Για να γίνει η εστία πυρκαγιά χρειάζεται η έμπρακτη «αυτοκριτική» του ίδιου του λαϊκού σώματος
Έργο Χρήστου Μποκόρου
Του Γιώργου Καραμπελιά από την Ρήξη φ. 123
Κλείσαμε έξι χρόνια μνημονίων και είναι πλέον προφανές πως, με τη προεξάρχουσα συμβολή της αριστεράς, έχουμε εισέλθει σε μια νέα ιστορική περίοδο κατά την οποία το ελληνικό κράτος έχει μεταβληθεί σε ανοικτή ημιαποικία, ο δε ελληνικός λαός υποβαθμίζεται, σε μακροπρόθεσμη βάση, σε λαό περιορισμένης κυριαρχίας, τόσο έναντι των δυτικών νεοαποικιοκρατών όσο και της νεοθωμανικής Τουρκίας…
Η συντριπτική ήττα των «αντιμνημονιακών δυνάμεων» με την ανάδειξη στην εξουσία ενός κόμματος-μαϊμού, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, και ενός κόμματος-καραγκιόζη, όπως οι ΑΝΕΛ, καταδεικνύει δυστυχώς όχι μόνο την αποσάθρωση των οικονομικών δομών και των ελίτ αλλά και του λαϊκού σώματος. Ένα σώμα ανίκανο να αντιδράσει αποτελεσματικά και τελεσφόρα σε αυτές τις εξελίξεις, που δείχνει να αποδέχεται, έστω και με βαριά καρδιά, αυτή τη νέα πραγματικότητα της προτεκτοροποίησης της χώρας – εξ ου και η σιγή νεκροταφείου που βασιλεύει, παρά την υπογραφή του πλέον προδοτικού μακροπρόθεσμου μνημονίου.
Όσα διαδραματίστηκαν από τον Ιούλιο έως τον Σεπτέμβριο του 2015, και εν συνεχεία γύρω από το προσφυγικό, εξηγούν τη καταθλιπτική σιγή του σήμερα.Η συντριπτική ήττα των «αντιμνημονιακών δυνάμεων» με την ανάδειξη στην εξουσία ενός κόμματος-μαϊμού, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, και ενός κόμματος-καραγκιόζη, όπως οι ΑΝΕΛ, καταδεικνύει δυστυχώς όχι μόνο την αποσάθρωση των οικονομικών δομών και των ελίτ αλλά και του λαϊκού σώματος. Ένα σώμα ανίκανο να αντιδράσει αποτελεσματικά και τελεσφόρα σε αυτές τις εξελίξεις, που δείχνει να αποδέχεται, έστω και με βαριά καρδιά, αυτή τη νέα πραγματικότητα της προτεκτοροποίησης της χώρας – εξ ου και η σιγή νεκροταφείου που βασιλεύει, παρά την υπογραφή του πλέον προδοτικού μακροπρόθεσμου μνημονίου.
Τωόντι, το ψευδεπίγραφο ΟΧΙ του δημοψηφίσματος –που δήθεν «πρόδωσε» ο Τσίπρας–, ενώ προβάλλεται ως πράξη αντίστασης, στην πραγματικότητα είναι αυτό που επισφράγισε την αποδοχή των μνημονίων… Το ΟΧΙ υπήρξε ένα ΟΧΙ-μαϊμού – ώστε να «τσιμεντώσουν» το ΝΑΙ του Τσίπρα! Εξάλλου ήταν εξ αρχής ψευδεπίγραφο μια και καλούσε σε μια αυτονόητη καταψήφιση – γιατί ποιος επιθυμούσε την ψήφιση των μέτρων; Δεν οδηγούσε όμως και σε έξοδο από την ευρωζώνη, αλλά αντίθετα σε… αποδοχή των μνημονίων.
Η πλειοψηφία των ψηφοφόρων του ΟΧΙ, μαζί με κείνους του ΝΑΙ, συνέπασχε με τον «άξιο» πρωθυπουργό στις 17 ώρες της «σκληρής» διαπραγμάτευσής του και ανακουφίστηκαν βαθύτατα όταν «τελικά» εκάμφθη(!). Γι’ αυτό εξάλλου και τον Σεπτέμβριο ξαναψήφισαν τους ίδιους απατεώνες και άφησαν τη Ζωή και τον Λαφαζάνη εκτός Βουλής. Οι Έλληνες δέχτηκαν να εκπροσωπούνται από ένα κακέκτυπο του Ανδρέα και από μια φιγούρα επιθεώρησης της συμφοράς όπως ο Καμμένος, όχι διότι δεν γνωρίζουν το ποιόν τους αλλά διότι μια χώρα-παράσιτο, και ένας λαός εθισμένος στην παρασιτική ευημερία δεν μπόρεσαν να αντισταθούν περισσότερο. Ο ελληνικός λαός όντως αντιστάθηκε –κάποτε ηρωικά και απελπισμένα, επί πέντε χρόνια, παγιδευμένος όμως ιδεολογικά στον κόσμο που ήθελε να ανατρέψει!
Γι’ αυτό και στο τέλος δέχτηκε έναν συνθηκολόγο Αλέξη ως πρόσχημα για τη δική του συνθηκολόγηση. Γι’ αυτό και το δημοψήφισμα σηματοδότησε το τέλος του αντιμνημονιακού κινήματος, και όχι το απόγειό του!
Το ίδιο συνέβη, τηρουμένων των αναλογιών, με το προσφυγικό. Αντί οι «αντιμνημονιακοί» να αποδεχτούν πως αποτέλεσε ένα εγχείρημα γερμανοτουρκικής κοπής, ένα ακόμα βήμα για τη μεταβολή της χώρας μας σε έναν πολυπολιτισμικό χυλό χωρίς ταυτότητα, που διαφεντεύεται πλέον ανοικτά από το ΝΑΤΟ, προτάσσουν τα «ανθρωπιστικά» ανακλαστικά των Ελλήνων.
Όμως, ο αυτονόητος ανθρωπισμός σε ατομικό επίπεδο δεν μπορεί να κρύψει το σοβαρότατο πλήγμα που υπέστη η χώρα στο συλλογικό εθνικό επίπεδο – αυτός ο «ανθρωπισμός» κρύβει συχνά παραίτηση από την εθνική κυριαρχία, τα σύνορα, την υπεράσπισή τους. Όλα τα προηγούμενα χρόνια έχουν προετοιμαστεί για κάτι τέτοιο, με την εγκατάλειψη της Κύπρου, την αποδοχή του γκριζαρίσματος του Αιγαίου, τη συκοφάντηση της στρατιωτικής θητείας κ.λπ.
Όπως δεν είμαστε διατεθειμένοι να χαϊδεύουμε τα αυτιά των ανίκανων και αυτιστικών «ελίτ» της χώρας, έτσι δεν σκοπεύουμε να βγάλουμε λάδι τον εαυτό μας ή το λαϊκό σώμα. Η παρακμή είναι καθολική και μόνον όποιος την έχει συνειδητοποιήσει πάνω στο ίδιο το πετσί του, στις ίδιες τις συμπεριφορές του, μπορεί και να βαδίσει ενάντιά της. Δεν αρκεί να επισημαίνουμε την ευθύνη των πολιτικών και πνευματικών ηγεσιών αλλά πρέπει να επιχειρήσει μια καθολική αυτοκριτική, διότι τις ανεχτήκαμε και, ακόμα χειρότερα, κάποτε τις αναδείξαμε.
Πολλοί, ακόμα και φίλοι, αντιτείνουν πως, «βάζοντας έναν υψηλό πήχη δεν καταφέρατε ποτέ να δημιουργήσετε ένα πολιτικό σχήμα, ικανό να αναδειχθεί μέσα στο πολιτικό γίγνεσθαι. Έτσι και τώρα, αντί να χαϊδέψετε τα αυτιά ενός καταπονημένου λαού, επιλέγετε τον δρόμο της κριτικής στις ίδιες τις λαϊκές αυταπάτες, στο ίδιο το λαϊκό σώμα, προπαντός ,της κριτικής στις πολιτικές και πνευματικές ελίτ στο σύνολό τους. Πώς όμως έτσι, θα κατορθώσετε να δημιουργήσετε εκείνη την πολιτική δύναμη που θα βγάλει τη χώρα από την παρακμή;»
Δυστυχώς, η έλλειψη ενός ισχυρού πολιτικού πόλου δεν οφείλεται, πρωταρχικά, στις αδυναμίες μιας ομάδας. Διότι, αν ήταν πράγματι έτσι, τότε ανάλογες προσπάθειες που έγιναν τα προηγούμενα χρόνια θα είχαν τελεσφορήσει. Άρα, συμβαίνει μάλλον κάτι βαθύτερο. Ο παρασιτικός εκσυγχρονισμός της μεταπολίτευσης δεν αποσυνέθεσε μόνον τις ελίτ αλλά συμπαρέσυρε το ίδιο το λαϊκό σώμα. Γι’ αυτό και δεν μπόρεσε να «σταθεί» κάποια άλλη πολιτική πρόταση, ούτε καν μια συγκροτημένη και ισχυρή εναλλακτική ιδεολογική πρόταση. Το ρεύμα της μεταπολίτευσης, ιδιαίτερα στην όψιμη παρασιτική της αποχαλίνωση, μετά το 1990, ο παρασιτικός εξευρωπαϊσμός συμπαρέσυρε στο διάβα του και τον ίδιο το λαό – ακόμα και τους πιο ανθεκτικούς του θεσμούς, όπως την Εκκλησία.
Επομένως, μείναμε μια «ομάδα» και δεν διευρυνθήκαμε ανάλογα οργανωτικά, παρότι η ιδεολογική μας επιρροή ενισχύθηκε, ακριβώς γιατί βρισκόμαστε σε πλήρη αναντιστοιχία με το γενικότερο ρεύμα. Αντίθετα δε, κάθε προσπάθεια «διεύρυνσης» θα σήμαινε την αλλοίωση της ιδεολογικής μας φυσιογνωμίας και κατά συνέπεια την ίδια την αυτοακύρωσή μας. Η συμπόρευσή μας με «ευρύτερες δυνάμεις», την οποία και δοκιμάσαμε αρκετές φορές, οδηγούσε στην εξαφάνισή μας στη χοάνη των μεταπολιτευτικών ιδεολογιών και πρακτικών.
Και αυτό το δοκιμάζαμε στην πράξη και όχι θεωρητικά. Στα τέλη της δεκαετίας του 1980, συνδημιουργήσαμε τους Οικολόγους-Εναλλακτικούς. Τα αποτελέσματα είναι γνωστά. Στη συνέχεια, με τον πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία, με τον Οτσαλάν, με το σχέδιο Ανάν, συνεργαστήκαμε με δυνάμεις του πατριωτικού ΠΑΣΟΚ ή της πατριωτικής Αριστεράς, ακόμα και της «πατριωτικής δεξιάς», όπως ο Λαζαρίδης, της νεο-ορθοδοξίας –όπως ο Ζουράρις ή ο Παπαθεμελής– και κατ’ εξακολούθησιν, με προεξάρχοντα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, όπως ο Λαφαζάνης, ο Αλαβάνος, ο Γλέζος. –Απορρίψαμε την πολλάκις διατυπωθείσα πρόταση του Μανόλη Γλέζου για ένταξη στον ΣΥΡΙΖΑ διότι θα σήμαινε την αυτο-ακύρωσή μας, όπως ακριβώς συνέβη με τον ίδιο. Τέλος, έσχατη απόπειρα –ή μήπως έσχατο λάθος;–, η «Σπίθα», με τον Μίκη Θεοδωράκη, και αντιμνημονιακούς Κατρούγκαλους, Ζουράρηδες, Καζάκηδες.
Σήμερα λοιπόν κλείνει ο κύκλος της μεταπολίτευσης με μια κυριολεκτική εθνική καταστροφή, όπως συνέβη το 1922, το 1949 το 1974 – με μια εθνική καταστροφή κλείνουν οι κύκλοι στην Ελλάδα, μετά το 1922. Σε ακόμα χαμηλότερο σκαλί, διότι η χώρα πνέει κυριολεκτικώς τα λοίσθια. Και, δυστυχώς, στα έξι χρόνια των μνημονίων και του αντιμνημονιακού αγώνα, οι πολιτικές ομαδοποιήσεις και τα κόμματα του χώρου απέτυχαν να διαγνώσουν τη σημασία των γεωπολιτικών μεταβολών τόσο προς μια γερμανική Ευρώπη όσο και την επιστροφή της χώρας υπό το τουρκικό άρμα, ή, στην καλύτερη περίπτωση, κάτω από ένα δυτικό-οθωμανικό condominium. Παράλληλα, αρνήθηκαν να καταδείξουν τη γενικευμένη παρακμή, δημογραφική, οικονομική, πολιτισμική, κοινωνική και παιδευτική, και να ορθώσουν αποτελεσματικά αναχώματα στην αποσύνθεση.
Έτσι, μπαίνουμε γυμνοί, εξασθενημένοι σε μια νέα ιστορική περίοδο, το διακύβευμα της οποίας είναι η ίδια η επιβίωσή μας, η οποία, παραδόξως, γιατί φτάσαμε στα έσχατα μιας ιστορικής διαδρομής, απαιτεί μια κυριολεκτική επανάσταση. Πρόκειται για ένα τιτάνιο έργο που προϋποθέτει και όραμα και σχέδιο.
Θέλουμε, λοιπόν, ένα όραμα για τον 21ο αιώνα, που θα στηρίζεται στον «εκσυγχρονισμό της παράδοσής» μας, με υλικά του τον πατριωτισμό, την κοινωνική χειραφέτηση, την ενδογενή ανασυγκρότηση, την οικολογία, την άμεση δημοκρατία και την πολιτιστική αναγέννηση.
Και ενώ αυτό το όραμα γίνεται ήδη αποδεκτό –φραστικά– από την πλειοψηφία του λαϊκού σώματος, από την άλλη πλευρά, ακόμα δεν αναλαμβάνεται ενεργά από αυτή τη λαϊκή πλειοψηφία, ούτε ακόμα από μια ενεργή πολιτική μειοψηφία. Οι περισσότεροι περιμένουν ακόμα κάποιο θαύμα, ή κάποιον σωτήρα, κάποιον Παΐσιο ή κάποιον Πούτιν, για να τους σώσει. Επομένως, χρειάζεται σχέδιο. Και σήμερα, επειδή δεν υπάρχει πλέον λεωφόρος αυταπατών, ούτε καν στενωπός διαφυγής, μπορούμε απλώς –είναι ήδη τεράστιο– να μετατρέψουμε σε εστία το μικρό «καντηλάκι», που εμείς και άλλοι κρατούσαμε με δυσκολία αναμμένο αυτά τα χρόνια.
Για να μεταβληθεί η εστία σε πυρκαγιά, χρειάζεται όχι μόνο η αυτομεταρρύθμιση των υπαρχουσών ελίτ, αλλά κυρίως η έμπρακτη «αυτοκριτική» του ίδιου του λαϊκού σώματος και η ανάδειξη, επιτέλους, νέων ηγεσιών, που θα προέρχονται από τα σπλάχνα του.
Ανάρτηση από: http://ardin-rixi.gr