Κυριακή 9 Φεβρουαρίου 2020

Παράλληλη αγορά φαρμάκων και ελλείψεις

Το φάρμακο είναι εμπόρευμα, και μάλιστα ένα εμπόρευμα που αποφέρει τεράστια κέρδη στις μεγάλες και μικρές εταιρείες που το εμπορεύονται. Η τιμή που οι καταναλωτές πληρώνουν τα φάρμακα, προκύπτει από κανόνες που ποικίλουν σε κάθε χώρα ανάλογα με το σύστημα αποζημίωσης και το σχετικό νομοθετικό πλαίσιο. Σε γενικές γραμμές τα ταμεία που αποζημιώνουν ένα μέρος ή και το συνολικό κόστος των φαρμάκων επιδιώκουν, ή θα έπρεπε να το κάνουν, τη χαμηλότερη δυνατή τιμή πώλησης.
Στην Ελλάδα το σύστημα τιμολόγησης είναι απλό. Η τιμή κάθε φαρμάκου καθορίζεται από τον μέσο όρο των τριών φθηνότερων αντίστοιχων σκευασμάτων στην ΕΕ. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η τιμή ενός σκευάσματος στην ελληνική αγορά θα βρίσκεται μέσα στις τρεις φτηνότερες στην Ευρώπη. Στο παρελθόν, την ευθύνη για την υποβολή των τιμών των ευρωπαϊκών χωρών, στις Αρχές ώστε να προκύψει η τελική τιμή στην Ελλάδα, την είχαν οι ίδιες οι φαρμακευτικές εταιρίες. Μπορούσαν με αυτό τον τρόπο να υποβάλλουν όποιες χώρες ήθελαν, αφήνοντας έξω εκείνες που είχαν χαμηλές τιμές, καταφέρνοντας έτσι να κρατήσουν ψηλά τις τιμές τους και την κερδοφορία τους.  
Το σύστημα είναι ακόμα πιο μπλεγμένο καθώς η Ελλάδα για κάποιες χώρες αποτελεί – μονή της ή μαζί με άλλες χώρες – κριτήριο για την τιμή ενός φαρμάκου εκεί. Η μεταβολή μιας τιμής δηλαδή στην Ελλάδα μπορεί να επηρεάσει την τιμή και σε κάποια άλλη χώρα. Για παράδειγμα, η Τουρκία και η Κύπρος τιμολογούν τα φάρμακα τους, βάσει και της τιμής που θα έχει ένα φάρμακο στην Ελλάδα. Δίνουν τιμές δηλαδή επιλέγοντας μέσα από ένα «καλάθι» χωρών, και η Ελλάδα είναι μέσα σε αυτό.
Στο πλαίσιο αυτό μπορούμε να δούμε τους λόγους που οδηγούν στην έλλειψη πάνω από 300 κωδικών από τα ράφια των φαρμακείων. Το φαινόμενο δεν είναι καινούργιο και οφείλεται στη δομή της αγοράς όπως ορίζονται από τη νομοθεσία, τους κανόνες της ελεύθερης διακίνησης προϊόντων εντός της Ε.Ε. και φυσικά στο αναμφισβήτητο γεγονός πως το φάρμακο είναι εμπόρευμα.
Είναι δεδομένο έτι η Ελλάδα έχει φτηνότερα φάρμακα από τις περισσότερες χώρες της Ε.Ε.
Γιατί λοιπόν κάποιος όταν μπορεί να πουλήσει κάτι σε μεγαλύτερη τιμή να μην το κάνει; Αυτές οι εξαγωγές γίνονται κυρίως από παράγοντες που βρίσκονται στην ίδια την εφοδιαστική αλυσίδα του φαρμάκου. Οι εταιρίες πουλάνε τα φάρμακά τους στις φαρμακαποθήκες, οι οποίες με τη σειρά τους στα φαρμακεία, για να φτάσουν τελικά στον ασθενή. Όλοι έχουν τη δυνατότητα να αποφύγουν αυτή την πορεία των φαρμάκων γιατί θα μπορούσαν να τα πουλάνε σε ψηλότερη τιμή, με επίδραση τελικά στον τελευταίο κρίκο, τον ασθενή.
Προφανώς αυτή τη “νόμιμη” πρακτική δεν την ακολουθούν όλοι παρά μία μικρή μειοψηφία, καθώς πρόκειται για κάτι που δεν αντιβαίνει στο νόμο (αν και υπάρχουν κάποια θολά σημεία) και δεν μπορεί να καταγγελθεί και να σταματήσει.
Κάνοντας μία υπεραπλούστευση στα ποσοστά κέρδους, ας φανταστούμε το φάρμακο Α που η εταιρία το πουλάει στην φαρμακαποθήκη με τιμή 6€, η φαρμακαποθήκη στο φαρμακείο με 8€ και το φαρμακείο στον ασθενή με 10€. Το ίδιο φάρμακο στην Γερμανία, που είναι μία από τις κύριες χώρες στις οποίες γίνεται η εισαγωγή τέτοιων φαρμάκων, πωλείται με 18€. Είναι εύκολα αντιληπτό ότι καθένας που βρίσκεται στην παραπάνω εμπορική αλυσίδα μπορεί να δεσμεύσει κάποιες ποσότητες από εκείνες που θα διέθετε στους ασθενείς στην Ελλάδα. Και αυτό κάνουν κάποιοι δημιουργώντας τις ελλείψεις που υπάρχουν στην αγορά.
Και οι φαρμακαποθήκες ή τα φαρμακεία που λειτουργούν ως εξαγωγείς έχουν τέτοια επιχειρηματική ελευθερία, εφόσον οι εξαγωγές αυτές επιτρέπονται από την Ε.Ε., οι φαρμακευτικές εταιρίες στην Ελλάδα δεν μπορούν να το κάνουν καθώς δεσμεύονται τα κεντρικά τους που θα προτιμούσαν να πουλάνε απευθείας τις εξαγόμενες ποσότητες στις ακριβές χώρες. Αντ’αυτού κινδυνεύουν να μειωθεί η κερδοφορία τους πουλώντας τα μέσω μίας φτηνότερης χώρας. Για να μην συμβαίνει αυτό, οι ποσότητες που διαθέτουν στην Ελλάδα (και σε κάθε χώρα με χαμηλές τιμές) είναι οι μικρότερες δυνατές ποντάροντας ότι αυτές οι ελλείψεις θα σταματήσουν τις εξαγωγές, πιέζοντας δηλαδή τους ασθενείς. Πάντα όμως ο χαμένος είναι αυτός που δυσκολεύεται να βρει ή δεν βρίσκει καν το φάρμακο που χρειάζεται.
 Ακόμα και στο υπάρχον νομικό καθεστώς υπάρχουν θολά σημεία.
  • Ποιος εγγυάται τη σωστή μεταφορά φαρμάκων, αλλά και την επανασυσκευασία τους εκτός της χώρας; Ακόμα και αν κάτι τέτοιο δεν μας αφορά άμεσα καθώς ο καταναλωτής είναι πολίτης άλλης ευρωπαϊκής χώρας, είναι ένα εύλογο ερώτημα.
  • Επιτρέπουν οι άδειες λειτουργίας όσων δραστηριοποιούνται σε αυτή την “παράλληλη αγορά” ( φαρμακαποθήκες ή/και φαρμακεία) να πραγματοποιούν εξαγωγές;
  • Πόσες φαρμακευτικές εταιρίες έχουν στη χώρα, όπως υποχρεούνται βάσει του νόμου, ποσότητες των φαρμάκων τους για τρεις μήνες;
Οι κυβερνήσεις το μόνο που κάνουν όλα αυτά τα χρόνια είναι να επιβάλλουν απαγορεύσεις εξαγωγών σε συγκεκριμένα φάρμακα –  για μικρά χρονικά διαστήματα για να μην περιορίζουν και την επιχειρηματικότητα – χωρίς όμως αυτό να διακόπτει το φαινόμενο, καθώς οι εξαγωγές εντείνονται όταν λήγει η απαγόρευση.
Το φάρμακο παραμένει εμπόρευμα και όχι κοινωνικό αγαθό και η διαθεσιμότητά του υπόκειται σε κανόνες της αγοράς ξεπερνώντας τον αντικειμενικό του ρόλο.  
Ανάρτηση από: https://www.imerodromos.gr/