Τετάρτη 1 Φεβρουαρίου 2017

Καλό κουράγιο

Του Βασίλη Βιλιάρδου

Οι συνθήκες χρεοκοπίας και δραχμής έχουν αλλάξει δραματικά μετά τις ενέργειες των κυβερνήσεων, οπότε δεν είναι πια εύκολο να βρεθούν βιώσιμες λύσεις – ενώ κανένας απολύτως δεν είναι σε θέση να προβλέψει με σιγουριά τα αποτελέσματα της επιστροφής στο εθνικό νόμισμα, υπό τις σημερινές προϋποθέσεις.
«Σε τελική ανάλυση, το ΔΝΤ διαπίστωσε πως η χώρα δεν έχει βιώσιμο χρέος ούτε πρωτογενή πλεονάσματα, δεν έχει βιώσιμο ασφαλιστικό, δεν έχει βιώσιμο κοινωνικό κράτος, δεν έχει βιώσιμο δημόσιο τομέα, δεν έχει βιώσιμο φορολογικό σύστημα, δεν έχει βιώσιμο πολιτικό σύστημα και δεν διαθέτει ούτε βιώσιμες τράπεζες» (πηγή). 

Ανάλυση

Οι ακαθάριστες δανειακές ανάγκες της χώρας ανέρχονται στα 16,2 δις € για το 2017 – υπό την προϋπόθεση ότι θα πραγματοποιηθούν οι προγραμματισμένες ιδιωτικοποιήσεις ύψους περί τα 2 δις €, οι οποίες έχουν υπολογισθεί στα έσοδα του δημοσίου (διαφορετικά θα έπρεπε να προστεθούν στα 16,2 δις €).
Μία επόμενη προϋπόθεση είναι να μη χρειαστούν οι τράπεζες τα 8 δις € που προβλέπονται για την αύξηση των κεφαλαίων τους από το κράτος, έτσι ώστε να μη χρεοκοπήσουν – αν και πιθανότατα θα προηγούνταν οι μέτοχοι, οι ομολογιούχοι και οι καταθέτες τους, αφού μάλλον δύσκολα θα τοποθετούσαν τόσα χρήματα οι ξένοι επενδυτές.
Με τον περιορισμό τώρα των καταθέσεων να είναι δεδομένος, (α) αφενός μεν λόγω των υπερβολικών φόρων σε συνδυασμό με τη μείωση των εισοδημάτων που καθιστούν απαραίτητη τη χρήση των αποταμιεύσεων(β) αφετέρου από την τρομοκρατία των κατασχέσεων των λογαριασμών, οι ανάγκες των τραπεζών για νέα κεφάλαια θα είναι ασφαλώς αυξητικές – ενώ δεν πρέπει να περιμένει κανείς τη μείωση των κόκκινων δανείων ή την επίλυση των προβλημάτων τους μέσω των πλειστηριασμών.
Ορισμένοι πιστεύουν βέβαια πως όλα αυτά τα προβλήματα θα πάψουν να υπάρχουν, εάν ολοκληρωθεί η δεύτερη αξιολόγηση – οπότε το δημόσιο θα εισπράξει την επόμενη δόση του δανείου, ενώ οι τράπεζες θα διευκολυνθούν από την υπαγωγή της Ελλάδας στα πακέτα ποσοτικής διευκόλυνσης της ΕΚΤ.
Καλύτερα όμως να μην είμαστε τόσο σίγουροι, αφού τα 6 δις € της δόσης, καθώς επίσης τα 4 δις €, με τα οποία θα διευκολύνονταν οι τράπεζες, δεν φαίνονται να είναι αρκετά – εκτός εάν η οικονομία εμφάνιζε πολύ θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, κάτι για το οποίο έχουμε πολλές αμφιβολίες (με εξαίρεση τον τουρισμό).
Στα πλαίσια αυτά η κυβέρνηση άνοιξε τη συζήτηση για τη δραχμή – διαισθανόμενη πως η ώρα της χρεοκοπίας και του GREXIT πλησιάζει νομοτελειακά, αφού δεν είναι σε θέση να εφαρμόσει τα μέτρα που ζητούν οι δανειστές, ακόμη και αν υποθέσουμε πως δεν θα είχε αντίρρηση να συμβιβαστεί μαζί τους. Η ομολογία άλλωστε του υπουργού οικονομικών, σύμφωνα με την οποία πραγματοποιήθηκαν μόλις το 30% των μέτρων που είχαν συμφωνηθεί, τεκμηριώνει την ανεπάρκεια του κρατικού μηχανισμού – εάν όχι την ανικανότητα του.
Ένα άλλο ενδεχόμενο είναι ασφαλώς να επιδιώκει η ελληνική κυβέρνηση την υιοθέτηση του εθνικού νομίσματος, για να διατηρηθεί η ίδια στην εξουσία, με μία αριστερή πολιτική – χωρίς όμως να θέλει να αναλάβει τις ευθύνες του εγχειρήματος, ενοχοποιώντας είτε τη Γερμανία, είτε το ΔΝΤ (blame game theory), καθώς επίσης ελπίζοντας πως οι ίδιοι οι Έλληνες θα το θελήσουν.
Η λύση της δραχμής  
Περαιτέρω, η δραχμή θεωρείται ως λύση, επειδή συνδέεται με την αδυναμία ή με την άρνηση της πληρωμής του δημοσίου χρέους – με την έννοια ότι, εάν χρεοκοπούσε η Ελλάδα, δεν θα μπορούσε να έχει το ευρώ, οπότε θα ήταν υποχρεωμένη να τυπώσει ένα δικό της νόμισμα.
Αν και έχουμε αντιρρήσεις σε σχέση με το θέμα αυτό, αφού θα είχε τη δυνατότητα να πτωχεύσει η Ελλάδα εντός της Ευρωζώνης (ανάλυση), ενώ η υιοθέτηση της δραχμής έχει αρκετά προβλήματα (άρθρο), οφείλουμε να το εξετάσουμε – ξεκινώντας από τα βασικά δεδομένα:
(α)  Το δημόσιο χρέος της Ελλάδας είναι της τάξης των 320 δις €, ενώ το εξωτερικό χρέος, δημόσιο και ιδιωτικό, υπερβαίνει τα 400 δις €. Εν προκειμένω οφείλει να προστεθεί το χρέος των τραπεζών προς την ΕΚΤ (Target 2), το οποίο υπολογίζεται στα 90 δις € – εγγυημένο σε μεγάλο βαθμό εάν όχι ολόκληρο από το κράτος. Οι δανειστές της δε το 2015 ήταν οι εξής (γράφημα):

(β) Από τους δανειστές της το ΔΝΤ δεν θα μπορούσε να μην πληρωθεί και οι ιδιώτες επενδυτές επίσης όχι, αφού έχουν στην ιδιοκτησία τους ομόλογα αγγλικού δικαίου – ενώ, όσον αφορά τις ελληνικές τράπεζες και την ΤτΕ, δεν θα είχε ιδιαίτερο νόημα. Ουσιαστικά λοιπόν δεν θα πληρώνονταν τα 141,9 δις € των μηχανισμών της Ευρωζώνης, τα 20 δις € της ΕΚΤ (συν τα 90 δις € των τραπεζών εάν χρεοκοπούσαν), καθώς επίσης τα διακρατικά δάνεια ύψους 52,9 δις € – συνολικά 214,8 δις €, οπότε θα έμεναν περί τα 100 δις € προς αναπόφευκτη πληρωμή.
(γ)  Μετά το PSI, ο εξωτερικός δανεισμός δεν μετατρέπεται πια σε δραχμές, ενώ έχει επιβληθεί το αγγλικό δίκαιο σε δημόσια και ιδιωτικά χρέη. Το έγκλημα ολοκληρώθηκε μετά την υπογραφή του τρίτου μνημονίου, το οποίο επικύρωσε όλα τα προηγούμενα, από την πλειοψηφία των κομμάτων και βουλευτών – ενώ υποθηκεύθηκε ολόκληρη η δημόσια περιουσία (υπερταμείο). Αργότερα, μετά τον αφελληνισμό των τραπεζών, έχει υποθηκευθεί ένα μεγάλο μέρος της ιδιωτικής περιουσίας – οπότε η Ελλάδα είναι έρμαιο των δανειστών της, με ελάχιστες νομικές δυνατότητες αντίδρασης.
(δ)  Θετικό στοιχείο είναι το ότι, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της χώρας μας δεν είναι πλέον σημαντικά ελλειμματικό, ο προϋπολογισμός επίσης, οπότε η Ελλάδα, εάν δεν αλλάξουν οι συνθήκες, μπορεί να επιβιώνει χωρίς ξένο δανεισμό – ο οποίος φυσικά θα ήταν αδύνατος για αρκετά χρόνια, μετά τη χρεοκοπία και την επιστροφή της στη δραχμή.
(ε) Το παραπάνω σημαίνει ότι, η Ελλάδα δεν θα ήταν σε θέση να πληρώνει τα υποχρεωτικά υφιστάμενα χρέη της, όπως τα 100 δις € που αναφέραμε, χωρίς τη λήψη νέων μέτρων – ενώ φυσικά θα εμπλεκόταν σε νομικές αντιπαραθέσεις με τους υπόλοιπους δανειστές της, με λίγες πιθανότητες επιτυχίας λόγω αυτών που έχουν ήδη υπογραφεί (αγγλικό δίκαιο, υποθήκευση της δημόσιας και ιδιωτικής περιουσίας).
(στ) Σε κάθε περίπτωση, τα μέτρα λιτότητας θα συνεχίζονταν, ξένες επενδύσεις μάλλον δεν θα διενεργούνταν τουλάχιστον τα πρώτα χρόνια, οι καταθέσεις πιθανότατα θα χάνονταν, η κατανάλωση θα κατέρρεε οπότε τα έσοδα του δημοσίου, η επιβολή υψηλότερης φορολογίας για να αντισταθμισθούν δεν θα είχε αποτέλεσμα αφού έχει εξαντληθεί ήδη η φοροδοτική ικανότητα των Πολιτών, το ασφαλιστικό σύστημα θα χρεοκοπούσε (ήδη πνέει τα λοίσθια) κοκ.
Επίλογος
Συμπερασματικά, οι συνθήκες έχουν αλλάξει δραματικά μετά τις ενέργειες / παραλείψεις / προδοσίες των κυβερνήσεων, ειδικά αυτές του 2011, καθώς επίσης του 2015, οπότε δεν είναι καθόλου εύκολο σήμερα να βρεθούν κάποιες βιώσιμες λύσεις – ενώ κανένας απολύτως δεν είναι σε θέση να προβλέψει με σιγουριά τα αποτελέσματα της επιστροφής στη δραχμή, υπό τις σημερινές προϋποθέσεις. Μεταξύ άλλων με κατεστραμμένο παραγωγικό ιστό, με την ανεργία στα ύψη, με τους Πολίτες εξαθλιωμένους, με το ασφαλιστικό σύστημα στα όρια της κατάρρευσης, με υπερχρεωμένες τράπεζες, με εθνικά θέματα κοκ.
Ως εκ τούτου, το να ανοίγεται η συζήτηση για τη δραχμή σήμερα από την κυβέρνηση, όταν η χώρα έχει παγιδευτεί τόσο από την ίδια, όσο και από τις προηγούμενες, είναι κάτι περισσότερο από ανεύθυνο – εκτός εάν φυσικά γνωρίζει λύσεις που εμείς δεν έχουμε σκεφθεί, αν και το πιθανότερο είναι οι προθέσεις της που αναφέραμε προηγουμένως.
Το ίδιο ισχύει επίσης για όλους εκείνους που προτείνουν σήμερα την υιοθέτηση του εθνικού νομίσματος, θεωρώντας πως η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να μην πληρώσει τα χρέη της, χωρίς να υποστεί σοβαρές συνέπειες – αν και τελικά δεν φαίνεται ότι θα αποφευχθεί η χρεοκοπία και η δραχμή, οπότε θα διαπιστώσουν έμπρακτα τα αποτελέσματα αυτών που προτείνουν.
Ολοκληρώνοντας, δεν θέλουμε ούτε να απογοητεύσουμε αυτούς που θεωρούν «σανίδα σωτηρίας» τη δραχμή, ούτε να τρομοκρατήσουμε κανέναν – αφού ασφαλώς δεν θα επρόκειτο και δεν πρόκειται για το τέλος του κόσμου. «Καλό κουράγιο» λοιπόν θα λέγαμε, εν όψει ενός πολύ δύσκολου 2017 – με την ελπίδα φυσικά να διαψευσθούμε.

Ανάρτηση από: http://www.analyst.gr