Του Σάββα Μαστραππά δημοσιεύτηκε στο Άρδην τ. 4 τον Οκτώβριο του 1996
Η πιο διαδεδομένη ονομασία που διδόταν στους Κυπρίους κρυπτοχριστιανούς ήταν: «Λινοπάμπακοί». Η λέξη αυτή λαμβανόταν μεταφορικά από το πανί που ήταν υφασμένο από λινάρι και βαμβάκι και είχε κανονική και ανάποδη πλευρά, υποδηλώνοντας έτσι τις δύο όψεις της πίστης τους: τη λινή, τη βασανισμένη δηλαδή τη χριστιανική, και την παμπακερή, την τουρκική
Η παρουσία της μουσουλμανικής μειονότητας στην Κύπρο -που αργότερα διαμορφώνεται σε τουρκική- αρχίζει από τις πρώτες ημέρες της τουρκικής εκστρατείας, παίρνει δε συστηματικότερη μορφή αμέσως μετά την κατάληψή της από τους Οθωμανούς Τούρκους και την κατάργηση της Βενετσιάνικης κυριαρχίας τον Αύγουστο του 1571 (κατάληψη Αμμοχώστου).
Ο αρχικός μουσουλμανικός πυρήνας
Ο αρχικός μουσουλμανικός πυρήνας προήλθε από δύο ομάδες.
Η πρώτη ήταν ένας μικρός αριθμός Τούρκων στρατιωτικών, 3.666 κατά τον Αρχιμανδρίτη Κυπριανό ή 3779 κατά τον Τούρκο ιστορικό Cengin Orhoulu, που εγκατέστησε ο αρχηγός της εκστρατείας Λαλά Μουσταφάς για τη φύλαξη του νησιού.
Εκτός από τις οικογένειες τους, που ήταν φυσικό να τους ακολουθήσουν και να εγκατασταθούν στην Κύπρο, στον αρχικό αυτόν πυρήνα προστέθηκαν, από τις πρώτες ημέρες κατάκτησης, και οι περισσότεροι από τους Λατίνους ηγέτες του προηγούμενου καθεστώτος που κατάφεραν να επιζήσουν των αγρίων σφαγών που εξαπέλυσε ο στρατός του κατακτητή[1].
Για να σωθούν από την κοινωνική και οικονομική καταστροφή, συνεργάσθηκαν με το νέο καθεστώς και είτε εξισλαμίσθηκαν και κατατάχθηκαν στον τουρκικό στρατό είτε κατατάχθηκαν στην αρχή ως χριστιανοί σπαχήδες εξισλαμιζόμενοι στην συνέχεια. Με την επιλογή τους αυτή, οι παλιές ηγετικές τάξεις διατήρησαν το μεγαλύτερο μέρος των αξιωμάτων τους μεταπηδώντας στις νέες ηγετικές ομάδες που διαμορφώθηκαν μέσα στο νέο καθεστώς[2].
Η καθοριστική εξέλιξη που επέβαλε ουσιαστικά στους Λατίνους να ασπασθούν τον Μουσουλμανισμό δόθηκε μετά από τη διαταγή του Μεγάλου Βεζύρη Μεχμέτ Σολόκοβιτς Πασά, ο οποίος τον Οκτώβριο του 1571 διέταξε ότι στην «Κύπρο εφεξής δεν θα μπορούν να ζουν καθολικοί αλλά μόνο ορθόδοξοι και μουσουλμάνοι».
Εποικισμός με εξωκυπριακούς πληθυσμούς
Σύμφωνα με την ιστορικό Κάτια Χατζηδημητρίου[3], ο πληθυσμός της Κύπρου κατά την περίοδο της Βενετσιάνικης κυριαρχίας υπολογίζεται γύρω στις 200.000 κατοίκους. Το 1572 (ένα χρόνο μετά την τουρκική κατάκτηση) γίνεται απογραφή από τους νέους κατακτητές· σύμφωνα με αυτήν, οι άνδρες ραγιάδες ηλικίας από δεκατεσσάρων έως πενήντα ετών ήταν 85.000.
Η δραματική μείωση του πληθυσμού οφείλεται κατά πρώτον στις ανελέητες σφαγές που ακολούθησαν την κατάκτηση. Μετά την πτώση της Λευκωσίας, οι Τούρκοι σκότωσαν 20.000 ανθρώπους κατά την πρώτη μέρα και συνέχισαν τις σφαγές και τις λεηλασίες για τρεις ακόμα μέρες. Πολλαπλάσιες ήταν οι απώλειες του ντόπιου πληθυσμού κατά την πολιορκία και την παράδοση της Αμμοχώστου. Ο φόβος οδήγησε ακόμα πολλούς κατοίκους να μπαρκάρουν κρυφά σε πλοία και να φύγουν.
«Ύστερα από την τουρκική κατάκτηση έγινε στο νησί μεγάλη φτώχεια», γράφει ο Αρχιμανδρίτης Κυπριανός στην «Ιστορία χρονολογική της νήσου Κύπρου».
«Ούσης δε μεγάλης ακρίβειας εις την νήσον δια το να μην εσπάρθη η γη της εξαιτίας των πολέμων… και μάλιστα η γη της Μεσαορίας από τους λεηλατισμούς των πολεμίων».
Για δεκαπέντε χρόνια μετά την κατάκτησή της, η Κύπρος άφηνε παθητικό στους νέους κυριάρχους 68.000 δουκάτα τον χρόνο, ενώ η Βενετία απομυζούσε από το νησί 940.000 δουκάτα.
Αυτή η εξέλιξη δεν αρέσει καθόλου στον Σουλτάνο ο οποίος «επιθυμεί πολύ να δει την Κύπρο να ευημερεί» προς όφελος του θυσαυροφυλακίου του… φυσικά.
Τα πρώτα δέκα χρόνια (1571- 1581), ο Σουλτάνος με φιρμάνια που εκδίδει επιδιώκει την υποχρεωτική μεταφορά στην Κύπρο πληθυσμών από άλλες περιοχές της Αυτοκρατορίας. Βασικές επιδιώξεις, όπως προκύπτει από την μελέτη των διαταγών αυτών, ήταν να καλυφθεί το δημογραφικό κενό που προέκυψε σαν αποτέλεσμα των εχθροπραξιών στον ντόπιο πληθυσμό, καθώς και η ανάκαμψη της κατεστραμμένης οικονομίας, ώστε να αποτελέσει πηγή εσόδων για το κρατικό θησαυροφυλάκιο.
Οι εξωκυπριακοί πληθυσμοί που μεταφέρθηκαν στο νησί μέχρι το 1581, οπότε έληξε και η περίοδος των υποχρεωτικών εποικισμών, υπολογίζονται σε 6-8 χιλιάδες. Από αυτούς οι περισσότερο ήταν Έλληνες και Αρμένιοι χριστιανοί, Μικρασιάτες, Εβραίοι κα λίγοι Τούρκοι μουσουλμάνοι. Υπάρχουν δε αρκετά παραδείγματα που αποδεικνύουν ότι οι έποικοι μεταφέρθηκαν χωρίς εθνολογική και θρησκευτική διάκριση και ότι ο σκοπός αυτών των μετατοπίσεων δεν ήταν η αλλοίωση του δημογραφικού χαρακτήρα του νησιού προς όφελος των μουσουλμάνων.
Έχουμε π.χ. φιρμάνια το 1576-79 στα οποία φαίνεται καθαρά η προσπάθεια μεταφοράς Εβραίων με σαφείς οικονομικού στόχους.
Έχουμε επίσης σημαντικό ο αριθμό φιρμανιών που οι υποψήφιοι έποικοι προσπαθούν με κάθε τρόπο να τον αποφύγουν, γι’ αυτό στη θέση τους διατάσσεται η τιμωρητική βίαιη μεταφορά πληθυσμών που είχαν «διαπράξει κάποια αδικήματα», χαρακτηριστικά χριστιανικά) και όχι μουσουλμανικών ομάδων.
Ακόμα έχουμε δύο απαλλακτικά φιρμάνια του 1573 και 1574 που ο Σουλτάνος εξέδωσε για χάρη του μεγάλου αρχιτέκτονα Μεϊμάρ Σινάν από το Αγιρνάς (Άγιοι Ανάργυροι) της Καππαδοκίας. Ο Σινάν, οποίος ήταν εξισλαμισθείς Έλληνας, παρακαλεί τον Σουλτάνο να εξαιρέσει τους χωριανούς και τους συγγενείς του από τα γύρω χωριά από τον υποχρεωτικό εποικισμό στην Κύπρο, και πράγματι το κατορθώνει. Από τη μελέτη των διαταγών αυτών προκύπτει ότι η μεταφορά αφορούσε στην συγκεκριμένη περιοχή Έλληνες ραγιάδες της Καισαρείας. Αλλά σε ευρύτερη γεωγραφική βάση «άπιστους», δηλαδή χριστιανούς[4].
Μετά το 1581 δεν βρίσκουν κανένα στοιχείο που να μιλάει για μαζική είσοδο εξωκυπριακών πληθυσμών, άρα οδηγούμαστε λογικά στο συμπέρασμα ότι η αύξηση των ολιγάριθμων αρχικά Τούρκων μουσουλμάνων, στρατιωτών και πολιτών οφείλεται σε μια σειρά αφαιμακτικών για το ελληνικό στοίχε μαζικών εξισλαμισμών.
Ο ισχυρισμός μερικών Τούρκων και τουρκοκύπριων ιστορικών ότι «οι πρόγονοι των σημερινών τουρκοκυπρίων ήταν τουρκικοί ή μουσουλμανικοί πληθυσμοί που μεταφέρθηκαν στην Κύπρο» δεν ευσταθεί, διότι δεν μπορεί να τεκμηριωθεί ιστορικά. Αποτελεί απλά μια προσπάθεια συσκότισης της ιστορικής πραγματικότητας και μια άποψη που διατυπώθηκε για να στηρίξει τα επεκτατικά σχέδια και τις γεωστρατηγικές βλέψεις του σύγχρονου τουρκικού κρατικού μορφώματος εναντίον της Κύπρου και του ελληνισμού.
Αιτίες εξισλαμισμών
Η πλειονότητα του σημερινού τουρκοκυπριακού πληθυσμού είναι ελληνικής καταγωγής Μουσουλμάνοι, απόγονοι Ελλήνων που εξαναγκάσθηκαν να εξισλαμισθούν και στη συνέχεια να εκτουρκισθούν κατά την τραγική πορεία της κυπριακής ιστορίας.
Οι κυριότερες αιτίες που ώθησαν τους χριστιανούς κατοίκους του νησιού προς τον εξισλαμισμό ήταν βασικά οι ίδιες με τις αιτίες που ώθησαν προς την ίδια κατεύθυνση και πολλούς άλλους χριστιανικούς πληθυσμούς σ’ ολόκληρη την τότε οθωμανική αυτοκρατορία. Αναφέρουμε βασικά τρεις κυρίους λόγους: εξισλαμισμοί ως επακόλουθο αποτυχημένων εξεγέρσεων, εξισλαμισμοί από παιδομάζωμα και εξισλαμισμοί που οφείλονταν στην προσπάθεια των κατοίκων να αποφύγουν βαριές φορολογίες που τους επιβάλλονταν.
Τα πρώτα εκατό χρόνια (1572-1669) της οθωμανικής κατοχής γίνονται 28 περίπου αποτυχημένες εξεγέρσεις. Μετά από την καταστολή κάθε εξέγερσης, οι ηττημένοι στρατιωτικά πληθυσμοί, που είναι κυρίως χωρικοί με μικρή ιδιοκτησία, αναγκάζονται για να σώσουν την ζωή τους να εξισλαμισθούν φαινομενικά. Έτσι, εξισλαμίζονται σιγά-σιγά τα χωριά της βόρειας οροσειράς και μερικά της νότιας παραλίας.
Το 1606 προκλήθηκε εξέγερση του μισού τουλάχιστον ελληνικού πληθυσμού της Κύπρου υπό την αρχηγία του Πέτρου Αβεντανίου, η οποία είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο 3.500 Τούρκων. Ο λόγος που οδήγησε τους κατοίκους να εξεγερθούν ήταν η απόφαση για παιδομάζωμα. Μεγάλα παιδομαζώματα έγιναν τις χρονιές 1580, 1587 επί Αρχιεπισκόπου Τιμοθέου, το 1626 επί Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου.
Καθοριστικό παράγοντα εξισλαμισμών αποτέλεσαν αρκετές φορές διάφορες θεομηνίες όπως θανατικά, ακρίδες, ανομβρίες…
Φοβερή περίοδος εξισλαμισμού είναι η περίοδος 1670-74. Τότε ο Δραγομάνος ήταν ο Μαρκουλλής Κρόμουλο, ιταλικής καταγωγής, ο οποίος επέβαλε φορολογίες σκληρότερες από κάθε προηγούμενη φορά. Σύμφωνα με μια λαϊκή ποιητική πηγή που σώθηκε:
«Τότε ετούρκευαν ολόκληρα χωριά με τους παπάδες επικεφαλής, για να αποφύγουν την καταβολή φόρου»[5]
Νέο κύμα του φαινομένου αυτού σημειώνεται κατά την περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης και μετέπειτα, οπότε οι διωγμοί εντείνονται.
Εξισλαμισμούς είχαμε επίσης, σε μικρότερη όμως κλίμακα, και κατά τη διάρκεια του κριμαϊκού πολέμου (1853-56). Αφορμή ήταν η απόφαση της Πύλης να στρατολογήσει τους χριστιανικούς πληθυσμούς της Αυτοκρατορίας για να αντεπεξέλθει στις «ανάγκες» του πολέμου. Προς αποφυγή της στρατολόγησης, ένας αριθμός χριστιανών άλλαξαν τα ονόματά τους σε τουρκικά. Συνεπώς, σύμφωνα με την τούρκικη νοοτροπία, ετούρκεψαν. Η επιστροφή τους δε στον χριστιανισμό, όταν η απόφαση του Σουλτάνου ανεστάλη, ήταν αδύνατη διότι οι τούρκοι θα τους θεωρούσαν αποστάτες και θα τους τιμωρούσαν με θάνατο.
Το φαινόμενο των λινοπάμπακων
Οι εξισλαμισμοί επιβλήθηκαν στην συντριπτική τους πλειοψηφία υπό το κράτος των τραγικών συνθηκών που ήδη περιγράψαμε. Ένας μεγάλος αριθμός των φαινομενικά εξισλαμισμένων διατήρησαν για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα κρυφά την προηγούμενη πίστη τους και τις λατρευτικές τους συνήθειες. Η πιο διαδεδομένη ονομασία που διδόταν στους Κυπρίους κρυπτοχριστιανούς ήταν: «Λινοπάμπακοι». Η λέξη αυτή λαμβανόταν μεταφορικά από το πανί που ήταν υφασμένο από λινάρι και βαμβάκι και είχε κανονική και ανάποδη πλευρά, υποδηλώνοντας έτσι τις δύο όψεις της πίστης τους: τη λινή, τη βασανισμένη, δηλαδή τη χριστιανική, και την παμπακερή, την τουρκική. Είναι γεγονός ότι οι άνθρωποι αυτοί αντιμετώπιζαν πολλαπλές δυσκολίες επιβίωσης και επικοινωνίας με το άμεσο περιβάλλον τους. Οι μεν Χριστιανοί έδειχναν σ’ αυτούς την απέχθεια και την περιφρόνησή τους, οι δε Τούρκοι τους αντιμετώπιζαν με δυσπιστία επειδή γνώριζαν τον κρυπτοχριστιανισμό τους και τις χριστιανικές συνήθειες που διατηρούσαν.
Η μουσουλμανική διοίκηση υπέβαλε τους Λινοπάμπακους σε υπερβολικές δοκιμασίες και ελέγχους, προκειμένου να αποδείξουν το γνήσιο της πίστης τους στο Ισλάμ, οδηγώντας τους έτσι σε ηθική και υλική εξαθλίωση. Όμως υπάρχουν πάμπολες μαρτυρίες, που φτάνουν μέχρι τις μέρες πριν την τουρκική εισβολή του 1974, οι οποίες δείχνουν ότι παρά τις αντιξοότητες οι Λινοπάμπακοι διατηρούσαν κρυφά τα χριστιανικά ήθη, τα έθιμα, τις παραδόσεις, τη νοοτροπία και στις περισσότερες περιπτώσεις χρησιμοποιούσαν ως γλώσσα επικοινωνίας τους τα ελληνικά[6].
Η εκατοστιαία αναλογία Λινοπαμπάκων στο σύνολο των μουσουλμάνων Κυπρίων κατά τον 19ο αιώνα υπολογίζεται σύμφωνα με διάφορες μαρτυρίες περίπου στο 45%. Το 1860, ο Έλληνας πρόξενος Γ. Σ. Μενάρδος, σε αναφορά του, υπολογίζει τους κρυπτοχριστιανούς σε 10-15.000 επί συνόλου 32.000 μουσουλμάνων στο νησί. Το 1879 ο επίσης Έλληνας πρόξενος Ηλίας Βασιλειάδης μάς πληροφορεί ότι ο αριθμός ήταν 20.000 επί συνόλου 45.000. Στα 1902, στην έκθεση του ανταποκριτή της καθολικής «propaganda fide», αναφέρεται ότι: «θα πρέπει να υπάρχουν το λιγότερο 10.000 κρυπτοχριστιανοί ο όλο το νησί»[7].
Η περίοδος της αγγλοκρατίας
Αναλαμβάνοντας το 1878 οι Άγγλοι την κυριαρχία της Κύπρου, γνώριζαν ήδη από τις αναφορές των προξένων τους το φαινόμενο του κρυπτοχριστιανισμού στο νησί. Η στάση που τήρησαν ήταν φαινομενικά ουδέτερη, όμως στην ουσία η ανθελληνική πολιτική τους ευνόησε μάλλον τον πλήρη εκτουρκισμό αυτών των ανθρώπων.
Με την «ελευθερία» λατρείας και θρησκείας που εισήγαγαν οι Άγγλοι, αρκετοί λινοπάμπακοι άρχισαν να επιστρέφουν δημόσια στον χριστιανισμό και στον ελληνισμό. Στις κυπριακές εφημερίδες, ιδίως την περίοδο μετά το 1888, έχουμε κάθε εβδομάδα αρκετές δεκάδες περιπτώσεων «παραπλα νηθέντων αδελφών ημών», όπως γράφουν, οι οποίοι «επανήλθαν τώρα εις την πατρώαν θρησκείαν και εθνικότητα». Ο αριθμός όμως όσων επανέρχονταν δεν ήταν μεγάλος. Οι περισσότεροι φοβόντουσαν να φανερωθούν, διότι η Αγγλία κατείχε προσωρινά την Κύπρο και σε μια ενδεχόμενη επάνοδο της Κύπρου υπό την Οθωμανική ομπρέλα ήταν προφανές ότι η τιμωρία που θα επιβαλλόταν στους αποστάτες του Ισλάμ θα ήταν σκληρή.
Από την άλλη, στην κυπριακή εκκλησία δεν υπήρχε σωστή εκτίμηση της κατάστασης. Μόνο ο εκ Λαπήθου επίσκοπος Κυρηνίας Χρύσανθος Ιωαννίδης Λαδάς κινήθηκε με ζήλο στα κρυπτοχριστιανικά χωριά της επαρχίας του ενθαρρύνοντας την επιστροφή των Λινοπαμπάκων. Οι άλλοι ιεράρχες πίστευαν ότι όσοι λινοπάμπακοι δεν τόλμησαν από την αρχή της αγγλικής κατοχής να δηλώσουν το αληθινό τους φρόνημα ήταν ανάξιοι προσοχής και φροντίδας από την εκκλησία.
Η επιστροφή των Λινοπαμπάκων στον χριστιανισμό την περίοδο αυτή ήταν κάτι που απασχόλησε σοβαρά την τουρκοκυπριακή ελίτ. Η επιδίωξη των Χοτζάδων να εδραιώσουν τη μουσουλμανική – τουρκική συνείδηση των Λινοπαμπάκων και να εμποδίσουν τον εξελληνισμό τους βρήκε από νωρίς συμμάχους τους Άγγλους οι οποίοι επεδίωκαν τη δημιουργία μιας δυνατής αριθμητικά και πολιτικά τουρκικής κοινότητας που θα ισοστάθμιζε ή θα εξουδετέρωνε τα αιτήματα της ελληνικής πλειοψηφίας η οποία διεκδικούσε το δικαίωμα της αυτοδιάθεσής της.
Εκτός από τις ποικιλόμορφες πιέσεις που έχει τη δυνατότητα να ασκήσει η οποιαδήποτε εξουσιαστική δομή σε ανάλογες περιπτώσεις, στην συγκεκριμένη, η τουρκοκυπριακή ελίτ μαζί με την αγγλική διοίκηση χρησιμοποιούσαν σαν αποφασιστικό μέσο το εκπαιδευτικό σύστημα.
Παρόλο που η Κύπρος βρισκόταν από το 1570/1 υπό την Οθωμανική κυριαρχία, τα τουρκικά σχολεία που υπήρχαν ήταν λίγα (40 έναντι 76 των ελληνικών)[8] Τα πιο πολλά μουσουλμανικά σχολεία ιδρύθηκαν μετά το 1878 επί Αγγλοκρατίας, με εισήγηση της μουσουλμανικής επιτροπής παιδείας που διόριζαν οι Άγγλοι. Με συστηματικότητα η επιτροπή προτείνει κάθε χρόνο ολοένα και νέα χωριά για την ίδρυση σχολείων, των οποίων ο πληθυσμός ήταν κατά μέγιστη αναλογία Λινοβάμβακοι. Είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος που αντιδρά ο φιλότουρκος διευθυντής παιδείας Iosiah Spencer· σε μια κρίση συνειδήσεως αναφέρει:
“Τα χωριά αυτά δεν είναι μουσουλμανικά, δεν είναι τούρκικα. Τί γυρεύουν εκεί οι Τούρκοι, οι μουσουλμάνοι και το Αγγλικό Γραφείο Παιδείας να ιδρύουν σχολεία τουρκικά; Ας κοιτάξουν να κάμουν σχολεία τουρκικά στα πραγματικά τουρκικά χωριά. Και όχι σ’ αυτά τα οποία ξέρουν μόνο ελληνικά, ούτε λέξη τουρκικά δεν ξέρουν και μόνο έχουν τουρκικά ονόματα”. Αυτό βέβαια που δεν λέει είναι ότι όλοι αυτοί είχαν μυστικά χριστιανικά ονόματα και ήσαν κρυφά βαφτισμένοι[9].
Και ήταν δεκάδες τα κρυπτοχριστιανικά χωριά (τα οποία άλλωστε φαίνονται και από τα ελληνικά τους ονόματα ή τα ονόματα Αγίων που φέρουν) στα οποία ίδρυσαν μουσουλμανικά σχολεία στα πρώτα χρόνια της Αγγλοκρατίας μα και αργότερα, χωρίς την θέληση των κατοίκων[10], χωρίς «επαρκή» έλεγχο της αληθινής τους ταυτότητας, ή χωρίς να ληφθεί υπόψη αυτή η ταυτότητα, ή παρά το ότι ήταν γνωστή σε όλους η ταυτότητα, ή ακριβώς γι’ αυτό, επομένως με στόχο και αποτέλεσμα να αλλοιωθεί η ταυτότητα αυτή με τα άσχετα προς αυτήν σχολεία και τζαμιά.
Ο 20ός αιώνας
Μακροπρόθεσμα, η εκπαιδευτική πολιτική έφερε καρπούς. Στην απογραφή του 1921, οι Άγγλοι έγραψαν στους καταλόγους τους Λινοπαμπάκους σαν Μουσουλμάνους συνεχίζοντας με συνέπεια την πολιτική τους «διαίρει και βασίλευε».
Οι Έλληνες της Κύπρου συνέχιζαν να ασχολούνται με τα ενδοκοινοτικά τους προβλήματα και ρίχνονται στον Αγώνα για την ένωση, αδυνατώντας να προβλέψουν στοιχειωδώς τον μελλοντικό ρόλο που θα μπορούσαν να παίξουν οι Τούρκοι πια στην πορεία του Κυπριακού προβλήματος που γεννήθηκε στην σύγχρονη εκείνη την εποχή.
Οι πράκτορες των Νεοτούρκων και τα εξτρεμιστικά στοιχεία της τουρκοκυπριακής ελίτ αφήνονται ανενόχλητοι (με το σιγοντάρισμα των Βρετανών) να δρουν μέσα στις τουρκοκυπριακές μάζες, μα προπάντων μέσα στα λινοπαμπάκικα χωριά, με σκοπό τον πλήρη εκτουρκισμό των Λινοπαμπάκων και τη μετατροπή των Τουρκοκυπρίων σε στρατηγική μειονότητα με πεμπτοφαλαγγιτική ιδεολογία.
Η πόλωση μεταξύ των Ελλήνων και των, εμποτισμένων με την ιδεολογία του Ατατούρκ, Τουρκοκυπρίων αρχίζει να παίρνει διαστάσεις μετά την εξέγερση του 1931.
Τα γεγονότα που ακολούθησαν είναι λίγο-πολύ γνωστά. Κατά την διάρκεια του αγώνα του 1955-59, οι Τ/Κ τάσσονται ανοικτά με το μέρος των Άγγλων δυναστών, εξοπλίζονται στρατιωτικά απ’ αυτούς και σφαγιάζουν ανελέητα τους Έλληνες. Οι σχέσεις της ελληνικής πλειοψηφίας και της τουρκικής μειονότητας περνάνε ένα ισχυρό σοκ.
Από τότε ξαναγίνεται έντονη η επιθυμία του τουρκικού κράτους να επανακτήσει την Κύπρο. Οι Άγγλοι δεν αργούν να τους εμπλέξουν άμεσα στο πρόβλημα καλώντας τους ως «ενδιαφερόμενο μέρος» στην «Τριεθνή Διάσκεψη».
Γνωρίζοντας τις συνέπειες που είχε πάνω στους Τ/Κ η ελληνική πολιτιστική και οικονομική παρουσία, εγκαινιάζουν την «Πολιτική του Διαχωρισμού». Οι Τ/Κ και οι Λινοπάμπακοι εξαναγκάζονται από τις τρομοκρατικές οργανώσεις Volkan και Τ.Μ.Τ να συμπτυχθούν σε περιοχές απόλυτα ελεγχόμενες και με «αμιγή» πληθυσμό. Πολλοί Λινοπάμπακοι που εξαναγκάσθηκαν να προσφυγοποιηθούν δεν ήξεραν άλλη γλώσσα από τα ελληνικά.
Τα γεγονότα του 1974 και η τουρκική κατάκτηση που ακολούθησε διαχώρισε τελείως τους δύο πληθυσμούς. Οι Λινοπάμπακοι που, τόσο κατά τον Π. Σαμαρά όσο και κατά τον Κ. Κύρρη, υπάρχουν ακόμη στην κατεχόμενη Κύπρο είναι πολύ δύσκολο να «επιζήσουν» μέσα στο στρατοκρατούμενο περιβάλλον στο οποίο εξαναγκάσθηκαν να ζήσουν.
Παραπομπές – σημειώσεις
[1] Από το συλλογικό έργο: Τουρκία και κυπριακό στρατηγικοί και τακτικοί στόχοι. Πρακτικά σεμιναρίου, έκδοση: ΚΥΚΕΜ, Λευκωσία 1990 (Τόμος 4)· αναφέρει ο Κώστας Π. Κύρρης στην εισήγησή του με τίτλο: «Η ιστορική εξέλιξη των Τουρκοκυπρίων».
σελ. 117: Είναι γνωστά τα ονόματα τέτοιων ευγενών από οθωμανικές, φραγκικές, ελληνικές και άλλες πηγές. Έχουμε δεκάδες περιπτώσεων: ένας Λουζινιάν, ένας Συγκλητικός, ένας Ντενόρες, ένας Ποδοκάταρο, ένας Τζουστινιάν, ένας Μπραγκαντίνο (εξάδελφος του ήρωα) και αρκετοί άλλοι, Βενετι-κλημπέη ζαντέδες όπως λέγονται στις τουρκικές πηγές.
[2] Κώστας Π. Κύρρης: Κύπρος, Τουρκία και ελληνισμός, Θεσμοί, Δομές, Σχέσεις, Προβλήματα. Μεσανατολική Βιβλιοθήκη ΑΡ1. Εκδόσεις: Λαμπούσα, Λευκωσία 1980, σελ. 111.
[3] Κάτιας Χατζηδημητρίου, Ιστορία της Κύπρου, Λευκωσία 1979, Σελίδες 117-126.
[4] «Προς τον Ιεροδίκην του Ακ Νταγ και προς τον Huseyin cavus».
[5] Όπως παραπάνω, Κ. Κύρρη «Ή ιστορική εξέλιξη των Τ/Κ» – ΚΥΚΕΜ σελ. 120.
[6] Αναφέρει σχετικά ο Παρασκευάς Σαμαράς: σελ. 13: «Υπάρχουν χωριά που μόλις το 1963 και μετά από εκβιασμούς της τουρκικής τρομοκρατικής οργάνωσης Τ. Μ. Τ. έμαθαν την τουρκική γλώσσα, π.χ. το χωριό Γαληνόπορνη. σελ. 22 … (Οι Λινοπάμπακοι) συμμετείχαν εξάλλου έστω και κρυφά στα μυστήρια της ορθόδοξης Εκκλησίας. Κρυφά βαφτίζονταν, κρυφά παντρεύονταν, κρυφά εκκλησιάζονταν και μεταλάμβαναν, κρυφά εκηδεύονταν, κι αν όλα αυτά ήταν δύσκολο να γίνουν μέσα στο χωριό τους, πήγαιναν στα μεγάλα μοναστήρια, σε ξωκκλήσια ή ακόμα στα διπλανά χωριά, αν τους δέχονταν οι χριστιανοί…
[7] Παρασκευά Σαμαρά, σελ. 21-22.
[8] Κ. Π. Κύρρης: Η εξωτερική Πολιτική της Τουρκίας, εκδ: Ρήσος σελ. 7-8.
[9] Κ. Π. Κύρρης: Η ιστορική εξέλιξη των Τ/Κ, σελ. 125.
[10] Είναι πολύ ενδιαφέροντα τα στοιχεία που αναφέρονται στην μελέτη του Κώστα Κύρρη με τίτλο: «Τα Μουσουλμανικά σχολεία στην Κύπρο μετά το 1878 ως παράγων εθνογενέσεως της Τουρκοκυπριακής κοινότητας».
Περιοδικό Εντός των τειχών, τεύχος 37, Νοέμβριος 1988 (Λευκωσία).
… Είναι γνωστό το ενδιαφέρον της Μουσουλμανικής Επιτροπής σχολείων για τα γνωστότατα λινοβαμβακικά χωριά της Καρπασίας όπως ο Άγιος Συμεών, η Γαληνόπορνη κλπ. και της Τηλλυρίας όπως ο Άγιος Θεόδωρος, τα Κόκκινα κλπ., τα χωριά της Πάφου και της Δυτικής Κύπρου γενικά, όπως η Μελάδια, ο Άγιος Ιωάννης, ο Άγιος Νικόλαος κλπ., της Κερύνιας όπως το Καζαψάνι κ.α.
… Ο Άγγλος δρβποβτ (δ/τής Παιδείας) γράφει ότι οι «Αγιοθεοδωρίτες ομιλούν Ελληνικά» και προτείνει όπως «μη ιδρυθεί εκεί καθαρό μουσουλμανικό σχολείο, αλλά σχολείο που να συντηρείται και διευθύνεται απολύτως από την κυβέρνηση, το μόνο που θα μπορούσε να έχει πιθανότητα επιτυχίας».
… Και πάλι για το χωριό Αγ. Θεόδωρος, ο ίδιος λέει το 1891: ο τέως δάσκαλος ήταν «άχρηστος» και δεν κατέστει δυνατό να βρεθεί Χοτζάς αρκετά ελληνομαθής ώστε να διδάσκει τα παιδιά του Αγ. Θεοδώρου και των Κόκκινων που μόνο ελληνικά γνωρίζουν.
… Τέλος η περίπτωση των κοιλανιωτών είναι χαρακτηριστική:
Οι κάτοικοι του χωριού Κοιλάνι της Λεμεσού πάνω από 20 χρόνια ανθίστανται από την αρχή της Αγγλοκρατίας ως τις αρχές του αιώνα μας: «χαλούσαν το τζαμί και έδιωχναν τον δάσκαλο – Χότζα, αρνούνταν να πληρώσουν σχολικούς φόρους». «Είναι κακοί μουσουλμάνοι», κατά τον επιθεωρητή Newham «και δεν ενδιαφέρονται να διατηρήσουν την θρησκεία τους, δεν θέλουν ούτε τζαμί ούτε σχολείο».
Ανάρτηση από:http://ardin-rixi.gr