Τετάρτη 25 Απριλίου 2018

23 Απριλίου 2003

Του Αλέκου Μιχαηλίδη

Στις 23 Απριλίου 2003 οι Ελληνοκύπριοι τίθεντο αντιμέτωποι με μια ιστορική ανατροπή. Θα ξεκινούσε μια υπεράνθρωπη προσπάθεια να αλλάξει η ουσία του Κυπριακού και να μετατραπεί από πρόβλημα εισβολής και κατοχής σε ζήτημα ανθρώπινων σχέσεων. Θα ξεκινούσε μια επιχείρηση ωραιοποίησης της κατοχής και μερίδα των Κυπρίων, πρόσφυγες και μη, θα άρχιζαν να συνηθίζουν και να συμβιβάζονται με το μεταλλαγμένο στάτους κβο. Το στάτους κβο των οδοφραγμάτων, τα οποία θα μετατρέπονταν σε «σύνο...ρα» ή χώροι αντάμωσης, παρόλο τον παραλογισμό των διαβατηρίων, της ψευδοαστυνομίας και της ίδιας της κατοχής. Θα ξεκινούσε έκτοτε μια ασφυκτική και περίεργη προσπάθεια (κομμάτων, ανθρώπων, οργανώσεων, πρεσβειών) να μεταβάλουν το πρόβλημα σε πρόβλημα μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Με έναν αισχρό, μάλιστα, τρόπο σύμφωνα με τον οποίον οι νέοι Ελληνοκύπριοι όφειλαν να κάνουν φιλίες με τους νέους Τουρκοκύπριους και οι πιο ηλικιωμένοι να ανταμώσουν σε χοροεσπερίδες, γκαλά και τσάγια κυριών με το έτσι θέλω.
Στην ουσία, η 23η Απριλίου 2003 έγινε σύμβολο για εκείνους που, υποτιμώντας την αλήθεια, θα επιχειρούσαν να αποδείξουν ότι οι άνθρωποι αυτού του τόπου είναι πλήθος απρόσωπων ηλιθίων που θα ακολουθούσαν τις ελίτ και τις εξουσίες στον αγώνα τους για υποτίμηση της νοημοσύνης. Τα οδοφράγματα άνοιξαν, όχι μόνο για να σωθεί το κατοχικό καθεστώς, αλλά και για να υποβαθμιστεί κάθε ιστορική συνέχεια και κάθε ανθρώπινη ταυτότητα σε κατηγορίες που ήθελαν και δημιούργησαν οι ισχυροί. Και μπροστά σε αυτό, χωρίς οποιαδήποτε κοινωνική ή άλλη επανάσταση, με τις ευλογίες του Ντενκτάς και των από ’δω συντρόφων του, Ελληνοκύπριοι θα ανίχνευαν έναν άλλο κόσμο, στον οποίον τα σύνορα ΔΕΝ είναι «χαρακιές στο σώμα του πλανήτη» ή ο έλεγχος μιας κατοχικής αστυνομίας δεν είναι κακός καθώς βοηθά στο συναπάντημα. Θα δημιουργούσαν φράσεις όπως «άλλη πλευρά» και «αντίπερα όχθη» για να καλύψουν τις τύψεις τους, όπως καλύπτεται το παρελθόν με αφίσες στον υπό βιασμό Μακρύδρομο. Δεκαπέντε χρόνια μετά και υπό τον μανδύα των «προσκυνημάτων» σε κατεχόμενες εκκλησίες, άνθρωποι, βαλτωμένοι στη συνήθεια και στη μετριότητα, δεν ψάχνουν την παραμικρή διάθεση να συντρίψουν τα οδοφράγματα για να λευτερωθούν και να ανταμώσουν με τους συνανθρώπους τους, την ώρα που αυτά έχουν μετατραπεί σε… δωρεάν διόδια ή σε πύλες που οδηγούν στην «ειρήνη» που κτίζουν οι κατοχικές αρχές. Συνθλίβοντας κάθε έννοια αυτοδιάθεσης και ανατροπής από τα κάτω, προστατεύοντας υπέρ βωμών και εστιών τον τουρκικό καπιταλισμό και ιμπεριαλισμό. Καταπατώντας τους δρόμους που αγαπήσαμε…
«Δρόμοι παλιοί που αγάπησα και μίσησα ατέλειωτα,
κάτω απ’ τους ίσκιους των σπιτιών να περπατώ
νύχτες των γυρισμών, αναπότρεπτες κι η πόλη νεκρή.
Την ασήμαντη παρουσία μου βρίσκω σε κάθε γωνιά
κάμε να σ’ ανταμώσω κάποτε, φάσμα χαμένο του πόθου μου κι εγώ.
Ξεχασμένος κι ατίθασος να περπατώ,
κρατώντας μια σπίθα τρεμόσβηστη στις υγρές μου παλάμες.
Και προχωρούσα μέσα στη νύχτα, χωρίς να γνωρίζω κανένα
κι ούτε κανένας κι ούτε κανένας, με γνώριζε, με γνώριζε».



Ανάρτηση από: http://geromorias.blogspot.gr