Του Κυριάκου Μελέτη
Εισαγωγή
Έχει γίνει στερεότυπο, για τους «κριτικούς» της ελληνικής κοινωνίας, ότι υπεύθυνοι για τα κακά της Ελλάδας και βέβαια και για τη φτωχοποίησή και αποικιοποίησή της, τα τελευταία επτά «μνημονιακά χρόνια», είναι μια ασήμαντη μειοψηφία πολιτικών ηγετών και οικονομικών παραγόντων, οι οποίοι συγκεντρώνουν στα χέρια τους την πολιτική και οικονομική εξουσία. Ότι υπεύθυνοι, είναι και «οι πνευματικοί ταγοί του έθνους», το ακαδημαϊκό προσωπικό, απουσιάζει από τις συνειδήσεις μας. Είναι υπεράνω πάσης υποψίας. Κρύβονται υπό τη μαγική έννοια της «επιστήμης». Και όμως, συμμετέχουν με τον ίδιο αχρείο και άτεγκτο τρόπο στην ακύρωση κάθε σχετικής αυτονομίας της Ελλάδας. Βέβαια, τα τελευταία χρόνια, η διαπλοκή έχει γίνει βασική έννοια της δημοσιογραφικής γλώσσας. Σε αυτή, όμως, περιλαμβάνεται η πολιτική, οικονομική και μηντιακή εξουσία. Όσον αφορά, τα μέλη του ακαδημαϊκού προσωπικού όχι μόνο γίνονται άφαντα, αλλά και καλούνται ως «ειδήμονες» και «τεχνοκράτες» να βρουν λύσεις στα γιγαντιαία προβλήματα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα. Και βέβαια, αυτοί, όντας σίγουροι για τον εαυτό τους, την οδηγούν με σθένος προς τη «σωτήρια» λύση της καταστροφής της.
Η μεν οικονομική και πολιτική εξουσία, συμμετέχουν αντίστοιχα, μέσα από τον έλεγχο των οικονομικών και πολιτικών μέσων, το δε ακαδημαϊκό προσωπικό μέσα από τον έλεγχο των ψυχών των νέων, δηλαδή τον καθορισμό των ιδεολογικών τους προσανατολισμών. Το ότι η Ελλάδα, μετατράπηκε σ’ ένα βράδυ, αποικία της Γερμανίας, χωρίς να υπάρξει αξιόλογη αντίδραση και αντίσταση, είναι δικό του έργο. Είναι δικό του έργο, το ότι 400.000, περίπου, νέοι πτυχιούχοι, προτίμησαν να μεταναστεύσουν, κατά κύριο λόγο, στην Γερμανία, στη χώρα που τους αποίκισε, για να κάνουν την τύχη τους, παρά να παραμείνουν και να δώσουν τη μάχη της εθνικής ανεξαρτησίας και αξιοπρέπειας.
Ο έλεγχος της ψυχής των νέων, δεν υπήρξε μια στιγμιαία πράξη. Υπήρξε μιας διαρκής προσπάθεια, όντας μια στρατηγική επιλογή, που διήρκεσε πολλά χρόνια. Άρχισε, στα πλαίσια του εξευρωπαϊσμού, με την εισαγωγή της «τεχνοεπιστήμης», κατά τη μεταπολίτευση, και ολοκληρώθηκε με τη σημιτική νεοφιλελευθεροποίηση και το σημιτικό «εκσυγχρονισμό» των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων. Ιδιαίτερα κατά τη σημιτική περίοδο, υποτιμήθηκαν οι κλασικές σπουδές και η δημιουργία πολιτών, και υπερτιμήθηκαν η κατασκευή του ανθρώπινου κεφαλαίου και των τεχνοκρατών. Δηλαδή, τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα προσανατολίστηκαν προς τη δημιουργία ανθρώπων οι οποίοι να ικανοποιούν, όπως οι νεοφιλελεύθεροι επέμεναν, «τις ανάγκες της αγοράς», που σημαίνει σε τελευταία ανάλυση τις πολυεθνικές επιχειρήσεις και τους κερδοσκόπους.
Σύμφωνα με την αστική δογματική, η οικονομική δραστηριότητα αποτελεί τον πιο σπουδαίο παράγοντα μέσα σε μια κοινωνία. Οι άλλοι παράγοντες, η λογοτεχνία, οι τέχνες, όταν δεν είναι ανάξιοι λόγου, παίζουν ρόλο επικουρικό. Εξάλλου, ο άνθρωπος δεν είναι παρά «η εργασία», δηλαδή ο ένας από τους τρεις συντελεστές παραγωγής (=εργασία, κεφάλαιο, έδαφος) και, δεδομένου ότι μπορεί να αντικατασταθεί από ένα μηχάνημα και να πεταχτεί στα απόβλητα της κοινωνίας, είναι κάτι λιγότερο από το ζώο. Κατά την ίδια δογματική, το πρόβλημα δεν είναι συναισθηματικό, καθόσον αυτό που μετράει δεν είναι η ανθρώπινη αντιμετώπιση του ανθρώπου, αλλά η πτώση του εργατικού κόστους σε ένα τέτοιο επίπεδο που να δημιουργεί αύξηση των κερδών, χωρίς τα οποία δεν προκαλείται «ανάπτυξη». Η «ανάπτυξη» είναι το σημαντικό. Ο άνθρωπος είναι ανάξιος λόγου, τόσο κατά ένα τρόπο γενικό, όσο και ιδιαίτερα στις σημερινές συνθήκες, όπου υπάρχει «υπερπληθυσμός», σύμφωνα με την κομφορμιστική αναπαράσταση. Βέβαια, δημιουργείται ένα ερώτημα: τι είδους «ανάπτυξη» είναι αυτή, όταν ο άνθρωπος δεν αντιμετωπίζεται ως τέτοιος, αλλά ως αντικαταστάσιμος «συντελεστής παραγωγής» και ως κόστος; Όμως, δεν θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε εδώ.
Παρά το ότι η μαρξιστική θεώρηση διαφοροποιείται ποιοτικά από την αστική, αφού κατ’ αντίθεση με αυτήν, αναδεικνύει την εκμετάλλευση και την καταπίεση των εργαζομένων, εντούτοις ταυτόχρονα την πλησιάζει, διότι θεωρεί ότι μεταξύ των τριών παραγόντων, αυτών της οικονομίας, της πολιτικής και της ιδεολογίας ο πρώτος παίζει τον καθοριστικό ρόλο της ανεξάρτητης μεταβλητής ενώ οι δύο άλλοι αποτελούν τις εξαρτημένες του μεταβλητές.
Σ’ αυτό το άρθρο δεν θα υποβάλουμε σε έλεγχο την αστική δογματική, διότι είναι σε κάθε περίπτωση άκυρη: δεν είναι δυνατόν ο άνθρωπος (= η εργασία) να ταξινομείται μαζί με το κεφαλαίο και το έδαφος. Αυτή δεν είναι παρά μια αναπαράσταση του κεφαλαιοκράτη, που προσλαμβάνει τον εργαζόμενο ως κόστος παραγωγής και ως κέρδος, δηλαδή που δεν αποστασιοποιείται από τα ιδιοτελή του συμφέροντά και νομιμοποιεί την εκμετάλλευση. Θα υποβάλουμε σε έλεγχο τη μαρξιστική θεωρία διότι έχει μια ελάχιστη επιστημονική βάση. Μελετά τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής ως μια σχέση ανθρώπων με τα μέσα παραγωγής, ως μια σχέση μεταξύ του κεφαλαιοκράτη, του εργάτη και τα μέσα παραγωγής. Δηλαδή, αποστασιοποιείται από κάθε ιδιοτελές συμφέρον.
Η μαρξιστική θεωρία οικοδομήθηκε ως τέτοια για τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής, και όχι για τον ανθρωπο-κοινωνικό σχηματισμό. Ο οικονομικός αναγωγισμός οικοδομήθηκε πάνω στην άγνοια και όχι πάνω στη γνώση του ανθρωπο-κοινωνικού σχηματισμού. Δεν είδε τον τελευταίο ως ένα σύστημα επτά λειτουργιών – την οικονομική, την πολιτική, την ιδεολογική, την τεχνική, τη στρατιωτική, τη βιολογική (την αναπαραγωγή του ανθρώπινου είδους) και την αναδημιουργική (οι δραστηριότητες κατά τον ελεύθερο χρόνο) – οι οποίες οργανώνονται σε τρόπους παραγωγής. Δεν είδε ότι, μεταξύ των οργανωμένων σε τρόπους παραγωγής επτά λειτουργιών, υπάρχει σχέση αλληλεπίδρασης, αλληλοκαθορισμού και αλληλοτροφοδότησης. Στην πραγματικότητα, η οικονομική λειτουργία δεν αποτελεί τον σταθερό καθοριστικό παράγοντα της ιστορίας. Βέβαια, υπάρχει καθοριστικός παράγοντας, αυτός όμως είναι μεταβαλλόμενος και προσδιορίζεται από τον εκάστοτε συσχετισμό δυνάμεων. Στο παρόν άρθρο, δεν θα προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε τις πολύπλοκες σχέσεις, συνεργασιακές και συγκρουσιακές, που διαμορφώνονται μεταξύ των επτά λειτουργιών, με το σκοπό να εντοπίσουμε τον καθοριστικό παράγοντα. Θα περιοριστούμε να θίξουμε τις σχέσεις που διαμορφώνονται μεταξύ της πολιτικής, της οικονομικής και της εκπαιδευτικής λειτουργίας – της τελευταίας θεωρούμενης ως στοιχείο της ιδεολογικής διάστασης - στην Ελλάδα, κατά την περίοδο, που αρχίζει με την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση στις αρχές της δεκαετίας του 1960 και φτάνει μέχρι τις μέρες μας.
Το παρόν άρθρο θα συγκροτηθεί με βάση την υπόθεση ότι, πρώτον, τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα έχουν ως σκοπό την παραγωγή των ηγετών και των ανώτατων στελεχών ενός κοινωνικού σχηματισμού και, δεύτερον, τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα της Ελλάδας, στην πραγματικότητα, δεν συγκροτούνται ως τέτοια, διότι παράγουν «στελέχη» με χαμηλή αντιληπτική ικανότητα, με ικανότητες, που είναι μικρότερου μεγέθους των εθνικών και κοινωνικών προβλημάτων, δηλαδή κατώτερες των περιστάσεων. Θα γράφαμε, ακόμη, ότι οι ηγέτες, παράγονται με ικανότητες καταστροφικές, εμφανίζονται, όμως, ως αναντικατάστατοι και μοναδικοί. Και για να προϊδεάσουμε τον αναγνώστη, αναφέρουμε τον πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά, ο οποίος, μαζί με τους άλλους μνημονιακούς πρωθυπουργούς, κατάφερε να μετατρέψει την Ελλάδα σε αποικία των κερδοσκόπων και της Γερμανίας, εμφανίζει όμως τον εαυτό του ως δημιουργό «μιας μεγάλης Ελλάδας». Η αντιληπτική του ικανότητα είναι τέτοια, που δεν μπορεί να ξεχωρίσει την καταστροφή από τη δημιουργία, που δεν έχει επίγνωση ότι κόβει το κλαδί πάνω στο οποίο κάθεται. Θα γράφαμε, ότι αποτελεί μία χαρακτηριστική περίπτωση ηλίθιου.
Το ελληνικό παράδειγμα
Σύμφωνα με την κυρίαρχη «κριτική» άποψη, βασικοί υπεύθυνοι για την αύξηση των κινδύνων καταστροφής της Ελλάδας, την εποχή των «δανειακών συμβάσεων - μνημονίων», είναι οι πολιτικοί ηγέτες της κεντρο-δεξιάς και κεντρο-αριστεράς και η κυρίαρχη οικονομική τάξη. Δηλαδή, δύο είναι οι παράγοντες, οι οποίοι εμπλέκονται στην καταστροφή της Ελλάδας: ο πολιτικός και ο οικονομικός.
Δεν διαφωνούμε μ’ αυτή την προσέγγιση, διότι, πράγματι, θεμελιώνεται εμπειρικά. Η άρχουσα τάξη της Ελλάδας, μέσω των κυβερνητικών της εκπροσώπων, νομιμοποίησε τόσο τη διαδικασία αποικιοποίησης της Ελλάδας στους Ευρωπαίους κερδοσκόπους και στη Γερμανία, όσο και τη φτωχοποίηση της πλειοψηφίας των Ελλήνων. Γι’ αυτήν ήταν αρκετό που δεν θίγονταν ο χρηματικός της πλούτος, ο οποίος ήταν εξάλλου ασφαλισμένος, απ’ ότι φαίνεται, σε ελβετικές και αγγλικές τράπεζες. Όσον αφορά το πολιτικό προσωπικό ή, όπως ονομάστηκε αλλιώς, οι μνημονιακές κυβερνήσεις, όχι μόνον αποδέχτηκαν, χωρίς καμιά διαπραγμάτευση, το σύνολο των αντιλαϊκών μέτρων, που απαίτησαν το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αλλά και τα εφάρμοσαν με «εκδικητική μανία», όπως θα γράψει ο Δελαστίκ (Επίκαιρα, 04/12/ - 11/12/2014). Μια χλιαρή αντίδραση, από την κυβέρνηση Τσίπρα, μετατράπηκε πολύ σύντομα σε αποδοχή των μνημονιακών μέτρων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της Μέρκελ και του Σόυμπλε. Θα γράφαμε, ότι η εφαρμογή των μέτρων, όπως η μείωση των συντάξεων, η μείωση των μισθών, η αύξηση της ανεργίας, η καταστροφή του κοινωνικού κράτους, που εξαρθρώνει την κοινωνία, το κλείσιμο, περίπου, 250.000 μικρομεσαίων οικογενειακών επιχειρήσεων, το ξεπούλημα του δημόσιου πλούτου (= η λεγόμενη ιδιωτικοποίηση της κρατικής περιουσίας), των Τραπεζών και των Αεροδρομίων, υπήρξε, σε τελευταία ανάλυση, το αποτέλεσμα της συμμαχίας της άρχουσας τάξης της Ελλάδας με την άρχουσα τάξη της Ευρωζώνης, που έχουν ως απώτερο σκοπό τη συσσώρευση του κεφαλαίου και τη διαμόρφωση του εργατικού κόστους σε επίπεδα που φτωχοποιούν τους εργαζόμενους. Η άρχουσα τάξη της Ευρωζώνης, όπως βέβαια και των Η. Π. Α., θεωρεί ότι η φτωχοποίηση των εργαζομένων είναι όρος απαράβατος για την αποκατάσταση της ανταγωνισημότητας του κεφαλαίου της με αυτό της Κίνας και των άλλων αναδυομένων χωρών.
Η έννοια της ευθύνης των πολιτικών ηγετών και της κυρίαρχης οικονομικής τάξης, δεν μας βοηθάει, από μόνη της, να εξηγήσουμε, με ακρίβεια, τα φαινόμενα που δημιουργήθηκαν, κατά τη δεκαετία του 2010. Παραμένει, θα υποστηρίζαμε, στην επιφάνεια των πραγμάτων. Δεν εξηγεί την πληθώρα των χαρακτηρισμών, που κατακλύζει τις εφημερίδες και τα περιοδικά, και σύμφωνα με τους οποίους, οι πολιτικοί ηγέτες είναι, πρώτον, μέτριων πνευματικών ικανοτήτων και κοντόφθαλμοι και, δεύτερον, ανίκανοι να διαμορφώσουν σχέδιο εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής (Μαρκεζίνης, 2013, Νεάρχου, 2014). Δεν συλλαμβάνει, ότι αυτοί οι χαρακτηρισμοί-προσόντα των πολιτικών ηγετών της Ελλάδας, παράγονται από τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα.
Η εκπαιδευτική λειτουργία, ως τρόπος παραγωγής (=κατασκευές ή δημιουργίας) των ανθρώπων ως σύστημα στάσεων και συμπεριφορών, που σημαίνει με ιδεολογικούς προσανατολισμούς, δεν είναι μικρότερης σημασίας από τον τρόπο παραγωγής των υλικών αγαθών (οικονομική λειτουργία) και τον τρόπο παραγωγής της ευταξίας (πολιτική λειτουργία). Στην πραγματικότητα, μεταξύ των τριών τρόπων παραγωγής διαμορφώνεται μία δυναμική σχέση αλληλοκαθορισμού, η οποία παίρνει, ανάλογα με το συσχετισμό δυνάμεων, τη μορφή της συνεργασίας ή της σύγκρουσης. Κατά ένα γενικό τρόπο, η ανώτατη εκπαίδευση παράγει και κατανέμει τα στελέχη και τους ηγέτες στους δύο άλλους τρόπους παραγωγής. και αυτοί παράγουν και διαθέτουν ευταξία και υλικά αγαθά στην πρώτη. Αυτή η αλληλοτροφοδότηση δεν γίνεται έξω από συγκρούσεις. Οι φορείς του ενός τρόπου παραγωγής προσπαθούν να καθορίσουν, μέσω του επηρεασμού, αλλά και τη βία αν χρειαστεί, τους προσανατολισμούς των φορέων των άλλων τρόπων παραγωγής. Οι συγκρουσιακές σχέσεις, που παρατηρούμε, τα τελευταία τριάντα χρόνια, στο πεδίο της Ανώτατης Εκπαίδευσης των χωρών του κέντρου και των περιφερειών τους, και που καθορίζονται από την προσπάθεια των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής να επιβάλει την ιδεολογία της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, δεν είναι παρά μόνο ένα παράδειγμα.
Οι λειτουργίες και οι σχέσεις μεταξύ του τρόπου παραγωγής των στελεχών και ηγετών με τους τρόπους παραγωγής των υλικών αγαθών και της ευταξίας δεν είναι ταυτόσημες στους διάφορους κοινωνικούς σχηματισμούς. Στον κάθε κοινωνικό σχηματισμό, με βάση τις ιστορικο-κοινωνικές ιδιομορφίες, παίρνουν και μια διαφοροποιημένη μορφή.
Ο υφιστάμενος τρόπος παραγωγής των ανωτάτων στελεχών, στην Ελλάδα, διαμορφώθηκε από τις αρχές της δεκαετίας του 1960, με την αύξηση του φοιτητικού πληθυσμού των Πανεπιστημίων. Η αύξηση αυτή επεκτάθηκε με την μετατροπή, το 2001, των Τεχνολογικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (Τ.Ε.Ι.)σε Ανώτατα Ιδρύματα και είχε ως συνέπεια, την είσοδο του συνόλου, σχεδόν, των αποφοίτων των Λυκείων, στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα (Α.Ε.Ι. = Πανεπιστήμια και Τ.Ε.Ι.). Όμως, η μαζικοποίηση των τελευταίων, δεν συνοδεύτηκε και με επέκταση των υποδομών. Οι αίθουσες δεν χωρούν τους φοιτητές. Για να αναφέρουμε ένα παράδειγμα, η μεγαλύτερη αίθουσα, στο Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων του Τ.Ε.Ι. Χαλκίδας (το 2013 ενσωματώθηκε στο Τ.Ε.Ι. Λαμίας) δεν χωρούν παρά μόνο 70 φοιτητές. Κατά κανόνα, όμως, εγγράφονται, κάθε χρόνο, μέχρι και ως 250 πρωτοετείς φοιτητές, οι οποίοι πρέπει να αναλαμβάνονται μόνο από έναν εκπαιδευτικό. Κατά τον ίδιο τρόπο, οι αίθουσες του Παντείου Πανεπιστημίου δεν χωρούν το σύνολο των φοιτητών. Όσον αφορά το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο, δεν αποτελούν εξαίρεση. Όμως, ας μην επιμένουμε άλλο. Το πρόβλημα είναι γενικό. Στις μέρες μας, με τις μεταρρυθμίσεις, που γίνονται με το σκοπό να εντάξουν την Ανώτατη Εκπαίδευση (μέσω δήθεν των «αξιολογήσεων» και την κατάργηση Τμημάτων και Σχολών) στην προοπτική της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης (=δηλαδή των πολυεθνικών κεφαλαίων), η σχέση: φοιτητές, από τη μια, και αίθουσες και εκπαιδευτικό προσωπικό, από την άλλη, επιδεινώνεται.
Συνέπεια της πιο πάνω ασυμμετρίας είναι η παρακολούθηση, από τους φοιτητές, μόνο των εργαστηριακών μαθημάτων, τα οποία είναι, εξάλλου, υποχρεωτικά. Τα «θεωρητικά μαθήματα» δεν παρακολουθούνται παρά από ένα ποσοστό, το οποίο εκτιμάται να μην ξεπερνά το 10%. Η μη παρακολούθηση αφορά, ιδιαίτερα, τα Τμήματα των «κοινωνικών επιστημών» και φιλολογίας, από τα οποία τα εργαστηριακά μαθήματα είναι σχεδόν ανύπαρκτα. Την πρακτική αυτή την νομιμοποιούν τόσο οι φοιτητές, όσο και τα μέλη του εκπαιδευτικού προσωπικού. Οι μεν πρώτοι θεωρώντας ότι «τα θεωρητικά μαθήματα είναι εύκολα και δεν χρειάζονται παρακολούθηση», οι δε δεύτεροι, στηριζόμενοι στην έλλειψη χώρου και την υπεραριθμία των φοιτητών. Πράγματι, οι φοιτητές δεν εμφανίζονται στις αίθουσες, κατά τη διάρκεια των θεωρητικών μαθημάτων. Αντίθετα, εμφανίζονται, κατά τη διάρκεια των εξετάσεων, στο τέλος κάθε εξαμήνου. Αν και δεν έχουν γίνει μελέτες, που να μας δείχνουν με ακρίβεια τις πρακτικές των φοιτητών στις εξετάσεις, εντούτοις αυτό που φαίνεται να επικρατεί είναι η μελέτη των μαθημάτων στο παρά πέντε των εξετάσεων, με βάση τη μέθοδο της αποστήθισης του ενός συγγράμματος, και όχι την ολόχρονη προετοιμασία. Θα γράφαμε ότι εφαρμόζουν την πρακτική του σερβιτόρου, σύμφωνα με την οποία «θυμάται τις παραγγελίες κατά τη διάρκεια της παρουσίας του στη δουλειά και τις ξεχνάει μόλις απομακρυνθεί από αυτή». Όσον αφορά τη μέθοδο της αποστήθισης του ενός συγγράμματος, να υποστηρίξουμε ότι δεν σχετίζεται με την επιστήμη, πράγμα που σημαίνει ότι οι φοιτητές δεν μυούνται στην τελευταία. Δηλαδή, δεν μυούνται στον τρόπο μελέτης της πολύπλοκης φυσικής και φυσικο-κοινωνικής πραγματικότητας και στον τρόπο αναπαράστασής της. Περιορίζονται να μάθουν τι γράφει ένα βιβλίο, αποστηθίζοντάς το (Χαραλάμπους, 2001). Οι συνέπειες της πρακτικής της αποστήθισης του ενός συγγράμματος είναι μεγάλου μεγέθους: οι τελειόφοιτοι, κατά τη διάρκεια της επαγγελματικής τους ζωής δεν δρουν επιστημονικά (=ελεύθερα), αλλά δογματικά, ως κλειστά συστήματα (Morin, 1981). Στερούνται κάθε μορφής ευελιξίας. Οι αποφάσεις τους είναι καταστροφικές, διότι καθορίζονται από τη γνώση του ενός και μοναδικού βιβλίου και όχι της πολύπλοκης πραγματικότητας. Η μονομερής πολιτική δράση, που υποβαστάζεται στο δόγμα «ανήκομεν στη Δύση», και όταν ακόμη η τελευταία ακυρώνει την εθνική κυριαρχία της Ελλάδας, έχει ως πηγή της τη μέθοδο της αποστήθιση του ενός συγγράμματος, τη γνώση του ενός και μοναδικού βιβλίου. Κατά τον ίδιο τρόπο, ο θρησκευτικής μορφής δογματισμός των ορθόδοξων κομμουνιστικών κομμάτων έχει ως πηγή του τη μέθοδο της αποστήθισης και, πιο συγκεκριμένα, την αποστήθιση μερικών μαρξιστικών-λενινιστικών τσιτάτων (Morin, 1983).
Οι πρακτικές που περιγράψαμε, αφορούν τις βασικές και μεταπτυχιακές σπουδές. Όσον αφορά τις διδακτορικές, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι, κατά την περίοδο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, το επίπεδό τους έπεσε σε σχέση με τις πρώτες. Υπό κανονικές συνθήκες, οι φοιτητές θα έπρεπε, κατά τη διάρκεια των διδακτορικών σπουδών, να προσπαθούν να αναπτύξουν τις επιστημονικές τους ικανότητες, διδασκόμενοι επιστημολογία, φιλοσοφία της επιστήμης και τρόπους οικοδόμησης μακρο-ιστορικο-κοινωνικών γνωστικών αντικειμένων, (Μαντόγλου, Μελέτη, 2013). Η δυνατότητα αυτή αποκλείστηκε και στη θέση της, οι φορείς της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, οι πολυεθνικές επιχειρήσεις και οι κυβερνήσεις, ιδιαίτερα αμερικανικές και γερμανικές, επέβαλαν τις χρηματοδοτημένες έρευνες. Σύμφωνα με αυτές, τα γνωστικά αντικείμενα πρέπει να είναι μίκρο και όχι μακρο-ιστορικά, και να συλλαμβάνονται με τις τεχνικές μεθόδους των ερωτηματολογίων, των συνεντεύξεων, των πειραμάτων και της στατιστικής. Αυτού του είδους οι έρευνες κονιορτοποιούν το κοινωνικό αντικείμενο (το πολυδιασπούν μέχρι διάλυσης) και δημιουργούν αποτελέσματα, που εξυπηρετούν στιγμιαίες, και όχι μακροχρόνιες, ανάγκες των πολυεθνικών επιχειρήσεων και των κυβερνήσεων, όχι όμως και της επιστήμης.
Βέβαια, τα ανώτατα κρατικά στελέχη δεν επιλέγονται μόνο μέσα από τη δεξαμενή των πτυχιούχων, μεταπτυχιακών και διδακτόρων. Επιλέγονται, επίσης, μέσα από το μέλη του ακαδημαϊκού προσωπικού, τα οποία θα πρέπει, να αναπτύσσουν τις ικανότητες τους, με τη συστηματική μελέτη, κατά τη διάρκεια της ακαδημαϊκής τους καριέρας. Είναι αλήθεια ότι παρατηρούμε στις χώρες του κέντρου, μέχρι την άνοδο στην εξουσία των φορέων της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης κατά τις αρχές της δεκαετίας του 1980, ένα μέρος του ακαδημαϊκού προσωπικού να αναπτύσσεται στα πλαίσια της ειδικότητάς του, δημιουργώντας καινοτομική γνώση. Στην Ελλάδα, αντίθετα, δεν παρατηρούμε ούτε την ύπαρξη συστηματικών μελετητών, ούτε τη δημιουργία καινοτομικής γνώσης και άρα ούτε την πνευματική ανάπτυξη του ακαδημαϊκού προσωπικού. Από την εποχή του ελληνικού διαφωτισμού, κατά το δεύτερο ήμισυ του 18ου αιώνα (Δημαράς, 1980), και μέχρι τις μέρες μας, παρατηρούμε τους Έλληνες ακαδημαϊκούς να περιορίζονται στην αναπαραγωγή και διάδοση της γνώσης, που παράγεται στις χώρες του κέντρου, πράγμα που σημαίνει ότι συγκροτούνται ως μια ομάδα κομπραδόρων του πνεύματος (Χαραλάμπους, 2001). Όμως, εάν, από τη μια, οι ακαδημαϊκοί των χωρών του κέντρου παράγουν γνώση και, από την άλλη, αυτοί της Ελλάδας περιορίζονται να την αναπαράγουν και να τη διαδίδουν, τότε θα πρέπει να υποστηριχθεί ότι οι δεύτεροι λειτουργούν ως βοηθοί των πρώτων. Κατά την περίοδο που μελετάμε σ’ αυτό το άρθρο (από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 μέχρι τις μέρες μας), δεν θα μπορούσε να δημιουργηθεί καινοτομική γνώση (που σημαίνει μια ομάδα ακαδημαϊκών πρωτοπόρων της γνώσης), αφού όπως ήδη γράψαμε τα, Α.Ε.Ι. βασίζονται στη μέθοδο της αποστήθισης του ενός συγγράμματος και όχι στη μύηση στην επιστημονική πρακτική. Εξάλλου, από τις αρχές του 1960 και μέχρι το 1974, οπότε κατέρρευσε η στρατιωτική δικτατορία, τα πολιτικά καθεστώτα που επικρατούσαν (απουσία πολυκομματικής δημοκρατίας) δεν επέτρεπαν αυτή τη δημιουργία. Ισχυρές ανεξάρτητες προσωπικότητες, όπως είναι αυτές του Καστοριάδη και του Πουλαντζά, αναπτύχθηκαν στη Γαλλία όχι όμως και στο χώρο γέννησής τους, την Ελλάδα. Θα γράφαμε ότι τα πολιτικά καθεστώτα της Ελλάδας, κατ’ αυτή την περίοδο, κατάφεραν να γλιτώσουν από τον κριτικό έλεγχο, εξορίζοντας τον στη Γαλλία. Κατά την περίοδο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, που άρχισε με την άνοδο του Σημίτη στην εξουσία, πάλιν δεν δημιουργήθηκαν καινοτόμοι της γνώσης, αφού το πολυεθνικό κεφάλαιο, υπό την ηγεμονία του κερδοσκόπων, κατάφερε να εξαγοράσει το σύνολο, σχεδόν, του ακαδημαϊκού προσωπικού με τη συμμετοχή του σε χρηματοδοτημένες «έρευνες».
Βέβαια, ένα μέρος του ακαδημαϊκού προσωπικού έχει κάνει τις σπουδές του στα ευρωπαϊκά και βορειοαμερικανικά ανώτατα ιδρύματα. Όμως, ούτε και σ’ αυτό εντοπίζουμε συστηματικούς μελετητές και δημιουργούς καινοτομικής γνώσης. Στην πραγματικότητα, όταν κάποιος εντάσσεται στα Α.Ε.Ι. μπαίνει στην προοπτική του ελληνικού ακαδημαϊκού προσωπικού: περιορίζεται να αναπαράγει γνώση, αντιγράφοντας ξένα εγχειρίδια ή, όπως τα χαρακτηρίζουν, διδακτικά συγγράμματα.
Ηγέτες νάνοι και γιγαντιαία προβλήματα
Και για να συνοψίσουμε, τα ανώτατα στελέχη, στην Ελλάδα, παράγονται μέσα από:
- τη μη παρακολούθηση των μαθημάτων,
- τη μη μύηση στην επιστήμη,
- τη μέθοδο της αποστήθισης του ενός συγγράμματος,
- την κονιορτοποίηση του κοινωνικού αντικειμένου και όχι τη συγκρότηση μακρο-ιστορικο-κοινωνικών γνωστικών αντικειμένων,
- την απουσία συστηματικών μελετητών από το ακαδημαϊκό προσωπικό και
- την αναπαραγωγή της γνώσης, που παράγεται στις χώρες του κέντρου.
Συνέπεια αυτού είναι η μη ανάπτυξη των ικανοτήτων τους. Αρχίζουν, με την είσοδό τους στα Α. Ε. Ι., ως φοιτητές, φορέων κάποιων πρακτικών γνώσεων και τελειώνουν την ακαδημαϊκή τους καριέρα ολοκληρώνοντας τις πρακτικές τους γνώσεις. Δηλαδή, αρχίζουν ως ανολοκλήρωτοι πρακτικοί άνθρωποι και τελειώνουν ως ολοκληρωμένοι πρακτικοί άνθρωποι. Η μη μύηση στην επιστήμη, έχει ως αποτέλεσμα τη μη πρόκληση ρήξης με την πρακτική γνώση. Ή, για να το αποδώσουμε ακόμα καλύτερα, κατά τη διάρκεια των ακαδημαϊκών σπουδών, δεν επιτυγχάνεται η μετάβαση από την πρακτική στην επιστημονική γνώση. Κατά ένα γενικό τρόπο, τα ανώτατα στελέχη παράγονται με ικανότητες μικρότερου μεγέθους από τα προβλήματα που προορίζονται να αντιμετωπίσουν, κατά την ανάληψη των καθηκόντων τους, και ως εκ τούτου δεν μπορούν να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων. Οι όροι που χρησιμοποιούνται, πολύ συχνά, στον ημερήσιο και τον περιοδικό τύπο, όπως κοντοφθαλμισμός, αυτοσχεδιασμοί και ανικανότητα των ανωτάτων κρατικών υπαλλήλων, εξηγούνται από τον τρόπο παραγωγής τους στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα. Ο τελευταίος εξηγεί, επίσης, την ανικανότητα των πολιτικών ηγετών να διαμορφώσουν σχέδιο εξωτερικής πολιτικής, αμυντικό σχέδιο, σχέδιο οικονομικής ανάπτυξης ή, χειρότερα ακόμα, εθνικό σχέδιο, που τονίζεται όχι από λίγους μελετητές των ελληνικών πραγμάτων (Μαρκεζίνης, 2011, 2013, Νεάρχου, 2014, Γρίβας, περιοδικό Επίκαιρα.). Κατά ένα γενικό και σταθερό τρόπο, παρατηρούμε ότι, στην ιστορικο-κοινωνική πραγματικότητα της Ελλάδας, οι πολιτικοί ηγέτες, αλλά και οι σύμβουλοί τους ακαδημαϊκοί δάσκαλοι, στερούνται της ικανότητας να οικοδομήσουν θεωρίες, οι οποίες να αναπαριστούν μακρο-ιστορικές περιόδους. Η εμβέλεια τους περιορίζεται σε μικρομεγέθη. Ως υποκείμενα του πελατειακού συστήματος, φτάνει μέχρι το σημείο να αναπαριστούν και να ρυθμίζουν ατομικές περιπτώσεις.
Ο μέσος άνθρωπος ή, εκείνο το οποίο είναι το ίδιο, ο μέσος πολίτης, έχει επίγνωση των ορίων του: ξέρει τι γνωρίζει και τι αγνοεί, τι μπορεί και τι δεν μπορεί να πράξει, τι καθήκοντα μπορεί να αναλάβει και τι να αποφύγει. Τα ανώτατα κρατικά στελέχη και οι πολιτικοί ηγέτες διαθέτουν τόσο χαμηλό επίπεδο, που όχι μόνον αγνοούν τα όρια των ικανοτήτων τους, αλλά επίσης δεν έχουν επίγνωση ότι οδηγούν την Ελλάδα στην καταστροφή (Μαρκεζίνης, 2013). Αναφέρουμε ως παράδειγμα τον Σημίτη, ο οποίος μη έχοντας επίγνωση ότι η εξωτερική πολιτική, που χάραξε κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργίας του (Παράδοση του φίλου της Ελλάδας Οτσαλάν στον εχθρό της, την Τουρκία. Η μη ενδυνάμωση της άμυνας της Κύπρου μέσω της εγκατάσταση των ρωσικών πυραύλων S 300 στην Κύπρο. Η «κλοπή» των λαϊκών στρωμάτων, μέσω του χρηματιστηρίου την περίοδο 1999 - 2001. Η μετατροπή ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων στο Αιγαίο σε γκρίζες ζώνες. Η προσπάθεια διάλυσης της κυπριακής δημοκρατίας, μέσω του αγγλο-αμερικανικού σχεδίου Ανάν), οδηγούν στην καταστροφή, επιμένει μέχρι τις μέρες μας να μάς συμβουλεύει, μέσω της συγγραφής βιβλίων, πώς να αντιμετωπίσομε τα γιγαντιαία προβλήματα της Ελλάδας των δανειακών συμβάσεων - μνημονίων.
Ένα άλλο παράδειγμα είναι αυτό του Γεωργίου Παπανδρέου. Αυτός, ως πρωθυπουργός ενέταξε την Ελλάδα στο «πρόγραμμα σωτηρίας» του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, με το σκοπό να τη σώσει από το χρέος, τη διαφθορά και τους τεμπέληδες Έλληνες. Την οδήγησε, όμως, στην αποικιοποίησή της. Ο Γεώργιος Παπανδρέου, δεν διέθετε τις ελάχιστες πνευματικές ικανότητες, οι οποίες θα του επέτρεπαν να καταλάβει ότι όπου παρεμβαίνει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο δεν προκαλεί σωτηρία, αλλά καταστροφή (Klein, 2010.). Ο ίδιος, δεν μπορούσε να καταλάβει ότι το ρωσικό αέριο μείωνε την εξάρτηση από τις Η. Π. Α. και ακύρωσε τη συμφωνία της Ρωσίας με την Ελλάδα, που αφορούσε τη δημιουργία του αγωγού Μπουρκάς – Αλεξανδρούπολης. Κατά ένα γενικό τρόπο δεν καταλάβαινε ότι μια συμμαχία Ελλάδας – Ρωσίας θα διεύρυνε τη σχετική αυτονομία της πρώτης. Και όμως υπήρχε το ιστορικό προηγούμενο, σύμφωνα με το οποίο ο Μακάριος οικοδόμησε τη διεθνή ταυτότητα της Κύπρου, βασιζόμενος στη συμμαχία με τη Σοβιετική Ένωση και τις αδέσμευτες χώρες.
Ένα τρίτο παράδειγμα είναι αυτό της κυβέρνησης Σαμαρά και Βενιζέλου. Η κυβέρνηση αυτή, όπως και οι προηγούμενες κυβερνήσεις, επιδίδεται με φανατισμό να εφαρμόσει, χωρίς διαπραγμάτευση, τις επιταγές της λεγόμενης τρόικας (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και Διεθνές Νομισματικό Ταμείο) και δεν καταλαβαίνει το μέγεθος της καταστροφής που προκαλεί στην Ελλάδα. Και ένα τελευταίο παράδειγμα. Η κυβέρνηση Τσίπρα, προσπάθησε να βγάλει την Ελλάδα από την προοπτική που της καθόρισαν τα μνημόνια, παραμένοντας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στην Ευρωζώνη. Δεν κατάλαβε, παρά το ότι ειδοποιήθηκε από το Φωτόπουλο, μέσω ενός ισχυρού βιβλίου, από το 2010, ότι η καταστροφή της αγροτικής οικονομίας, αλλά και της κεφαλαιοκρατικής, υπήρξαν το αποτέλεσμα της ενσωμάτωσης της Ελλάδας σε αυτούς τους διεθνής οργανισμούς. Να υποστηρίξουμε ότι το σύνολο των μελών των μνημονιακών κυβερνήσεων έχει τόσο χαμηλό πνευματικό επίπεδο, που δεν είναι σε θέση να αντιληφθεί ότι η τάση οικοδόμησης της Ενωμένης Ευρώπης μέσω της Ευρωζώνης, αντικαταστάθηκε από την τάση δημιουργίας μιας Ευρώπης των κερδοσκόπων υπό την ηγεμονία της άρχουσας τάξης της Γερμανίας (η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δανείζει στους κερδοσκόπους με 1% και αυτοί μετατρέπουν τους λαούς της Ευρώπης σε αποικιοκρατούμενους, δανείζοντας τους μέχρι και 7%) και πολεμάει να την διασώσει, θυσιάζοντας ακόμη και την Ελλάδα. Αδυνατεί να συλλάβει ότι αυτό που θα μπορούσε να διασώσει την Ελλάδα είναι η δημιουργία μιας δυναμικής πολυμερούς συμμαχίας, η οποία θα στήριζε μια ενδεχόμενη επιστροφή στη δραχμή και στην εθνική ανεξαρτησία.
Σύμφωνα με τους μνημονιακούς ηγέτες, σε κάθε περίπτωση, η Ελλάδα δεν θα πρέπει, να αποχωρήσει από την Ευρωζώνη και την Ενωμένη Ευρώπη. Έξω από αυτές είναι η καταστροφή. Όμως, η συμμετοχή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στη λεγόμενη Τρόικα, σηματοδοτεί την αναίρεση της δέσμευσης οικοδόμησης της Ενωμένης Ευρώπης και την ένταξή της τελευταίας στην προοπτική της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Ένταξη, εξάλλου η οποία έλαβε χώρα με το άνοιγμα των ευρωπαϊκών συνόρων σε χώρες εκτός Ευρώπης. Η αναίρεση της πιο πάνω δέσμευσης εντοπίζεται, επίσης, και από το γεγονός ότι οι διαμορφωτές των πολιτικών της επιλογών, δεν υποστηρίζουν την Κυπριακή Δημοκρατία και την Ελλάδα, που είναι ισότιμα μέλη της Ενωμένης Ευρώπης, αλλά την Τουρκία, η οποία αφού πρώτα κατάκτησε το Βόρειο τμήμα της Κύπρου, τώρα διεκδικεί συνεκμετάλλευση των υδρογονανθράκων της (Σιδέρης, 22/01 – 28/01/2015, σ. 43-45). Η μη κατανόηση της δυναμικής της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, ακυρώνει τη δυνατότητα αντίδρασης της Ελλάδας και της Κύπρου στις «ευρωπαϊκές πολιτικές», που παραχωρούν τα εθνικά κυριαρχικά τους δικαιώματα στις χώρες του κέντρου και την Άγκυρα.
Οι πολιτικοί ηγέτες της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ , υποστήριξαν την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στην Ευρωζώνη, με το σκοπό να κατοχυρώσουν την ανάπτυξη της Ελλάδας. Θα δημιουργούσαν, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς τους τη «Μεγάλη Ελλάδα». Διέστρεφαν την πραγματικότητα. Δεν καταλάβαιναν το μέγεθος της καταστροφής, που προετοίμαζαν οι επιλογές τους. Αγνοούσαν ότι το άνοιγμα των αγορών διεκδικείται από τις ισχυρές οικονομικά χώρες (τον 19ο αιώνα από τη Μεγάλη Βρετανία και τον 20ο από τις Η.Π.Α.) και καταστρέφει τις αδύνατες, ότι οι χώρες με υψηλή παραγωγικότητα τις εργασίας καταστρέφουν τις χώρες με χαμηλή παραγωγικότητα. Κατά ένα γενικό τρόπο, δεν διέθεταν την αντιληπτική ικανότητα να συλλάβουν τα προβλήματα που δημιουργούν οι «ελεύθερες αγορές». Και όμως υπήρχε η οικονομική ιστορία του 19ου και μέρους του 20ου (Rosanvallon, 2014)
Βέβαια, μετά την οικονομική και κοινωνική καταστροφή (η Ελλάδα από αυτάρκης στα αγροτικά προϊόντα, ανέβασε το έλλειμμα της στο 80%, φυγή 400.000.000 πτυχιούχων, άνεργοι 1.500.000, αυτοκτονίες πέραν των 5.000, κλπ), οι πιο πάνω πολιτικοί ηγέτες, θα μπορούσαν να κάνουν αυτοκριτική. Αυτό, όμως, δεν αποτελεί στοιχείο της κουλτούρας τους. Θωρακισμένοι μέσα στις κρατικές λιμουζίνες, που αξίζουν μέχρι και 750.000 ευρώ, επιμένουν να υποστηρίζουν, ακόμη, ότι δεν θα πρέπει να ανησυχούμε, διότι οικοδομείται η «Μεγάλη Ελλάδα»…Θα γράφαμε, ότι είναι άνθρωποι αντικοινωνικοί και ηθικά διεστραμμένοι.
Δεν θα επιμείνουμε άλλο στο θέμα των ικανοτήτων των μνημονιακών κυβερνήσεων. Περιοριζόμαστε να αναφέρουμε ένα ισχυρό παράδειγμα μηδενικής αντιληπτικής ικανότητας, γράφοντας ότι αυτές οι κυβερνήσεις αποδέχτηκαν την πρόταση της Τρόικας να περικοπούν οι αμυντικές δαπάνες της Ελλάδας, ακριβώς τη στιγμή που η Τουρκία γίνεται πιο απειλητική, ενδυναμώνοντας τον ναυτικό πολεμικό της στόλο στο Αιγαίο.
Ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α., θεωρεί ότι «διαθέτει το άξιο και εξειδικευμένο στελεχικό δυναμικό, κορυφαίους επιστήμονες και πανεπιστημιακούς, με διεθνή καταξίωση, πολιτική εμπειρία και αγωνιστική ετοιμότητα να εφαρμόσουν με επιτυχία …το κυβερνητικό πρόγραμμα», το οποίο συγκροτείται ως αντιμνημονιακή επιλογή (από τις προγραμματικές δηλώσεις του Τσίπρα πριν από τις εκλογές των 17 Ιουνίου 2012, Εφημερίδα «Εποχή», 3 Ιουνίου, 2012, σ. 8). Η αναπαράσταση αυτή, μας δείχνει ότι οι πολιτικοί ηγέτες του ΣΥ.ΡΙΖ.Α., όχι μόνο δεν έχουν συνείδηση του τρόπου παραγωγής από την Ανώτατη Εκπαίδευση των στελεχών της Ελλάδας, αλλά επίσης τον νομιμοποιούν. Ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α., παρουσιάζεται ως αριστερό κόμμα, νομιμοποιεί όμως τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής των ανωτάτων στελεχών. Εάν, ο τελευταίος παράγει στελέχη, τα οποία μπαίνουν στην προοπτική του κεφαλαιοκρατικού πολιτισμού, τότε και τα στελέχη του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. είναι κεφαλαιοκρατικά, αφού δημιουργήθηκαν στα πλαίσια του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής των ανθρώπων. Όσον αφορά την αντιληπτική ικανότητα των στελεχών του πιο πάνω κόμματος, θα γράφαμε ότι είναι υπεραπλουστευμένη. Δεν αντιμετωπίζουν τον ανθρωπο-κοινωνικό σχηματισμό ως ένα σύστημα φύλων, γενεών και τάξεων, που συγκροτούνται σε έθνος – κράτος. Θεωρούν πως η μόνη σημαντική σχέση είναι η ταξική. Σύμφωνα, με τους Βωβού, Θεοδωρίδη, Μηλιό (24 Δεκεμβρίου 2006) οι εμμονές περί έθνους είναι ασυμβίβαστες με τη μαρξιστική θεώρηση της ιστορίας. Ο αληθινός διαχωρισμός των λαών είναι ο ταξικός και όχι ο εθνικός.
Η μη σύλληψη της πολυπλοκότητας του ανθρωπο-κοινωνικού σχηματισμού από τα ανώτατα στελέχη του ΣΥ.ΡΙΖ.Α., έχει ως συνέπεια να μην βλέπουν την τουρκική απειλή στο Αιγαίο και την Κύπρο. Δεν βλέπουν, επίσης, ότι οι τουρκοκύπριοι εργάτες, το 1974, δεν έδρασαν ως εργάτες αλληλέγγυοι των Ελληνοκυπρίων εργατών, αλλά ως Τούρκοι εθνικιστές, που πήραν τα όπλα και, μαζί με το στρατό της Τουρκίας, κατέλαβαν το Βόρειο τμήμα της Κύπρου (Μελέτη, 2008, σ. 113-132).
Θα μπορούσε να υποστηριχθεί, ότι οι πολιτικοί ηγέτες του ΣΥ.ΡΙΖ.Α, δεν καταλαβαίνουν τους μεγάλους, καταστροφικούς κινδύνους της εποχής μας, διότι περιορίστηκαν να διεκδικήσουν την εξουσία με το σκοπό να ανακόψουν την πορεία της μνημονιακής Ελλάδας προς την καταστροφή και να αποκαταστήσουν την κεϋνσιανή αναπτυξιακή πολιτική και το κοινωνικό κράτος. Δεν υποτιμάμε ούτε την προσπάθεια ανακοπής της καταστροφής, ούτε την κεϋνσιανή κριτική των οικονομικών πολιτικών της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Εξάλλου, την κριτική αυτή την κάνουν και μεγάλοι κεϋνσιανοί οικονομολόγοι, όπως οι Stiglitz (2003, 2011, 2012), Κρούγκμαν (1994, 2000), Νεγρεπόντη-Δελιβάνη (2010), Βεργόπουλος, (1999). Όμως, η κεϋνσιανή οικονομική πολιτική και το κοινωνικό κράτος, δεν είναι δυνατόν να αποτελέσουν, στις μέρες μας, μια εναλλακτική πρόταση, η οποία να δημιουργεί ελπίδα. Είναι δυνατόν, αντίθετα, να δημιουργήσουν αυταπάτες και ψευδαισθήσεις, οι οποίες συγκαλύπτουν την καταστροφική πορεία και τη λογική του καπιταλισμού. Βέβαια, η κεϋνσιανή οικονομική πολιτική και το κοινωνικό κράτος συνέβαλαν, κατά τη μεταπολεμική περίοδο, στην καλυτέρευση του βιοτικού επιπέδου των λαϊκών μαζών, στις χώρες του κέντρου. Όμως, δεν συνέβαλαν, ταυτόχρονα, στην ανακοπή του καταστροφικού έργου της κεφαλαιοκρατικής δράσης. Δεν ανέκοψαν ούτε την καταστροφή της φύσης, ούτε την απογύμνωση της οικογένειας από τις λειτουργίες της, που την οδηγεί σε εξάρθρωση, αλλά ούτε και την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Η σήψη των δυτικών κοινωνιών συνεχίζει να βαθαίνει και εντοπίζεται μέσα από: α) την επιλογή των γυναικών (που τους δημιουργήθηκε από τον καπιταλισμό) να μην κάνουν παιδιά και να διεκδικούν μια θέση στο δημόσιο χώρο, β) την εξάρθρωση της οικογένειας και την άρνηση των φορέων του κεφαλαίου να καταβάλουν τις εισφορές, που τους αναλογούν, για την τεκνοποίηση, πράγμα που έχει ως συνέπεια τη μη αναπαραγωγή της ανθρώπινης ζωής, στην οποία περιλαμβάνεται και η μη αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης, και γ) το γάμο των ομοφυλοφίλων. Δεν αμφισβητούμε την προσπάθεια των νεοφιλελεύθερων κυβερνήσεων να νομιμοποιήσουν την ομοφυλοφιλική σχέση, θεωρώντας την ως ανθρώπινο δικαίωμα. Όταν, όμως, προσπαθούν να την θεσμοθετήσουν, μέσω του γάμου, ακριβώς σε μια περίοδο όπου οι συγκρουσιακές σχέσεις των φύλων οξύνονται, η οικογένεια, ο βασικός τόπος δημιουργίας της ανθρώπινης ζωής, οδεύει προς τη διάλυση και οι φορείς του κεφαλαίου αρνούνται να καταβάλουν τις εισφορές που τους αναλογούν για την αναπαραγωγή του ανθρώπινου είδους, τότε δημιουργείται ένα γιγαντιαίο πρόβλημα, το οποίο μπορεί να αναπαρασταθεί με την έννοια της σήψης του κεφαλαιοκρατικού συστήματος (Αταλί, 2009).
Μια εναλλακτική πρόταση, θα πρέπει να δείχνει με ισχυρά επιχειρήματα όχι μόνο την πτωχοποιητική και εκμεταλλευτική λειτουργία του κεφαλαίου, αλλά και τον καταστροφικό του ρόλο. Αυτό που προέχει στις μέρες μας, δεν είναι η επιστροφή στην προοδευτική φορολογία και την αποκατάσταση του κοινωνικού κράτους, αλλά η εξουδετέρωση της καταστροφικής δράσης του κεφαλαίου, αυτής που υπερθερμαίνει τον πλανήτη και καταστρέφει το θεσμό της δημιουργίας της ανθρώπινης ζωής, την οικογένεια. Προέχει, επίσης, η επιστροφή του πλούτου στην κοινωνία, η κοινωνικοποίησή του, χωρίς την οποία δεν είναι δυνατόν να ανακοπεί και η καταστροφική πορεία των κεφαλαιοκρατών. Εάν η ατομική πρωτοβουλία, η οποία βασίζεται στην ατομική κεφαλαιοκρατική ιδιοκτησία, προκαλεί την καταστροφή της φύσης και της ανθρώπινης ζωής, τότε η κοινωνικοποίηση του πλούτου θα πρέπει να δημιουργεί την ανάπτυξή τους. Η πρόταση αυτή μας βοηθάει να δούμε ότι η πρόταση του ΣΥ.ΡΙΖ.Α να ανακοπεί η οικονομική πολιτική της λιτότητας και η μετατροπή της Ελλάδας σε νεοαποικία, που επιβάλλουν οι κερδοσκόποι και η Γερμανία, και να αποκατασταθεί η κεφαλαιοκρατική ανάπτυξη (=καταστροφή), δεν πρόκειται, μακροχρόνια, να δημιουργήσει κανένα θετικό αποτέλεσμα αν δεν ενσωματωθεί σε ένα πρόταγμα ανακοπής της τελευταίας.
Ο Τσίπρας, εξαγγέλλοντας ότι θέλει να ανασυγκροτήσει την Ελλάδα στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης, ακύρωσε τη διαπραγματευτική του ικανότητα. Στην πραγματικότητα παραδόθηκε χωρίς να δώσει τη μάχη.
Είναι αλήθεια, ότι ο λαός δεν έδωσε εντολή, στην κυβέρνηση ΣΥ.ΡΙΖ.Α - ΑΝ.ΕΛ., να έρθει σε ρήξη με την Ευρώπη. Όμως, δεν είναι σίγουρο ότι ο λαός γνωρίζε το πραγματικό διακύβευμα. Ότι, η άρχουσα τάξη της Ευρώπης είχε σκοπό να μετατρέψει την Ελλάδα σε νεοαποικία, υπό τη μορφή της οικονομικής ζώνης ελεύθερου εμπορίου, όπου η μαζική ανεργία, οι μαζικές μεταναστεύσεις και οι μισθοί, θα συγκροτούν τη νέα προσωπικότητα της ελληνικής κοινωνίας, και θα επαγγέλλονται τη δημιουργία τενεκεδομαχαλλάδων, δηλαδή μόνιμης φτώχειας. Εξάλλου, αυτό είναι το μήνυμα που μας στέλνουν, εδώ και τριάντα χρόνια, οι φορείς της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Το διακύβευμα είναι γιγαντιαίου μεγέθους και γι’ αυτό η διαμόρφωση της βούλησης ρήξης με την Ευρώπη είναι αναγκαία. Αυτή, ωστόσο, δεν είναι δυνατόν να αποπειραθεί χωρίς ειλικρινή ενημέρωση του λαού που θα τη στηρίξει.
Σε κάθε περίπτωση, για να επιτύχει η ανακοπή της καταστροφής της Ελλάδας από τους διεθνείς κερδοσκόπους και την κυβέρνηση της Γερμανίας, θα πρέπει, οι ΣΥ.ΡΙΖ.Α - ΑΝ.ΕΛ να δημιουργήσουν τόσο στο εσωτερικό, όσο και στο εξωτερικό, έναν ευνοϊκό συσχετισμό δυνάμεων. Ήδη γνωρίζουμε ότι ο Σόιμπλε, ο Υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας, αντλεί μεγάλο μέρος της αδιαλλαξίας του, μέσα από τη συμμαχία του με τη νεοφιλελεύθερη-νεοφασιστική ομάδα των Σαμαρά, Λαζαρίδη, Γεωργιάδη και Μπαλτάκο. Μια αντιμνημονιακή συμμαχία μεταξύ των ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ και της καραμανλικής τάσης της Νέας Δημοκρατίας, θα δημιουργούσε ένα αρραγές εθνικό μέτωπο και θα αναιρούσε, σε μεγάλο βαθμό, την πιο πάνω αδιαλλαξία ακυρώνοντας, ταυτόχρονα, τις προσδοκίες της γερμανικής κυβέρνησης για ανατροπή της ελληνικής επιλογής. Οι εξωτερικές συμμαχίες είναι δυνατόν να οικοδομηθούν ενάντια στην οικονομική πολιτική της λιτότητας και το δημοσιονομικό σύμφωνο, μέσω των οποίων η Γερμανία προσπαθεί να πετύχει ό, τι δεν κατάφερε να κάνει τον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Στον τελευταίο απέτυχε να μετατρέψει την Ευρώπη σε αποικία της (Mazower, 2001). Στις μέρες μας, φαίνεται, να το πετυχαίνει με τη συμμαχία των κυρίαρχων τάξεων των άλλων ευρωπαϊκών κρατών, μετατρέποντάς την, άρρητα, σε νεοαποικία, αρχίζοντας από τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου.
Ο Πρωθυπουργός της Ελλάδας, Αλέξης Τσίπρας, σ’ ένα λόγο του αναφέρθηκε στη δημιουργία ελπίδας και σ’ έναν άλλο, στην αποκατάσταση της αξιοπρέπειας και της υπερηφάνειας των πολιτών, και η συγκίνηση που προκάλεσε, δεν ήταν μικρού μεγέθους. Του εξασφάλισε την υποστήριξη του 76% του πληθυσμού. Θα πρέπει, ωστόσο, να τονίσουμε ότι αυτές δεν κατακτώνται με το να κλείσομε το ελληνικό ζήτημα στα τεχνοκρατικά πεδία του Eurogroup, αλλά με το να ορθώσουμε το ανάστημα μας και δείχνοντας ότι δεν επιλέγουμε το δρόμο της υποταγής, αλλά αυτόν της εθνικής ανεξαρτησίας και αξιοπρέπειας. Ο Πρωθυπουργός Τσίπρας δεν επέλεξε αυτό το δρόμο. Η μετατροπή του Όχι του δημοψηφίσματος, του Ιούλη του 2015, σε Ναι, έδειξε τα όριά του, ότι δεν έχει τη βούληση να ξεπεράσει την ενδοτική πολιτική.
Μια ενδεχόμενη έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ, θα έθετε σε κίνδυνο την «Ευρωπαϊκή Ένωση», την οποία, απ’ ότι φαίνεται, η κυβέρνηση ΣΥ.ΡΙΖ.Α - ΑΝ.ΕΛ θέλει να διασώσει. Όμως, αυτή η διάσωση είναι επικίνδυνη τόσο για την ίδια την Ελλάδα, όσο και τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, αφού η «Ευρωπαϊκή Ένωση», τους καταργεί κάθε αυτονομία και τις μετατρέπει σε αποικίες της Γερμανίας. Εξάλλου, γιατί θα πρέπει να διασωθεί το ευρώ και η «Ευρωπαϊκή Ένωση», εάν ο ευρωπαϊκός Βορράς, υπό την ηγεσία της Γερμανίας, στήνει τους μηχανισμούς μετατροπής του ευρωπαϊκού Νότου σε αποικία του; Κατά τον ίδιο τρόπο, γιατί η Ελλάδα θα πρέπει να παραμείνει στο ΝΑΤΟ, εάν η ηγεμονική δύναμη των ΗΠΑ, ως «σύμμαχος» χώρα, αρνείται να την προστατεύσει από την άλλη «σύμμαχο» χώρα, την Τουρκία, η οποία διεκδικεί ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα; Και, όμως, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, θα μπορούσε να δοκιμάσει μια πολυμερή εξωτερική πολιτική, ανοίγοντας προς τις χώρες των BRICS (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα, Νότιος Αφρική).
Η παραμονή στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στην Ευρωζώνη, δεν αποτελεί μονόδρομο. Είναι μια ενδοτική πολιτική, η οποία υποθηκεύει την εθνική ανεξαρτησία της Ελλάδας. Θα μπορούσε να χαραχθεί μια συγκρουσιακή πολιτική, πρώτον, εγγράφοντας στον κρατικό προϋπολογισμό τις γερμανικές οφειλές του δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, έτσι όπως προτείνει με ένα του βιβλίο, από το 2012, ο Μαριάς, δεύτερον, απαιτώντας, σύμφωνα με τον Φίλια, το συμψηφισμό του ελληνικού χρέους με τις γερμανικές οφειλές, αλλά και καταγγέλλοντας τη Γερμανία, όπως τονίστηκε συχνά, ότι πριν ακόμη η Ελλάδα αναλάβει από τις ζημιές που της προκάλεσε με τον πιο πάνω Πόλεμο, ξαναέρχεται να την καταβαραθρώσει μέσω ενός χρέους, από το οποίο το μεγαλύτερο του μέρος είναι παράνομο.
Βασιζόμενοι στα όσα έχουμε γράψει διατυπώνουμε την πρόταση σύμφωνα με την οποία, τα Α. Ε. Ι. παράγουν ανώτατα στελέχη και πολιτικούς ηγέτες με ικανότητες καταστροφής. Ας αναφέρουμε όμως και άλλα παραδείγματα χαμηλής αντιληπτικής ικανότητας. Τα Α. Ε. Ι. μπορούν να θεωρηθούν ως ένα πεδίο, το οποίο είναι πλήρες από τέτοια. Το εκπαιδευτικό προσωπικό, περιορίζει κατά κανόνα τη δραστηριότητά του στη «συγγραφή» (=αντιγραφή) εγχειριδίων διδασκαλίας. Οι συστηματικές μελέτες, με το σκοπό να δημιουργηθεί καινοτομική γνώση απουσιάζουν. Εντοπίζουμε, κατ’ εξαίρεση, δημιουργία μονογραφιών, οι οποίες συγκροτούνται ως αποτέλεσμα εφαρμογής εισαγόμενων από τις χώρες του κέντρου θεωριών, όχι όμως και δημιουργίας νέων θεωριών.
Ένα γενικευμένο φαινόμενο χαμηλής αντιληπτικής ικανότητας, εντοπίζουμε στα Τ.Ε.Ι. Αναφέρουμε δύο τυπικά παραδείγματα. Πρωτοβάθμιος Καθηγητής και Πρόεδρος του περιφερειακού Τ.Ε.Ι. Μ., δεν είχε εμφανίσει ούτε ένα άρθρο στο βιογραφικό του. Σύμφωνα και με το νόμο, είχε προσόντα για να εκλεγεί στην κατώτερη βαθμίδα, αυτή του Καθηγητή Εφαρμογών, δηλαδή ως βοηθός. Το προσόν όμως του κομματόσκυλου, τον έκανε και Πρωτοβάθμιο Καθηγητή και Πρόεδρο του Τ.Ε.Ι. Ένα άλλο κομματόσκυλο, με ένα άρθρο στο βιογραφικό του, κατάφερε να γίνει (εξελέγη πανηγυρικά) ταυτόχρονα Πρωτοβάθμιος Καθηγητής και σχεδόν μόνιμος Πρόεδρος του ίδιου περιφερειακού Τ.Ε.Ι. Το χαρακτηριστικό του κομματόσκυλου, φαίνεται είναι το τυπικό προσόν των πρωτοβάθμιων καθηγητών και των προέδρων. Εκπαιδευτικός, στο περιφερειακό Τ. Ε. Ι. Π. εξελίχθηκε από Επίκουρος Καθηγητής σε πρωτοβάθμιο και έγινε Πρόεδρος μέσα σε έξι χρόνια, περίπου, με συγγραφικό έργο ανύπαρκτο. Το κενό το κάλυψε (αφού είναι κάποιος υπόχρεος να εμφανίσει τη συγγραφική του δουλεία κατά την εξέλιξη από τη μια βαθμίδα στην άλλη) με τρεις μη αυτόνομες ανακοινώσεις σε συνέδρια και μία μη αυτόνομη δημοσίευση άρθρου. Τα προσόντα του, σύμφωνα με το νόμο, ήταν, κατά τρόπο αμφιλεγόμενο, αυτά του Επίκουρου Καθηγητή. Δεν θα επιμείνουμε, όμως, άλλο. Ο αναγνώστης εύκολα μπορεί να φανταστεί τα προσόντα των άλλων εκπαιδευτικών, αν του επισημάνουμε ότι κατά κανόνα δεν προσλαμβανόταν άνθρωπος αν δεν ορκιζόταν πίστη στους Σημίτη, Γεώργιο Παπανδρέου ή, για να το γράψουμε συνοπτικά, σε κάποιο ανώτατο στέλεχος του ΠΑΣΟΚ ή, καμιά φορά, και άλλου κόμματος ή, ακόμη, και σε κάποιο μητροπολίτη.
Αυτό που έριξε κατακόρυφα το πνευματικό επίπεδο του ακαδημαϊκού προσωπικού, είναι, ιδιαίτερα κατά την περίοδο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, η εγκατάλειψη της μονογραφίας, για την εξέλιξη στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, και η αντικατάστασή της με τη συγγραφή άρθρων, βασισμένων σε χρηματοδοτημένες έρευνες. Αυτά τα άρθρα, γράφονται με τη χρήση τυποποιημένων τεχνικών, όπως είναι π. χ. το SPSS, και παράγουν αποτελέσματα επιφανειακά και εφήμερα. Τα γνωστικά αντικείμενα που προσεγγίζουν, δεν αφορούν την ιστορικο-κοινωνική πραγματικότητα. Αφορούν τεχνικά θέματα, που κονιορτοποιούν το κοινωνικό αντικείμενο και διαμορφώνονται με συνεντεύξεις και ερωτηματολόγια, με βάση τις ανάγκες των χρηματοδοτών της έρευνας.
Μπορούμε να υπολογίσουμε την ποιότητα των συγγραφέων-ακαδημαϊκών αυτών των άρθρων, αν φανταστούμε «ερευνητές», που δεν μελέτησαν ποτέ την ανθρωπο-κοινωνική ιστορία των σύγχρονων Ελλήνων (αυτήν της μικρασιατικής Καταστροφής, του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, του Εμφυλίου Πολέμου, του ξεπουλήματος της Κύπρου), προσπαθούν όμως να καταλάβουν τους Έλληνες, μέσα από πειράματα, ερωτηματολόγια και συνεντεύξεις, αλλά και τη στατιστική. Ένα παράδειγμα άγνοιας της ελληνικής ανθρωπο-κοινωνικής ιστορίας ή, θα γράφαμε καλύτερα, ξώφαλτσης γνώσης της, είναι η εργασία της Ελένης Λύτρα και του Χάρη Ψαλτή με τίτλο: Πρώην μικτά χωριά της Κύπρου: αναπαραστάσεις του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος, 2011. Σκοπός της μελέτης (η οποία μπαίνει στην προοπτική των Τουρκοκυπρίων κατακτητών που θεωρούν ότι η Κύπρος δεν ανήκει στους Ελληνοκύπριους κατοίκους της, αλλά κατά τρόπο ισότιμο στις «δύο κοινότητές της: την Ελληνοκυπριακή και την Τουρκοκυπριακή - Kizilyurek, 2009) είναι: η γνώση των σχέσεων των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων, ο τονισμός των «φιλικών» σχέσεων που είχαν μεταξύ τους πριν το διαχωρισμό τους το 1964, και η ένταξη τους στην προοπτική επίλυσης του κυπριακού προβλήματος. Αυτό που δεν μελέτησαν και άρα αγνοούν οι συγγραφείς είναι ότι:
- πρώτον, οι Τουρκοκύπριοι υπάρχουν στην Κύπρο, μέχρι το 1914, ως κατακτητές Οθωμανοί,
- δεύτερον, κατά την περίοδο που αρχίζει με την προσάρτηση της Κύπρου στη Μεγάλη Βρετανία, το 1914, και τελειώνει με την ανακήρυξη της «ανεξαρτησίας» της Κύπρου, το 1960, οι Τουρκοκύπριοι και οι Ελληνοκύπριοι, οι οποίοι αποτελούσαν τις δύο μειονότητες του αγγλικού αποικιοκρατικού καθεστώτος, δεν μπήκαν στην κοινή προοπτική ενός αντιαποικιακού αγώνα, πράγμα που θα έδειχνε τη διάθεσή τους οικοδόμησης μιας κοινής πατρίδας. Αντίθετα, οι μεν Ελληνοκύπριοι μπήκαν στην προοπτική αποτίναξης του αγγλικού ζυγού και της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα, οι δε Τουρκοκύπριοι συνεργάστηκαν με το αποικιοκρατικό καθεστώς ενάντια στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα των Ελληνοκυπρίων, διεκδικώντας ταυτόχρονα, μαζί με την Άγκυρα, τη διχοτόμηση του νησιού μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας,
- τρίτον, οι «φιλικές» σχέσεις μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, ίσχυαν στο βαθμό που οι πρώτοι δεν έθεταν υπό αμφισβήτηση την κυριαρχία των δεύτερων,
- τέταρτον, οι Τουρκοκύπριοι ουδέποτε είχαν αποδεχτεί ένα ρόλο μη κατακτητή στην Κύπρο. Δεν είχαν ποτέ αποδεχτεί μια δίκαιη λύση του κυπριακού προβλήματος, με βάση το σεβασμό των κατοίκων της Ελληνοκύπριων, οι οποίοι αποτελούσαν και τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού, το 82%,
- πέμπτον, το 1974, οι Τουρκοκύπριοι πήραν τα όπλα και σε συνεργασία με τον τουρκικό στρατό κατέλαβαν, ως νέοι κατακτητές, το Βόρειο τμήμα της Κύπρου,
- έκτον, εάν οι Τουρκοκύπριοι ήθελαν να λυθεί το κυπριακό πρόβλημα, κατά τρόπο δίκαιο, ή, πιο σωστά, να οικοδομήσουν μια κοινή κυπριακή πατρίδα, θα έπρεπε, μετά το 1974, μαζί με τους Ελληνοκυπρίους να ορίσουν ως κοινό αντίπαλο την Τουρκία ως κατακτήτρια χώρα, και όχι να προσπαθούν να νομιμοποιήσουν την κατάκτηση της Κύπρου με τη διάλυση της Κυπριακής δημοκρατίας, μέσω των αγγλοαμερικανικών σχεδίων, τύπου Ανάν,
- έβδομον, η επίλυση του κυπριακού προβλήματος, δεν είναι δυνατόν να είναι δίκαιη με τη διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, αλλά με έναν αγώνα εθνικοαπελευθερωτικό ενάντια στην κατάκτηση της Κύπρου από την Τουρκία και τους Τουρκοκύπριους (Μελέτη, 2008).
Οι πιο πάνω προτάσεις μας δείχνουν ότι η αναζήτηση, στις μέρες μας, ενός κοινού εδάφους, μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, για την οικοδόμηση ενός ενιαίου κράτους, έστω και διζωνικού -δικοινοτικού, δεν είναι παρά μια πρακτική ανόητη, που το μόνο που πετυχαίνει είναι η νομιμοποίηση της κατάκτησης της Κύπρου από την Τουρκία και τους Τουρκοκυπρίους.
Βέβαια, το σύνολο του εκπαιδευτικού προσωπικού, των Α. Ε. Ι., περιορίζεται στο να εισάγει τη γνώση. Με αυτό, δεν ισχυριζόμαστε, ταυτόχρονα, ότι υπάρχει μια πλήρης ομοιογένεια στο εσωτερικό του. Εντοπίζουμε προσωπικότητες, οι οποίες κατάφεραν, με τη συστηματική τους δουλεία, να ξεχωρίσουν από τη συντριπτική πλειοψηφία, θα γράφαμε από το κοπάδι, που αρκείται στο να επαναλαμβάνει εισαγόμενη εγχειριδιακή γνώση. Αναφέρουμε ως παραδείγματα τους Βασίλη Φίλια (πρώην καθηγητή κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου), Γιώργο Κασιμάτη (πρώην καθηγητή συνταγματικού δικαίου, του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου) και Κωνσταντίνο Γρίβα (διεθνολόγος, τακτικός αρθογράφος του περιοδικού Επίκαιρα). Οι ακαδημαϊκοί αυτοί, κατάφεραν, πρώτον, με τη συστηματική τους δουλεία, να αφομοιώσουν πολύπλοκες εισαγόμενες γνώσεις, δηλαδή να αναπτύξουν την αντιληπτική τους ικανότητα, και, δεύτερον, να κάνουν δημιουργική κριτική στις πολιτικές επιλογές των ελληνικών κυβερνήσεων, ιδιαίτερα των μνημονιακών, και να διαμορφώσουν τολμηρές προτάσεις επίλυσης ζωτικών προβλημάτων της Ελλάδας. Αναφέρουμε, ενδεικτικά, έργα των συγγραφέων μέσα στα οποία εντοπίζεται η τόλμη και η κριτική τους διάθεση. Βασίλης Φίλιας, Από την εξαχρείωση στην εξαθλίωση, Α. Α. Λιβάνη, 2013, Γιώργος Κασιμάτης, Το απάνθρωπο καθεστώς δανεισμού της Ελλάδας, Α. Α. Λιβάνη, 2014, Κωνσταντίνος Γρίβας, βλέπε το σύνολο των άρθρων του στο περιοδικό Επίκαιρα, κατά τη μνημονιακή περίοδο. Κατ, αντίθεση με αυτούς, «μεγάλοι πνευματικοί ταγοί», του ακαδημαϊκού και καλλιτεχνικού πεδίου, όπως οι Τσουκαλάς, Μπαμπινιώτης, Σαββόπουλος και Ρουβάς , έγιναν φανατικοί υποστηριχτές των δυναστών τους, των κερδοσκόπων και της Γερμανίας, ψηφίζοντας Ναι στα μνημόνια, κατά το δημοψήφισμα του Ιουλίου του 2015.
Η χαμηλή αντιληπτική ικανότητα των ανωτάτων στελεχών και των ηγετών, δεν αποτελεί μια ελληνική ιδιομορφία. Στις μέρες μας, έγινε πανευρωπαϊκό φαινόμενο. Η ιδιομορφία της Ελλάδας συνίσταται στο ότι κατά τρόπο σταθερό τα Α. Ε. Ι. παράγουν αυτή την ικανότητα. Κατά τους δύο αιώνες, περίπου, της ιστορίας τους, δεν παρατηρούμε καμία ποιοτική μετάλλαξη. Να τονίσουμε, επίσης, ότι η Ελλάδα, συγκρινόμενη με τις χώρες του κέντρου, δεν διαμορφώνει μια αυτόνομη ακαδημαϊκή σκέψη. Η γνώση που διαδίδεται, τεχνική ή επιστημονική, στα πλαίσια των Ανωτάτων Ιδρυμάτων, είναι εισαγόμενη από τις χώρες του κέντρου (Χαραλάμπους, 2001). Αυτή η κατάσταση έχει ως συνέπεια τη διαμόρφωση μιας σταθερής πνευματικής εξάρτησης της Ελλάδας στις τελευταίες, πράγμα που σημαίνει, σε τελευταία ανάλυση, ότι δεν συγκροτεί και μια αυτόνομη ιστορική προοπτική. Η πνευματική εξάρτηση, επιτυγχάνεται και αναπαράγεται μέσα από τη διαμόρφωση των στάσεων και των συμπεριφορών των φοιτητών, με βάση τους μύθους της δημιουργίας του «ανθρώπινου κεφαλαίου», του «επιστήμονα», του «manager», της «ανάπτυξης» και της «επαγγελματοποίησης των σπουδών» ή, εκείνο το οποίο είναι το ίδιο, της «οικοδόμησης των σπουδών με βάση τις ανάγκες των αγορών, πράγμα που θα έχει ως συνέπεια τη δημιουργία επαγγελματικών διεξόδων».
Ιδιαίτερα, κατά την εποχή της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, η χαμηλή αντιληπτική ικανότητα έχει γίνει ένα πανευρωπαϊκό και παναμερικανικό φαινόμενο και αφορά τόσο τους πολιτικούς ηγέτες της Ευρώπης και των Η.Π.Α., όσο και τα ανώτατα στελέχη παγκόσμιων οργανισμών, όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, την Παγκόσμια Τράπεζα, τον Ο.Ο.Σ.Α., την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Αφορά, επίσης, το ακαδημαϊκό προσωπικό. Η χαμηλή αντιληπτική ικανότητα συνίσταται στην αποδοχή και εφαρμογή απατηλών δογμάτων. Ένα τέτοιο, είναι η επίλυση του προβλήματος της φτώχειας από τις «ελεύθερες αγορές» από μόνες τους (=οι κερδοσκόποι) και χωρίς την ανάγκη του κρατικού παρεμβατισμού. Εξάλλου, σύμφωνα με αυτή την αναπαράσταση, ο τελευταίος μόνο ζημιά κάνει. Ένα δεύτερο απατηλό δόγμα, είναι η θεώρηση ότι η κατάργηση ή ο περιορισμός των τελωνειακών δασμών καλυτερεύουν το βιοτικό επίπεδο των λαών, διότι ρίχνουν το κόστος παραγωγής. Και όμως υπήρξε ο ευρωπαϊκός 19ος αιώνας, ο οποίος έδειξε ότι οι περίφημες «ελεύθερες αγορές», οι λεγόμενοι «νόμοι της προσφοράς και της ζήτησης» χωρίς κρατικό έλεγχο, το μόνο που κάνουν είναι να δημιουργούν μιζέρια και να πλουτίζουν τους πλούσιους (Rosanvallon, 2014). Να τονίσουμε, επίσης, ότι το δόγμα της απελευθέρωσης του διεθνούς εμπορίου, συγκαλύπτει ότι η κατάργηση των τελωνειακών δασμών είναι μια στρατηγική επιλογή των χωρών του κέντρου, με απώτερο σκοπό την καταστροφή των οικονομιών των χωρών που παράγουν με υψηλό κόστος και τη μετατροπή της σε χώρες καταναλώτριες. Ωστόσο, ηγέτες και ανώτατα στελέχη, αλλά και φοβεροί ακαδημαϊκοί δάσκαλοι, αγνοώντας την ιστορία του καπιταλισμού ή, καλύτερα, μη ξέροντας πού πάνε τα τέσσερά τους, αρκέστηκαν να αποστηθίσουν και να εφαρμόσουν τη νεοφιλελεύθερη μπαρούφα του Georges Friedman, πράγμα που είχε ως συνέπεια την εμπλοκή των οικονομιών σε μια ασταμάτητη διαδικασία αύξησης του πλούτου του 1ος% του πληθυσμού, αύξησης της φτώχειας, βαθέματος της ύφεσης και επίτασης της καταστροφής του περιβάλλοντος.
Για να γίνει καλύτερα κατανοητή η αντιληπτική ικανότητα, αλλά και το ηθικό ανάστημα, των νεοφιλελεύθερων οικονομολόγων και πολιτικών ηγετών, θα πρέπει να αναφέρουμε την αρχή στην οποία στηρίζονται, κατά τα τελευταία, περίπου, τριάντα χρόνια. Σύμφωνα με αυτήν, η ανάκαμψη της οικονομίας θα λάβει χώρα με την κατάργηση των εργατικών δικαιωμάτων, την κατοχύρωση του δικαιώματος των εργοδοτών να απολύουν εργάτες και τη διαμόρφωση της ευέλικτης αγοράς εργασίας. Να σημειώσουμε ότι όπου εφαρμόστηκε αυτή η αρχή δημιούργησε ανεργία, μισθούς πείνας και ύφεση. Αυτό, δεν ήταν αρκετό να κάνει τους νεοφιλελεύθερους να ξανασκευτούν τα δόγματά τους. Αντίθετα, επιμένουν να ισχυρίζονται ότι «τα νεοφιλελεύθερα οικονομικά» αποτελούν «επιστήμη» και, όπως αντείπε η Μέρκελ σε κεϋνσιανούς οικονομολόγους, είναι τα «σωστά οικονομικά».
Η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση μπορεί να αντιπαρατεθεί με την μεταπολεμική περίοδο, όπου στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, αρκετοί ακαδημαϊκοί δάσκαλοι έβλεπαν την ανάπτυξη της επιστήμης ως μια μορφή αντίστασης στο κεφαλαιοκρατικό σύστημα. Άνθρωποι όπως οι Καστοριάδης, Baran, Sweezy, Amin, Πουλαντζάς και πολλοί άλλοι, είχαν την τόλμη να αναζητήσουν την αλήθεια και να κάνουν ισχυρή κριτική στο κεφαλαιοκρατικό σύστημα, δυτικό και ανατολικό. Κατ’ αντίθεση με την μεταπολεμική περίοδο, στην εποχή της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης επικράτησαν οι συστημικοί καθηγητές, δημιουργήματα της Wall Street, οι οποίοι έχουν ως χαρακτηριστικό, από τη μια, την άρνηση της συστηματικής μελέτης της κοινωνικής ιστορίας και, από την άλλη, τη μαθηματικοποίση των τρεχόντων προβλημάτων της κοινωνίας. Ο Stiglitz (2011) θα γράψει, για να αναφέρουμε ένα παράδειγμα, ότι οι οικονομολόγοι στις Η.Π.Α., αντί να κάνουν επιστήμη, έγιναν χειροκροτητές του νεοφιλελευθερισμού. Να τονίσουμε ότι, κατά ένα γενικό τρόπο, στην εποχή της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, σχεδόν το σύνολο του ακαδημαϊκού προσωπικού –αριστερό, κεντρώο και δεξιό, μαρξιστικό και αντιμαρξιστικό - αντί να δράσει κατά τρόπο αυτόνομο, στα πλαίσια του ρόλου που του καθόρισε η κοινωνία, αυτού της αναζήτησης της αλήθειας, του κοινού καλού και του κριτικού ελέγχου των πολιτικών πρακτικών των κυβερνήσεων, προτίμησε να αυξήσει τα εισοδήματά του, εξαγοραζόμενο μέσα από τις χρηματοδοτημένες «έρευνες», οι οποίες μπαίνουν στην προοπτική εξυπηρέτησης των πολυεθνικών επιχειρήσεων, των κερδοσκόπων και του κεφαλαιοκρατικού κράτους. Οι φορείς της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης αφιέρωσαν δισεκατομμύρια δολάρια και ευρώ, όχι για να αναπτύξουν την παιδεία, αλλά για να κάνουν «έρευνες», οι οποίες, από τη μια, εκδιώκουν την επιστήμη από τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα και, από την άλλη, μετατρέπουν τα τελευταία σε όργανα των πολυεθνικών επιχειρήσεων και των κερδοσκόπων.
Η μετατροπή των ακαδημαϊκών δασκάλων σε όργανα του πολυεθνικού κεφαλαίου έχε μια διπλή λειτουργία. Από τη μια νομιμοποιεί την αύξηση του πλούτου των πλούσιων και, από την άλλη, αφήνει τους λαούς χωρίς πνευματικούς ταγούς.
Η Ελλάδα δεν έχει επιστημονική κοινότητα
Μεταξύ της οικονομίας, της πολιτικής και του εκπαιδευτικού συστήματος δεν διαμορφώνονται σχέσεις καθορίζοντος και καθοριζόμενων. Διαμορφώνονται σχέσεις αλληλοκαθορισμού και αλληλοτροφοδότησης. Βέβαια, εάν αποδεχθούμε ότι τα Α. Ε. Ι. παράγουν και κατανέμουν τους ηγέτες και τα ανώτατα στελέχη στις λειτουργίες της πολιτικής και της οικονομίας, τότε είναι δυνατόν να υποστηρίξουμε ότι παίζουν καθοριστικό ρόλο. Όμως, κάτι τέτοιο δεν είναι ισχυρό, διότι ταυτόχρονα η λειτουργία των Α. Ε. Ι. καθορίζεται και τροφοδοτείται από την οικονομία και την πολιτική. Πιο συγκεκριμένα, παρατηρούμε, στην πραγματικότητα, τους κυρίαρχους φορείς του κράτους και της οικονομίας, να προσπαθούν να καθορίσουν τον τρόπο παραγωγής των ανωτάτων στελεχών, πράγμα που σημαίνει ότι αυτό που καθορίζει, σε τελευταία ανάλυση, δεν είναι ούτε ο ένας ούτε ο άλλος παράγοντας, αλλά ο συσχετισμός δυνάμεων.
Η έννοια του καθοριστικού ρόλου της οικονομίας ή οποιουδήποτε άλλου παράγοντα είναι μεταφυσική. Η έννοια του συσχετισμού δυνάμεων ανάγει την ανάλυση στο ανθρωπο-κοινωνικό πεδίο και σημαίνει ότι αυτός που καθορίζει είναι αυτός που κερδίζει στο πεδίο της μάχης, πράγμα το οποίο δεν είναι δεδομένο. Στο πεδίο της μάχης δεν κερδίζει πάντα ο πιο ισχυρός. Μπορεί να κερδίσει και αυτός που έχει ηθικό ανάστημα μεγαλύτερο από αυτό των ισχυρών. Η ήττα των Η. Π. Α. στο Βιετνάμ αποτελεί ένα τέτοιο παράδειγμα. Μπορεί να κερδίσει, επίσης, και ο πιο ικανός. Για παράδειγμα, αναφέρουμε ότι ο Οδυσσέας νίκησε τον Αίαντα με μια τρικλοποδιά. Να τονίσουμε, επίσης, ότι η δυνατότητα της νίκης δεν αφορά μόνο τους κυρίαρχους ή κυριαρχούμενους φορείς της οικονομίας, όπως θέλει η κυρίαρχη άποψη. Αφορά, επίσης, τους κυρίαρχους και τους κυριαρχούμενους φορείς της πολιτικής και της εκπαίδευσης. Στο πεδίο μιας ταξικής σύγκρουσης, υπάρχει η δυνατότητα να αναδειχθεί ως νικητής είτε το εκπαιδευτικό προσωπικό είτε οι φοιτητές είτε μία συμμαχία μεταξύ των δύο.
Η κυριαρχία της αναπαράστασης του οικονομικού αναγώγιμοι καθόρισε την κατανομή ευθυνών για τη μετατροπή της Ελλάδας σε προτεκτοράτο της Γερμανίας και των κερδοσκόπων. Θεωρήθηκαν ως υπεύθυνοι οι εφαρμοστές των μνημονίων (=μνημονιακές κυβερνήσεις), θεωρούμενοι ως οι εκπρόσωποι της κυρίαρχης οικονομικής τάξης. Η ευθύνη του ακαδημαϊκού προσωπικού δεν εντοπίστηκε από κανένα. Δεν τέθηκε το ερώτημα, ποιος δημιούργησε αυτούς τους εφαρμοστές. Θα γράφαμε ότι η ανάλυση δεν ξεπέρασε την επιφάνεια των πραγμάτων.
Και όμως, ιδιαίτερα με τη μεταπολίτευση, το καθηγητικό προσωπικό των Τ.Ε.Ι., αλλά και των Πανεπιστημίων, εφάρμοζε με φανατισμό την επαγγελματοποίηση της εκπαίδευσης, που σημαίνει την ενσωμάτωση της τελευταίας στις μεταβαλλόμενες ανάγκες της αγοράς. Ο σκοπός δεν ήταν η δημιουργία πολιτών, ανθρώπων που γνωρίζουν την ιστορία τους (και άρα τους εαυτούς τους) και με υψηλή κριτική ικανότητα, αλλά το πώς οι φοιτητές θα μάθουν να κάνουν στον υπολογιστή κλικ αριστερά ή δεξιά, να είναι λογιστές και στατιστικολόγοι, να χειραγωγούν τους ανθρώπους ως διευθυντές επιχειρήσεων και πωλητές κεφαλαιοκρατικών προϊόντων, δηλαδή να γίνουν οι τεχνοκράτες και οι ειδήμονες, τα ανώτατα στελέχη των πολυεθνικών επιχειρήσεων και ιδιαίτερα των κερδοσκοπικών.
Οι εφαρμοστές των μνημονίων δεν είναι παιδιά του πελαργού. Είναι δημιουργήματα ενός συγκεκριμένου τρόπου παραγωγής, της κεφαλαιοκρατικής εκπαίδευσης, και ως εκ τούτου η αποικιοποίηση της Ελλάδας με το στήσιμο του χρέους είναι, σε τελευταία ανάλυση, το αποτέλεσμα της συνδυασμένης δράσης των διευθυντών των κερδοσκοπικών επιχειρήσεων, των πολιτικών ηγετών και του καθηγητικού προσωπικού.
Βέβαια, η αστική τάξη θεωρεί ότι ο πιο σπουδαίος παράγοντας μέσα στην κοινωνία είναι ο οικονομικός, όμως, κατά την άσκηση της οικονομικής της πολιτικής, ακυρώνει αυτή τη θεώρηση και προσπαθεί να ιδιοποιηθεί τους ανθρώπους, μέσα από τον έλεγχο του εκπαιδευτικού συστήματος και, πιο συγκεκριμένα, διαμορφώνοντας τους προσανατολισμούς τους, δηλαδή των στάσεων και των συμπεριφορών τους. Θα γράφαμε, ότι σύμφωνα με τις πρακτικές της αστικής τάξης, ο τρόπος παραγωγής των ανθρώπων ως ιδεολογικών προσανατολισμών, δεν είναι μικρότερης σημασίας από τον τρόπο παραγωγής των υλικών αγαθών. Χωρίς τον έλεγχο των ανθρώπων δεν μπορεί να εξασφαλιστεί ούτε ο έλεγχος των μέσων παραγωγής και των υλικών αγαθών που παράγουν.
Η άρρητη αυτή αναπαράσταση φαίνεται να διαμορφώθηκε, ιδιαίτερα, κατά τη δεκαετία του 1960, οπότε η έρευνα έδειξε ότι η ραγδαία ανάπτυξη της ιαπωνικής οικονομίας, η οποία απειλούσε την οικονομική πρωτοκαθεδρία των Η.Π.Α. και της δυτικής Ευρώπης, οφειλόταν στην ανωτερότητα του εκπαιδευτικού της συστήματος. Οι άρχουσες τάξεις των Η.Π.Α. και των χωρών της δυτικής Ευρώπης, προσπάθησαν να αντισταθμίσουν την ιαπωνική ανάπτυξη επαναπροσδιορίζοντας το περιεχόμενο των σπουδών και προσανατολίζοντάς το προς τη δημιουργία του «ανθρώπινου κεφαλαίου». Σ’ αυτό τον επαναπροσδιορισμό υπερτονίστηκαν οι γνώσεις που είχαν σχέση με την κεφαλαιοκρατική ανάπτυξη (διεύθυνση και οργάνωση επιχειρήσεων, μάρκετινγκ, τεχνικές παραγωγής κλπ) και παραμερίστηκαν αυτές που αναφερόντουσαν στις κλασικές σπουδές. Στις μέρες μας, με την επιβολή της οικονομικής πολιτικής της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, οι πιο πάνω χώρες επιτείνουν τις προσπάθειές τους καταργώντας κάθε μορφή κριτικής σκέψης και μετατρέποντας τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα σε όργανα των πολυεθνικών επιχειρήσεων και των κερδοσκόπων.
Στην πρόταση των αρχουσών τάξεων των Η.Π.Α. και της δυτικής Ευρώπης, η «αριστερά» δεν έχει απαντήσει με καμιά αντιπρόταση. Και για να αναφέρουμε ένα παράδειγμα, ο ΣΥΡΙΖΑ ο οποίος θεωρείται ότι αποτελεί το μεγαλύτερο και δυναμικότερο «αριστερό κόμμα» στη δυτική Ευρώπη, προσπάθησε να ανακόψει την καταστροφή που προκαλούν οι δανειακές συμβάσεις και τα μνημόνια, διεκδικώντας διαγραφή μεγάλου μέρους του χρέους και δανειακές συμβάσεις με ρήτρα ανάπτυξης. Η πρόταση αυτή δεν ξεπέρασε τον κεϋνσιανό καπιταλισμό. Ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. αν θέλει να ανακόψει πραγματικά την καταστροφή της Ελλάδας, θα πρέπει να μπει σε μια προοπτική αντίθετη από αυτή των κυρίαρχων τάξεων της Δύσης. Θα πρέπει να απεξαρτηθεί από τα αναπτυξιακά μοντέλα της τελευταίας. Θα πρέπει να παρέμβει στην ανώτατη εκπαίδευση για να ανακόψει τη μεταμόρφωση των ανθρώπων σε «ανθρώπινο κεφάλαιο» και σε τεχνικούς του κεφαλαιοκρατικού συστήματος, και να τη μετατρέψει σε πεδίο ελεύθερης σκέψης, και μύησης στην επιστήμη, δηλαδή σε πεδίο παραγωγής επιστημόνων, δηλαδή αυτόνομων ανθρώπων.
Η επιστήμη έχει ως σκοπό την αναζήτηση της αλήθειας. Προϋπόθεση αυτής είναι η τιμιότητα και η τόλμη. Θα υποστηρίζαμε ότι, όπως και η ελευθερία, θέλει αρετή και τόλμη η επιστήμη, διότι η δεύτερη είναι ταυτόσημη με την πρώτη. Η επιστήμη χωρίς ελευθερία δεν ασκείται. Εάν η αρετή αποτελεί προϋπόθεση της επιστήμης, τότε ο ρόλος της τελευταίας δεν είναι μόνο να διατυπώνει την αληθή πρόταση ότι το κεφαλαιοκρατικό σύστημα είναι εκμεταλλευτικό και καταπιεστικό, ότι καταστρέφει τη φύση, ότι εξαρθρώνει το θεσμό που παράγει την ανθρώπινη ζωή, την οικογένεια. Θα πρέπει, επίσης, να διαμορφώνει και ηθικά άτομα (= επιστήμονες), χωρίς τα οποία δεν μπορεί να οικοδομηθεί και μια ηθική κοινωνία, μια κοινωνία δίκαιη, σοσιαλιστική και δημοκρατική. Και ως εκ τούτου, δεν είναι δυνατόν ο ΣΥΡΙΖΑ να θέλει να κτυπήσει τη διαφθορά και να βάλει τα θεμέλια μιας δίκαιης κοινωνίας και, ταυτόχρονα, να αφήνει άθικτη την Ανώτατη Εκπαίδευση, η οποία συγκροτείται από εκπαιδευτικούς:
- πελάτες των κομμάτων (= που έγιναν καθηγητές με το ρουσφέτι),
- που εξελίσσονται με αντιγραφές,
- που τα προσόντα τους δεν ξεπερνούν αυτά του βοηθού,
- που πλουτίζουν μέσω των «ερευνών» σε βάρος της εκπαίδευσης,
- οι οποίοι δεν είναι παρά τεχνικοί του κεφαλαιοκρατικού συστήματος,
- με πιστοποιητικά μνημονιακής νομιμοφροσύνης,
- θαυμαστές των δημιουργημάτων τους Σημίτη, Παπαντωνίου, Γεωργίου Παπανδρέου, Πάγκαλου, Παπαδήμου, Διαμαντοπούλου, Σαμαρά, Βενιζέλου, Στουρνάρα και όλων αυτών που δούλεψαν με φανατισμό για να μετατρέψουν την Ελλάδα από εθνικά ανεξάρτητο κράτος σε προτεκτοράτο της Γερμανίας, των κερδοσκόπων, αλλά και της Τουρκίας.
Η βασική ιδιομορφία της Ελλάδας, συγκρινόμενη με τις χώρες του κέντρου, συνίσταται στο ότι δεν συγκρότησε ποτέ μια αυτόνομη επιστημονική κοινότητα. Η ακαδημαϊκή της κοινότητα οικοδομήθηκε, με την ίδρυση του ελληνικού κράτους, ως παράρτημα των ακαδημαϊκών κοινοτήτων των χωρών του κέντρου και αναπαράγεται ως τέτοιο μέχρι τις μέρες μας. Η βασική της λειτουργία δεν είναι η παραγωγή καινοτομικής γνώσης, αλλά η εισαγωγή, από τις χώρες του κέντρου, και η διάδοσή της, μέσω αντιγραφής, πράγμα που σημαίνει ότι συγκροτήθηκε ως πνευματική κομπραδόρικη ομάδα, τμήμα της κυρίαρχης κομπραδόρικης αστικής τάξης. Τα μέλη της δεν διαμορφώθηκαν ποτέ ως ηθικά άτομα, που αναζητούν την αλήθεια. Διαμορφώθηκαν ως επιτήδειοι, καιροσκόποι καριερίστες, σύμβουλοι κυβερνήσεων και, γενικά, ως κομφορμιστές και απολογητές του κεφαλαιοκρατικού συστήματος, δηλαδή ως μη επιστήμονες. Η τάση δημιουργίας μιας αυτόνομης ακαδημαϊκής κοινότητας, δεν επιτεύχθηκε ούτε κατά την όξυνση των ταξικών και εθνικο-απελευθερωτικών αγώνων, κατά τις δεκαετίες του 1950 και 1960, που έθεσαν και πρόβλημα ηθικοποίησης του πολιτικού συστήματος. Εάν στηριχθούμε στην πρόταση ότι η επιστημονική κοινότητα, μέσα από τις συζητήσεις των μελών της, με τις διαφωνίες τους και τις συγκρούσεις τους, συμβάλλει στην ηθικοποίηση των ανθρώπων, στην ανάπτυξη της ταυτότητας τους και την όξυνση της συνείδησης τους (Fossaert, 1983), τότε θα δούμε ότι η απουσία μιας τέτοιας κοινότητας, από έναν κοινωνικό σχηματισμό, είναι καταστροφική. Αφήνει τους πολίτες να λύνουν τα προβλήματα τους κατά τρόπο πρακτικό και έρμαιους των ιδεολογιών των κερδοσκόπων, όπως π.χ. αυτές της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, της οικονομικής πολιτικής της λιτότητας, αλλά και της κεϋνσιανής κεφαλαιοκρατικής «αναπτυξιακής» οικονομικής πολιτικής. Αυτής που αναπτύσσει το κεφάλαιο, καταστρέφοντας το οικολογικό περιβάλλον και το θεσμό δημιουργίας της ζωής, την οικογένεια.
Συμπέρασμα
Ο Ανδρέας Παπανδρέου, προσπάθησε, κατά τις δεκαετίες του 1980 και 1990 να οικοδομήσει την αυτονομία της Ελλάδας μέσα από τη διεκδίκηση της εθνικής της ανεξαρτησίας. Το εγχείρημα του δεν επιτεύχθηκε, διότι δεν κατάλαβε ότι η αυτονομία μιας κοινωνίας δεν κατοχυρώνεται χωρίς τη δημιουργία αυτόνομων πανεπιστημίων, που συγκροτούνται από μια αυτόνομη επιστημονική κοινότητα, η οποία μυεί στην επιστήμη, που σημαίνει ότι παράγει αυτόνομους ανθρώπους. Ο Σημίτης, δεν χρειάστηκε να καταβάλει και μεγάλες προσπάθειες για να καταστρέψει ό,τι οικοδόμησε ο Ανδρέας Παπανδρέου και να επαναφέρει την Ελλάδα στη θέση της εξάρτησης και του πελάτη των Η.Π.Α. Η απουσία γερών θεμελίων τον διευκόλυνε.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, διεκδίκησε την κρατική εξουσία με το σκοπό να ανακόψει την καταστροφή της Ελλάδας, που προκαλούν οι δανειακές συμβάσεις και τα μνημόνια, και να αποκαταστήσει μια κεϋνσιανή αναπτυξιακή πολιτική και το κοινωνικό κράτος. Όμως, η προσπάθειά του υπήρξε επιδερμική και χωρίς προοπτική, διότι δεν έθεσε τα θεμέλια οικοδόμησης μιας ανώτατης εκπαίδευσης, η οποία να παράγει ανθρώπους, πολιτικούς και πνευματικούς ταγούς, μεγαλύτερου μεγέθους από τα εθνικά και οικονομικά προβλήματα, που αντιμετωπίζει η Ελλάδα. Δεν είναι δυνατόν, ο ΣΥΡΙΖΑ, από τη μια, να θέλει να οικοδομήσει μια αυτόνομη αναπτυξιακή διαδικασία και, από την άλλη, να στηρίζεται σε ακαδημαϊκό προσωπικό το οποίο:
- αποτελείται από κομματόσκυλα, τα οποία οργανώνουν τις Σχολές και τα τμήματα ως κομματικούς μηχανισμούς, και
- έχει ως πρότυπα τούς Σημίτη, Διαμαντοπούλου, Γεώργιο Παπανδρέου, Παπαντωνίου, Παπαδήμο, Στουρνάρα, Σαμαρά, Βενιζέλο κ.αλ., οι οποίοι κάνουν πολιτική καριέρα, εξυπηρετώντας τα ιδιοτελή τους συμφέροντα και πουλώντας Ελλάδα. Τα Τ. Ε. Ι., τα οποία ιδρύθηκαν το 1983 και ανωτατοποιήθηκαν το 2001, συγκροτήθηκαν ως μονοκομματικός μηχανισμός του ΠΑ.ΣΟ.Κ. και είναι πρόβλημα αν μπορούμε να καταμετρήσουμε περισσότερους από δέκα, που να μην είναι θαυμαστές αυτών των πολιτικών ηγετών και ανωτάτων στελεχών.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν μπορεί, από τη μια, να θέλει να ανακόψει την καταστροφή της Ελλάδας και, από την άλλη, να αφήνει άθικτο το εκπαιδευτικό σύστημα, το οποίο παράγει ανδράποδα για το παγκοσμιοποιημένο κεφάλαιο και όχι ελεύθερους ανθρώπους, οι οποίοι να αντιστέκονται στη μετατροπή της πατρίδας τους σε αποικία των χωρών του κέντρου και της Τουρκίας. Και ακόμη, δεν είναι δυνατόν, από τη μια, να ισχυρίζεται ότι δημιουργεί ελπίδα στο λαό και, από την άλλη, να αποδέχεται μια Ανώτατη Εκπαίδευση, η οποία συγκροτείται από εκπαιδευτικό προσωπικό, που έχει ως βασική του λειτουργία τη διάδοση των κομφορμιστικών ιδεολογιών (όπως είναι ο νεοφιλελευθερισμός, ο κεϋνσιανισμός, ο μαρξισμός-λενινισμός, η στατιστική, οι μικρο-αφηγήσεις, το μάνατζμεντ κλπ), την καταστολή κάθε ελεύθερης φωνής και τον αποκλεισμό από τις κομματικές ακαδημαϊκές του ομάδες οποιονδήποτε ασκεί την κριτική, δηλαδή την επιστήμη.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, έθεσε ως προϋπόθεση εφαρμογής του προγράμματός του, τη λαϊκή αντίσταση στην άρχουσα τάξη και στις μνημονιακές κυβερνήσεις. Όμως, μ’ αυτή την προϋπόθεση φαίνεται να αγνοεί ότι, ιδιαίτερα, με τη σημιτική περίοδο η Ανώτατη Εκπαίδευση, η οποία είναι γεμάτη από μαρξιστικό εκπαιδευτικό προσωπικό, άρχισε να δημιουργεί υπηρέτες και απολογητές του κεφαλαίου και της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και όχι πολίτες. Εκτός και αν έχει την εντύπωση, ότι οι εξεγέρσεις μερικών φοιτητών και μαθητών και το σπάσιμο μερικών βιτρινών τραπεζών και εμπορικών καταστημάτων, αποτελούν έκφραση της κριτικής δράσης πολιτών και όχι καταστροφικές μικροαστικές αντιδράσεις. Δηλαδή, δεν είναι δυνατόν από τη μια να επαγγέλλεται αλλαγή της κοινωνίας και, από την άλλη, να μην θέτει υπό αμφισβήτηση τις πρακτικές του ακαδημαϊκού προσωπικού, που καταστρέφουν τους ανθρώπους, που δημιουργούν κομφορμιστές, καριερίστες, επιτήδειους και γλύφτες (οι οποίοι είναι από την πλευρά των εξεγέρσεων), και όχι πολίτες, που τείνουν προς τη συγκρότηση κινημάτων.
Και ακόμη: ο Τσίπρας, έθεσε την πιο πάνω προϋπόθεση για την εφαρμογή του προγράμματός του, το δημοψήφισμα, όμως, του Ιούλη του 2015, έδειξε ότι δεν το πίστευε. Απλώς, «αστειευόταν» και γι’ αυτό το Όχι του 62% του ελληνικού πληθυσμού, το ερμήνευσε ως Ναι και συνέχισε να εφαρμόζει με συνέπεια τις μνημονιακές πολιτικές της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της κυβέρνησης Σαμαρά-Βενιζέλου.
Βέβαια, οι μνημονιακές κυβερνήσεις, ένεκα της αποδοχή της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης των κερδοσκόπων-δανειστών, αποτελούν τους βασικούς υπεύθυνους στον καθορισμό μιας καταστροφικής πορείας για την Ελλάδα. Όμως, και τα μέλη του ακαδημαϊκού προσωπικού δεν είναι λιγότερο υπεύθυνα, αφού:
- πρώτον, παράγουν ανίκανους ηγέτες και ανίκανα ανώτατα στελέχη και
- δεύτερον, παράγουν ανθρώπους αποστερημένους από κάθε ικανότητα αντίστασης στην πιο πάνω καταστροφική πορεία.
Και ως εκ τούτου, προϋπόθεση για την οικοδόμηση μιας αυτόνομης Ελλάδας είναι η επανίδρυση των Α. Ε. Ι. με βάση:
- τη δημιουργία της αναγκαίας κτηριακής υποδομής, η οποία να υποδέχεται το σύνολο των φοιτητών,
- την πρόσληψη εκπαιδευτικού προσωπικού ανάλογου του αριθμού των φοιτητών,
- την υποχρεωτική παρακολούθηση των μαθημάτων,
- την ακύρωσή τους ως πελατειακών και κομματικών μηχανισμών,
- την ακύρωσή τους ως μηχανισμών των πολυεθνικών επιχειρήσεων,
- τη θεσμοθέτηση των κλασικών σπουδών και της φιλοσοφίας ως βασικών σπουδών και των επαγγελματικών και τεχνικών ως επικουρικών,
- τη θεσμοθέτηση της διευρυμένης δημοκρατίας, δηλαδή της ελευθερίας στη διδασκαλία, την έρευνα και τις δημοσιεύσεις, και
- τη μύηση στην επιστημονική πρακτική, δηλαδή στην παραγωγή καινοτομικών φιλοσοφικών αναπαραστάσεων.
Με την ανάδυση και επικράτηση του βιομηχανικού καπιταλισμού, διαμορφώθηκε από την κεφαλαιοκρατική τάξη, η αναπαράσταση ότι καθοριστικός παράγοντας στην κοινωνία είναι ο οικονομικός. Την αναπαράσταση αυτή την ιδιοποιήθηκε ο Μαρξ και έκτοτε έγινε σημαία του συνόλου σχεδόν των ανθρώπων των κεφαλαιοκρατικών κοινωνιών. Θα γράφαμε, ότι από την εποχή της ανάδυσης του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής και μέχρι τις μέρες μας, η πρόταση του καθοριστικού ρόλου της οικονομίας αποτέλεσε την οργανωτική και εξηγητική αρχή της κοινωνικής αναπαραγωγής και μεταβολής.
Αυτή η κοινωνική αναπαράσταση, συγκάλυψε άλλους εξίσου ισχυρούς με την οικονομία παράγοντες. Ένας από αυτούς είναι η παραγωγή των ανθρώπων ως ιδεολογικών προσανατολισμών, δηλαδή ως σύστημα στάσεων και συμπεριφορών, που σημαίνει ως ταυτότητες. Ο τρόπος παραγωγής (=δημιουργίας) των ανθρώπων, δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί μικρότερης σημασίας από τον τρόπο παραγωγής των υλικών αγαθών. Μεταξύ των δύο υπάρχει διαλεκτική σχέση, πράγμα που σημαίνει διαλεκτική σχέση μεταξύ της παραγωγής των αντικειμένων και των υποκειμένων. Και ακόμη: αυτό που καθορίζει, είναι οι επιλογές των ανθρώπων, διότι αυτές καθορίζουν τον τρόπο παραγωγής των τελευταίων, που σημαίνει ότι αυτές καθορίζουν εάν παράγονται ως κομφορμιστές ή αντικομφορμιστές, απολογητές ή κριτικοί του συστήματος. Αν και δεν θα γράψουμε, εδώ, περισσότερα, εντούτοις θα πρέπει να σημειώσουμε ότι αυτή η πρόταση, δεν θέτει υπό αμφισβήτηση ούτε τη διαλεκτική σχέση μεταξύ της παραγωγής των ανθρώπων και της παραγωγής των υλικών αγαθών, ούτε τον καθοριστικό συσχετισμό των δυνάμεων.
Εάν αποδεχθούμε την πιο πάνω προσέγγιση, τότε θα δούμε ότι η κοινωνική αλλαγή (=μεταρρύθμιση ή μετασχηματισμός), δεν έχει ως αποκλειστικό πυρήνα την οικονομία. Ένας εξίσου ισχυρός πυρήνας είναι και ο τρόπος παραγωγής των ανθρώπων, το εκπαιδευτικό σύστημα, το πεδίο όπου δημιουργούνται οι άνθρωποι ως αναπαραγωγοί ή κριτικοί του κοινωνικού συστήματος. Και για να αναφέρουμε ένα παράδειγμα, οι πολυεθνικές επιχειρήσεις και το κερδοσκοπικό κεφάλαιο, δεν περιορίστηκαν στην αλλαγή των όρων της οικονομίας για την οικοδόμηση της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Προσπάθησαν, επίσης, αλλά και τα κατάφεραν να ιδιοποιηθούν τους ανθρώπους, αλλάζοντας τους όρους της παιδείας, μέσα από το ξαναγράψιμο της ιστορίας, δηλαδή την παραμόρφωσή της, και την αποεθνικοποίηση των φαντασιακών. Σ’ αυτό τους το εγχείρημα, βρήκαν ως ενεργούς, θα γράφαμε φανατικούς, υποστηρικτές, στην Ελλάδα, τους νεοφιλελεύθερους και «αριστερούς», Σημίτη, Γεώργιο Παπανδρέου, Βενιζέλο, Παπαντωνίου, Διαμαντοπούλου, Παπαδήμο, Σαμαρά, Πάγκαλο, Στουρνάρα, Γιάννη Μηλιό, Αναγνωστοπούλου, Φίλη κ. αλ..
Οι πολιτικές ηγεσίες της Ελλάδας, από τη διαμόρφωση του ελληνικού κράτους (1821 - 1924) μέχρι τις μέρες μας, δεν κατέβαλαν σχεδόν καμία προσπάθεια για τη δημιουργία αυτόνομων πολιτών και αυτόνομης πολιτείας. Αντίθετα, εργάστηκαν με ζήλο για να εξευρωπαΐσουν τους Έλληνες, εισάγοντας ευρωπαϊκούς θεσμούς και ευρωπαϊκή παιδεία. Αν και δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι οι προσπάθειές τους δεν πέτυχαν, εντούτοις δεν είναι δυνατόν να γράψουμε ότι και το θέμα έκλεισε. Παραμένει ανοικτό. Η Ελλάδα, θα μπορούσε να επαναορίσει τον εαυτό της αποποιούμενη των εισαγόμενων τεχνοκρατικών και νεοφιλελευθέρων σπουδών και προσανατολιζόμενη προς μια παιδεία που δημιουργεί αυτόνομους πολίτες. Όμως, δεν υπάρχει κανένα Πολιτικό Κόμμα, το οποίο να διαβλέπει αυτή τη δυνατότητα. Ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α., που κατάφερε να γίνει κυβέρνηση, από τον Γενάρη του 2015, φαίνεται να θεωρεί ότι η γνώση που διαδίδει το ελληνικό Πανεπιστήμιο, είναι, όπως και τεχνολογία ουδέτερη, δεν καθορίζεται με βάση τα ταξικά συμφέροντα. Εξάλλου, οι μεταρρυθμίσεις που προσπάθησαν ή που προσπαθούν να κάνουν οι Υπουργοί Παιδείας Φίλης και Γαβρόγλου, δεν θίγουν το περιεχόμενο των σπουδών, το οποίο καθορίστηκε από τις νεοφιλελεύθερες επιλογές.
Οι κάθε μορφής ηγεσίες της Ελλάδας, προσπάθησαν, λοιπόν, χρησιμοποιώντας τα ίδια μέσα που έκαναν τις χώρες της Δύσης κυρίαρχες δυνάμεις. Όμως, ένα τέτοιο εγχείρημα, δεν είχε τα εξαγγελλόμενα αποτελέσματα. Αντίθετα, συγκρότησε την Ελλάδα ως νεοαποικία. Αυτό το ιστορικό δεδομένο, θα έπρεπε να είχε κάνει τουλάχιστον τις ηγεσίες της αριστεράς να καταλάβουν ότι οφείλουν να έρθουν σε ρήξη με τις δυτικές τεχνικές και εκπαιδευτικές πολιτικές, ότι η ασυμμετρία των δυνάμεων είναι τόσο μεγάλη, που μόνο μια αλλαγή τεχνικών και εκπαιδευτικών μέσων, δηλαδή των μέσων, θα μπορούσε να ανατρέψει το συσχετισμό δυνάμεων. Ο Οδυσσέας, νίκησε τον Αίαντα με μια τρικλοποδιά και όχι αντιπαραθέτοντας τη δύναμη του στην ασύμμετρη δύναμη του δεύτερου και ο Δαβίδ, κατά τον ίδιο τρόπο ανέτρεψε το συσχετισμό δυνάμεων , αποφεύγοντας τη σώμα με σώμα αναμέτρησή του με τον γίγαντα Γολιάθ. Αντίθετα, τον κατατρόπωσε με μια σφενδόνη, αποστασιοποιούμενος από αυτόν και βάζοντας τον απέναντι στον ήλιο, που τον τύφλωνε.
Η Ελλάδα, λοιπόν, όπως και το σύνολο των χωρών της περιφέρειας, οικοδομήθηκε με βάση την εισαγωγή των τεχνικών και της παιδείας από τις χώρες του κέντρου. Αυτό δεν υπήρξε το αποτέλεσμα κάποιας ιστορικής νομοτέλειας. Διαμορφώθηκε ως μια πολιτική επιλογή των κυρίαρχων ομάδων και γι’ αυτό μπορεί να ανατραπεί κάνοντας μια άλλη επιλογή και χρησιμοποιώντας τις δυνάμεις του έθνους. Αυτές των φοιτητών, που κατασπαταλώνται είτε αποστηθίζοντας στείρες τεχνικές γνώσεις είτε, ακόμη περισσότερο, παίζοντας τάβλι στα καφέ.
Εάν οι φοιτητές, μέσα από μια αναδιοργάνωση της παιδείας, σταματούσαν να χάνουν το χρόνο τους και τον αφιέρωναν στην παραγωγή μετακεφαλαιοκρατικών τεχνικών και γνώσεων, που να δημιουργούν αντί να καταστρέφουν τη φύση και την κοινωνία, τότε και η Ελλάδα θα δημιουργούσε τη δυνατότητα οικοδόμησης της αυτονομίας της. Η πρόταση αυτή μπορεί να γίνει κατανοητή, αν γράψουμε ότι ζούμε σε μια εποχή όπου όλοι σχεδόν οι νέοι περνούν μέσα από τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα και άρα είναι δυνατόν, αναδιοργανώνοντας τα τελευταία, όλοι οι άνθρωποι να μάθουν να δημιουργούν γνώσεις αληθείς, αλλά και τεχνικές στα μέτρα του ανθρώπου, δηλαδή στα μέτρα τους, όπως έγραψε και ο Σουμάχερ στο βιβλίο του, small isbeautiful. Βέβαια, ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. θα μπορούσε να μπει σ’ αυτή την προοπτική, μετατρεπόμενος σε ενεργή μειονότητα. Προτίμησε, όμως, ιδιοποιούμενος και την «ανθρωπιστική» πολιτική που εφαρμόζει ο Σόρρος στα Βαλκάνια στο προσφυγικό, να επιλέξει το δρόμο του δυνάστη της Ελλάδας, των Η.Π.Α. του Ομπάμα.
Βιβλιογραφία
Αταλί Ζ., Η ιστορία του έρωτα, Μεταίχμια, 2009.
Βεργόπουλος Κ., Παγκοσμιοποίηση η μεγάλη χίμαιρα, Α. Α. Λιβάνη, 1999.
Δημαράς Κ., Νεοελληνικός διαφωτισμός, Αθήνα, 1980.
Fossaert R., La société, Tome 6, Les structures idéologiques, Seuil, 1983.
Hobsbawm E., Η εποχή του κεφαλαίου, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1994.
Κασιμάτης Γ., Δόλιος πόλεμος για να διασπαστεί η λαϊκή βάση. Διαπραγματευτική πράξη η τετράμηνη παράταση και όχι αναγνώριση, Επίκαιρα (περιοδικό), 05/03/ - 11/03/2015, σ. 18 - 19.
Κασιμάτης Γ., Το απάνθρωπο καθεστώς δανεισμού της Ελλάδας, Α. Α. Λιβάνη, 2014.
Kizilyurek N., Οι Τουρκοκύπριοι, η Τουρκία και το κυπριακό, Παπαζήσης, 2009.
Κρούγκμαν Π., Η εποχή των μειωμένων προσδοκιών, Πόλις, 1995.
Κρούγκμαν Π., Η μεγάλη κάμψη, Καστανιώτης, 2000.
Klein N., Το δόγμα του σοκ. Η άνοδος του καπιταλισμού της καταστροφής, Α. Α. Λιβάνη, 2010.
Κωνσταντακόπουλος Δ., Αγωγοί και στρατηγικές. Πού μας οδηγεί ο «άγνωστος» ολοκληρωτισμός» της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Επίκαιρα (περιοδικό), 05/03 - 11/03/2015, σ. 61.
Λύτρα Α., Ψάλτης Χ., Πρώην μικτά χωριά στην Κύπρο: αναπαραστάσεις του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος, UNDP – ACT, Κύπρος, 2011.
Mazower M., Σκοτείνη ήπειρος. Ο ευρωπαϊκός εικοστός αιώνας, Αλεξάνδρεια, 2001.
Μαντόγλου Α., Μελέτη Κ., Επιστημονικός λόγος περί κοινωνικών αναπαραστάσεων και ιδεολογιών, Παπαζήσης, 2013.
Μαρκεζίνης Β., Η Ελλάδα των κρίσεων, Α. Α. Λιβάνη, 2011.
Μαρκεζίνης Β., Η Ελλάδα στον κατήφορο, Ι. Σιδέρης, 2013.
Μελέτη Κ., Το ζήτημα της Κύπρου. Οι Τούρκοι κατακτητές, το σχέδιο Ανάν κα οι Έλληνες ακαδημαϊκοί, Γόρδιος, 2008.
Μελέτη Κ., Συνεταιριστική οικονομική και πολιτική θεωρία, Παπαζήσης, 2010.
Morin E., Pour sortir du vingtième siècle, Fernand Nathan, 1981.
Morin E., De la nature de l’ URSS, Fayard, 1983.
Νεάρχου Π., Η Ελλάδα σε κίνδυνο, 2014.
Νεγρεπόντη – Δελιβάνη Μ., Η φονική κρίση και η ελληνική τραγωδία, Α. Α. Λιβάνη και Ίδρυμα Δημήτρη και Μαρίας Δελιβάνη, 2010.
Σιδέρης Σ., Ανθελληνικό μπλοκ σε Βρυξέλλες και Ο. Η. Ε., Επίκαιρα (Περιοδικό), Τεύχος 273ο, 22/01 – 28/01/2015, σ. 43 – 45.
Rosanvallon P., Η κοινωνία των ίσων, Πόλις, 2014.
Stiglitz J., Η μεγάλη αυταπάτη, Α. Α. Λιβάνη, 2003.
Stiglitz J., Ο θρίαμβος της απληστίας, Παπαδόπουλος, 2011.
Stiglitz J., Το τίμημα της ανισότητας, Παπαδόπουλος, 2012.
Φίλιας Β., Από την εξαχρείωση στην εξαθλίωση, 1974 - 2012, Α. Α. Λιβάνη, 2013.
Φωτόπουλος Τ., Η Ελλάδα ως προτεκτοράτο της υπερεθνικής ελίτ, Γόρδιος, 2010.
Χαραλάμπους Κ., Το αντικείμενο της κοινωνιολογίας, Οδυσσέας, 2001.
[1] Με τον ίδιο τίτλο και του ίδιου συγγραφέα είχαμε δημοσιεύσει άρθρο την 6 Φεβρουαρίου. Το σημερινό είναι ¨ξαναδουλεμένο». Έχει προσθέσει τμήματα και άλλα έχει αναπτύξει περισσότερο. Επί τη ευκαιρία προσέξετε για την σχέση Ελληνοκύπριων και Τουρκοκύπριων.
Ανάρτηση από: https://istrilatis.blogspot.gr