Του Γιώργου Ρακκά*
Με ενδιαφέρον διαβάσαμε ένα εκτεταμένο κείμενο του Ρούντι Ρινάλντι σε σχέση με τα πεπραγμένα της οργάνωσής του, της ΚΟΕ, και του Δρόμου της Αριστεράς, καθ’ όλη την περίοδο που επέλεξε να συμπορευτεί με τις «έντεκα πληγές του Φαραώ» που βρήκαν την ελληνική κοινωνία και οι οποίες ακούν στο όνομα «ΣΥΡΙΖΑ». Επιλέγουμε δε να ασχοληθούμε με αυτό όχι στο πλαίσιο κάποιου υποτιθέμενου «πολιτικού ανταγωνισμού» μεταξύ των δύο χώρων, μια και εμείς εδώ και πολλά χρόνια κινούμαστε εκτός του χώρου της επίσημης Αριστεράς – ούτε για να αποδείξουμε κάτι στους εαυτούς μας, στην ΚΟΕ, ή στους αναγνώστες, αλλά επειδή υφίστανται πολύ ουσιώδεις διαφωνίες ως προς την ερμηνεία του τι συνέβη και τι όχι, κατά τα τελευταία πέντε ή έξι χρόνια με τον ΣΥΡΙΖΑ. Πράγμα που, δυστυχώς, κατέληξε να αφορά όλη την ελληνική κοινωνία, αφού κατέστρεψε τις ελπιδοφόρες προοπτικές της.
Το πρόβλημα που διατηρούμε με την αντίληψη της ΚΟΕ, και ειδικότερα του Ρούντι Ρινάλντι, είναι ότι εκφράζει ίσως στη «χημικά καθαρή της μορφή» μια πολιτική αντίληψη παραρτηματική ως προς τον ΣΥΡΙΖΑ και το (ερειπωμένο πλέον) «αριστερό σύμπαν» που κάποτε τον περιέβαλλε. Αντίληψη η οποία ξεπερνάει τα στενά όρια της συγκεκριμένης οργάνωσης, είναι διάχυτη και χαρακτηρίζει πολύ κόσμο, εντός του ευρύτερου δημοκρατικού και πατριωτικού χώρου. Η αντίληψη αυτή, που ανακυκλώνει μια υστερομεταπολιτευτική μιζέρια –να «ξαναμοιράσουμε την τράπουλα του παλιού»–, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στο να αναδείξει τον ΣΥΡΙΖΑ ως τον κατ’ εξοχήν εργολάβο της ελπίδας και του κάποτε μαζικότατου αντιμνημονιακού αισθήματος της ελληνικής κοινωνίας. Γιατί δέσμευσε ένα ανθρώπινο δυναμικό –σε κάποιες πλευρές του πολύ αξιόλογο– και το υποχρέωσε να στηρίζει επί χρόνια τους απατεώνες της Κουμουνδούρου, στην προσπάθειά τους να υλοποιήσουν το ρεσάλτο προς την εξουσία. Οι παλαιότεροι ανάμεσά τους, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, θεωρούσαν ότι ο Ανδρέας «τους έκλεψε το μαγαζί», παραγκωνίζοντας την «αυθεντική Αριστερά», αναθέτοντάς της ρόλο νεροκουβαλητή της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας. Και αν το 1989-1993, στο πρώτο μεγάλο ρεσάλτο, απέτυχαν να υποκαταστήσουν το ΠΑΣΟΚ, τώρα είχε πλέον έλθει η περιπόθητη στιγμή.Έτσι, ακόμα και τώρα, παρά την παταγώδη διάψευση όλων των εκτιμήσεων και των προσδοκιών, για κάποια υποτιθέμενη «αγωνιστική μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ», το κεντρικό επιχείρημα του απολογισμού, και όλων των απαντήσεων σε κριτικές αιτιάσεις, είναι το εξής: «Τουλάχιστον εμείς προσπαθήσαμε, δεχτήκαμε να εμπλακούμε σε μια ανοιχτή διαδικασία συγκρότησης μιας εναλλακτικής διακυβέρνησης, συμμετείχαμε στις κεντρικές διεργασίες της προηγούμενης δεκαετίας και δεν επιλέξαμε να μείνουμε απέξω, στ’ όνομα μιας ιδεολογικής καθαρότητας». Που, στα απλά ελληνικά, μπορεί και να διαβαστεί ως παράπονο του «γιατί κάποιοι δεν έκαναν το ίδιο λάθος μ’ εμάς…».
Εμείς, που σαφώς και δεν κάναμε το ίδιο λάθος, γιατί εκτιμήσαμε τις δυνατότητες του ΣΥΡΙΖΑ στις πραγματικές πολιτικές, ταξικές και ιστορικές του διαστάσεις –δεν αφήσαμε δηλαδή την προοπτική της συμμετοχής σ’ ένα κεντρικό κοινοβουλευτικό κόμμα να θολώσει την κρίση και τη βούλησή μας– μπορούμε να απαντήσουμε ξεκάθαρα σε αυτό το ζήτημα: Επιλέξαμε να μη συμμετέχουμε στον ΣΥΡΙΖΑ διότι αμφισβητούσαμε, επί της ουσίας, την αντίληψη που τον ήθελε να παίζει κεντρικό ρόλο στις εθνικές πολιτικές εξελίξεις, μετά την αποδρομή του κλασικού δικομματισμού της μεταπολίτευσης.
Για μας, οι πολιτικές και κοινωνικές διεργασίες της προηγούμενης πενταετίας, που σφραγίστηκαν από τη μαζικότερη κοινωνική κινητοποίηση των τελευταίων χρόνων, θα έπρεπε αντίθετα να οδηγήσουν στην περιθωριοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ και της μεταπολιτευτικής Αριστεράς και όχι στην… ανάδειξή του σε ρυθμιστή της τύχης ενός ολόκληρου λαού. Το γιατί είναι σήμερα αυταπόδεικτο και δεν νομίζουμε ότι χρειάζεται περαιτέρω επεξήγηση, τουλάχιστον σε αυτό το κείμενο.
Επομένως δεν έχει καμία, μα καμία αξία, το επιχείρημα του τύπου, «τουλάχιστον εμείς προσπαθήσαμε από τα μέσα», διότι όσοι προσπάθησαν –ανήκοντας μάλιστα σε συγκροτημένες ομαδοποιήσεις και όχι ως άτομα–, το έπραξαν σε εντελώς λάθος κατεύθυνση, επηρεάζοντας, δυστυχώς, τις εξελίξεις και μέσα και έξω από τον ΣΥΡΙΖΑ. Διότι το λάθος συνίσταται κατ’ εξοχήν στη συμμετοχή και ενίσχυση μιας απόπειρας που ήταν γενετικά στρεβλή και καταδικασμένη. Όσο λοιπόν και αν «διαφωνεί» μια ρόδα ή ένα γρανάζι ενός οχήματος με την κατεύθυνση που ακολουθεί το όχημα(!), αποτελεί ρόδα ή γρανάζι αυτού του οχήματος και όχι κάποιου άλλου!
Αντίθετα δε, η μη συμμετοχή σε αυτό το εγχείρημα θα ενίσχυε τις δυνάμεις που προσπάθησαν να ακολουθήσουν έναν διαφορετικό δρόμο για την πολιτική συγκρότηση του «αντιμνημονιακού» χώρου.
Ας δώσουμε ένα παράδειγμα: Η ΚΟΕ, αλλά και πολύς, ευρύτερος κόσμος της Αριστεράς, έμεινε μακριά από το εγχείρημα της Σπίθας εκείνη την πολύ κρίσιμη στιγμή του 2011, που διαφάνηκε ότι η μαζική ανταπόκριση, στο κάλεσμα που απηύθυνε ο Μ. Θεοδωράκης στον ελληνικό λαό, δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για τη συγκρότηση ενός πολιτικού κινήματος «από τα κάτω», που θα αμφισβητούσε τον καταμερισμό του κεντρικού πολιτικού συστήματος – έναν καταμερισμό που, όπως αποδείχθηκε, είναι ικανός να παράγει μόνον αθλιότητα. Ιδιαίτερα η ΚΟΕ και ο ίδιος ο Ρ.Ρ., παρότι εκφράστηκαν δημοσίως και θετικά, επέλεξαν, αντί της συμμετοχής, να χρησιμοποιήσουν την ύπαρξή της Σπίθας ως επιχείρημα στην εσωτερική διαπάλη μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ, για να τον επηρεάσουν προς την κατεύθυνση που επιθυμούσαν. Αυτή η στρατηγική θα πρέπει να κριθεί εκ του αποτελέσματος. Ο ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνον δεν επηρεάστηκε, αλλά συνέβη ακριβώς το αντίθετο: Ήταν ο Τσίπρας εκείνος που λεηλάτησε εν μέρει την πολιτική δυναμική της Σπίθας, φλερτάροντας περιοδικά με τον Μίκη Θεοδωράκη –αφού και ο ίδιος του το επέτρεψε κολακευμένος–, για να τον εγκαταλείψει στην συνέχεια αφότου πήρε ό,τι ήθελε να πάρει από αυτόν. Τι έμεινε από αυτήν την ιστορία; Ότι η ΚΟΕ «άργησε τέσσερα χρόνια» και θυμήθηκε να διοργανώσει, στα τέλη του 2015, μια εκδήλωση α λα Σπίθα, με μια από τις πιο αμφιλεγόμενες προσωπικότητες που ενεπλάκη στο εγχείρημά της, τον συνταγματολόγο των χρωματιστών ψηφοδελτίων της προεδρικής εκλογής του 1985, Γ. Κασιμάτη…
Και όμως, η συμμετοχή τόσο της ΚΟΕ, όσο και άλλου κόσμου, ευρύτερου, που είχε μια πολιτική κουλτούρα μέσα από εμπειρίες σε πολιτικά κινήματα και διεργασίες καθ’ όλη την περίοδο των προηγούμενων δεκαετιών, θα έπαιζε ουσιαστικό ρόλο στην εξέλιξη του όλου εγχειρήματος της Σπίθας. Διότι θα βοηθούσε να μπουν τα πράγματα σε μια σειρά, και θα γλιτώναμε τόσο από τις ψυχοπαθολογίες της «ενός ανδρός αρχής», όσο και από όλες τις «παιδικές ασθένειες» που χαρακτήριζαν ένα κίνημα που στηρίχτηκε σε πλατιές μάζες του κόσμου που ανταποκρίθηκαν θετικά στο εγχείρημα, και οι οποίοι δυστυχώς δεν είχαν καμία πείρα, γνώση, και δυνατότητα για την περαιτέρω συγκρότησή του. Αυτές οι αδυναμίες με τη σειρά τους δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για την ανάδυση ποικίλων ειδών καιροσκόπων, που προκάλεσαν με τα στρατηγήματά τους μια βαβέλ πολυδιασπάσεων και μικροργανώσεων, εξανεμίζοντας ολοκληρωτικά τη δυναμική του εγχειρήματος.
Οι ευθύνες, όμως, παραμένουν – αφότου εξαντλήθηκε και η όποια δυνατότητα για μετεξέλιξη της Σπίθας. Διότι η αντίληψη «αρχή πάντων ο ΣΥΡΙΖΑ» ήταν αυτή που επέτρεψε να καλλιεργηθεί ένα κλίμα ανάθεσης, αναπόφευκτο σε συνθήκες «πολιτικού μονοπωλίου», που εν τέλει θα σπαταλήσει όλη την κοινωνική κατακραυγή στο πολιτικό πόκερ της «κυβερνώσας αριστεράς». Απέναντι σε αυτήν την προοπτική, ποια ήταν η εναλλακτική στρατηγική που κατατέθηκε στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ; Ένα σχέδιο επί χάρτου «κόμματος-κινήματος», όπου υποτίθεται ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα εξελισσόταν σε ανοιχτό δημοκρατικό ριζοσπαστικό κόμμα, που θα τροφοδοτούσε τις κοινωνικές κινητοποιήσεις, για να μπολιαστεί με τη σειρά του από αυτές. Κίνηση η οποία υποτίθεται ότι θα λειτουργούσε ως ασφαλιστική δικλείδα στην προοπτική ενσωμάτωσης που μονίμως πρέσβευε η «δεξιά τάση» (sic!) του ΣΥΡΙΖΑ (1).
Πού οδηγήθηκε στην πραγματικότητα η αντίληψη περί «κόμματος-κινήματος»; Στο να υποστηρίζει τάσεις εντελώς αντίθετες από τις προσδοκώμενες. Με ποιον τρόπο; Το προσωπικό στρατήγημα Τσίπρα, να εμφανίζεται ως «πρόεδρος του λαού», γράφοντας πολύ συχνά στα παλιά του τα παπούτσια τους κομματικούς θεσμούς/μηχανισμούς και τη γραφειοκρατία, παρουσιάστηκε ως «ιδιαίτερη επικοινωνία του ‘‘Αλέξη’’ με τον… λαϊκό ριζοσπαστισμό», φαινόμενο που έστω και στρεβλά υποτίθεται ότι ενσάρκωνε την επιμονή του ΣΥΡΙΖΑ σε αγωνιστική τροχιά.
Στην πραγματικότητα, βέβαια, δεν ήταν τίποτε άλλο πέρα από έναν φτηνό βοναπαρτισμό: Μια πρώιμη έκφραση της απάτης, που θα ξεδιπλωθεί σε όλη της την έκταση με το δημοψήφισμα του Ιουλίου του 2015. Στην πραγματικότητα, ο Τσίπρας «επικοινωνούσε» δήθεν απευθείας με τη λαϊκή οργή, παπαγαλίζοντας εμπρηστικές δηλώσεις στα ΜΜΕ επί διετία, όπως ξέρει να κάνει κάθε καλός συνδικαλιστής της φοιτητικής αριστεράς, για να συσσωρεύσει προσωπική πολιτική ισχύ και να μεταβάλει το κόμμα σε παίγνιό του. Και ήταν αυτή η στρατηγική αναγκαίο αντιστάθμισμα της ιδεολογικής/πολιτικής του ανυπαρξίας, η οποία ήταν και η βασική αιτία που εκμηδένιζε την οργανωτική βαρύτητα του προέδρου, μέσα στους μηχανισμούς του κόμματος. Για να μπορέσει, επομένως, να τους ελέγξει και να αφαιρέσει την πρωτοβουλία κινήσεων από τις δημοκρατικές διαδικασίες, έπρεπε να αποκτήσει προσωπικό κύρος και αναγνωρισιμότητα από τον λαό. Γι’ αυτό και του χάιδευε τ’ αυτιά, παίζοντας με τα αντιστασιακά αντανακλαστικά του (Καισαριανή), με την οργή του απέναντι στη Μέρκελ και τον Σόιμπλε (τα «νταούλια») ή με την κατακραυγή εναντίον του παλιού πολιτικού κόσμου.
Τα οποία, βέβαια, έγραψε στα παλιά του τα παπούτσια, ο τάχα εκλεκτός του λαϊκού ριζοσπαστισμού, για να συνδιαλλαγεί απευθείας με τις «δυνάμεις του σκότους», μπροστά στην προοπτική της εξουσίας. Και αν αυτό φαντάζει άδικο, και μια a posteriori ερμηνεία –πως αλλιώς να ερμηνεύσουμε την καταπληκτική ταχύτητα με την οποία ο σημερινός πρωθυπουργός αλλάζει στάσεις, πολιτικές θέσεις και ιδεολογικά πουκάμισα; Αν κάτι τέτοιο συνέβαινε για πρώτη φορά στην πρόσφατη ελληνική ιστορία, ίσως και το σφάλμα στην εκτίμηση να ήταν δικαιολογημένο. Όταν όμως έχουμε φάει στη μάπα το αυθεντικό παράδειγμα του Ανδρέα Παπανδρέου, που επιστράτευε τους ίδιους μηχανισμούς, τότε πάει πολύ…
Τι συνέβαινε όμως την ίδια στιγμή έξω από τον ΣΥΡΙΖΑ; Και, κυρίως, τι κάναμε εμείς που υποτίθεται ότι μείναμε «απέξω από μια ιστορική ευκαιρία»; Κάναμε τα πάντα, στο μέτρο των δυνατοτήτων μας, ώστε να μην πάει αυτή στον βρόντο. Προσπαθώντας, μέσω στοχευμένης κριτικής και συστηματικών πολιτικο-ιδεολογικών παρεμβάσεων, διοργανώνοντας εκατοντάδες εκδηλώσεις σε κεντρικές πόλεις της Ελλάδας, για όλη την γκάμα των κύριων ζητημάτων, να διευκολύνουμε τη συγκρότηση ενός αντίπαλου δέους στον εθνομηδενισμό, τον κυβερνητισμό και τη λεηλασία της λαϊκής οργής τόσο εκτός, όσο και εντός του ΣΥΡΙΖΑ.
Και, δυστυχώς, εκείνοι που διατηρούσαν τη μεγαλύτερη ιδεολογική εγγύτητα με όσα υποστηρίζαμε, δηλαδή… η ΚΟΕ και οι συν αυτώ, που είχαν συγκροτήσει εντός του ΣΥΡΙΖΑ μια άτυπη συνιστώσα «πατριωτικής αριστεράς», ήταν που μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ αρνήθηκαν να συμβάλουν έστω και ελάχιστα σε αυτό το εγχείρημα. Η επίσημη δικαιολογία ήταν ότι «το σύστημα Βούτση-Φλαμπουράρη», οι 53 –πρώην κοκκινοπράσινο δίκτυο– αλλά και η «ακαδημαϊκή συνιστώσα» του ΣΥΡΙΖΑ (οι κύριοι και οι κυρίες που τώρα έχουν στήσει την παιδεία στον πάγκο του χασάπη, θέλοντας να επιβάλουν ένα αποικιακό μνημόνιο και στα μυαλά των επερχόμενων γενεών), είχαν βάλει βέτο ακόμα και στο άκουσμα των λέξεων «Καραμπελιάς» και «Άρδην».
Και επειδή ακριβώς, αυτοί που σήμερα πρωτοστατούν στο κυβερνητικό αίσχος, επέμεναν στη διατήρηση μιας υγειονομικής ζώνης τριγύρω μας, την οποία είχαν κατασκευάσει εδώ και δεκαετίες, εκείνοι που κατά τις κοινωνικές μας συναντήσεις φρόντιζαν να μας χτυπούν πάντοτε φιλικά στην πλάτη, τονίζοντας το εύρος της συναντίληψης που υπήρχε μεταξύ μας, είπαν να… την ενισχύσουν! Τι κι αν η αρθρογραφία του Δρόμου της Αριστεράς ήταν συχνά «τοποθετήσεις καρμπόν» με τις δικές μας, φρόντιζαν, εντούτοις, επιμελώς, να μένουν μακριά από τις εκδηλώσεις του Άρδην, όπου συμμετείχαν μόνο μία φορά, παρότι είχαν κληθεί αρκετές, και βέβαια δεν κάλεσαν ποτέ κάποιο μέλος του Άρδην, και προπαντός τον Γ. Καραμπελιά, σε κάποια από τις εκδηλώσεις που διοργάνωναν. Ο Μανώλης Γλέζος και ορισμένοι πασοκογενείς ήταν οι μοναδικοί που προσέγγισαν το Άρδην και μας πρότειναν να συμμετάσχουμε στον Σύριζα, προτού τους υποχρεώσει το σύστημα-ΣΥΝ σε «αυτολογοκρισία». Και, προφανώς, δεν βρήκαν καμία στήριξη από αυτούς που σήμερα μας επικρίνουν κιόλας, γιατί δεν συμμετείχαμε στο εγχείρημα ΣΥΡΙΖΑ, ώστε να ενισχύσουμε την «πατριωτική συνιστώσα»! Ακόμα και αυτός ο «δραχμικός» Λαφαζάνης ήταν πολύ περισσότερο ανοιχτός στις πρωτοβουλίες μας, απ’ ό,τι η άτυπη «πατριωτική συνιστώσα» του ΣΥΡΙΖΑ, αν και του είχαμε σύρει τα μύρια όσα!
Διαβάζουμε στο κείμενο του Ρ.Ρ. : «Όσοι σήμερα υποστηρίζουν το απλοϊκό ‘‘τα λέγαμε εμείς’’ και φυσικά έμειναν έξω από όσα συνέβησαν την τελευταία 5ετία, φέρουν ευθύνη, γιατί γενικά ‘‘τραβήχτηκαν’’, δεν έκαναν πρόταση συμπόρευσης, δεν νοιάστηκαν ούτε καν να δεσμεύσουν τον ΣΥΡΙΖΑ σε 3-4 σημεία ώστε να κινηθούν μαζί του, είτε μέσα στην Βουλή είτε και έξω από αυτήν. Μια πολιτική ενότητας και πάλης, διαχωρισμού και στήριξης σε ορισμένες επιλογές καθώς και μια πίεση, πιθανόν να δημιουργούσαν άλλες προϋποθέσεις ή να δυσκόλευαν χειρισμούς που έγιναν.» Αν ο Ρ.Ρ. αναφέρεται στην «Ανταρσύα», τότε έχει επιλέξει τους συνομιλητές που ταιριάζουν σε μια γκρουπουσκουλίστικη Αριστερά και μπορεί να συνεχίσει τον…. εποικοδομητικό διάλογο. Αν αναφέρεται και στο Άρδην, και στη συστηματική και πιστεύουμε πειστική κριτική που έχουμε ασκήσει στον ΣΥΡΙΖΑ, ιδιαίτερα στην περίοδο της κυβερνητικής του θητείας, τέτοια επιχειρήματα δεν έχουν καμία βάση. Διότι ο Ρινάλντι, η ΚΟΕ και άλλα μέλη και στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, εκτός από ελάχιστες περιπτώσεις, μάλλον με γκρουπουσκουλιάρικη αγαλλίαση έβλεπαν τον «αποκλεισμό» μας, από την «Αριστερά», η οποία θα επέτρεπε στους ίδιους να αποτελούν τη μοναδική πατριωτική συνιστώσα – στα επιτρεπόμενα βέβαια όρια μιας αντιπολίτευσης της Αυτού Μεγαλειότητος– του ΣΥΡΙΖΑ!
Και αν για αυτήν τη στάση τής εντός ΣΥΡΙΖΑ άτυπης «πατριωτικής συνιστώσας» λειτουργούσε ως δικαιολογία ο έμμεσος εκβιασμός της εθνομηδενιστικής πλειοψηφίας που υπήρχε μέσα στους μηχανισμούς του κόμματος – σήμερα, αλήθεια ποια δικαιολογία υπάρχει για την ανυπαρξία επικοινωνίας, την οποία αυτοί πρώτοι και θα έπρεπε να επιχειρήσουν, διότι εκείνοι συμμετείχαν στον ΣΥΡΙΖΑ και όχι εμείς; Προφανώς, καμία. Εκτός εάν πρόκειται για τις ενοχές αυτών των φίλων. Αλλά αυτές μπορούν να ξεπεραστούν μόνο με μια πραγματική, ειλικρινή και κυρίως έμπρακτη αυτοκριτική.
Η κριτική που απευθύνουμε παραμένει καλόπιστη και εποικοδομητική, δίχως όμως να παύει να είναι κριτική: Το πρόβλημα, για εμάς, προκύπτει από το ότι πιστεύουμε –και υπάρχουν πάρα πολλά στέρεα επιχειρήματα για να το αποδείξουμε– ότι η «παραρτηματική» και «παρασιτική» ως προς τον ΣΥΡΙΖΑ και την «αριστερά» γενικότερα, αντίληψη πολλών ανθρώπων που συμμετείχαν στον ΣΥΡΙΖΑ, στην πραγματικότητα θα πρέπει να ιδωθεί κυρίως ως αδυναμία ουσιαστικής ρήξης με τις παθογένειες της ύστερης μεταπολίτευσης, και έχει πάει την υπόθεση της διαμόρφωσης ενός πατριωτικού δημοκρατικού πόλου πίσω. Πολύ πίσω. Και τώρα είμαστε αναγκασμένοι να υπομένουμε μια κατάσταση κατά την οποία προβάλλεται, εκτός από την ευρύτατη κοινωνική διαμαρτυρία, ως μοναδική υπαρκτή πολιτική αντιπολίτευση στο «αίσχος ΣΥΡΙΖΑ», το μείγμα νεοφιλελευθερισμού και εθνομηδενισμού του Κυριάκου Μητσοτάκη ή οι ναζήδες εμφυλιομανείς συμμορίτες της Χρυσής Αυγής.
Κι όλα αυτά γιατί, τα προηγούμενα χρόνια, ένας ολόκληρος κόσμος, μαζί με τους οποίους και οι φίλοι του «Δρόμου», φώναζαν εν χορώ, «δώστε άλλη μια ευκαιρία» στην αριστερή, ιδεολογική συνιστώσα της παγκοσμιοποίησης και του μεταπολιτευτικού συστήματος, που έχει εδώ και δεκαετίες αποδείξει τον πραγματικό της ρόλο και χαρακτήρα.
Τώρα, αφού έχουν φιλήσει τον βάτραχο του παραμυθιού, και αντί για «μαγεμένο βασιλόπουλο» μας βγήκε ένας οργουελιανός εξουσιαστικός Λεβιάθαν, που απειλεί να διασύρει κάθε έννοια αντίστασης και αμφισβήτησης του συστήματος στη χώρα μας, τι θα κάνουμε; Θα συνεχίσουμε να λέμε και να κάνουμε τα ίδια και τα ίδια μετακινούμενοι διαρκώς ώστε να μην αλλάξουμε ποτέ θέση; Θα βαφτίσουμε «αυτοκριτική» τη δικαίωση των κεντρικών μας επιλογών, περιορίζοντας τον ουσιαστικό αναστοχασμό σε μια ψυχανάλυση του φιλοσυριζαϊκού πένθους (τι έγινε στην τάδε και στη δείνα κεντρική επιτροπή, γιατί κουρελιάστηκε το καταστατικό, ποια ήταν η στιγμή που ανατράπηκε το σημείο στήριξης και δεν συμμαζεύεται); Αν είναι έτσι, τότε, καληνύχτα και καλή τύχη…
*πολιτικός επιστήμονας, μέλος της Κίνησης Πολιτών Άρδην και δημοτικός σύμβουλος Θεσσαλονίκης με τον συνδυασμό «Μένουμε Θεσσαλονίκη – ούτε φυγή, ούτε υποταγή».
- Για την ιστορία να σημειώσουμε ότι ήταν το ίδιο ακριβώς σχέδιο που διακινούσε πανηγυρίζοντας ο πολύς Φάουστο Μπερτινότι της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης, στα Ευρωπαϊκά Κοινωνικά Φόρουμ των αρχών της δεκαετίας του 2000, για να δικαιολογήσει την επικείμενη συμμετοχή του στην αντιμπερλουσκονική συμμαχία του Ρομάνο Πρόντι, η οποία θα συγκροτήσει κεντροαριστερή κυβέρνηση κατά την περίοδο 2006-2008. Τότε ο Μπερτινότι θα εκλεγεί πρόεδρος της ιταλικής Κάτω Βουλής, σε μια θητεία κατά την οποία θα διασυρθεί αυτός και το κόμμα του από τα πεπραγμένα της κεντροαριστερής διακυβέρνησης –καταλήγοντας να ψηφίζει τη συμμετοχή της Ιταλίας στις πολεμικές εκστρατείες των Αμερικάνων… Αναφερόμαστε εκτενώς στην «ιταλική εμπειρία», καθώς έπαιξε μεγάλο ρόλο στην συγκρότηση του ΣΥΡΙΖΑ, μέσω της επιρροής που άσκησε ο Μπερτινότι και η «Επανίδρυση» στα Ευρωπαϊκά Κοινωνικά Φόρουμ της περιόδου 2000-2007. Η τύχη τα έφερε να είμαστε όλοι εκεί, στις συναντήσεις της Θεσσαλονίκης, της Φλωρεντίας, του Παρισιού, της Αθήνας, όταν τα στελέχη του ΣΥΝ διαλαλούσαν ανοιχτά ότι το «πείραμα Μπερτινότι» αποτελούσε γι’ αυτούς πιλότο ως προς το τι πρέπει να γίνει στην Ελλάδα.
Ανάρτηση από: http://ardin-rixi.gr