Του Γεράσιμου Δεληβοριά
Η αγαπημένη φράση - καραμέλα των ελλήνων εκδοτών και δημοσιογράφων, είναι πως «στη Δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα». Λύση στα αδιέξοδα, είναι κατ’ αυτούς η προσφυγή στη «λαϊκή ετυμηγορία», οι εκλογές.
Αυτά στη θεωρία. Γιατί στην πράξη, η ελληνική προεδρευομένη «Δημοκρατία» βιώνει εδώ και επτά συνεχή χρόνια, μια παρατεταμένη πολιτική κρίση που την οδηγεί συνεχώς σε αδιέξοδα μονοπάτια.
Η κρίση προκλήθηκε και συντηρείται εξ αιτίας της ανικανότητας, αλλά και της άρνησης του πολιτικού συστήματος και των φορέων του, των πολιτικών κομμάτων και των πολιτικών στο σύνολο τους, να επεξεργαστούν και πολύ περισσότερο να εφαρμόσουν μεταρρυθμίσεις και πρακτικές εξόδου της χώρας από την οικονομική - νομισματική κρίση.
Τα αδιέξοδα πάλι δημιουργούνται από την επιμονή των πολιτικών κομμάτων αλλά και των ηγετών τους, να αναλάβουν και στη συνέχεια να διατηρήσουν, με κάθε τρόπο την εξουσία, αδιαφορώντας για τις πιέσεις και τις αντοχές της χειμαζόμενης και καταπιεζόμενης ελληνικής κοινωνίας.
Τη αρχή έκανε ο Παπανδρέου ( ο «μικρός»), ο οποίος ανέλαβε την εξουσία με την υπόσχεση να συνεχίσει τις παροχές και την ανέμελη ζωή της σημιτικής περιόδου, αλλά επέμενε να διατηρεί την εξουσία ακόμη κι όταν η λαϊκή οργή είχε πάρει ανησυχητικές διαστάσεις και απειλούσε να παρασύρει ολόκληρο το πολιτικό σύστημα.
Η απομάκρυνση του με ένα «βελούδινο» παλατιανό πραξικόπημα, καταλάγιασε την κοινωνική οργή. Η επιμονή του όμως στοίχισε την ύπαρξη στο ΠΑΣΟΚ, στέρησε τον ένα πόλο του δικομματικού συστήματος καθιστώντας το μονοπολικό κι έβαλε όλο το μπλόκ εξουσίας σε μιαν εναγώνια προσπάθεια αποκατάστασης της πολιτικής ισορροπίας, με την δημιουργία ενός δεύτερου κεντροαριστερού πόλου.
Το πολιτικό σύστημα, αλλά και η κυριαρχία της οικονομικής και πολιτικής ολιγαρχίας, γλίτωσε κυριολεκτικά στο παρά πέντε, χάρη στην προεδρική εκλογή, που έβαλε τέρμα στην άφρονα πορεία των Σαμαρά – Βενιζέλου, που προσπαθούσαν κι αυτοί να κρατηθούν στην εξουσία με κάθε τρόπο.
Η ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ, έσωσε προσωρινά το σύστημα, εκτονώνοντας τη λαϊκή δυσαρέσκεια που έδωσε τη θέση της στην αναμονή. Δεκατέσσερις μήνες όμως μετά, τα περιθώρια στενεύουν, ενώ τα προβλήματα διογκώνονται.
Ο πόθος ανάληψης και διατήρησης της εξουσίας είναι διηνεκής, όχι μονάχα εξαιτίας της φιλαρχίας που χαρακτηρίζει το έθνος μας, ούτε και της ηλιθιότητας που χαρακτηρίζει όλους τους πολιτικούς αρχηγούς μας του 21ου αιώνα.
Η προσκόλληση στην εξουσία, για κάθε πολιτικό κόμμα και σχηματισμό, αλλά και για κάθε ανανέωση ενός πολιτικού σχηματισμού, μετά την ανάδειξη καινούργιου αρχηγού και συνακόλουθα καινούργιου επιτελείου, είναι το εφαλτήριο για την κοινωνική αναβάθμιση της ηγετικής ομάδας του κόμματος μέσω της διαχείρισης – λεηλασίας του δημόσιου πλούτου από την ομάδα αυτή και την ένταξη της στην οικονομική ελίτ.
Το πρόβλημα της τελευταίας δεκαπενταετίας, είναι ο συνωστισμός που παρατηρείται στη διαδικασία αυτής της ένταξης. Αυτό οξύνει τις αντιθέσεις των διαφόρων πολιτικών ομάδων, εντείνοντας τα αδιέξοδα του συστήματος.
Μπροστά στη θύελλα που έρχεται, απειλώντας να ρίξει τον ελληνισμό σε νέες περιπέτειες, οι πολιτικοί και τα κόμματα το μόνο που σκέφτονται είναι η δική τους επιβίωση, φυσικά σε βάρος των αντιπάλων τους πάντοτε.
Αυτό το νόημα έχουν οι συναντήσεις αρχηγών υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, η «ανοχή και συνεννόηση» που ζητά ο Τσίπρας, η «οικουμενική» που προτείνει ο Λεβέντης, η «κυβέρνηση Εθνικής Σωτηρίας» της Φώφης Γεννηματά, η τακτική του «ώριμου φρούτου» του Μητσοτάκη, ακόμη και η κυβέρνηση «καταξιωμένων προσωπικοτήτων» που μέσα στην αφέλεια τους προτείνουν κάποιοι εξωκοινοβουλευτικοί.
Όλες αυτές οι προτάσεις, αποβλέπουν πρώτον στην αποενοχοποίηση του πολιτικού συστήματος και των συντελεστών του για την οικτρή κατάσταση της χώρας και του λαού. Και στην επανεμφάνιση του σαν σωτήρας μετά την όποια εθνική καταστροφή.
Αυτό συνέβηκε το 1922 και το 1974. το ίδιο θα συμβεί και σήμερα αν τους αφήσουμε να συνεχίσουν να διαχειρίζονται τις τύχες μας.