Του Χρήστου Πουγκιάλη
Πρόσφατα, άρθρο του προέδρου του ΕΛΙΑΜΕΠ καθηγητή Λουκά Τσούκαλη μεταξύ άλλων ανέφερε: «η απόσταση που χωρίζει την αυτοσυγκράτηση με στόχο τη διατήρηση της ειρήνης, από την υποχωρητικότητα που μπορεί να διαβάσει λάθος η απέναντι πλευρά και συνάμα να καταγγείλουν με πάθος οι δικοί μας κατ’ επάγγελμα πατριώτες, είναι στενόχωρα μικρή». Πράγματι είναι όντως στενάχωρα μικρή η απόσταση μεταξύ αυτοσυγκράτησης και υποχωρητικότητας. Πολλές φορές για κάποιους μπορεί να είναι και δυσδιάκριτη.
Εδώ και δύο τουλάχιστον δεκαετίες οι πολιτικές ηγεσίες της χώρας μας πανηγύριζαν συχνά για την βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Έφθασαν στο σημείο να θεωρούν ότι θα βελτιώσουν τις σχέσεις με την γείτονα, λόγω των καλών προσωπικών σχέσεων που δημιουργούσαν με τους Τούρκους ιθύνοντες, χορεύοντας ζεϊμπέκικα, κάνοντας κουμπαριές και άλλα τραγελαφικά. Επρόκειτο για δοκιμές εκ των προτέρων εγνωσμένης αποτυχίας.
Δεν έχει πέσει στην αντίληψή μας αν το ΕΛΙΑΜΕΠ είχε κάνει εκθέσεις προς την κυβέρνηση, ή είχαν αρθρογραφήσει μέλη του για να προειδοποιήσουν πόσο μάταια ήσαν κάποια από αυτά. Σημειώνουμε ότι το ΕΛΙΑΜΕΠ θεωρείται ότι επηρεάζει το υπουργείο Εξωτερικών. Αντιθέτως εκείνοι που υποστήριζαν την ματαιότητα των ελπίδων αυτών, λοιδορούνταν σαν φανατικοί, επιθυμούντες τον πόλεμο, κατ’ επάγγελμα πατριώτες, όπως παραπάνω χλευάζει ο κ. Τσούκαλης.
Αυτή η δυσκολία διακρίσεως μεταξύ της αυτοσυγκράτησης και της υποχωρητικότητας, δημιουργεί την ανάγκη μιας αντικειμενικής διαγνωστικής μεθόδου. Τέτοιας ώστε, αν την εφαρμόζουμε, θα μπορούμε να διακρίνουμε τα αποτελέσματα των εκάστοτε χειρισμών μας. Η αντικειμενικότητα είναι απαραίτητη, διότι η φύση του ανθρώπου δεν του επιτρέπει εύκολα να παραδεχθεί τα λάθη του.Η Τουρκία ως εξωτερικό κριτήριο
Ακόμα δε και όταν τα παραδέχεται, βρίσκει δικαιολογίες. Τοιουτοτρόπως, μας είναι αναγκαίος ένας εξωτερικός παρατηρητής. Εν προκειμένω το εξωτερικό κριτήριο που θα μας "βοηθήσει" στην προτεινόμενη μέθοδο είναι η Τουρκία, της οποίας τα επιτελεία μελετούν πολύ καλά τις αντιδράσεις μας. Θα ήταν προτιμότερο να το κάναμε μόνοι μας, αλλά δεν παραδεχόμαστε τα λάθη μας. Θα αξιοποιήσουμε λοιπόν την γνωστή μέθοδο της Τουρκίας, η οποία κάθε φορά που αντιλαμβάνεται ότι έχουμε υποχωρήσει, επανέρχεται πιο επιθετική.
Η διαγνωστική λοιπόν μέθοδος συνίσταται στο εξής: Μετά από κάθε τουρκική πρόκληση και την ελληνική αντίδραση, που γίνεται προς διατήρηση της ειρήνης, θα καταγράφουμε την επόμενη ενέργεια που κάνει η Τουρκία. Αν αυτή η ενέργεια είναι πιο επιθετική, σημαίνει ότι η Τουρκία έκρινε ότι εμείς έχουμε υποχωρήσει. Αν όμως μας δοκιμάσει ξανά χωρίς να φερθεί πιο επιθετικά από ό,τι είχε κάνει την τελευταία φορά, σημαίνει ότι έκρινε πως έχουμε μείνει σταθεροί. Επομένως, η αντίδρασή μας ήταν όντως αυτοσυγκράτηση και όχι υποχώρηση.
Η απλή αυτή μέθοδος μπορεί να χρησιμοποιείται σε κάθε περίπτωση, αλλά και αθροιστικά σε σειρά περιπτώσεων, για να γιγνώσκουμε αν υποχωρούμε ή όχι. Μπορεί να την χρησιμοποιεί το υπουργείο Εξωτερικών για αυτοκριτική και ερευνητές στις μελέτες τους. Μπορεί να εμπλουτισθεί και με άλλα στοιχεία, αρκεί να είναι αντικειμενικά. Όσον αφορά την εξωτερική μας πολιτική, αν την εξετάσουμε αθροιστικά, θα διαπιστώσουμε ότι το δυσάρεστο σημείο στο οποίο ευρίσκονται οι ελληνοτουρκικές σχέσεις και η αυξημένη επιθετικότης της γείτονος, δείχνει ότι έχουμε κάνει σταδιακά βήματα υποχώρησης, πάντοτε προς διατήρηση της ειρήνης!
Μελέτες εξόφθαλμα υποχωρητικές
Όμως αυτή η μέθοδος μπορεί να εφαρμοστεί και για να μετρήσουμε πόσο επιτυχείς ήταν οι κατά καιρούς προτάσεις του ΕΛΙΑΜΕΠ, όπως και οι προτάσεις των μελών του, σε κάθε περίπτωση ή διαχρονικά. Είναι διαπιστωμένο ότι το υπουργείο Εξωτερικών επηρεάζεται από τις αντιλήψεις και την αρθρογραφία στελεχών αυτού του ιδρύματος. Επίσης, είναι γνωστό ότι υπουργεία του αναθέτουν μελέτες ή και σεμινάρια για διάφορα θέματα εξωτερικής πολιτικής.
Συνεπώς, θα έχει πολύ ενδιαφέρον να μετρήσουμε αν οι προτάσεις του ΕΛΙΑΜΕΠ έχουν οδηγήσει σε αυτοσυγκράτηση ή υποχώρηση. Υπάρχουν βεβαίως μελέτες-προτάσεις εντός του ΕΛΙΑΜΕΠ, που είναι εξόφθαλμα υποχωρητικές, ώστε δεν χρειάζονται καμία μέτρηση. Για παράδειγμα, η μελέτη του αναπληρωτή καθηγητή Σπύρου Λίτσα με τίτλο "Εθνικισμός, Εθνοτισμός και υπερεθνικότητα: Η ανάπτυξη μιας κοινής εθνοτικής συνείδησης στην Κύπρο του 21ου αιώνα".
Σε αυτήν ο συγγραφέας προτείνει «τη δημιουργία μιας νέας υπερεθνικής ταυτότητας που θα τονίζει την κυπριακή εθνοτική συνείδηση και θα υποβαθμίζει την ελληνική και τουρκική εθνολογική ταυτότητα». Η πρόταση αυτή έγινε την περίοδο πριν από το δημοψήφισμα για το σχέδιο Ανάν, το οποίο υποστήριζαν με φανατισμό στα ελλαδικά και κυπριακά Μίντια τα μέλη του ΕΛΙΑΜΕΠ.
Οι κατά Τσούκαλη "κατ’ επάγγελμα πατριώτες"
Αν και το ΕΛΙΑΜΕΠ δεν υιοθετεί απαραίτητα τις προτάσεις των συνεργατών του, αντιστοίχως δεν γνωρίζουμε αν, προς χάριν ισορροπίας, υπάρχουν εντός του ιδρύματος προτάσεις που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν προερχόμενες από "κατ’ επάγγελμα πατριώτες". Ούτε προτάσεις που να εγείρουν νέες απαιτήσεις προς την Τουρκία, ώστε να βάλει και η Ελλάδα τέτοια ζητήματα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Όμως ο όρος "κατ’ επάγγελμα πατριώτης", που χρησιμοποίησε ο κ. Τσούκαλης, αναφέρεται σε κάποιον που αμείβεται για να "πουλάει" πατριωτισμό. Δεν γνωρίζουμε κάποιο ίδρυμα, αντίστοιχο του ΕΛΙΑΜΕΠ, που να αμείβει ακαδημαϊκούς, δημοσιογράφους και άλλους συνεργάτες του για να συντάσσουν εθνικιστικές ή και πολεμοχαρείς μελέτες. Γνωρίζουμε όμως ότι οι συνεργάτες του ΕΛΙΑΜΕΠ έχουν αμειφθεί για τις --τουλάχιστον-- κατευναστικές μελέτες που έχουν συντάξει.
Αν, λοιπόν, κάποιες από αυτές τις μελέτες οδηγούν σε κατεύθυνση υποχωρήσεων, για την ακρίβεια εκπτώσεων στα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα, με σκοπό να κατευναστεί η Τουρκία, οι αμειβόμενοι συντάκτες αυτών των μελετών, σύμφωνα πάντα με την λογική του κ. Τσούκαλη, πως πρέπει να αποκαλούνται; Ποιο είναι το αντίθετο του "κατ’ επάγγελμα πατριώτη"; Κατ' επάγγελμα τι;
Ανάρτηση από: https://slpress.gr/