Τρίτη 18 Φεβρουαρίου 2020

Η εργατική τάξη πάει στον Παράδεισο

«Η χειρότερη μορφή βίας είναι η φτώχεια.» (Μαχάτμα Γκάντι)

Υπάρχει ένα κινεζικό ιδεόγραμμα που σημαίνει Κίνδυνος/Ευκαιρία.

«A soul for a soul.» (Thanos)

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Ήταν φτωχός από τότε που θυμόταν τον εαυτό του. Κοιτιόταν στον καθρέφτη, νήπιο. Ρώτησε τη μάνα του γιατί είχε “αυτό”.

“Κάποιοι γεννιούνται με λαγώχειλο”, του είπε. “Έτσι το θέλει ο Θεός.”

Λίγα χρόνια μετά ρώτησε γιατί δεν το έφτιαχναν.

“Κάποιοι γεννιούνται πλούσιοι, άλλοι φτωχοί. Έτσι το θέλει ο Θεός.”

Συνήθισε τη φτώχεια, όπως είχε συνηθίσει και το λαγώχειλο. Αποδέχτηκε τη μοίρα του από νωρίς κι ήταν σχεδόν ευτυχισμένος. Αν είχαν να φάνε ήταν καλά. Αν πλήρωναν και τους λογαριασμούς ήταν τέλεια. Κι έτσι θα συνεχιζόταν αν δεν εμφανιζόταν στο δρόμο του η ευκαιρία.

Ήταν σαρανταφεύγα κι είχε κάνει κάθε δουλειά. Είχε δυο παιδιά στο σπίτι κι ένα στην κοιλιά της γυναίκας του. Αφού έμεινε έξι μήνες άνεργος παρακάλεσε κάποιον γνωστό να τον πάρει στη δουλειά, για τις αγγαρείες.

Θα έφτιαχναν τον κήπο μιας βίλας στο Πανόραμα. Ο Ρο κουβαλούσε μπάζα, έσκαβε, ξερίζωνε, προσπαθούσε να φτάσει σε αποδοτικότητα τον εικοσάχρονο Γεωργιανό. Σχεδόν τα κατάφερνε, χωρίς να βογκάει. Αλλά το βράδυ η γυναίκα του τον πασάλειβε από πάνω μέχρι κάτω με βολταρέν.

“Πόσο θ’ αντέξεις;” του ‘λεγε. “Φύγε, πριν μείνεις ανάπηρος.”

“Και να κάνω τι; Να ζητιανεύω; Δεν έφτασα εκεί ακόμα.”

Αλλά καθώς ξάπλωνε και προσπαθούσε ν’ αγνοήσει τον πόνο για να κοιμηθεί, καταλάβαινε ότι ήταν πολύ κοντά σ’ αυτό το “εκεί ακόμα”.

~~

Κόντευε τρεις εβδομάδες στη δουλειά, όταν η οικονόμος του σπιτιού ζήτησε απ’ τον Ρο να πάει στην τραπεζαρία. Εκεί τον περίμενε ένας γέρος. Τον είχε δει να κοιτάζει απ’ το μπαλκόνι, καθισμένος στο αναπηρικό κάθισμα.

Ο γέρος του έδωσε το χέρι. Μετά του ζήτησε να κάτσει και του πρόσφερε καφέ. Καθάρισε όσο καλύτερα μπορούσε τα χέρια του με αντισηπτικό μαντήλι προτού μιλήσει.

“Έμαθα ποιος είσαι”, του είπε ο γέρος. “Εσύ με ξέρεις;”

“Θα ‘πρεπε;”

Ο γέρος λεγόταν Γιώργος Χειμωνάς. Ήταν ένας απ’ τους τρεις ανθρώπους που έχτισαν τη Θεσσαλονίκη επί Χούντας. Μία στις τρεις οικοδομές της εποχής ήταν δική του.

“Έβγαλα πολλά χρήματα.”

“Φαίνεται.”

“Αλλά πια μου είναι άχρηστα.”

Ο Χειμωνάς ήταν άρρωστος. Δεν του είπε τι ακριβώς είχε, αλλά θα υπέφερε πολύ πριν πεθάνει.

“Και τι θέλετε; Να σας παρηγορήσω; Δεν μπορώ, έχω πολλή δουλειά.”

“Θέλω να με σκοτώσεις.”

Ο Ρο σηκώθηκε.

“Πεντακόσιες χιλιάδες ευρώ”, του είπε ο Χειμωνάς. “Δεν βαρέθηκες να είσαι φτωχός;”

“Δεν είμαι φονιάς.”

“Δεν είναι φόνος. Ευθανασία.”

“Κι η αστυνομία;”

“Κάποιες φορές αξίζει να ρισκάρεις.”

Βγήκε έξω χωρίς να χαιρετήσει. Όσο κουβαλούσε πλάκες σχιστόλιθου σκεφτότανε τα πεντακόσια χιλιάρικα. Όταν σχόλασαν είπε στην οικονόμο να μεταφέρει ένα μήνυμα: “Δεν μπορώ.”

~~{}~~

Το βράδυ δεν κατάφερε να κοιμηθεί. Η γυναίκα του νόμιζε ότι ήταν απ’ τους πόνους. Ήταν κάτι πιο βαθύ. Ξημερώματα πήγε στην εκκλησία. Ο Ρο πίστευε στο Θεό, τον είχε μάθει η μάνα του. Προσευχήθηκε κι αλάφρωσε την καρδιά του. Τι σημασία έχει να κερδίσεις όλο τον κόσμο αν χάσεις την ψυχή σου;

Όταν γύρισε σπίτι έλειπαν όλοι. Πήρε τηλέφωνο τη γυναίκα του, την πεθερά του.

“Πού είσαι;” του είπε εκείνη.

Τους βρήκε στο νοσοκομείο. Δεν κατάλαβε τίποτα απ’ αυτά που του έλεγε ο γιατρός. Μόνο ότι το μωρό είχε πρόβλημα, σχισμένη καρδιά, σαν το χείλι του. Δεν θα επιβίωνε απ’ τη γέννα. Μόνη λύση η εγχείρηση σε κάποια κλινική στο Σικάγο.

“Στην Αμερική;” έκανε ο Ρο.

“Ναι, και δεν το καλύπτει καμιά ασφάλεια.”

Του είπε και το κόστος. Κοντά στα εκατό χιλιάρικα.

Ο γιατρός λυπόταν. Η γυναίκα του έκλαιγε. Το έμβρυο πέθαινε. Ο Ρο πήρε το λεωφορείο για το Πανόραμα.

~~

“Ο θάνατος μου θα δώσει ζωή σε κάποιον άλλο. Μ’ αρέσει”, του είπε ο Χειμωνάς.

Θα του έβαζε την ίδια μέρα εκατό χιλιάδες, για να φύγει η εγκυμονούσα. Τα υπόλοιπα μετά την ευθανασία.

Του έδωσε μια χαρτοσακούλα. Μέσα είχε ένα όπλο που έμοιαζε ψεύτικο. Glock 43X9mm. Ο Χειμωνάς θα πήγαινε το Σαββατοκύριακο στο εξοχικό του, στην Χαλκιδική. Θα ήταν μόνος. Ο Ρο θα νοίκιαζε ένα αμάξι, θα τον σκότωνε και τέλος. Την επομένη του θανάτου μια ελβετική τράπεζα θα έπαιρνε εντολή για μεταφορά του υπόλοιπου ποσού σε νέο λογαριασμό, στο όνομα του Ρο.

“Δεν έχεις να χάσεις τίποτα”, του είπε ο Χειμωνάς.

“Ναι. Τίποτα.”

Δυο μέρες μετά η γυναίκα του έφυγε για Σικάγο.

“Δεν θέλω να μάθω πού βρήκες αυτά τα λεφτά”, του είπε. “Σ’ ευχαριστώ.”

Περίμενε το αεροπλάνο ν’ απογειωθεί. Μετά πήγε σ’ ένα μπαράκι κι έγινε λιώμα.

~~{}~~

Η ευθανασία ήταν πιο εύκολη απ’ όσο περίμενε. Βρήκε τον Χειμωνά στο μπαλκόνι του εξοχικού. Στεκόταν όρθιος και αγνάντευε τη θάλασσα. Κρατούσε ένα ποτήρι κρασί και κάπνιζε.

“Όταν φτάνεις στο τέλος της ζωής σου αναρωτιέσαι τι είχε νόημα τελικά”, είπε σαν άκουσε βήματα πίσω του. Δεν γύρισε. “Υπάρχει νόημα; Κάναμε κάτι που να αντηχεί στους”

Τον πυροβόλησε στη βάση του κρανίου. Τα Glock κάνουν ελάχιστο θόρυβο.

Σταμάτησε στη γέφυρα της Ποτίδαιας και πέταξε το όπλο στο νερό. Γύρισε σπίτι και κοιμήθηκε πιο εύκολα απ’ ό,τι περίμενε.

~~~

Το επόμενο πρωί είχε διπλά καλά νέα. Η εγχείρηση είχε πετύχει. Μετά ήρθε ειδοποίηση στο κινητό που του είχε δώσει ο Χειμωνάς. Είχε γίνει η κατάθεση στη Swiss National Bank. Δεν αναφερόταν το ποσό, αλλά ο Ρο ήξερε.

Το πτώμα του Χειμωνά ανακαλύφτηκε δυο μέρες μετά. Τα media έγραφαν για τους αλλοδαπούς ληστές που λυμαίνονταν τις βίλες των πλουσίων.

Ο Ρο δανείστηκε λίγα λεφτά απ’ όπου μπορούσε κι έφυγε για την Ελβετία.

~~{}~~

Μπήκε στη Swiss National Bank με άδειο πορτοφόλι. Όταν βγήκε είχε μια πλατινένια πιστωτική κάρτα. Πήγε κι αγόρασε ρούχα. Έκλεισε σουίτα σε πεντάστερο. Έφαγε ένα γεύμα που κόστιζε όσο πέντε μήνες δουλειάς.

Και το πιο σημαντικό: Κανόνισε συνάντηση μ’ έναν πλαστικό χειρουργό. Πλήρωσε κάτι παραπάνω κι έκανε την επέμβαση την επόμενη μέρα.

Μια βδομάδα μετά την ευθανασία του Χειμωνά ο Ρο κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Δεν είχε μείνει τίποτα απ’ το λαγώχειλο, ούτε μια γραμμή.

~~{}~~

Βγήκε ν’ αγοράσει ένα δώρο για τη γυναίκα του. Είχε κλείσει το εισιτήριο του, είχε βγάλει πράσινη κάρτα για τις ΗΠΑ, θα έμεναν εκεί. Αν έχεις λεφτά όλα γίνονται.

Στο ξενοδοχείο έκατσε στο μπαρ να πιει ένα μαλτ. Όλοι τον σέβονταν, ειδικά όταν έπαιρναν το έξτρα φιλοδώρημα.

Στην άλλη μεριά της μπάρας καθόταν μια ωραία γυναίκα. Τον κοιτούσε έντονα. Ο Ρο σκέφτηκε ότι ήταν συνοδός. Δεν τον πείραζε, είχε λεφτά. Την κάλεσε να πιει μαζί του. Τα μάτια της του θύμισαν τη θάλασσα της Χαλκιδικής. Ανέβηκαν στο δωμάτιο του.

Τόση ώρα μιλούσαν αγγλικά. Μόλις μπήκαν μέσα κι έκλεισαν την πόρτα η γυναίκα του είπε στα ελληνικά: “Δεν πιστεύω να σ’ ενοχλεί το κάπνισμα;”

Ο Ρο ξαφνιάστηκε. Έψαξε για τασάκι. Βρήκε κάτι που έμοιαζε και με γλυπτό, από ηφαιστειακή πέτρα. Της το άφησε.

“Μπάτσος είσαι;” της είπε.

“Σε παρακαλώ, με προσβάλλεις.”

“Πες μου.”

“Είμαι η Αθανασία Χειμωνά.”

Ο Ρο δεν μίλησε.

“Η κόρη αυτού που σκότωσες.”

“Πες μου.”

Δεν προσπάθησε να δικαιολογηθεί. Κατάλαβε ότι η κόρη ήξερε περισσότερα από κείνον. Και του είπε. Ο γέρος δεν ήταν άρρωστος. Μόνο υποχόνδριος και καταθλιπτικός. Είχε κάνει όλες τις ιατρικές εξετάσεις πριν μερικούς μήνες. Ήταν απολύτως υγιής.

“Θα ζούσε πολλά χρόνια”, είπε η Αθανασία.

“Και γιατί δεν έστειλες την αστυνομία;”

“Γιατί με συμφέρει η δολοφονία του.”

Ο Χειμωνάς την είχε αποκλείσει απ’ τη διαθήκη της. Τα είχε δώσει όλα σε οργανώσεις για τις αρκούδες και για τις φάλαινες. Ο μόνος τρόπος να προσβάλλει τη διαθήκη ήταν να καταδείξει ότι ήταν ανισόρροπος.

“Και θες να πάω να παραδεχτώ ότι μου ζήτησε να τον σκοτώσω;” είπε ο Ρο.

“Ακριβώς. Χωρίς να πεις τίποτα για μένα.”

“Θα με χώσουν μέσα ισόβια.”

“Δέκα, δεκαπέντε χρόνια. Και θα σου μείνουν τα λεφτά.”

“Κι αν αρνηθώ;”

“Θες να ζήσει η οικογένεια σου στη φτώχεια; Όπως έζησες εσύ;”

Η Αθανασία έσκυψε να βγάλει άλλο ένα τσιγάρο απ’ τη τσάντα της. Ο Ρο έπιασε το σταχτοδοχείο από ηφαιστειακή πέτρα και την κοπάνησε στο κεφάλι. Ακούστηκε ένας γδούπος κι έπεσε κάτω. Αίμα απλώθηκε στο πάτωμα. Η μυρωδιά του έφερε αναγούλα.

Φόρεσε το σακάκι του και βγήκε. Έβαλε το ταμπελάκι “Μην Ενοχλείτε” στην πόρτα. Είπε στη ρεσεψιόν να μην καθαρίσουν. Πήγε και αγόρασε μεταχειρισμένο αυτοκίνητο. Ήταν ο μόνος τρόπος να φύγει χωρίς να τον εντοπίσουν.

~~{}~~

Είχε νυχτώσει και χιόνιζε. Το αυτοκίνητο προχωρούσε δίπλα στον γκρεμό. Δεν έβλεπε και πολλά μπροστά του, πήγαινε με δευτέρα κι η μηχανή είχε ανάψει.

Ήταν βέβαιος ότι δεν θα γλίτωνε. Θα τον έβρισκαν, στο ξενοδοχείο είχαν τα πραγματικά του στοιχεία. Αν όχι εκείνο το βράδυ, σίγουρα το επόμενο κάποιος θα έμπαινε στο δωμάτιο του και θα έβρισκε το πτώμα. Τότε γιατί έφυγε;

Πίσω του είδε να έρχονται φώτα. Χανόντουσαν κι εμφανίζονταν στις στροφές του βουνού. Σαν έφτασαν πιο κοντά άναψε κι ο φάρος. Ήταν περιπολικό της αστυνομίας. Ο Ρο δεν προσπάθησε να ξεφύγει, κατέβασε ταχύτητα. Το περιπολικό αναβόσβησε τα φώτα. Ο Ρο έκανε στο πλάι για να σταματήσει.

Το περιπολικό τον προσπέρασε κι ανέπτυξε ταχύτητα. Ο Ρο σταμάτησε για λίγο, να πάρει ανάσα.

Συνέχισε να οδηγάει. Τα σύνορα με τη Γαλλία δεν ήταν μακριά. Μετά μπορούσε να πάει στην Ισπανία. Κι από κει στην Αφρική. Δεν υπήρχε περίπτωση να τον βρουν στην Αφρική. Θα έκανε μια τελευταία ανάληψη στην Ευρώπη. Μετά θα έκλεινε στόματα, θα εξαγόραζε την ανωνυμία του. Μόλις θα ησύχαζαν τα πράγματα θα έβρισκε τρόπο να φέρει την οικογένεια του στην Αφρική. Αν έχεις λεφτά όλα λύνονται.

Και σαν τα σκέφτηκε όλα αυτά τέλειωσε η ανηφόρα. Έμενε να κατέβει τις Ελβετικές Άλπεις στη Γαλλία. Χωρίς να ζορίζει τη μηχανή. Μόνο φρένο.

~~

Ήταν στη δεύτερη στροφή που κοίταξε στον καθρέφτη για να δει πίσω. Δεν ερχόταν περιπολικό, αλλά είχε δυο πτώματα στην πίσω θέση. Ο Χειμωνάς κι η κόρη του τον κοιτούσαν.

Έχασε τον έλεγχο για μια στιγμή, αλλά κατάφερε να επιστρέψει στο δρόμο. Κοίταξε πάλι. Ήταν εκεί. Δεν του είπαν κάτι, δεν μιλούσαν, δεν ήταν τρομαχτικοί. Αλλά τους είχε σκοτώσει.

“Ήθελα να σώσω τον γιο μου!” φώναξε στον καθρέφτη.

Ο Χειμωνάς δεν είπε τίποτα. Η Αθανασία έδειξε το ματωμένο κρανίο της.

“Δεν ξέρω πώς μου ήρθε”, της είπε.

Χαμογέλασαν κι οι δύο νεκροί. Ο Ρο τους έβλεπε στον καθρέφτη. Είδε και το καινούριο του πρόσωπο, χωρίς λαγώχειλο.

“Δεν ξέρετε πώς είναι να ‘σαι φτωχός”, τους είπε. “Είναι χειρότερο απ’ την Κόλαση.”

Έσβησε τα φώτα.

~~{}~~

Λίγες ώρες μετά το χτύπημα η Αθανασία Χειμωνά συνήλθε. Κάλυψε το ματωμένο κεφάλι της με το μαντήλι της και βγήκε απ’ το ξενοδοχείο. Τη φρόντισαν στην κλινική, χωρίς να κάνουν ερωτήσεις.

Κι εκείνη δεν είπε τίποτα για τον Ρο, για να μη θεωρηθεί συνεργός στον φόνο του πατέρα της.

~~

Η γυναίκα του Ρο δεν επέστρεψε ποτέ στην Ελλάδα. Η SNB της έστειλε ειδοποίηση ότι ήταν συνδικαιούχος στο λογαριασμό του Ρο. Την είχε προσθέσει εκείνος. Τα παιδιά τους θα μεγάλωναν χωρίς ποτέ ν’ ανησυχήσουν για τα χρήματα.

~~

Το αυτοκίνητο του Ρο και το πτώμα του βρέθηκαν την άνοιξη, σ’ έναν γκρεμό εκατό μέτρων. Δεν είχε ταυτότητα. Έμαθαν ποιος είναι απ’ την πλατινένια πιστωτική κάρτα.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Η φωτογραφία είναι του Σεμπαστιάο Σαλγκάδο


Ανάρτηση από: https://sanejoker.info/