Μπορεί να σωθεί η χώρα και ποιου έργο θα είναι η σωτηρία;
Του Ρούντι Ρινάλντι
Το ερώτημα που πλανάται
Υπάρχει κάποιος ή κάτι που να μπορεί να σταματήσει την καταστροφική τροχιά στην οποία έχει μπει ο τόπος; Ποιο μπορεί να είναι το υποκείμενο μιας πορείας που να ακυρώσει την εθνική και κοινωνική αλλοτρίωση; Τα καίρια αυτά ερωτήματα μπορούν να συνοψιστούν σε ένα: Μπορεί να σωθεί η χώρα και ποιου έργο θα είναι η σωτηρία;
Ο μεγαλοαστικός κόσμος στο σύνολό του, ως οργανικό στοιχείο του καθεστώτος εθνικής και κοινωνικής αλλοτρίωσης, όχι μόνο δεν νοιάζεται για την πορεία του τόπου αλλά προσυπογράφει όσα σχεδιάζουν οι δανειστές. Αλλά και αντιμετωπίζει με κοσμοπολίτικο ραγιαδισμό την συρρίκνωση της κυριαρχίας της χώρας με την νατοϊκή κηδεμονία στο Αιγαίο και τον επεκτατισμό της Τουρκίας. Ο σκληρός πυρήνας του έχει ήδη μεταφέρει τις οικονομικές του δραστηριότητες προς Σαουδική μεριά ή στις ελβετικές τράπεζες και είναι έτοιμος για κάθε σύμπραξη που θα φέρει απλώς φράγκα στο ταμείο. Τίποτα άλλο…
Το πολιτικό σύστημα, διαβρωμένο και διαπλεκόμενο, εντελώς αναξιόπιστο, έχει γίνει συμμέτοχος της νέας υποδούλωσης. Νομιμοποιεί και επικυρώνει όσα αποφασίζονται αλλού, αναπαράγει κυνικά τα ψεύτικα διλήμματα. Βιώνουν, μάλιστα, οι εκπρόσωποί του τη φαντασίωση ότι κυβερνούν, οι αθεόφοβοι, μια χώρα. Η πραγματική κυβέρνηση βρίσκεται στο Χίλτον και οι «υπουργοί» περνούν κάθε τόσο οντισιόν για να εγκριθεί και το πιο ασήμαντο νομοθέτημα. Το δίδυμο Τσίπρας-Μητσοτάκης στις θέσεις του πρωθυπουργού και του αρχηγού αξιωματικής αντιπολίτευσης, είναι δίδυμο της συμφοράς και του «ναι σε όλα και σε όλους».
Η Αριστερά, περίκλειστη στις αλήθειες της (αλλά και ένοχα και για δεκαετίες συστημική) διατυπώνει μεγάλα συνθήματα, κηρύττει «ταξικούς πολέμους», ανατροπές και άλλα παρόμοια. Χωρίς, όμως, να μπορεί να κρύψει ότι ενδιαφέρεται κυρίως για τον εαυτό της, ότι προσδοκά μια καλύτερη θέση στο Κοινοβούλιο, στους θεσμούς, στην εκπροσώπηση. Κυρίως, όμως, αδυνατεί να αντιληφθεί τι συμβαίνει και πού πάει ο τόπος, αφού είναι πάντα εκτός τροχιάς και επιθυμίας των λαϊκών στρωμάτων, αποφεύγοντας οτιδήποτε δεν ελέγχει η ίδια. Μπορεί να επενδυθεί η σωτηρία της χώρας, ως στόχος, σε μια Αριστερά που δεν αντιλαμβάνεται τι συμβαίνει, δεν παραδέχεται τις αδυναμίες της, δεν είναι αυτοκριτική και δεν δείχνει εμπιστοσύνη στη δύναμη του λαού και τη δυναμική του κινήματος;
Επομένως, η απάντηση στο ερώτημα που πλανάται παντού, μέσα στα σπίτια απλών ανθρώπων και στα μυαλά εκατομμυρίων που ζουν και νιώθουν τον «καημό της ρωμιοσύνης», είναι πως η σωτηρία του τόπου μπορεί να είναι έργο μόνο της κοινωνίας και του λαού. Της κοινωνίας και του λαού που θα βγουν από την κατάσταση του «ασώματου και ακέφαλου», που θα αποκτήσουν υπόσταση μέσα από κοινούς στόχους και αξίες, μέσα από νοήματα απλά αλλά βαθιά.
Ναι, είναι δύσκολο αυτό που ζητά η απάντηση του ερωτήματος. Πρόκειται, επί της ουσίας, για την άρνηση της εθνικής και κοινωνικής αλλοτρίωσης που θα εκφράσει ένα μαζικό λαϊκό υποκείμενο. Ένα μεγάλο πολιτικό ρεύμα-κίνημα διεξόδου, μέσα από τη λαϊκή αυτενέργεια και συμμετοχή, που θα συμβάλλει στην απάντηση των ερωτημάτων στην πράξη. Όποιος νοιάζεται για την σωτηρία του τόπου οφείλει και να μεριμνήσει ο ίδιος για αυτήν. Δεν υπάρχουν «σωτήρες» και «μεσσίες».
Μπορεί ο λαός να διαμορφωθεί σε υποκείμενο;
Μέσα στο μετανεωτερικό περιβάλλον που ζούμε, οποιαδήποτε αναφορά στην έννοια «λαός» μοιάζει αναχρονιστική. Βιώνουμε την αποθέωση του απόλυτου ατομισμού κατά την οποία η κάθε ξεχωριστή ατομικότητα δεν χωρά σε μεγάλα σύνολα που ίσως να είναι και δημιουργήματα της φαντασίας μας. Γιατί τι θα πει λαός; Και γιατί ο λαός είναι κάτι καλό; Ο λαός είναι κάτι αδιάφορο, κάτι στο οποίο συνυπάρχουν καταπιεζόμενοι και καταπιεστές, άρα είναι μια έννοια που (σύμφωνα πάντα με την ίδια άποψη) δημιουργεί σύγχυση και ίσως οδηγεί στον λαϊκισμό και την ωραιοποίηση. Ίσως χρειαζόμαστε πιο «ταξικές» έννοιες.
Στην πραγματικότητα, στη μαρξιστική και εν γένει στην αριστερή και κομμουνιστική φιλολογία, η έννοια λαός προσδιόριζε πάντα το σύνολο των τάξεων, στρωμάτων και κοινωνικών κατηγοριών που υπόκεινται στην εκμετάλλευση και καταπίεση. Η ιστορική κατηγορία λαός είναι πιο «στενή» από την κατηγορία έθνος. Το έθνος περιλαμβάνει το σύνολο των κοινωνικών τάξεων και στρωμάτων που έχουν διαμορφωθεί κάτω από ορισμένες κοινωνικοιστορικές συνθήκες. Υπάρχουν, δε, περιπτώσεις όπου η εθνική καταπίεση οδηγεί σε εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες με προοδευτικό χαρακτήρα. Στην ιστορική εποχή που έχουμε εισέλθει, δεν υπάρχει περίπτωση μη σύνδεσης του εθνικού (αν δεχτούμε ότι υπάρχει) στοιχείου με τον κοινωνικό χαρακτήρα μεγάλων αλλαγών. Με δυο λόγια, ο αγώνας που μπορεί να γίνει ενάντια στον παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό-ιμπεριαλισμό, δεν αποκλείει να διασταυρώνονται εθνικά και κοινωνικά προτάγματα αντίστασης στην κίνηση αυτή.
Η σύγχρονη Ιστορία έχει αποδείξει επανειλημμένα πως σημαντικές αλλαγές και ανατροπές καθεστώτων γίνονται μόνο μέσα από μαζικά λαϊκά κινήματα που εκφράζουν κοινωνικές συμμαχίες και κοινωνικά μπλοκ, στη βάση της κύριας αντίθεσης που διαπερνά κάθε χώρα. Με μια έννοια, πρωταγωνιστές της ιστορικής κίνησης δεν είναι κάποιοι αντικειμενικοί συντελεστές (π.χ. οι παραγωγικές δυνάμεις, η ανάπτυξη της οικονομίας κ.λπ.) αλλά ο υποκειμενικός παράγοντας, ο λαός (όπως τον ορίσαμε) που έχει μετατραπεί σε υποκείμενο. Δηλαδή, μια πραγματική ιστορική συνιστώσα που μεταβάλει την τάξη πραγμάτων και οδηγεί προς μια νέα κατάσταση.
Σε μια μπλοκαρισμένη κοινωνία, σε μια χώρα που βυθίζεται, όπως η Ελλάδα, η μόνη δύναμη που μπορεί να διαμορφώσει μια απελευθερωτική πορεία είναι ο λαός συγκροτημένος σε υποκείμενο. Ο λαός από παθητικός φορέας της κυρίαρχης ιδεολογίας να γίνει τόπος και ενεργός παράγων μιας άλλης ιεράρχησης, μιας άλλης κινούσας ιδέας και ενός αναγεννητικού νοήματος που θα τον καταστήσει πρωταγωνιστή μιας άλλης ιστορικής δυνατότητας.
Ζούμε σε μια χώρα όπου ο λαός φέρει αρκετά αντιστασιακά χαρακτηριστικά, από την παράδοσή του, από την Ιστορία του παλιότερη και σύγχρονη, τωρινή. Για να μην πάμε πίσω, αναφέρουμε δύο κορυφαίες στιγμές εκδήλωσης αυτής της τεράστιας δύναμης που έχει ο ελληνικός λαός: Το δημοψήφισμα πριν από λίγους μήνες («όχι» 62,5%) και τώρα τη συγκλονιστική κινητοποίηση αλληλεγγύης στους πρόσφυγες. Δεν ήταν δεδομένα και τα δύο, ούτε ήταν αποτέλεσμα της δράσης κάποιου πολιτικού κόμματος. Προϊόν της αυτενέργειας ήταν και συναίσθησης της μήτρας που γεννά τα σύγχρονα προβλήματα, τόσο στην Ελλάδα όσο και αλλού στον κόσμο.
Στην παρούσα συγκυρία, έχουμε την υπέρβαση της φάσης ανάθεσης που είχε δείξει το αντιμνημονιακό κίνημα (προς τον ΣΥΡΙΖΑ) και προχωράμε σε μια φάση αναστοχασμού γύρω από το ερώτημα «και τώρα, τι κάνουμε;». Το ερώτημα αυτό το διατυπώνουν, το συζητούν ή το σκέφτονται εκατοντάδες χιλιάδες ή εκατομμύρια άνθρωποι, παιδεύει αρκετές χιλιάδες που αγωνιούν να το αντιμετωπίσουν. Αυτό το δυναμικό που είναι κρίσιμο για τη δημιουργία ενός πολιτικού κινήματος διεξόδου, είναι ανοικτό σε προτάσεις και έτοιμο να αφιερωθεί σε μια προσπάθεια σωτηρίας του τόπου, αν δει πως γίνεται κάτι που υπερβαίνει την κομματοκρατία και την αναπαραγωγή του σάπιου πολιτικού συστήματος.
Μια δυναμική «ανάγνωση» της πραγματικότητας
Δεν είναι ρόλος σοβαρός να καταγράφεται με αντικειμενικό τρόπο η πραγματικότητα, να διαπιστώνονται τα μύρια όσα «κακά» συντρέχουν και να παραμένουμε σε αυτές τις διαπιστώσεις. Κάθε προσπάθεια που θέλει να είναι συνεπής με τον εαυτό της, οφείλει να συμπεριλάβει (χωρίς υποκειμενισμό) στην καταγραφή όλων των παραγόντων που συνθέτουν μια κατάσταση και στον συνυπολογισμό των συσχετισμών δύναμης, τον παράγοντα πού θέλει εκείνη να πάνε τα πράγματα.
Αυτό το «βουλησιαρχικό» στοιχείο δεν είναι αυθαίρετο, έχει τις ρίζες του στην ίδια την πραγματικότητα που δεν μπορεί και δεν πρέπει να περιοριστεί στην «αντικειμενική» μόνο πλευρά της. Η Ιστορία είναι ιστορία παρέμβασης των ανθρώπων σύμφωνα με στόχους και σκοπούς και αυτή η υποκειμενική πλευρά, της θέλησης, της δράσης, του πάθους των ανθρώπων που συγκροτούνται σε σύνολα, μέτωπα, κινήματα κ.λπ. είναι μια πλευρά που δεν μπορεί να αφαιρεθεί από το γενικό κάδρο.
Επομένως, στο επίκεντρο «Ελλάδα» τα τελευταία 6 χρόνια έχουμε όχι μόνο την επέμβαση και τα πειράματα των δυνάμεων του σύγχρονου κεφαλαίου (με παλιές και νέες μεθόδους). Έχουμε και την αντίσταση ενός λαού που αποσταθεροποίησε το πολιτικό σύστημα, τρόμαξε τους δυνάστες, ανάγκασε να αναζητηθούν τρόποι για να αντιμετωπιστεί αυτή η «ανταρσία του λαού», που συνάντησε τη ρατσιστική αλαζονική στάση της δυτικής Μητρόπολης απέναντί της. Αυτή η αντίσταση αντιπροσωπεύει τη δυναμική πλευρά, την έκφραση της πάλης των τάξεων στην Ελλάδα και τη δυνατότητα ανάδυσης ενός πολύπλευρου εθνολαϊκού υποκειμένου που μπορεί να θέσει τη σφραγίδα του στις εξελίξεις.
Το σύστημα δεν έχει σταθεροποιηθεί στο επίκεντρο αυτό και οι πολιτικές και γεωπολιτικές εξελίξεις ξεθεμελιώνουν ό,τι χτίστηκε στη Μεταπολίτευση (1974-2010). Πρόκειται για εξελίξεις μεγάλου πολιτικού βάθους που θα οδηγήσουν και σε υποκειμενικές επανασυστάσεις. Παρ’ όλο τον επικοινωνιακό βομβαρδισμό, η κοινωνία δεν παραιτείται, απαιτεί παρέμβαση που να απαντά σε ανάγκες και ποιότητες διαφορετικές από αυτές που συνηθίζονται στο πολιτικό σκηνικό.
Επομένως, θα ήταν χρήσιμο να εξετάσουμε αν ισχύουν ορισμένες διαπιστώσεις που οδηγούν σε μια επισήμανση των αναγκών με δυναμική ανάγνωση:
1. Υπάρχει σε ολόκληρη τη χώρα ένα κρίσιμο συγκλίνον δυναμικό αντιστάσεων και ριζοσπαστικών πρακτικών. Σε ορισμένες περιπτώσεις, το δυναμικό αυτό συνορεύει ή συγγενεύει και με τμήμα της Αριστεράς, όχι τόσο ως κοινό σχέδιο, αλλά από την άποψη της παρουσίας αριστερών ανθρώπων σε διάφορες αντιστάσεις. Στο σημείο αυτό δεν αναφερόμαστε σε πρωτοβουλίες της Αριστεράς, γιατί αυτές είναι συνήθως αυτοαναφορικές και αναπαράγουν μικρόκοσμους.
2 .Αυτό το συγκλίνον δυναμικό είναι πλατύ, είναι δυναμικό μαζών, δεν είναι τόσο εκρηκτικό στο τρόπο που εκδηλώνεται μέχρι στιγμής, θα λέγαμε μάλιστα πως είναι χαμηλής έντασης. Ωστόσο είναι καίριο. Καίριο και επαρκές, κατ’ αρχήν, για να συγκροτήσει ένα κίνημα διεξόδου. Να αποτελέσει επίκεντρο για το κίνημα διεξόδου, σε αντίθεση με την ανασυγκρότηση της Κεντροαριστεράς και σε άλλο μήκος κύματος από την ανασυγκρότηση διάφορων υποκειμενικών προσπαθειών, οργανώσεων και κομμάτων της Αριστεράς.
3. Είναι καίριο γιατί επιχειρεί να μιλήσει σε επίπεδο απαντήσεων για την ίδια τη χώρα και όχι ενός ιδιαίτερα πολιτικοϊδεολογικού χώρου, όπως υποστηρίζουν διάφοροι. Αγωνιά και αφουγκράζεται τους μεγάλους κινδύνους που υπάρχουν, δεν στρουθοκαμηλίζει αμέριμνο.
4. Αυτό το δυναμικό ψάχνει και ψάχνεται για πολιτικό προσανατολισμό, ενόσω απορρίπτει την πολιτική κομματοκρατία. Γι’ αυτό ο πολιτικός του προσανατολισμός απαιτεί πιο σύνθετες και χειραφετητικές, ουσιαστικά, παρεμβάσεις που δεν μπορούν να γίνουν από χώρους που μοιάζουν και είναι αναξιόπιστοι, πλέον.
5. Για αυτό το λόγο, χρειάζονται προσπάθειες που θα εγγράφονται στη δυναμική του και θα καταλαβαίνουν τις ανάγκες του. Θα προωθούν προτάσεις, ιδέες, πρωτοβουλίες συμβολής στη ζύμωση και διέγερση αυτής της δυναμικής αλλά και στον προσανατολισμό της. Όσοι θελήσουν να συμβάλουν στη δυναμική αυτή οφείλουν «κάτι» να αρθρώσουν, ώστε να συνδράμουν στον προσανατολισμό ενός κινήματος διεξόδου. Διάφορες συλλογικότητες οφείλουν να εγγράψουν τις προσπάθειές τους σε αυτήν τη δυναμική (και εν δυνάμει στο κίνημα διεξόδου) και όχι στον εαυτό τους. Παράλληλα, πρέπει να αποκτήσουν την ικανότητα να διαχέουν όσα παράγουν μέσα στο δυναμικό αυτό.
6. Δεν χρειάζονται θεωρίες και πρακτικές ποδηγέτησης και καπελώματος. Θεωρίες «πολιτικού κενού», καπηλείας της αντίστασης μέσα από αυτόκεντρες συγκροτήσεις και παλαιοκομματικούς παραγοντισμούς. Έχουμε παιδευτεί πολύ από τέτοιες αντιλήψεις.
Αυτή η «ανάγνωση» ορίζει μια υποκειμενική προσπάθεια που δημιουργεί όρους και προϋποθέσεις συνάντησης του δυναμικού και υπηρέτησης της δυναμικής που εμπεριέχει. Συμβολής στο κεντρικό ζήτημα που δεν είναι άλλο από αυτό του υποκειμένου, της μετατροπής του λαού σε υποκείμενο.
Λαός-έθνος και εθνική λαϊκή θέληση
Του Αντόνιο Γκράμσι
Το λαϊκό στοιχείο «αισθάνεται», αλλά δεν κατανοεί πάντα ή δεν ξέρει. Ο διανοούμενος «ξέρει», αλλά δεν κατανοεί πάντα και ειδικότερα δεν «αισθάνεται».
Το λάθος του διανοούμενου συνίσταται στο ότι πιστεύει πως μπορεί να ξέρει χωρίς να κατανοεί και ειδικότερα χωρίς να αισθάνεται και να ενδιαφέρεται ζωηρά, δηλαδή πως ο διανοούμενος μπορεί να είναι τέτοιος μόνο αν διακρίνεται και αποχωρίζεται από το λαό-έθνος, δηλαδή χωρίς να αισθάνεται τα στοιχειώδη πάθη του λαού, κατανοώντας τα και μετά εξηγώντας τα και δικαιολογώντας τα μέσα στην καθορισμένη ιστορική κατάσταση.
Δεν γίνεται πολιτική Ιστορία χωρίς αυτό το πάθος, δηλαδή χωρίς αυτό το συναισθηματικό δεσμό ανάμεσα στους διανοούμενους και το λαό-έθνος. Αν απουσιάζει αυτός ο δεσμός οι σχέσεις του διανοούμενου με το λαό-έθνος είναι ή ανάγονται σε σχέσεις καθαρά τυπικού γραφειοκρατικού χαρακτήρα. Οι διανοούμενοι γίνονται μια κάστα ή ιερατείο (ο λεγόμενος οργανικός συγκεντρωτισμός).
Αν η σχέση ανάμεσα σε διανοούμενους και λαό-έθνος, ανάμεσα σε διευθύνοντες και διευθυνόμενους -ανάμεσα σε κυβερνώντες και κυβερνώμενους- δίνεται με μια οργανική συνάφεια όπου το αίσθημα-πάθος γίνεται κατανόηση και μετά ξέρω (όχι μηχανικά, αλλά ζωντανά) μόνον τότε η σχέση είναι σχέση αντιπροσώπευσης, πραγματοποιείται η ζωή συνόλου που μόνο αυτή είναι κοινωνική δύναμη. Δημιουργείται το «ιστορικό μπλοκ».
Ο σύγχρονος ηγεμόνας πρέπει και δεν μπορεί παρά να είναι κήρυκας και οργανωτής μιας πνευματικής και ηθικής μεταρρύθμισης, πράγμα που σημαίνει τη δημιουργία του εδάφους για μια παραπέρα ανάπτυξη της εθνικής λαϊκής συλλογικής θέλησης προς την πραγματοποίηση μιας ανώτερης και καθολικής μορφής σύγχρονου πολιτισμού.
Ανάρτηση από: http://www.e-dromos.gr