Του Ρούντι Ρινάλντι
Ανακατατάξεις έξω, τακτικισμοί στο εσωτερικό
Παρά τους παλαιομοδίτικους μικροκαυγάδες ΣΥΡΙΖΑ και Ν.Δ. στις βαρετές και επαναλαμβανόμενες «συγκρούσεις» στη Βουλή και στα τηλεπαράθυρα, παρά τους πανηγυρισμούς του Φλαμπουράρη και τις διαστημικές πτήσεις του Παππά, η πραγματικότητα της χώρας εγκλωβίζεται σε ολοένα και μεγαλύτερα αδιέξοδα. Πολλαπλά σημάδια προμηνύουν ότι «ο χρόνος σώνεται» ενώ βαδίζουμε προς μια κορύφωση της τραγωδίας που βιώνουμε εδώ και 7 χρόνια.
Και ενώ συστηματικά διαβρώνονται και καταστρέφονται η χώρα και η κοινωνία, κυριαρχεί ο γενικός αποπροσανατολισμός από τα καίρια και τα ουσιαστικά ζητήματα. Με την έννοια της αναγκαίας επικέντρωσης σε ζητήματα μιας πιο συνολικής ματιάς, μιας οπτικής που δεν θα εξωραΐζει τη δυσκολία του καθολικού προβλήματος. Ή που δεν θα εύχεται απλά μιαν «ανατροπή», λέγοντας απλώς μεγάλα λόγια.
Την ίδια στιγμή, οδηγούμαστε σε οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά αδιέξοδα που θα εκδηλωθούν με έντονο και καταλυτικό τρόπο. Και μάλιστα, σε ένα διεθνές περιβάλλον που σφραγίζεται από τεράστιες ανακατατάξεις και συγκρούσεις, οι οποίες δείχνουν πως τίποτα δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένο και σταθερό, ακόμα και στο κοντινό μας μέλλον.
Τούτων δοθέντων, έχουμε και λέμε:
Δεν πρόκειται για επανάληψη
Η σχέση Ελλάδας – Δανειστών δοκιμάζεται σε ένα σκηνικό που μοιάζει γνώριμο, μόνο που το σενάριο τροποποιείται και οι πρωταγωνιστές οφείλουν να μάθουν τα καινούργια λόγια, ορισμένοι μάλιστα να μαντέψουν ίσως τι πρόκειται να λεχθεί στις επόμενες σκηνές. Ενώ όλα μοιάζουν σαν επανάληψη, ενώ η γλώσσα και η φρασεολογία περιστρέφονται γύρω από γνωστές έννοιες (αξιολόγηση, προαπαιτούμενα, ποσοτική χαλάρωση κ.λπ.), όλα τα δεδομένα τείνουν να τροποποιηθούν από παράγοντες που δεν αφορούν αποκλειστικά το ελληνικό πρόβλημα.
Η σχέση ΔΝΤ-Ε.Ε. και ΗΠΑ-Ε.Ε., αλλά και η ίδια η γερμανική δύναμη εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τροποποιούνται. Το πολιτικό στοιχείο, που έχει εισβάλλει αποφασιστικά στη ζωή πολλών ευρωπαϊκών χωρών, δημιουργεί νέα δεδομένα που πιθανόν να αλλάξουν τη στάση αρκετών παραγόντων. Με τρόπο που να μην έχουμε την απλή, ομαλή επανάληψη του έργου, δηλαδή «διαπραγμάτευση», κορώνες για μη συνθηκολόγηση, εκβιασμοί, τελεσίγραφα και πλήρης υποταγή στο τέλος. Αυτός, ας πούμε ότι είναι ο γραμμικός, συνηθισμένος τρόπος, που ακόμα κι αν επαναληφθεί δεν θα μας εκπλήξει.
Το ερώτημα που υπάρχει είναι ποια θα είναι η στάση της κυβέρνησης Τσίπρα μέσα στο περιβάλλον που διαμορφώνεται. Αυτή πρέπει να ερμηνευτεί σωστά, και έτσι πρέπει να παρθούν υπόψη δύο δεδομένα: Δεν είναι διατεθειμένη να πάει σε εκλογές και πανηγυρικά να τις χάσει και δεν φαίνεται να θέλει να μοιραστεί τη διακυβέρνηση με τη Ν.Δ. Θέλει να παραμείνει όσο περισσότερο μπορεί στην εξουσία. Άλλη ευκαιρία δεν θα υπάρξει, γιατί η φθορά είναι το κύριο πρόβλημα που αντιμετωπίζει. Επομένως, «παίζει» δείχνοντας πως δεν είναι διατεθειμένη να ψηφίσει κανένα άλλο μέτρο (από τα ακανθώδη που της ζητούν) και στήνει μια κάποια αντιπαράθεση με «Θεσμούς» και ΔΝΤ. Ο στόχος είναι σαφής, να κερδίσει χρόνο, να πλησιάσει περισσότερο η ώρα των εκλογών σε Ολλανδία, Γαλλία κ.λπ., μήπως και αλλάξουν τα δεδομένα. Κρυφή ελπίδα, να εξαναγκαστεί η ανυποχώρητη σήμερα Γερμανία, να αποδεχθεί μια κάποια χαλάρωση στην Ε.Ε. και να υπάρξουν ορισμένα περιθώρια για ένταξη στα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης του Ντράγκι.
Για να πετύχει αυτό τον στόχο, χρησιμοποιεί διάφορα «όπλα», έστω προπαγανδιστικά. Οι σχεδόν ταυτόχρονες δηλώσεις περί δραχμής, από τον Ν. Ξυδάκη (κοινοβουλευτικό εκπρόσωπο του ΣΥΡΙΖΑ) αλλά και τον Γ. Κυρίτση, αποτελούν δοκιμαστικές βολές. Σε μια στιγμή μάλιστα που το ζήτημα της Ευρωζώνης βρίσκεται στο επίκεντρο διεργασιών και προτάσεων σε ολόκληρη την Ευρώπη και η πολιτική Τραμπ ήδη προεξοφλεί τον θάνατο του Ευρώ εντός των επόμενων 18 μηνών…
Το Μαξίμου λοιπόν, μοιάζει σε αυτές τις συνθήκες να κινείται προς τη μεθόδευση να στηθεί ένα «μέτωπο» απέναντι στους δανειστές, αλλά όπως φαίνεται υπάρχουν πλέον και αντιδράσεις εντός του κυβερνητικού στρατοπέδου. Το οικονομικό δίδυμο Τσακαλώτος – Χουλιαράκης φαίνεται να προσβλέπει σε μια πιο ήπια, θεσμική στάση υπακοής προς τους Ευρωπαίους και να δυσανασχετεί με τα «παιχνίδια». Ο «μεγάλος» Δραγασάκης δεν ακούγεται, δεν ομιλεί, αλήθεια τι κάνει; Θυμάται κανείς ακόμα ότι πρόκειται για τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης; Σε κάθε περίπτωση, το επεισόδιο Τσακαλώτου, Βούτση δεν μοιάζει με μια τυχαία, άσχημη στιγμή.
Επομένως, άσχετα από το τι λέγεται, ο Τσίπρας μάλλον έχει αποφασίσει να τραβήξει τη διαπραγμάτευση. Αυτό στηρίζεται στην εκτίμησή του ότι τούτη τη στιγμή η Γερμανία δεν θα κάνει την επιλογή για Grexit, οπότε εκείνος έχει κάποιο περιθώριο για «αντίσταση». Μόνο που αυτή, ελλείψει οποιασδήποτε προοπτικής και βάθους, εξαντλείται απλά στο «τρενάρισμα», προσμένοντας σε κάποια αλλαγή της κατάστασης εντός της Ευρώπης και των συστημικών της κύκλων που θα οδηγήσει σε μεγαλύτερη «χαλάρωση». Αυτή είναι η συμμετοχή που επιλέγει στο ευρωπαϊκό πολιτικό παιχνίδι.
Το όριο του Τσίπρα
Ο πόλεμος φθοράς προς τον Αλ. Τσίπρα, έφερε κάποια αποτελέσματα. Η αξιολόγηση δεν έκλεισε τον Δεκέμβρη, ενώ εκείνος αποδέχθηκε πολλά που του ζητήθηκαν. Τώρα, θέλουν να πάρει μέτρα «αυτοκτονίας» για τον ίδιο και την κυβέρνησή του. Μοιάζει με τελεσίγραφο, αλλά είναι στην πραγματικότητα;
Σε λίγες μέρες, ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα ταξιδεύσει προς Γερμανία. Ίσως εκεί πάρει κάποιο χρίσμα. Η Δημοκρατική Συμπαράταξη (ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ) από την άλλη, προχωρά στην πρόταση για νέα κυβέρνηση μέσα από την παρούσα Βουλή, χωρίς Τσίπρα ή Μητσοτάκη επικεφαλής, για να προχωρήσει στα αναγκαία βήματα της διαπραγμάτευσης. Ο διμέτωπος απέναντι στα δύο μεγάλα κόμματα, εξυπηρετεί τον επαναπατρισμό ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ από τον ΣΥΡΙΖΑ, ενώ σκοπεύει να ανασχέσει ταυτόχρονα κάπως και το ρεύμα ενίσχυσης της Ν.Δ.
Όλες οι δημοσκοπήσεις καταγράφουν μια διαφορά 12-14 μονάδων υπέρ της Ν.Δ. με το «πραγματικό ποσοστό» του ΣΥΡΙΖΑ να εμφανίζεται γύρω στο 13-15%. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ υποχρεωθεί να υπογράψει νέα μέτρα ή ένα τέταρτο Μνημόνιο με όρους υπαγορευμένους από ΔΝΤ και Ε.Ε., τότε η φθορά του θα μεγαλώσει εκθετικά και θα βρεθεί γύρω στο 10%, οπότε δεν θα μπορεί να κυβερνήσει και θα πέσει. Ο Κυριάκος το ξέρει και γι αυτό δεν βιάζεται, προτιμά να περάσει τα μέτρα ο Αλέξης για πολλούς λόγους.
Το όριο του Τσίπρα δεν βρίσκεται ούτε στο ανύπαρκτο ουσιαστικά κόμμα του, που θα του βάλει εμπόδια, ούτε στην ύπαρξη μιας τάσης μέσα στην κοινοβουλευτική ομάδα. Αυτά είναι λυμένα ζητήματα και έχουν δοθεί πολλαπλές εξετάσεις μέχρι τώρα. Βρίσκεται στους ρυθμούς της φθοράς μέσα στην κοινωνία και στη δυνατότητα να κυβερνήσει σε περιβάλλον ρευστότητας και αδιεξόδων χωρίς κανενός είδους νομιμοποίηση.
Τίθεται λοιπόν το ερώτημα: Έχει καμιά σχέση ο πολιτικός τακτικισμός κυβερνώντων και αντιπολιτευόμενων με την κατάσταση της χώρας; Ανταποκρίνεται κανείς στην ανάγκη να ξεπεραστούν τα αδιέξοδα που δημιουργούνται στις νέες συνθήκες;
Τακτικισμός και αδιέξοδα
Αν έχει γίνει κατανοητό στους κύκλους που μας κυβερνούν ότι δεν υπάρχει «άλλος γύρος» κι άρα (για τους περισσότερους) μοναδικός μπούσουλας είναι πόσο θα μείνουν στην εξουσία (ποια χώρα, ποια οικονομία, φτώχεια, ανεργία, ποιοι εθνικοί κίνδυνοι, ποια κυριαρχία κ.λπ.;), τότε η απάντηση στο ερώτημα που αναφέρθηκε είναι προφανής.
Αν έχει γίνει κατανοητό στους αντιπολιτευόμενους κύκλους ότι το «σύστημα ΣΥΡΙΖΑ» είναι σε φθίνουσα πορεία και έρχεται η ώρα τους να προσφέρουν υπηρεσίες, να πλασαριστούν ως υποψήφιοι κυβερνήτες, μέσα στις προδιαγραμμένες κατευθύνσεις των Μνημονίων για τα επόμενα χρόνια, πάλι είναι προφανής η απάντηση.
Τίποτα θετικό για τον λαό και τον τόπο δεν υπάρχει, ούτε με τον έναν, ούτε με τον άλλον. Τα αδιέξοδα μπορούν να αρθούν, αλλά με τελείως διαφορετικό τρόπο και με άλλη συνείδηση. Η υποθήκευση της χώρας συμβαδίζει με το πάγωμα της ελπίδας και μαζί κάθε αναζήτησης για δρόμους διεξόδου από μια πραγματικά δύσκολη θέση. Εκεί βρίσκεται η προοπτική και το φώς μέσα στα σκοτάδια που μας περιβάλλουν.
Οι εξελίξεις στην Ευρώπη, αδιαμφισβήτητα θα καθοριστούν σε μεγάλο βαθμό από τις γεωπολιτικές ανακατατάξεις και την «επιστροφή της πολιτικής» που αμφισβητεί το κυρίαρχο γερμανικό μοντέλο παγκοσμιοποίησης.
Ο προοριζόμενος από τον Τραμπ για νέος πρέσβης των ΗΠΑ στην Ε.Ε. Τεντ Μάλοχ δήλωσε χωρίς περιστροφές σε συνέντευξη στο BBC: «Νομίζω ότι το ευρώ είναι ένα νόμισμα το οποίο δεν βρίσκεται απλά σε πτώση, αλλά έχει σοβαρό πρόβλημα και θα μπορούσε στην πραγματικότητα να καταρρεύσει μέσα στους επόμενους 18 μήνες», ενώ πρόσθεσε: «Είχα σε προηγούμενη καριέρα διπλωματική θέση όπου βοήθησα να πέσει η Σοβιετική Ένωση. Άρα ίσως υπάρχει άλλη μια Ένωση που χρειάζεται να δοκιμάσει ένα σοκ».
Οι βασικές πολιτικές ομάδες του ευρωκοινοβουλίου αντέδρασαν. Με κοινή επιστολή τους, οι Μάνφρεντ Βέμπερ (ΕΛΚ) και Γκι Φερχόφσταντ (Φιλελεύθεροι), καταγγέλλουν ότι οι δηλώσεις του κ. Μάλοχ «αποκαλύπτουν εξωφρενική κακοβουλία αναφορικά με τις αξίες που καθορίζουν αυτή την Ευρωπαϊκή Ένωση και, αν εκφραστούν από επίσημο εκπρόσωπο των ΗΠΑ, θα μπορούσαν δυνητικά να υπονομεύσουν σοβαρά τη διατλαντική σχέση που, τα τελευταία 70 χρόνια, έχει συμβάλει ουσιαστικά στην ειρήνη, τη σταθερότητα και την ευημερία της ηπείρου μας», ενώ ουσιαστικά τον κηρύσσουν ανεπιθύμητο δηλώνοντας: «Είμαστε πεπεισμένοι πως άτομα που βλέπουν ως αποστολή τους τη δημιουργία εμποδίων ή τη διάλυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν θα πρέπει να διαπιστεύονται ως επίσημοι αντιπρόσωποι στην Ε.Ε.». Ο Τζιάνι Πιτέλα (Σοσιαλδημοκράτες) από τη μεριά του, με ξεχωριστή επιστολή αναφέρει: «Πιστεύουμε ακράδαντα ότι η αγνόηση αυτής της απαράδεκτης στάσης θα υπονομεύσει τη μελλοντική μας σχέση με την κυβέρνηση των ΗΠΑ και θα μπορούσε δυνητικά να συμβάλει στη διάδοση του λαϊκισμού και του ευρωσκεπτικισμού στην Ευρώπη».
Η στόχευση της γερμανικής Ευρώπης από τον Τραμπ, είναι υπόθεση που θα απασχολήσει και θα προκαλέσει κι άλλους τριγμούς. Οι εκλογικές διαδικασίες που είναι στο πρόγραμμα (Ολλανδία τον Μάρτιο, Γαλλία τον Απρίλιο-Μάιο, Γερμανία το φθινόπωρο, και ακόμα πιθανά Ιταλία ή και Ελλάδα) προμηνύουν ότι ο πολιτικός χάρτης ίσως αλλάξει, και μάλιστα με εκκωφαντικό τρόπο. Η Αγγλία είναι «εκτός» και συντάσσεται με τον Τραμπ ανοικτά, η Ουγγαρία κλείνει συμφωνίες με τη Ρωσία, η Τουρκία σπαράσσεται από αντιθέσεις, αλλά αποκτά μια μεγαλοκρατική διάσταση, ενώ έχει και δημοψήφισμα σε λίγο καιρό. Αυτά, για να αναφερθούμε στις βασικότερες διεργασίες.
«Δεν είμαι λαγός!»
Ο Ξυδάκης «άθελά του» μετέφερε τη δραχμολογία στο επίκεντρο μιας πολιτικής διαμάχης, για να δεχθεί τα πυρά της Ν.Δ., η οποία έχει επιβάλλει μια υστερική απαγόρευση οποιασδήποτε συζήτησης γύρω από το Ευρώ. Στη συνέχεια, ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ έδωσε εξηγήσεις επί εξηγήσεων και ορκίστηκε πίστη στο κοινό νόμισμα. Εντελώς τυχαία, και ο Κυρίτσης σε άλλη εκπομπή μίλησε κι αυτός για το ίδιο σενάριο («Θα πρέπει να υπάρχει σχέδιο… Θέλω να ελπίζω ότι η ΤτΕ έχει σχέδιο, θα ήταν ασύγγνωστη αμέλεια αν δεν έχει» κ.λπ.), αποδεικνύοντας ότι υπάρχει καπνός από το Μαξίμου σχετικά με το ζήτημα. Δεν αποκλείεται να αποτελεί έναν τρόπο άμυνας του Τσίπρα απέναντι σε ένα ζήτημα που πλέον τίθεται από παντού, τόσο στο εσωτερικό όσο και σε ολόκληρη την Ευρώπη. Άρα, δεν αποτελεί σύμπτωση που κάποιοι συριζικοί κύκλοι ενθυμούνται πλέον με θετικό τρόπο τη «δραχμούλα».
Η «δραχμή» φυσικά δεν είναι πανάκεια που κάνει –και μάλιστα αμέσως– καλύτερη τη ζωή μας. Ούτε και αποτελεί ένα καθαρά τεχνοκρατικό θέμα. Το να τεθεί ξανά τώρα το θέμα της δραχμής με τρόπο συνδικαλιστικής απόκρυψης του κεντρικού και συνθετότερου ζητήματος, αυτού της διεξόδου της χώρας, δεν βοηθά πουθενά. Η «επιστροφή στη δραχμή» ξεκομμένα, δεν λέει πολλά πράγματα. Στο παρελθόν, είδαμε κινήσεις και κόμματα να ποντάρουν σε αυτήν και να βρίσκονται εκεί που βρέθηκαν, όχι γιατί δεν υπάρχει ευρωσκεπτικισμός και δυσφορία, αλλά γιατί δεν πρόβαλαν μια συνεκτική εναλλακτική πρόταση. Τώρα, η δραχμή μπορεί να γίνει σημαία για πολλά κόμματα και σχηματισμούς. Η υστερική τρομοκρατία για ένα θέμα-ταμπού, έτσι κι αλλιώς θα σπάσει, και αυτό δεν είναι κακό.
Το κεντρικό ζήτημα είναι ποιος διευθύνει στην ουσία μια πορεία εξόδου και μετάβασης και τι επιλογές κάνει μέσα στα πλαίσια μιας εναλλακτικής. Γιατί, μπορεί να υπάρχει δραχμή με Σόιμπλε κυρίαρχο, με Μητσοτάκη πρωθυπουργό, με στήριξη από τον Τραμπ κ.λπ. Κεντρικό ζήτημα είναι λοιπόν ποιο «τιμόνι» υπάρχει, και με αυτό δεν εννοούμε μόνο (ή κυρίως) ποια πρόσωπα ή κόμματα ασκούν «διακυβέρνηση», αλλά ποιος λαός και σε τι κατάσταση, ποιος κοινωνικός και γενικότερος συσχετισμός, ποιο οικονομικό σχέδιο. Κεντρικά, δηλαδή, ποιοι υποκειμενικοί όροι υπάρχουν για διαφορετικές επιλογές. Αλλιώς, λέμε απλώς συνθήματα μπας και «πιάσουμε την καλή».
Έξω από αυτούς τους όρους, βεβαίως και είναι σήμερα –περισσότερο από ποτέ– νοητή μια διάλυση της Ευρωζώνης και του ευρώ, χωρίς βέβαια να έχουν αλλάξει οι συσχετισμοί μέσα στη χώρα μας. Άρα, και μια επιστροφή στη δραχμή. Νομίζει όμως κανείς ότι αυτό, αυτόματα και με μαγικό τρόπο, φέρνει λύση στο πρόβλημα «αποικία – Ελλάς»; Ότι καλυτερεύει τα πράγματα; Ότι απαλλάσσει τη χώρα από τον βραχνά του χρέους και όλων των μνημονίων που έχουν συναφθεί; Όποιος το νομίζει, πάσχει από αφέλεια. Γιατί, απλούστατα, έτσι και συμβεί, θα συνοδευτεί από μεγάλους οικονομικούς και κοινωνικούς τριγμούς και συνέπειες που δεν μπορούν εύκολα να εκτιμηθούν.
Η επανάκτηση εργαλείων οικονομικής πολιτικής (άρα και του νομίσματος) δεν είναι απλά τεχνοκρατική διαδικασία πέρα από τον γενικότερο κοινωνικό και πολιτικό συσχετισμό. Γι αυτό, χρειάζεται επειγόντως προσανατολισμός προς μια συνολικότερη στροφή στην πορεία της χώρας.
Μια κοινωνία παγωμένη, με κομμένη την ελπίδα και με διάψευση όλων των αυταπατών, δεν συνέρχεται εύκολα. Αλλά αν αυτό δεν συμβεί κάπως, τότε παγιώνεται μια αντίληψη ότι τίποτα δεν αλλάζει και τίποτα δεν μπορεί να γίνει. Η αποξένωση της κοινωνίας από την πολιτική αλλά και του καθένα από μια συλλογική προσπάθεια, αποτελούν σήμερα τα πιο ισχυρά όπλα που έχει το συστημικό στρατόπεδο, σε συνθήκες που σπαράσσεται από αντιθέσεις και ακούγονται τριγμοί, που θα μπορούσαν να ευνοήσουν μια διαφορετική πορεία.
Οι ασχολούμενοι με την πολιτική, και ιδιαίτερα με την πολιτική που αρχίζει και τελειώνει στις κάλπες και στο κοινοβούλιο, φαίνεται να ζουν «στην κοσμάρα τους» και να μην αντιλαμβάνονται το βάθος της αποξένωσης. Αδυνατούν να δώσουν έκφραση –ούτε και νοιάζονται βέβαια– στο πληττόμενο πλειοψηφικό τμήμα της κοινωνίας. Ούτε ενδιαφέρονται για τη διάλυση της χώρας. Υπάρχουν απλώς γιατί υπηρετούν αυτές τις διαδικασίες.
Το να μην παγιωθεί μια μοιρολατρική στάση και αντίληψη είναι καθοριστικό ζήτημα για μια αναγκαία αντιστροφή. Μόνο που πρέπει να εκτιμηθεί σωστά και να χρησιμοποιηθεί η γλώσσα της αλήθειας κι όχι η γλώσσα «του κόμματος», του πολιτικάντη, του αεριτζή που παντού βλέπει μεγαλειώδεις κινητοποιήσεις και σημαντικές διεργασίες ή προβάλλει εαυτόν ως σωτήρα.
Η ελληνική περίπτωση, μετά από μια πικρή ήττα, δεν πρέπει να κουρνιάξει στη ζεστασιά της μοιρολατρίας, γιατί αυτή δεν αποτελεί λύση και δεν προάγει τίποτα. Χρειάζεται να βγουν δυνάμεις από τον λήθαργο και να κινηθούν αποκτώντας μια πιο συνολική οπτική, μια πιο προοπτική ματιά.
Ανάρτηση από: http://www.e-dromos.gr
Ανακατατάξεις έξω, τακτικισμοί στο εσωτερικό
Παρά τους παλαιομοδίτικους μικροκαυγάδες ΣΥΡΙΖΑ και Ν.Δ. στις βαρετές και επαναλαμβανόμενες «συγκρούσεις» στη Βουλή και στα τηλεπαράθυρα, παρά τους πανηγυρισμούς του Φλαμπουράρη και τις διαστημικές πτήσεις του Παππά, η πραγματικότητα της χώρας εγκλωβίζεται σε ολοένα και μεγαλύτερα αδιέξοδα. Πολλαπλά σημάδια προμηνύουν ότι «ο χρόνος σώνεται» ενώ βαδίζουμε προς μια κορύφωση της τραγωδίας που βιώνουμε εδώ και 7 χρόνια.
Και ενώ συστηματικά διαβρώνονται και καταστρέφονται η χώρα και η κοινωνία, κυριαρχεί ο γενικός αποπροσανατολισμός από τα καίρια και τα ουσιαστικά ζητήματα. Με την έννοια της αναγκαίας επικέντρωσης σε ζητήματα μιας πιο συνολικής ματιάς, μιας οπτικής που δεν θα εξωραΐζει τη δυσκολία του καθολικού προβλήματος. Ή που δεν θα εύχεται απλά μιαν «ανατροπή», λέγοντας απλώς μεγάλα λόγια.
Την ίδια στιγμή, οδηγούμαστε σε οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά αδιέξοδα που θα εκδηλωθούν με έντονο και καταλυτικό τρόπο. Και μάλιστα, σε ένα διεθνές περιβάλλον που σφραγίζεται από τεράστιες ανακατατάξεις και συγκρούσεις, οι οποίες δείχνουν πως τίποτα δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένο και σταθερό, ακόμα και στο κοντινό μας μέλλον.
Τούτων δοθέντων, έχουμε και λέμε:
Δεν πρόκειται για επανάληψη
Η σχέση Ελλάδας – Δανειστών δοκιμάζεται σε ένα σκηνικό που μοιάζει γνώριμο, μόνο που το σενάριο τροποποιείται και οι πρωταγωνιστές οφείλουν να μάθουν τα καινούργια λόγια, ορισμένοι μάλιστα να μαντέψουν ίσως τι πρόκειται να λεχθεί στις επόμενες σκηνές. Ενώ όλα μοιάζουν σαν επανάληψη, ενώ η γλώσσα και η φρασεολογία περιστρέφονται γύρω από γνωστές έννοιες (αξιολόγηση, προαπαιτούμενα, ποσοτική χαλάρωση κ.λπ.), όλα τα δεδομένα τείνουν να τροποποιηθούν από παράγοντες που δεν αφορούν αποκλειστικά το ελληνικό πρόβλημα.
Η σχέση ΔΝΤ-Ε.Ε. και ΗΠΑ-Ε.Ε., αλλά και η ίδια η γερμανική δύναμη εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τροποποιούνται. Το πολιτικό στοιχείο, που έχει εισβάλλει αποφασιστικά στη ζωή πολλών ευρωπαϊκών χωρών, δημιουργεί νέα δεδομένα που πιθανόν να αλλάξουν τη στάση αρκετών παραγόντων. Με τρόπο που να μην έχουμε την απλή, ομαλή επανάληψη του έργου, δηλαδή «διαπραγμάτευση», κορώνες για μη συνθηκολόγηση, εκβιασμοί, τελεσίγραφα και πλήρης υποταγή στο τέλος. Αυτός, ας πούμε ότι είναι ο γραμμικός, συνηθισμένος τρόπος, που ακόμα κι αν επαναληφθεί δεν θα μας εκπλήξει.
Το ερώτημα που υπάρχει είναι ποια θα είναι η στάση της κυβέρνησης Τσίπρα μέσα στο περιβάλλον που διαμορφώνεται. Αυτή πρέπει να ερμηνευτεί σωστά, και έτσι πρέπει να παρθούν υπόψη δύο δεδομένα: Δεν είναι διατεθειμένη να πάει σε εκλογές και πανηγυρικά να τις χάσει και δεν φαίνεται να θέλει να μοιραστεί τη διακυβέρνηση με τη Ν.Δ. Θέλει να παραμείνει όσο περισσότερο μπορεί στην εξουσία. Άλλη ευκαιρία δεν θα υπάρξει, γιατί η φθορά είναι το κύριο πρόβλημα που αντιμετωπίζει. Επομένως, «παίζει» δείχνοντας πως δεν είναι διατεθειμένη να ψηφίσει κανένα άλλο μέτρο (από τα ακανθώδη που της ζητούν) και στήνει μια κάποια αντιπαράθεση με «Θεσμούς» και ΔΝΤ. Ο στόχος είναι σαφής, να κερδίσει χρόνο, να πλησιάσει περισσότερο η ώρα των εκλογών σε Ολλανδία, Γαλλία κ.λπ., μήπως και αλλάξουν τα δεδομένα. Κρυφή ελπίδα, να εξαναγκαστεί η ανυποχώρητη σήμερα Γερμανία, να αποδεχθεί μια κάποια χαλάρωση στην Ε.Ε. και να υπάρξουν ορισμένα περιθώρια για ένταξη στα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης του Ντράγκι.
Για να πετύχει αυτό τον στόχο, χρησιμοποιεί διάφορα «όπλα», έστω προπαγανδιστικά. Οι σχεδόν ταυτόχρονες δηλώσεις περί δραχμής, από τον Ν. Ξυδάκη (κοινοβουλευτικό εκπρόσωπο του ΣΥΡΙΖΑ) αλλά και τον Γ. Κυρίτση, αποτελούν δοκιμαστικές βολές. Σε μια στιγμή μάλιστα που το ζήτημα της Ευρωζώνης βρίσκεται στο επίκεντρο διεργασιών και προτάσεων σε ολόκληρη την Ευρώπη και η πολιτική Τραμπ ήδη προεξοφλεί τον θάνατο του Ευρώ εντός των επόμενων 18 μηνών…
Το Μαξίμου λοιπόν, μοιάζει σε αυτές τις συνθήκες να κινείται προς τη μεθόδευση να στηθεί ένα «μέτωπο» απέναντι στους δανειστές, αλλά όπως φαίνεται υπάρχουν πλέον και αντιδράσεις εντός του κυβερνητικού στρατοπέδου. Το οικονομικό δίδυμο Τσακαλώτος – Χουλιαράκης φαίνεται να προσβλέπει σε μια πιο ήπια, θεσμική στάση υπακοής προς τους Ευρωπαίους και να δυσανασχετεί με τα «παιχνίδια». Ο «μεγάλος» Δραγασάκης δεν ακούγεται, δεν ομιλεί, αλήθεια τι κάνει; Θυμάται κανείς ακόμα ότι πρόκειται για τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης; Σε κάθε περίπτωση, το επεισόδιο Τσακαλώτου, Βούτση δεν μοιάζει με μια τυχαία, άσχημη στιγμή.
Επομένως, άσχετα από το τι λέγεται, ο Τσίπρας μάλλον έχει αποφασίσει να τραβήξει τη διαπραγμάτευση. Αυτό στηρίζεται στην εκτίμησή του ότι τούτη τη στιγμή η Γερμανία δεν θα κάνει την επιλογή για Grexit, οπότε εκείνος έχει κάποιο περιθώριο για «αντίσταση». Μόνο που αυτή, ελλείψει οποιασδήποτε προοπτικής και βάθους, εξαντλείται απλά στο «τρενάρισμα», προσμένοντας σε κάποια αλλαγή της κατάστασης εντός της Ευρώπης και των συστημικών της κύκλων που θα οδηγήσει σε μεγαλύτερη «χαλάρωση». Αυτή είναι η συμμετοχή που επιλέγει στο ευρωπαϊκό πολιτικό παιχνίδι.
Το όριο του Τσίπρα
Ο πόλεμος φθοράς προς τον Αλ. Τσίπρα, έφερε κάποια αποτελέσματα. Η αξιολόγηση δεν έκλεισε τον Δεκέμβρη, ενώ εκείνος αποδέχθηκε πολλά που του ζητήθηκαν. Τώρα, θέλουν να πάρει μέτρα «αυτοκτονίας» για τον ίδιο και την κυβέρνησή του. Μοιάζει με τελεσίγραφο, αλλά είναι στην πραγματικότητα;
Σε λίγες μέρες, ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα ταξιδεύσει προς Γερμανία. Ίσως εκεί πάρει κάποιο χρίσμα. Η Δημοκρατική Συμπαράταξη (ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ) από την άλλη, προχωρά στην πρόταση για νέα κυβέρνηση μέσα από την παρούσα Βουλή, χωρίς Τσίπρα ή Μητσοτάκη επικεφαλής, για να προχωρήσει στα αναγκαία βήματα της διαπραγμάτευσης. Ο διμέτωπος απέναντι στα δύο μεγάλα κόμματα, εξυπηρετεί τον επαναπατρισμό ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ από τον ΣΥΡΙΖΑ, ενώ σκοπεύει να ανασχέσει ταυτόχρονα κάπως και το ρεύμα ενίσχυσης της Ν.Δ.
Όλες οι δημοσκοπήσεις καταγράφουν μια διαφορά 12-14 μονάδων υπέρ της Ν.Δ. με το «πραγματικό ποσοστό» του ΣΥΡΙΖΑ να εμφανίζεται γύρω στο 13-15%. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ υποχρεωθεί να υπογράψει νέα μέτρα ή ένα τέταρτο Μνημόνιο με όρους υπαγορευμένους από ΔΝΤ και Ε.Ε., τότε η φθορά του θα μεγαλώσει εκθετικά και θα βρεθεί γύρω στο 10%, οπότε δεν θα μπορεί να κυβερνήσει και θα πέσει. Ο Κυριάκος το ξέρει και γι αυτό δεν βιάζεται, προτιμά να περάσει τα μέτρα ο Αλέξης για πολλούς λόγους.
Το όριο του Τσίπρα δεν βρίσκεται ούτε στο ανύπαρκτο ουσιαστικά κόμμα του, που θα του βάλει εμπόδια, ούτε στην ύπαρξη μιας τάσης μέσα στην κοινοβουλευτική ομάδα. Αυτά είναι λυμένα ζητήματα και έχουν δοθεί πολλαπλές εξετάσεις μέχρι τώρα. Βρίσκεται στους ρυθμούς της φθοράς μέσα στην κοινωνία και στη δυνατότητα να κυβερνήσει σε περιβάλλον ρευστότητας και αδιεξόδων χωρίς κανενός είδους νομιμοποίηση.
Τίθεται λοιπόν το ερώτημα: Έχει καμιά σχέση ο πολιτικός τακτικισμός κυβερνώντων και αντιπολιτευόμενων με την κατάσταση της χώρας; Ανταποκρίνεται κανείς στην ανάγκη να ξεπεραστούν τα αδιέξοδα που δημιουργούνται στις νέες συνθήκες;
Τακτικισμός και αδιέξοδα
Αν έχει γίνει κατανοητό στους κύκλους που μας κυβερνούν ότι δεν υπάρχει «άλλος γύρος» κι άρα (για τους περισσότερους) μοναδικός μπούσουλας είναι πόσο θα μείνουν στην εξουσία (ποια χώρα, ποια οικονομία, φτώχεια, ανεργία, ποιοι εθνικοί κίνδυνοι, ποια κυριαρχία κ.λπ.;), τότε η απάντηση στο ερώτημα που αναφέρθηκε είναι προφανής.
Αν έχει γίνει κατανοητό στους αντιπολιτευόμενους κύκλους ότι το «σύστημα ΣΥΡΙΖΑ» είναι σε φθίνουσα πορεία και έρχεται η ώρα τους να προσφέρουν υπηρεσίες, να πλασαριστούν ως υποψήφιοι κυβερνήτες, μέσα στις προδιαγραμμένες κατευθύνσεις των Μνημονίων για τα επόμενα χρόνια, πάλι είναι προφανής η απάντηση.
Τίποτα θετικό για τον λαό και τον τόπο δεν υπάρχει, ούτε με τον έναν, ούτε με τον άλλον. Τα αδιέξοδα μπορούν να αρθούν, αλλά με τελείως διαφορετικό τρόπο και με άλλη συνείδηση. Η υποθήκευση της χώρας συμβαδίζει με το πάγωμα της ελπίδας και μαζί κάθε αναζήτησης για δρόμους διεξόδου από μια πραγματικά δύσκολη θέση. Εκεί βρίσκεται η προοπτική και το φώς μέσα στα σκοτάδια που μας περιβάλλουν.
Το ευρώ, ο Τραμπ και η δραχμή
Νέο τοπίο στην Ευρώπη, «λαγοί» και συνθήματα στην ΕλλάδαΟι εξελίξεις στην Ευρώπη, αδιαμφισβήτητα θα καθοριστούν σε μεγάλο βαθμό από τις γεωπολιτικές ανακατατάξεις και την «επιστροφή της πολιτικής» που αμφισβητεί το κυρίαρχο γερμανικό μοντέλο παγκοσμιοποίησης.
Ο προοριζόμενος από τον Τραμπ για νέος πρέσβης των ΗΠΑ στην Ε.Ε. Τεντ Μάλοχ δήλωσε χωρίς περιστροφές σε συνέντευξη στο BBC: «Νομίζω ότι το ευρώ είναι ένα νόμισμα το οποίο δεν βρίσκεται απλά σε πτώση, αλλά έχει σοβαρό πρόβλημα και θα μπορούσε στην πραγματικότητα να καταρρεύσει μέσα στους επόμενους 18 μήνες», ενώ πρόσθεσε: «Είχα σε προηγούμενη καριέρα διπλωματική θέση όπου βοήθησα να πέσει η Σοβιετική Ένωση. Άρα ίσως υπάρχει άλλη μια Ένωση που χρειάζεται να δοκιμάσει ένα σοκ».
Οι βασικές πολιτικές ομάδες του ευρωκοινοβουλίου αντέδρασαν. Με κοινή επιστολή τους, οι Μάνφρεντ Βέμπερ (ΕΛΚ) και Γκι Φερχόφσταντ (Φιλελεύθεροι), καταγγέλλουν ότι οι δηλώσεις του κ. Μάλοχ «αποκαλύπτουν εξωφρενική κακοβουλία αναφορικά με τις αξίες που καθορίζουν αυτή την Ευρωπαϊκή Ένωση και, αν εκφραστούν από επίσημο εκπρόσωπο των ΗΠΑ, θα μπορούσαν δυνητικά να υπονομεύσουν σοβαρά τη διατλαντική σχέση που, τα τελευταία 70 χρόνια, έχει συμβάλει ουσιαστικά στην ειρήνη, τη σταθερότητα και την ευημερία της ηπείρου μας», ενώ ουσιαστικά τον κηρύσσουν ανεπιθύμητο δηλώνοντας: «Είμαστε πεπεισμένοι πως άτομα που βλέπουν ως αποστολή τους τη δημιουργία εμποδίων ή τη διάλυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν θα πρέπει να διαπιστεύονται ως επίσημοι αντιπρόσωποι στην Ε.Ε.». Ο Τζιάνι Πιτέλα (Σοσιαλδημοκράτες) από τη μεριά του, με ξεχωριστή επιστολή αναφέρει: «Πιστεύουμε ακράδαντα ότι η αγνόηση αυτής της απαράδεκτης στάσης θα υπονομεύσει τη μελλοντική μας σχέση με την κυβέρνηση των ΗΠΑ και θα μπορούσε δυνητικά να συμβάλει στη διάδοση του λαϊκισμού και του ευρωσκεπτικισμού στην Ευρώπη».
Η στόχευση της γερμανικής Ευρώπης από τον Τραμπ, είναι υπόθεση που θα απασχολήσει και θα προκαλέσει κι άλλους τριγμούς. Οι εκλογικές διαδικασίες που είναι στο πρόγραμμα (Ολλανδία τον Μάρτιο, Γαλλία τον Απρίλιο-Μάιο, Γερμανία το φθινόπωρο, και ακόμα πιθανά Ιταλία ή και Ελλάδα) προμηνύουν ότι ο πολιτικός χάρτης ίσως αλλάξει, και μάλιστα με εκκωφαντικό τρόπο. Η Αγγλία είναι «εκτός» και συντάσσεται με τον Τραμπ ανοικτά, η Ουγγαρία κλείνει συμφωνίες με τη Ρωσία, η Τουρκία σπαράσσεται από αντιθέσεις, αλλά αποκτά μια μεγαλοκρατική διάσταση, ενώ έχει και δημοψήφισμα σε λίγο καιρό. Αυτά, για να αναφερθούμε στις βασικότερες διεργασίες.
«Δεν είμαι λαγός!»
Ο Ξυδάκης «άθελά του» μετέφερε τη δραχμολογία στο επίκεντρο μιας πολιτικής διαμάχης, για να δεχθεί τα πυρά της Ν.Δ., η οποία έχει επιβάλλει μια υστερική απαγόρευση οποιασδήποτε συζήτησης γύρω από το Ευρώ. Στη συνέχεια, ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ έδωσε εξηγήσεις επί εξηγήσεων και ορκίστηκε πίστη στο κοινό νόμισμα. Εντελώς τυχαία, και ο Κυρίτσης σε άλλη εκπομπή μίλησε κι αυτός για το ίδιο σενάριο («Θα πρέπει να υπάρχει σχέδιο… Θέλω να ελπίζω ότι η ΤτΕ έχει σχέδιο, θα ήταν ασύγγνωστη αμέλεια αν δεν έχει» κ.λπ.), αποδεικνύοντας ότι υπάρχει καπνός από το Μαξίμου σχετικά με το ζήτημα. Δεν αποκλείεται να αποτελεί έναν τρόπο άμυνας του Τσίπρα απέναντι σε ένα ζήτημα που πλέον τίθεται από παντού, τόσο στο εσωτερικό όσο και σε ολόκληρη την Ευρώπη. Άρα, δεν αποτελεί σύμπτωση που κάποιοι συριζικοί κύκλοι ενθυμούνται πλέον με θετικό τρόπο τη «δραχμούλα».
Η «δραχμή» φυσικά δεν είναι πανάκεια που κάνει –και μάλιστα αμέσως– καλύτερη τη ζωή μας. Ούτε και αποτελεί ένα καθαρά τεχνοκρατικό θέμα. Το να τεθεί ξανά τώρα το θέμα της δραχμής με τρόπο συνδικαλιστικής απόκρυψης του κεντρικού και συνθετότερου ζητήματος, αυτού της διεξόδου της χώρας, δεν βοηθά πουθενά. Η «επιστροφή στη δραχμή» ξεκομμένα, δεν λέει πολλά πράγματα. Στο παρελθόν, είδαμε κινήσεις και κόμματα να ποντάρουν σε αυτήν και να βρίσκονται εκεί που βρέθηκαν, όχι γιατί δεν υπάρχει ευρωσκεπτικισμός και δυσφορία, αλλά γιατί δεν πρόβαλαν μια συνεκτική εναλλακτική πρόταση. Τώρα, η δραχμή μπορεί να γίνει σημαία για πολλά κόμματα και σχηματισμούς. Η υστερική τρομοκρατία για ένα θέμα-ταμπού, έτσι κι αλλιώς θα σπάσει, και αυτό δεν είναι κακό.
Το κεντρικό ζήτημα είναι ποιος διευθύνει στην ουσία μια πορεία εξόδου και μετάβασης και τι επιλογές κάνει μέσα στα πλαίσια μιας εναλλακτικής. Γιατί, μπορεί να υπάρχει δραχμή με Σόιμπλε κυρίαρχο, με Μητσοτάκη πρωθυπουργό, με στήριξη από τον Τραμπ κ.λπ. Κεντρικό ζήτημα είναι λοιπόν ποιο «τιμόνι» υπάρχει, και με αυτό δεν εννοούμε μόνο (ή κυρίως) ποια πρόσωπα ή κόμματα ασκούν «διακυβέρνηση», αλλά ποιος λαός και σε τι κατάσταση, ποιος κοινωνικός και γενικότερος συσχετισμός, ποιο οικονομικό σχέδιο. Κεντρικά, δηλαδή, ποιοι υποκειμενικοί όροι υπάρχουν για διαφορετικές επιλογές. Αλλιώς, λέμε απλώς συνθήματα μπας και «πιάσουμε την καλή».
Έξω από αυτούς τους όρους, βεβαίως και είναι σήμερα –περισσότερο από ποτέ– νοητή μια διάλυση της Ευρωζώνης και του ευρώ, χωρίς βέβαια να έχουν αλλάξει οι συσχετισμοί μέσα στη χώρα μας. Άρα, και μια επιστροφή στη δραχμή. Νομίζει όμως κανείς ότι αυτό, αυτόματα και με μαγικό τρόπο, φέρνει λύση στο πρόβλημα «αποικία – Ελλάς»; Ότι καλυτερεύει τα πράγματα; Ότι απαλλάσσει τη χώρα από τον βραχνά του χρέους και όλων των μνημονίων που έχουν συναφθεί; Όποιος το νομίζει, πάσχει από αφέλεια. Γιατί, απλούστατα, έτσι και συμβεί, θα συνοδευτεί από μεγάλους οικονομικούς και κοινωνικούς τριγμούς και συνέπειες που δεν μπορούν εύκολα να εκτιμηθούν.
Η επανάκτηση εργαλείων οικονομικής πολιτικής (άρα και του νομίσματος) δεν είναι απλά τεχνοκρατική διαδικασία πέρα από τον γενικότερο κοινωνικό και πολιτικό συσχετισμό. Γι αυτό, χρειάζεται επειγόντως προσανατολισμός προς μια συνολικότερη στροφή στην πορεία της χώρας.
Να μην παγιωθεί η μοιρολατρία
Ο εκπεσμός του ριζοσπαστισμού σε μια παθητική κατάσταση ήταν ίσως ό,τι καλύτερο έχει προσφέρει ο ΣΥΡΙΖΑ, ιδιαίτερα στα δύο χρόνια διακυβέρνησης, που τόσο «λαμπρά» γιόρτασε πρόσφατα η κυβερνητική παράταξη. Τώρα, τον αποπροσανατολισμό που κυριαρχούσε, ακολουθεί μια διάδοχη πνευματική κατάσταση που μπορεί να ταλαιπωρήσει αφάνταστα τη λαϊκή υπόθεση. Είναι η κατάσταση της μοιρολατρίας και της αποδοχής του «κακού» σαν ένα ριζικό από το οποίο με τίποτα δεν μπορείς να ξεφύγεις.Μια κοινωνία παγωμένη, με κομμένη την ελπίδα και με διάψευση όλων των αυταπατών, δεν συνέρχεται εύκολα. Αλλά αν αυτό δεν συμβεί κάπως, τότε παγιώνεται μια αντίληψη ότι τίποτα δεν αλλάζει και τίποτα δεν μπορεί να γίνει. Η αποξένωση της κοινωνίας από την πολιτική αλλά και του καθένα από μια συλλογική προσπάθεια, αποτελούν σήμερα τα πιο ισχυρά όπλα που έχει το συστημικό στρατόπεδο, σε συνθήκες που σπαράσσεται από αντιθέσεις και ακούγονται τριγμοί, που θα μπορούσαν να ευνοήσουν μια διαφορετική πορεία.
Οι ασχολούμενοι με την πολιτική, και ιδιαίτερα με την πολιτική που αρχίζει και τελειώνει στις κάλπες και στο κοινοβούλιο, φαίνεται να ζουν «στην κοσμάρα τους» και να μην αντιλαμβάνονται το βάθος της αποξένωσης. Αδυνατούν να δώσουν έκφραση –ούτε και νοιάζονται βέβαια– στο πληττόμενο πλειοψηφικό τμήμα της κοινωνίας. Ούτε ενδιαφέρονται για τη διάλυση της χώρας. Υπάρχουν απλώς γιατί υπηρετούν αυτές τις διαδικασίες.
Το να μην παγιωθεί μια μοιρολατρική στάση και αντίληψη είναι καθοριστικό ζήτημα για μια αναγκαία αντιστροφή. Μόνο που πρέπει να εκτιμηθεί σωστά και να χρησιμοποιηθεί η γλώσσα της αλήθειας κι όχι η γλώσσα «του κόμματος», του πολιτικάντη, του αεριτζή που παντού βλέπει μεγαλειώδεις κινητοποιήσεις και σημαντικές διεργασίες ή προβάλλει εαυτόν ως σωτήρα.
Η ελληνική περίπτωση, μετά από μια πικρή ήττα, δεν πρέπει να κουρνιάξει στη ζεστασιά της μοιρολατρίας, γιατί αυτή δεν αποτελεί λύση και δεν προάγει τίποτα. Χρειάζεται να βγουν δυνάμεις από τον λήθαργο και να κινηθούν αποκτώντας μια πιο συνολική οπτική, μια πιο προοπτική ματιά.
Ανάρτηση από: http://www.e-dromos.gr