Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2017

Πόλεμος και Ειρήνη

Της Σύνταξης της εφημερίδας Ένωσης
Όλα τα κακά της μοίρας μας ξεκινούν από τη λαθεμένη αφήγηση, όχι του παρελθόντος, μα του παρόντος. Η τουρκολαγνία, οι συνομιλίες, ο ανθελληνισμός, ο αφελληνισμός, ο διπολισμός, η μαλακία που πάει σύννεφο ξεκινούν και τελειώνουν από την αντίληψη ότι όλα βαίνουν καλώς σε τούτη την ανατολή, κανένας στρατός δεν καταπατά εδάφη, κανένα συρματόπλεγμα δεν υφίσταται, καμιά νεκρή ζώνη, καμιά ειρηνευτική (τάχα) δύναμη, κανένας δεν εκμεταλλεύεται τα σπίτια μας, κανένας δεν καταστρέφει την πολιτισμική κληρονομιά και τις εκκλησίες μας. Όλα προς όφελος μιας πλαστής ειρήνης, όχι για τα καημένα τα παιδιά και τα εγγόνια, αλλά για τους αλλοπρόσαλλους και χαζοχαρούμενους ενήλικες, οι οποίοι αφενός προτάσσουν την ανάγκη για «ειρήνη», μα αφετέρου δεν ενοχλούνται από τον «πόλεμο». Ή δεν θεωρούν πως υπάρχει «πόλεμος». Άρα γιατί θέλουν να κάνουν ειρήνη;
Από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας έως τον τελευταίο υποστηρικτή της όποιας λύσης θυμίζουν τον εκπρόσωπο της Αμερικανικής Ολυμπιακής Επιτροπής, που λίγους μήνες πριν τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1936, ταξίδεψε στο Βερολίνο για να… αναζητήσει την αλήθεια. Ο άνθρωπος είδε λεηλασίες εβραϊκών καταστημάτων, συλλήψεις, ξυλοδαρμούς, καταστολή και έναν παράφρονα Υπουργό, τον Ιωσήφ Γκέμπελς. Παρ’ όλα αυτά, υποστήριξε σθεναρά τη συμμετοχή των ΗΠΑ στους Ναζιστικούς Ολυμπιακούς Αγώνες. Όπερ και εγένετο.
Ποια η σύγκριση; Όπως είπαμε, όλα τα κακά της μοίρας μας ξεκινούν και τελειώνουν από την «αίσθηση» των λίγων πως εδώ είναι ο παράδεισος (κι η κόλαση εδώ;) και «απλώς» υπάρχει η αναγκαιότητα να «κλείσει» ένα ιδεατό πρόβλημα. Όπως τότε στο Βερολίνο, όπου σε όλα χωρούσε το απαραίτητο καμουφλάζ για να πραγματοποιηθούν οι Ολυμπιακοί Αγώνες και να αποδειχθεί «άξιος» ο Αδόλφος Χίτλερ. Τούτο συμβαίνει και εδώ. Ολόκληρος λαός κρέμεται από μια τηλεόραση για να ακούσει έναν Πρόεδρο να στρουθοκαμηλίζει: «Από τη στιγμή που η Τουρκία αποδέχτηκε στο κοινό ανακοινωθέν να λέγεται ότι απώτερος στόχος της διάσκεψης είναι η εφαρμογή εκείνων των διασφαλίσεων ότι η ασφάλεια της μιας δεν θα αποτελεί απειλή  της άλλης είναι ένα πρώτο βήμα». Για να ακούσει έναν Πρόεδρο να επιμένει πως το πρόβλημα της Κύπρου είναι μονάχα οι εγγυήσεις και πως αν δεχτεί ο αφέντης Ερντογάν να τερματιστεί η Συνθήκη Εγγυήσεως, θα έρθει η «ειρήνη» στο πιάτο μας για να τη φάμε με τους 55.000 έποικους «συμπατριώτες» μας.
Και όμως, είναι πολλοί που σκλαβώνονται από τα λόγια του Νίκου Αναστασιάδη. Για το ότι παλεύει εναντίον της παραμονής στρατού, για το ότι δεν τον ενδιαφέρουν οι εκλογές, για το ότι κατέθεσε πρόταση στη Γενεύη και για το ότι αυτοκαλέστηκε ως Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας μπροστά στον Τούρκο ΥΠΕΞ. Άραγε, όμως, την ώρα που  επέμενε πως ο ίδιος στήνει τα πιόνιακαι προέτρεπε να μη λαμβάνεται υπ’ όψιν ο Ακιντζί και το κατοχικό του καθεστώς, είχε υπ’ όψιν την παραμονή ΟΛΩΝ των εποίκων και τη συμπόρευση με τις αξιώσεις της τουρκικής πλευράς; Αντιλαμβάνεται πως «παίζει» με την κοινωνική συνοχή, όταν μετά από 19 μήνες «κοινού οράματος», συγκλίσεων και χαριεντισμών, ξάφνου αποφασίζει να μην ασχολείται με τον Ακιντζί; Ιδού η απορία. Ιδού η εξήγηση της προεκλογικής.
Όντως, βρισκόμαστε πολύ κοντά στις εκλογές του Φεβρουαρίου του 2018. Ο ΔΗΣΥ ξεσκόνισε τις φουστανέλλες, ο Πρόεδρος έκοψε τα πολλά χαμόγελα, τα πολλά σούρτα φέρτα με την κατοχή και ανέσυρε τον θυμό και τη σοβαροφάνειά του, το ΑΚΕΛ «επιφυλλάσσεται». Το σίγουρο είναι πως ουδείς -ούτε οι πολλά υποσχόμενοι ενδιάμεσοι (συνέλθετε)- κατανοεί την κρισιμότητα της κατάστασης. Και αυτή είναι ο πόλεμος. «Είναι πολύ δύσκολο να καθορίσει κανείς τα όρια της περιοχής μεταξύ ελευθερίας και αναγκαιότητας», όπως επέμενε ο Τολστόι στο «Πόλεμος και Ειρήνη» του 1869. Διότι, τελικά, δεν αρκεί η υπόδειξη του προβλήματος, της παρακμής, των αποκλίσεων, των εμποδίων, των φταιχτών για να προταχθεί η «ειρήνη». Χρειάζεται να επαναληφθεί πως «έχουμε πόλεμο», πως η «ειρήνη» δεν είναι εικόνα στις ειδήσεις, πως η ελευθερία και η αναγκαιότητα θέλουν κουράγιο, δύναμη, ψυχή, ταυτότητα και συνείδηση. Αλλιώς, «ακόμα τούτη την άνοιξη, ραγιάδες, ραγιάδες, τούτο το καλοκαίρι, όσο να ’ρθει ο Μόσκοβος, ραγιάδες, ραγιάδες, να φέρει το σεφέρι». Προτιμότερα, «τον χειμώνα ετούτο άμα τον πηδήσαμε, γι’ άλλα δέκα χρόνια άιντε καθαρίσαμε»
Ανάρτηση από: http://efimeridaenosis.com