μέσα από τις «γραμμές» της, ο Μισεά θεωρεί πως ο διαχωρισμός δεξιά-αριστερά δεν αντιστοιχεί στις σημερινές και αντίπαλες πολιτικές επιλογές.
Ο Μισεά ανατρέχει στις ιδρυτικές μορφές του σοσιαλιστικού και αναρχικού κινήματος για να αναδείξει πως η χρησιμοποίηση από μεριάς τους του όρου «αριστερά» περιέγραφε την πολιτική σύγκλιση της μεγάλης βιομηχανικής και φιλελεύθερης αστικής τάξης μέχρι και τους ριζοσπάστες μικροαστούς. Όσους δηλαδή στέκονταν ενάντια στην τότε «δεξιά», τα κόμματα που εκπροσωπούσαν τα συμφέροντα της παλιάς αριστοκρατίας, των γαιοκτημόνων και της Καθολικής ιεραρχίας. Το σοσιαλιστικό και εργατικό κίνημα, όχι μόνο στάθηκε ενάντια και στους δυο αυτούς πόλους, αλλά δέχτηκε και την καταστολή από μεριάς της αριστερής πτέρυγας.
Η «ενσωμάτωση» του κινήματος μέσω της δημιουργίας μιας ενιαίας «δημοκρατικής παράταξης», θα ξεκινήσει με την υπόθεση Ντρέιφους. Εκεί, ο αρχικός συμβιβασμός υπό την απειλή πραξικοπήματος της «δεξιάς», θα αποτελέσει κατά τον Μισεά την αληθινή πράξη γέννησης της σύγχρονης αριστεράς με την ταυτόχρονη διάλυση του «λαϊκού σοσιαλισμού» εντός του «στρατοπέδου της Προόδου».
Η μετάλλαξη της επίσημης αριστεράς των ευρωπαϊκών χωρών από τη δεκαετία του ’70 και η προσχώρησή της στο στρατόπεδο της «αγοράς», της «ανταγωνιστικότητας», του οικονομικού, πολιτικού και πολιτιστικού φιλελευθερισμού, έχει τη μήτρα της σε αυτή ακριβώς την ιδέα της Προόδου. Αυτός είναι ο ισχυρός φιλοσοφικός παράγοντας που καθοδήγησε τη διολίσθηση του εργατικού κινήματος από έναν τακτικό συμβιβασμό του με την τότε αριστερά στη διάλυση. Η ύπαρξη και η βαθιά επιρροή αυτού του παράγοντα είναι για τον Μισεά ο λόγος για τον οποίο δεν είναι δόκιμη η επιστροφή σε μια κάποια «πραγματική αριστερά».
Έτσι, παρά τους μεγαλειώδεις αγώνες αυτής της αριστεράς μέχρι και το 1945, παρά τις κατακτήσεις που την κατοχύρωσαν στη συνείδηση των λαϊκών στρωμάτων, οι βασικές ιδέες που τη θεμελίωσαν δεν μπορούν να ορίσουν σήμερα καμιά προοπτική ενάντια στον καπιταλισμό. Ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής θεωρήθηκε «ιστορικά αναγκαία φάση», η «μεγάλη βιομηχανία» υπήρξε η θετική του συμβολή και οι μεσαίες τάξεις θεωρήθηκαν εμπόδια στον «τροχό της ιστορίας». Όλοι οι πολιτισμοί που προηγήθηκαν του επιστημονικού και βιομηχανικού κόσμου αντιμετωπίστηκαν ως «καθυστέρηση», πράγμα που απετέλεσε και την ιδεολογική νομιμοποίηση της αποικιοκρατίας του 19ου αιώνα. Η πίστη στην απεριόριστη υλική πρόοδο ως προετοιμασία των υλικών όρων για τον σοσιαλισμό, έβαλε στο περιθώριο άλλες δυναμικές και φορτία. Υποτιμήθηκαν ως «αρχαϊκές» οι αξίες κοινωνικών στρωμάτων (π.χ. η αγάπη για τη γη τους ή η αίσθηση της τέχνης τους) που έρχονταν σε ουσιώδη αντιπαράθεση με την καπιταλιστική λογική στη βάση της μικρής ατομικής ιδιοκτησίας. Και τέλος, μέσα από διάφορες διαδρομές, επικράτησε ο ατομικισμός, η οπτική της ατομικής ελευθερίας και των δικαιωμάτων και η καταγραφή της αποδόμησης κάθε κοινωνικού δεσμού ως «απελευθέρωση».
Ο Μισεά καταλήγει έτσι στο ότι σήμερα εναλλάσσονται και «συγκρούονται» -αποκλειστικά όμως ως εκλογικό θέαμα – μια φιλελεύθερη αριστερά και μια φιλελεύθερη δεξιά που εφαρμόζουν ομοίως το οικονομικό πρόγραμμα των ισχυρών, διεθνών, καπιταλιστικών δυνάμεων. Με αυτή την έννοια, ο διαχωρισμός είναι απολύτως ψευδεπίγραφος. Επιπλέον, υπενθυμίζει διαρκώς ότι σήμερα ο καπιταλισμός δεν είναι ένα άνισο οικονομικό σύστημα αλλά αποτελεί μια διαλεκτική ολότητα, όλες οι στιγμές της οποίας (οικονομικές, πολιτικές και πολιτισμικές) είναι αδιαχώριστες και απαιτούν ριζική κριτική. Δεν μπορεί λοιπόν να υπάρξει κάποια αλλαγή αν μείνουμε στην καταγγελία των επιπτώσεων του οικονομικού φιλελευθερισμού, αποδεχόμενοι όμως τις πολιτικές και πολιτισμικές του διαστάσεις.
Τέλος, σημειώνει ότι στις μέρες μας μια σειρά κινήματα, κυρίως στις δυτικές χώρες και στα πλαίσια μιας τέτοιας κριτικής, μοιάζουν να υπερβαίνουν παραδοσιακές διαιρέσεις και να υψώνουν περισσότερο πολυσυλλεκτικές σημαίες, όπως οι «Αγανακτισμένοι» ή το «99%» του αμερικάνικου Occupy Wall Street. Ενώ, στη Λατινική Αμερική, οι πολιτικές εκφράσεις σημαντικών αγώνων και κοινωνικών διεργασιών στηρίζονται σε λαϊκές παραδόσεις (π.χ. των ιθαγενών) αλλά και συνδέονται με ίχνη ιστορικών μορφών των διαφόρων εθνικών πολιτισμών (Ζαπατίστας, Μπολιβαριανοί κ.λπ.).
Ανάρτηση από: http://www.e-dromos.gr
Η έξοδος από τον καπιταλισμό δεν είναι εφικτή δίχως να κινητοποιηθεί η τεράστια πλειοψηφία των λαϊκών τάξεων. Η αναγκαία αυτή συσπείρωση απαιτεί τη δημιουργία μιας νέας κοινής γλώσσας, αποδεκτής, κατανοητής και ικανής να συμβάλει στη διαλεκτική επίλυση των αντιθέσεων που εμφανίζονται μέσα στους κόλπους του λαού. Για τον Μισεά, το όνομα «αριστερά», όχι μόνο δεν μπορεί λειτουργήσει σήμερα ως ένα τέτοιο πολιτικό σημαίνον αλλά αντιθέτως ενδέχεται να λειτουργεί διχαστικά. Χωρίς να αρνείται το πραγματικό φορτίο της έννοιας «αριστερά», για μια δεδομένη όμως ιστορική περίοδο, και χωρίς να παραβλέπει τη συναισθηματική προσκόλληση όσων ανθρώπων αγωνίστηκαν μέσα από τις «γραμμές» της, ο Μισεά θεωρεί πως ο διαχωρισμός δεξιά-αριστερά δεν αντιστοιχεί στις σημερινές και αντίπαλες πολιτικές επιλογές.
Ο Μισεά ανατρέχει στις ιδρυτικές μορφές του σοσιαλιστικού και αναρχικού κινήματος για να αναδείξει πως η χρησιμοποίηση από μεριάς τους του όρου «αριστερά» περιέγραφε την πολιτική σύγκλιση της μεγάλης βιομηχανικής και φιλελεύθερης αστικής τάξης μέχρι και τους ριζοσπάστες μικροαστούς. Όσους δηλαδή στέκονταν ενάντια στην τότε «δεξιά», τα κόμματα που εκπροσωπούσαν τα συμφέροντα της παλιάς αριστοκρατίας, των γαιοκτημόνων και της Καθολικής ιεραρχίας. Το σοσιαλιστικό και εργατικό κίνημα, όχι μόνο στάθηκε ενάντια και στους δυο αυτούς πόλους, αλλά δέχτηκε και την καταστολή από μεριάς της αριστερής πτέρυγας.
Η «ενσωμάτωση» του κινήματος μέσω της δημιουργίας μιας ενιαίας «δημοκρατικής παράταξης», θα ξεκινήσει με την υπόθεση Ντρέιφους. Εκεί, ο αρχικός συμβιβασμός υπό την απειλή πραξικοπήματος της «δεξιάς», θα αποτελέσει κατά τον Μισεά την αληθινή πράξη γέννησης της σύγχρονης αριστεράς με την ταυτόχρονη διάλυση του «λαϊκού σοσιαλισμού» εντός του «στρατοπέδου της Προόδου».
Η μετάλλαξη της επίσημης αριστεράς των ευρωπαϊκών χωρών από τη δεκαετία του ’70 και η προσχώρησή της στο στρατόπεδο της «αγοράς», της «ανταγωνιστικότητας», του οικονομικού, πολιτικού και πολιτιστικού φιλελευθερισμού, έχει τη μήτρα της σε αυτή ακριβώς την ιδέα της Προόδου. Αυτός είναι ο ισχυρός φιλοσοφικός παράγοντας που καθοδήγησε τη διολίσθηση του εργατικού κινήματος από έναν τακτικό συμβιβασμό του με την τότε αριστερά στη διάλυση. Η ύπαρξη και η βαθιά επιρροή αυτού του παράγοντα είναι για τον Μισεά ο λόγος για τον οποίο δεν είναι δόκιμη η επιστροφή σε μια κάποια «πραγματική αριστερά».
Έτσι, παρά τους μεγαλειώδεις αγώνες αυτής της αριστεράς μέχρι και το 1945, παρά τις κατακτήσεις που την κατοχύρωσαν στη συνείδηση των λαϊκών στρωμάτων, οι βασικές ιδέες που τη θεμελίωσαν δεν μπορούν να ορίσουν σήμερα καμιά προοπτική ενάντια στον καπιταλισμό. Ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής θεωρήθηκε «ιστορικά αναγκαία φάση», η «μεγάλη βιομηχανία» υπήρξε η θετική του συμβολή και οι μεσαίες τάξεις θεωρήθηκαν εμπόδια στον «τροχό της ιστορίας». Όλοι οι πολιτισμοί που προηγήθηκαν του επιστημονικού και βιομηχανικού κόσμου αντιμετωπίστηκαν ως «καθυστέρηση», πράγμα που απετέλεσε και την ιδεολογική νομιμοποίηση της αποικιοκρατίας του 19ου αιώνα. Η πίστη στην απεριόριστη υλική πρόοδο ως προετοιμασία των υλικών όρων για τον σοσιαλισμό, έβαλε στο περιθώριο άλλες δυναμικές και φορτία. Υποτιμήθηκαν ως «αρχαϊκές» οι αξίες κοινωνικών στρωμάτων (π.χ. η αγάπη για τη γη τους ή η αίσθηση της τέχνης τους) που έρχονταν σε ουσιώδη αντιπαράθεση με την καπιταλιστική λογική στη βάση της μικρής ατομικής ιδιοκτησίας. Και τέλος, μέσα από διάφορες διαδρομές, επικράτησε ο ατομικισμός, η οπτική της ατομικής ελευθερίας και των δικαιωμάτων και η καταγραφή της αποδόμησης κάθε κοινωνικού δεσμού ως «απελευθέρωση».
Ο Μισεά καταλήγει έτσι στο ότι σήμερα εναλλάσσονται και «συγκρούονται» -αποκλειστικά όμως ως εκλογικό θέαμα – μια φιλελεύθερη αριστερά και μια φιλελεύθερη δεξιά που εφαρμόζουν ομοίως το οικονομικό πρόγραμμα των ισχυρών, διεθνών, καπιταλιστικών δυνάμεων. Με αυτή την έννοια, ο διαχωρισμός είναι απολύτως ψευδεπίγραφος. Επιπλέον, υπενθυμίζει διαρκώς ότι σήμερα ο καπιταλισμός δεν είναι ένα άνισο οικονομικό σύστημα αλλά αποτελεί μια διαλεκτική ολότητα, όλες οι στιγμές της οποίας (οικονομικές, πολιτικές και πολιτισμικές) είναι αδιαχώριστες και απαιτούν ριζική κριτική. Δεν μπορεί λοιπόν να υπάρξει κάποια αλλαγή αν μείνουμε στην καταγγελία των επιπτώσεων του οικονομικού φιλελευθερισμού, αποδεχόμενοι όμως τις πολιτικές και πολιτισμικές του διαστάσεις.
Τέλος, σημειώνει ότι στις μέρες μας μια σειρά κινήματα, κυρίως στις δυτικές χώρες και στα πλαίσια μιας τέτοιας κριτικής, μοιάζουν να υπερβαίνουν παραδοσιακές διαιρέσεις και να υψώνουν περισσότερο πολυσυλλεκτικές σημαίες, όπως οι «Αγανακτισμένοι» ή το «99%» του αμερικάνικου Occupy Wall Street. Ενώ, στη Λατινική Αμερική, οι πολιτικές εκφράσεις σημαντικών αγώνων και κοινωνικών διεργασιών στηρίζονται σε λαϊκές παραδόσεις (π.χ. των ιθαγενών) αλλά και συνδέονται με ίχνη ιστορικών μορφών των διαφόρων εθνικών πολιτισμών (Ζαπατίστας, Μπολιβαριανοί κ.λπ.).
Ανάρτηση από: http://www.e-dromos.gr