Του Δημήτρη Κουφοντίνα
Πριν από λίγες μόνο μέρες, στη συνέντευξή του σ’ αυτή την εφημερίδα, ο πρωθυπουργός διαβεβαίωνε ότι δεν θα φέρει «ούτε ένα ευρώ επιπλέον μέτρα». Ομως, «πριν αλέκτορα φωνήσαι», ή μάλλον μόλις έκρωξε ο μαύρος γερμανικός κόρακας, η κυβέρνηση απαρνήθηκε και τα τελευταία υπολείμματα της αριστεροσύνης της.
Πριν από λίγες μόνο μέρες, στη συνέντευξή του σ’ αυτή την εφημερίδα, ο πρωθυπουργός διαβεβαίωνε ότι δεν θα φέρει «ούτε ένα ευρώ επιπλέον μέτρα». Ομως, «πριν αλέκτορα φωνήσαι», ή μάλλον μόλις έκρωξε ο μαύρος γερμανικός κόρακας, η κυβέρνηση απαρνήθηκε και τα τελευταία υπολείμματα της αριστεροσύνης της.
Βράδυ Παρασκευής αρχίζουν να χαράζονται αυτές οι γραμμές, και το ραδιόφωνο ήδη αναγγέλλει ότι δρομολογήθηκε η νέα αποκρουστική συμφωνία παράδοσης. Η κυβέρνηση τράπηκε σε άτακτη υποχώρηση, τώρα βάζει στο τραπέζι όσα της ζήτησαν και ξαναβάζει τον ελληνικό λαό στον πάγκο του (Γερμανικού) χασάπη.
Παραδίνει πρώτα τα εργασιακά, αυτό το τελευταίο προπύργιο της «αριστερής» κυβέρνησης. Μαζί και τα ενεργειακά, ξεπουλά και τη ΔΕΗ στο γερμανικό κεφάλαιο. Και μαζί παίρνει νέα μέτρα (όχι «ούτε ένα ευρώ», αλλά) 3,6 δισ. ευρώ, μειώνει το αφορολόγητο και τις συντάξεις. Και, επιπλέον, επεκτείνει τα θανατηφόρα πλεονάσματα του 3,5% του ΑΕΠ για τα επόμενα χρόνια. Που σημαίνει, διαρκή μέτρα, συνεχή λιτότητα, λεηλασία, αποικιοποίηση. Για πόσα χρόνια αλυσοδένει τον ελληνικό λαό ο ΣΥΡΙΖΑ;
Δεν μιλάμε εδώ για απλή επέκταση του τρίτου μνημονίου, όχι· εδώ υπογράφουν στην ουσία το τέταρτο. Και μάλιστα προκαταβολικά («αντιδημοκρατικό», «αντισυνταγματικό» έλεγαν πριν ότι είναι αυτό – και πραγματικά έτσι είναι). Η κυβέρνηση αυτή γίνεται η πρώτη που υπογράφει στη σειρά δύο μνημόνια. Πρόκειται για ακόμα μια ήττα, μια ήττα στρατηγικού χαρακτήρα, μια συμφορά στρατηγικού χαρακτήρα από αυτή την «Αριστερά» της ΤΙΝΑ.
Που, με όλα αυτά, αποκαθαίρει, ξεπλένει όλο το παλιό και χρεοκοπημένο πολιτικό προσωπικό. Νεκρανασταίνει βρικόλακες και εφιάλτες του παρελθόντος, και ανοίγει τον δρόμο στην πιο άγρια και κυνική, ακραία και νεοφιλελεύθερη Δεξιά, που περιμένει χαιρέκακα τον ΣΥΡΙΖΑ να υπογράψει τα πάντα, για να έρθει και να ολοκληρώσει αδίστακτα την κοινωνική καταστροφή. Πατώντας με άνεση πάνω στο πλαίσιο που διαμόρφωσε αυτή η «Αριστερά».
Αποκαθαίρει, ακόμα, και τον κεντρώο πόλο, που αναθαρρεύει όσο ο ΣΥΡΙΖΑ παίρνει την κάτω βόλτα. Εκεί, ξανασυσπειρώνονται όλα τα πολιτικά υλικά κατεδάφισης του παλιού ΠΑΣΟΚ, οι υπόλογοι για τη χρεοκοπία της χώρας, για να αποτελέσουν το πολιτικό «δεκανίκι» μιας συγκυβέρνησης είτε με τη Δεξιά είτε με τον ΣΥΡΙΖΑ είτε με ό,τι προκύψει από τη σημερινή ή την αυριανή Βουλή.
Αυτή ακριβώς η ευκολία με την οποία το ΠΑΣΟΚ μπορεί να συγκυβερνήσει είτε με τη Δεξιά είτε με τον ΣΥΡΙΖΑ, δείχνει τον κοινό (μνημονιακό) παρονομαστή και των τριών, με όλες βέβαια τις μικρές και τις μεγαλύτερες διαφορές μεταξύ τους.
Με τον σκληρό ανταγωνισμό τους για την εξουσία (που φτάνει στο τρομακτικό σημείο να περνούν τα μνημόνια σε δεύτερη μοίρα – μια και εκεί ομοφωνούν), αλλά με την ίδια υποταγή να μοιράζονται στον βαθμό που αναλογεί πλέον στον καθένα την ευθύνη για τη μετατροπή της χώρας σε αποικία, όπου κυβέρνηση και Βουλή δεν μπορούν να λάβουν καμία σημαντική απόφαση δίχως την έγκριση των επικυρίαρχων. Και αν κάποτε παρακούσουν, σπεύδουν να υποβάλουν αμέσως δηλώσεις μετανοίας και νομιμοφροσύνης.
Ομοφωνούν ακόμη σε κάτι: διατηρούν τον λαό επιμελώς έξω από τις μεταξύ τους αντιπαραθέσεις. Και, ταυτόχρονα, κινδυνολογούν ασύστολα και δαιμονοποιούν οποιαδήποτε άποψη υποστηρίζει ως λύση σωτηρίας την έξοδο από τη φυλακή του ευρώ και της Ε.Ε. («Είναι πραγματική προδοσία» η έξοδος από το ευρώ, είπε ο πρωθυπουργός στη συνέντευξη).
Γιατί ο τρόμος, μαζί με το μόνιμο καθεστώς εκτάκτου ανάγκης, είναι η άλλη όψη της μνημονιακής διαχείρισης. Η ανάγκη του κεφαλαίου να αναπληρώνει τις απώλειές του από την κρίση, μέσα από την υπερεκμετάλλευση και τη λεηλασία, απαιτεί το ανάλογο μείγμα καταστολής-συναίνεσης, που συμπληρώνεται με την απαραίτητη δοσολογία του φόβου. Του φόβου που παραλύει, που διαλύει συλλογικότητες, υποκινεί κοινωνικούς αυτοματισμούς, αναμοχλεύει αγελαίες καταστάσεις και πρωτόγονα ένστικτα.
Ομως, στον αντίποδα του φόβου σιγοβράζει η οργή. Ο κοινωνικά υγιής θυμός που ξεπερνά την πίκρα της εξαπάτησης, της διάψευσης. Οργή που διογκώνεται όταν οι μεσσίες που στραγγαλίζουν την ελπίδα καταφεύγουν σε μαγγανείες και προφητείες, όπως για την αιφνίδια θερινή ανάπτυξη που θα αναδυθεί και «θα τρίβουμε τα μάτια μας» – τέτοιο δούλεμα. Τέτοια φαιδρά, που συγκρούονται με τη ζοφερή πραγματικότητα.
Μετά και τη νέα επαίσχυντη συμφωνία, το τέταρτο μνημόνιο, γίνεται πια ολοφάνερο ότι τα μνημόνια δεν ήρθαν για να φύγουν· ήρθαν για να μείνουν μόνιμα. Και ότι το κυρίαρχο πολιτικό προσωπικό της χώρας είναι «πρόθυμο» να θυσιάσει τα συμφέροντα του ελληνικού λαού στο όνομα της γερμανικής Ευρώπης.
Επιμένει να ακολουθεί, «εις το διηνεκές», τον ίδιο μνημονιακό δρόμο, που αυτή την επταετία έφερε σωρευτική απώλεια του ΑΕΠ κατά 31% και συρρίκνωση της εσωτερικής αγοράς πάνω από 50%, και να μετρά με αυτοϊκανοποίηση την πολιτική του επιτυχία με το ότι «δεν ψάχνουν οι Ελληνες στους σκουπιδοτενεκέδες», και να διαβεβαιώνουν ότι έτσι θα επιστρέψει η ανάπτυξη, ότι αυτή είναι η συνταγή.
Απέναντι σε αυτόν τον κοινωνικό πόλεμο εναντίον μας, νεολαία και εργαζόμενοι πρέπει πρώτα απ’ όλα να ξεκαθαρίσουμε μέσα μας ότι δεν υπάρχει κανένα μέλλον για μας μέσα στα μνημόνια, την ευρωζώνη, την Ε.Ε. Οτι δεν υπάρχει άλλος δρόμος από τη ρήξη. Οτι, όπως έγραφε ο Ρήγας Φεραίος, «όταν οι κυβερνήτες καταφρονούν τα δίκαια του λαού, το να κάμει ο λαός επανάσταση είναι το πιο ιερό από όλα του τα δίκαια».
Και άλλοτε βρέθηκε ο ελληνικός λαός σε παρόμοιες συνθήκες, παρότι σήμερα είναι συνθήκες οιονεί πολέμου και κατοχής. Ομως τότε η Αριστερά δεν είπε ότι «είναι προδοσία» να βγούμε από τη γερμανική Νέα Ευρωπαϊκή Τάξη. Συγκρότησε λαϊκό μέτωπο και αντιστάθηκε απέναντι σε πανίσχυρες αυτοκρατορίες.
Και σήμερα είναι απαραίτητο το ευρύ μέτωπο αντίστασης. Αυτή είναι η απαίτηση των καιρών, αλλιώς η Ιστορία θα μας προσπεράσει. Ασφαλώς οι λαϊκές πολιτικές δυνάμεις έχουν διαφορές, διαφέρουν στο πώς αντιλαμβάνεται ο καθένας την κοινωνική εξέλιξη.
Ομως μπροστά στην ανάγκη των καιρών επιβάλλεται η συσπείρωση γύρω από ένα ελάχιστο πρόγραμμα κοινής δράσης, υπάρχουν ήδη ελπιδοφόρες μικρές κινήσεις και πρωτοβουλίες, χρειάζεται να στηριχτούν, να διευρυνθούν, να συναντηθούμε ξανά στον δρόμο του αγώνα, να θυμηθούμε ξανά τα λόγια του Ρήγα.
Ανάρτηση από: https://www.efsyn.gr