Κυριακή 31 Ιουλίου 2016

O πόλεμος των πολιτισμών και η Ελλάδα

Του Γιώργου Καραμπελιά

Ο Σάμιουελ Χάντιγκτον, πριν εικοσιπέντε χρόνια, μιλούσε ήδη για έναν «πόλεμο των πολιτισμών» που τείνει να διαιρέσει ακόμα και με ποταμούς αίματος τον σύγχρονο κόσμο, υποκαθιστώντας εν μέρει ή εν όλω τις ιδεολογικές ή τις πολιτικο-κοινωνικές αντιπαραθέσεις. Το βιβλίο του Χάντιγκτον κυκλοφόρησε αμέσως μετά την ειρηνιστική αυταπάτη του Φουκουγιάμα για το «Τέλος της Ιστορίας» ως ο αντίποδάς του. Ο Φουκουγιάμα υμνούσε τον ενιαίο μονοπολικό κόσμο που αναδυόταν μετά την κατάρρευση του σοβιετικού στρατοπέδου  και την εποχή της παγκοσμιοποίησης, ενώ ο αντι-πολυπολιτισμικός Χάντιγκτον διέβλεπε την τεράστια σημασία των πολιτισμικών συγκρούσεων, που απειλούν με ρηγματώσεις την παγκοσμιοποίηση.
Τότε λοιπόν σηκώθηκε μια τεράστια κατακραυγή εναντίον του, τόσο στις χώρες της Δύσης όσο και στην Ελλάδα.
Ο Χάντιγκτον, ο οποίος ήταν ένας συντηρητικός συστημικός Αμερικανός συγγραφέας, επικρίθηκε έντονα τόσο από τους γνωστούς διανοουμένους της πολυπολιτισμικής παγκοσμιοποίησης, κατ’ εξοχήν της μπλερικής και της γαλλικής «χαβιαροαριστεράς», όσο και  από την ελληνική διανόηση. Και αυτό διότι, για να δικαιολογήσει και την επίθεση της Δύσης εναντίον της Σερβίας, που βρισκόταν τότε σε πλήρη εξέλιξη, έβαζε στο ίδιο τσουβάλι τον ισλαμικό πολιτισμικό χώρο με τον… ορθόδοξο. Η Ελλάδα η Σερβία  και η Ρωσία, για τον Χάντιγκτον δεν ανήκουν στην Ευρώπη, και συνιστούν έναν διαφορετικό πολιτισμό, τον ορθόδοξο, όπως και ο ισλαμικός. Κατά συνέπεια, η Δύση πρέπει να οργανωθεί αποκλείοντας τον ορθόδοξο χριστιανικό χώρο, όσο και τον μουσουλμανικό.
Μάλιστα, επειδή εκείνη την περίοδο η επίθεση κατά της ορθόδοξης Σερβίας γινόταν σε συμμαχία με τους μουσουλμάνους, ενώ και στο Αφγανιστάν ήταν πρόσφατη η συμμαχία μεταξύ ισλαμιστών και Αμερικανών εναντίον των Ρώσων, γι’ αυτό και το κέντρο βάρος έμπαινε στην ορθοδοξία και όχι στο ισλάμ!
Η μοιραία υποτίμηση της αντίθεσης με το ισλάμ φάνηκε την ίδια περίοδο από την ευκολία με την οποία ο Μπους ο πρεσβύτερος  επιτέθηκε στο Ιράκ του Σαντάμ Χουσεΐν, διαλύοντας ένα ισχυρό κοσμικό αραβικό κράτος, εμπόδιο στον φονταμενταλισμό. Οι Ισραηλινοί έκαναν το ίδιο στην Παλαιστίνη ενισχύοντας τους Αδελφούς Μουσουλμάνους και τη Χαμάς εναντίον του Αραφάτ και της Φατάχ.
Στις 11 Σεπτεμβρίου του 2001, στη Νέα Υόρκη και στο Πεντάγωνο, καταδείχτηκε περίτρανα ποιο ήταν το βασικό διακύβευμα. Η σύγκρουση του σουνιτικού ισλάμ με τη Δύση κατ’ εξοχήν, αλλά και με το σύνολο του χριστιανικού κόσμου (τους Σέρβους, τους Ρώσους, κ.λπ.), ακόμα και με τους ετερόδοξους μουσουλμάνους (τους σιίτες) ήταν το αντικείμενο αυτού του πολέμου. Και η Δύση απάντησε και αυτή με τα όπλα ενός πολέμου των πολιτισμών. Εξόντωση του Σαντάμ, εισβολή στο Αφγανιστάν, διάλυση της Συρίας και της Λιβύης, και κατά συνέπεια πλήρης απελευθέρωση του βαθύτερου ισλαμικού υπόβαθρου των μουσουλμανικών λαών, ως έσχατο ταυτοτικό καταφύγιό τους.
Έκτοτε, χρόνο τον χρόνο, αυτός ο πόλεμος διεξάγεται σε όλο και περισσότερα πεδία. Από την Αλ Κάιντα, στονΙσλαμικό Στρατό, και από τη σύγκρουση μηχανισμών στη ανοικτή σύγκρουση πολιτισμών. Οι τρομοκράτες που ανατίναξαν τους δίδυμους πύργους ανήκαν σε μια συνωμοτική οργάνωση και είχαν εκπαιδευτεί για να ολοκληρώσουν το έργο τους. Ακόμα και στο Μπατακλάν ή τις Βρυξέλλες επρόκειτο για οργανωμένους πυρήνες, σε άμεση διασύνδεση με το Ισλαμικό Κράτος. Όμως, στη Γερμανία ή ακόμα περισσότερο στη Γαλλία, τόσο στη Νίκαια όσο και στη Ρουέν, πλέον, η άμεση σχέση με το Ισλαμικό Κράτος είναι όλο και πιο μακρινή και οι τρομοκράτες δρουν χωρίς εξοπλισμό και εκπαίδευση και χτυπούν ακόμα και τα θρησκευτικά σύμβολα του «αντιπάλου», εκκλησίες και ιερείς.
Δηλαδή, η ισλαμική τρομοκρατία τείνει να αποκτήσει, ως δυνητική βάση στρατολογίας, τους μουσουλμάνους που ζουν στις δυτικές κοινωνίες και αντλεί από αυτούς στοιχεία περιθωριακά, προβληματικά ή παρανοϊκά, τα οποία στρατεύονται στις πιο αποτρόπαιες τρομοκρατικές ενέργειες. Και στον βαθμό που μόνο στη Δυτική Ευρώπη ζουν δεκαπέντε ή είκοσι εκατομμύρια μουσουλμάνων, και στη Ρωσία άλλα τόσα, γίνεται κατανοητό πως το αδιέξοδο θα τείνει να επεκταθεί. Διότι, προφανώς, στην Ευρώπη θα ενισχυθεί ο γενικευμένος φόβος και η δυσπιστία έναντι των μουσουλμάνων γενικά, θα γενικευθούν οι ξενοφοβικές συμπεριφορές και θα εκτιναχτούν τα ακροδεξιά κόμματα. Οι μουσουλμάνοι θα  κλειστούν περισσότερο στο θρησκευτικό καβούκι τους και κατά συνέπεια η σύγκρουση θα διαιωνιστεί. Η πρόβλεψη του Χάντιγκτον θα γνωρίσει μια εφιαλτική επαλήθευση.
Μπορεί να υπάρξει απάντηση σε αυτό τον πόλεμο;
Είναι προφανές πως οι λύσεις αποτελούν ένα σύνολο και θα πρέπει να εκτυλιχθούν σε βάθος χρόνου. Ηκαταστολή και η αστυνόμευση της λεγόμενης «ριζοσπαστικοποίησης» των νεαρών μουσουλμάνων, και των ανεξέλεγκτων τζαμιών, είναι μεν αναγκαία αλλά όχι αρκετή. Πριν από όλα, οι δυτικές δυνάμεις θα πρέπει να πάψουν να επεμβαίνουν στις μουσουλμανικές χώρες, αφού πρώτα βέβαια απολυμάνουν όλο το πύον που άφησαν σε αυτές, δηλαδή το Ισλαμικό Κράτος. Αντί να συνεχίζουν να μεταφέρουν πληθυσμούς προς εκμετάλλευση στα εργοστάσια και τις πόλεις τους, όπως έκανε η «πονόψυχη» κυρία Μέρκελ, να ενισχύσουν τις παραγωγικές δομές στις χώρες από όπου έρχονται οι μετανάστες.
Όσο για τους μουσουλμάνους, θα πρέπει με τη σειρά τους να «απαγορεύσουν» τη μεταβολή της θρησκευτικής πίστης σε πρωταρχικό στοιχείο της πολιτικής ταυτότητάς τους, δηλαδή σε ισλαμισμό. Θα πρέπει να βαδίσουν στον αντίποδα του δρόμου που ακολουθεί… η Τουρκία με τον Ερντογάν. Μετά το κύμα της μεγάλης ισλαμοποίησης, μπροστά στα αδιέξοδά της, που οδηγεί σε αλληλοσφαγή μεταξύ των ίδιων (π.χ. μεταξύ σουνιτών και σιιτών) θα πρέπει  να θέσουν τέλος σε αυτή την αδιέξοδη επιλογή.
Τέλος, ως προς τα οίκου μας. Είναι προφανές πως η ασύγγνωστη ελαφρότητα με την οποία  η ελληνική κυβέρνηση, και η ελληνική αριστερά σχεδόν στο σύνολό της, αντιμετωπίζει το προφυγικό και το μεταναστευτικό ζήτημα κινδυνεύει να μεταφέρει και στην Ελλάδα –μια χώρα των συνόρων μεταξύ των πολιτισμών– μια σύγκρουση πλανητικών διαστάσεων, στην οποία εμείς δεν έχουμε οποιαδήποτε ανάμιξη.
Η αύξηση των προσφυγικών/μεταναστευτικών πληθυσμών σε συνθήκες –υποχρεωτικά– αποξένωσης και ταλαιπωρίας, δημιουργεί αναπόφευκτα –έστω και σε λίγους από αυτούς– αισθήματα μίσους και διαχωρισμού με τους ντόπιους. Αυτό, δε, συνοδεύεται με την παρουσία μιας μουσουλμανικής μειονότητας, την οποία υποδαυλίζει συστηματικά η Τουρκία, εναντίον της Ελλάδας.
Κατά συνέπεια, είναι υπαρκτός ο κίνδυνος να εμφανιστεί, ακόμα και υποκινούμενος από τον νεο-οθωμανισμό, ή ακόμα και από άλλους μικρότερους άσπονδους γείτονές μας, ένας εγχώριος φονταμενταλισμός. Επιπλέον, η δημιουργία τζαμιού στο κέντρο της Αθήνας, κάτω από σαουδαραβική διαχείριση(!), με τις εντάσεις και τις συγκρούσεις που αναπόφευκτα θα επιφέρει, αποτελεί την καλύτερη συνταγή για τη μεταβολή του σε χώρο θρησκευτικού και πολιτισμικού μίσους.
Προφανώς, λοιπόν, πρέπει να λύσουμε το ταχύτερο δυνατό το προσφυγικό/μεταναστευτικό πρόβλημα, με τηνάμεση επιστροφή των παράτυπων μεταναστών στις χώρες τους, την αποτελεσματική φύλαξη των συνόρων (οι προσπάθειες να αποτραπεί η είσοδος πολιτικών φυγάδων από την Τουρκία αποδεικνύει ότι είναι εφικτή)  – και την άμεση αποστολή των προσφύγων στις χώρες που έχουν συμφωνήσει να τους δεχτούν. Αν αρχίσει να οξύνεται και στη χώρα μας ο «πόλεμος των πολιτισμών», δεν υπάρχει επιστροφή.
Ανάρτηση από:  http://ardin-rixi.gr