Κυριακή 4 Ιουνίου 2017

«Εμείς δεν έχουμε κανένα τραπέζι»

Του Αλέκου Μιχαηλίδη
OMNIA SUNT COMMUNIA
Σε τούτα τα Βαλκάνια
σε τούτο τον αιώνα
ντιρετέμ λε ντιλέμ
συνάντησα τους φίλους μου
μια νύχτα του χειμώνα
ντιρετέμ λε ντιλέμ
καθόντουσαν αμίλητοι
σε κάτι βράχια
ντιρετέμ λε ντιλέμ
και σαν με είδαν να ’ρχομαι
γουρλώσανε τα μάτια
ντιρετέμ λε ντιλέμ…
Η νέα ταινία του Τζέιμς Φράνκο («Η αμφίβολη μάχη»), βασισμένη στη νουβέλα του Τζον Στέινμπεκ, έχει να κάνει με δύο νεαρούς οι οποίοι, συγκλονισμένοι απο τις άθλιες συνθήκες εργασίας στους οπωρώνες της Καλιφόρνια, οργανώνουν την προάσπιση των δικαιωμάτων των εργατών. Οι εργάτες οργανώνονται και ξεκινούν απεργία, ζητώντας καλύτερες συνθήκες εργασίας και μισθό.
Η ταινία δεν είναι κανένα αριστούργημα, αλλά διατηρεί πολύ συμβολικές σκηνές. Μια εξ αυτών είναι η σκηνή κατά την οποία ο εργοδότης των απεργών (ο Ρόμπερτ Ντυβάλ) επισκέπτεται τους οπωρώνες για να πείσει τους εργάτες να σταματήσουν την απεργία. Τους καλοπιάνει με ελάχιστα καλύτερο μισθό, αλλά αυτοί φυσικά αρνούνται (στις ταινίες οι άνθρωποι αγωνίζονται). Τους εξηγεί πως αυτός κάθισε στο τραπέζι και άρα αυτοί είναι οι φταίχτες της υπόθεσης. Στο τέλος τους απειλεί, αφού πήρε την απάντησή τους: «Όπως βλέπεις, εμείς δεν έχουμε κανένα τραπέζι».
Το «εμείς δεν έχουμε κανένα τραπέζι» είναι εξαιρετικά συμβολικό. Όχι μόνο για τα εθνικά ζητήματα, μα για κάθε έκφανση της μέτριας ζωής στο νησί. Μάθαμε (ή διδαχθήκαμε) σε αυτόν τον τόπο να υποχωρούμε. Είμαστε μάνες στις υποχωρήσεις.
Αλλά αυτά πρέπει να ανατραπούν, είτε έτσι είτε αλλιώς. Διότι, από τις πολλές υποχωρήσεις, μιλώντας για το Κυπριακό, φτάσαμε σε σημείο να εξηγούμε στους εαυτούς μας πως «υπάρχει άλλη ανάγνωση» της τουρκικής αφήγησης, πως «αν δούμε τα πράγματα με ψυχραιμία» θα καταλάβουμε πως οι Τούρκοι θα κάνουν πίσω, πως δεν λύσαμε το Κυπριακό «επειδή θέλαμε να τους ρίξουμε στη θάλασσα». Μα ποιοι θέλαμε να τους ρίξουμε στη θάλασσα; Πόσο πιο ήπιοι έπρεπε να είμαστε στις «αντιστάσεις» μας μετά την εισβολή για να μη μας λέει εθνικιστές ο Πολίτης και η Αλήθεια;
Αξιοπρέπεια λοιπόν. Τούτο σημαίνει το «εμείς δεν έχουμε κανένα τραπέζι». Κάτι που δεν είπαν ποτέ οι κρατούντες σε αυτόν τον τόπο και γι’ αυτό γράφουν και ξαναγράφουν διαγγέλματα για να πείσουν εαυτούς και αλλήλους πως θέλουν πράγματι λύση. Γι’ αυτό παρασέρνουν τη μιζέρια τους σε οδοφράγματα και υψώνουν πλακάτ «ΘΕΛΟΥΜΕ ΟΠΟΙΑ ΛΥΣΗ». Επειδή, μάλλον, δεν κατάλαβαν καλά τι σημαίνει εισβολή, τι σημαίνει εθνοκάθαρση, κατοχή και προσφυγιά. Δεν μελέτησαν διόλου τι γινόταν σε άλλες περιοχές όταν μια δύναμη εισέβαλλε σε ξένη χώρα, πόσες επαναστάσεις γίνονταν, πόσες σφαγές, πόσοι έπεφταν στη θάλασσα.
Κι όμως, αν αφουγκραστεί κανείς όσους επιμένουν πως δεν πρέπει να φύγουμε απ’ το τραπέζι, θα εννοήσει πως οι Ελληνοκύπριοι είναι αττίλες, αυτοκράτορες, αποικιοκράτες, σφαγείς, αιμοβόροι, τραμπούκοι της περιοχής. Ενώ το μόνο που είναι οι Ελληνοκύπριοι, τελικά, είναι νησιώτες, χωριάτες (με την καλή ή την κακή έννοια) και άνθρωποι που δεν θα πείραζαν ούτε κουνούπι αν δεν υπήρχε λόγος. Αν δεν υπήρχε λόγος.
Όπως βλέπετε, που λέει κι ο Φράνκο στον γαιοκτήμονα, «εμείς δεν έχουμε κανένα τραπέζι». Εννοώντας πως όταν φύγει και ο τελευταίος Τούρκος στρατιώτης, στα όρθια μπορούμε να εξηγήσουμε την ελεύθερη πορεία αυτού του λαού. Στα τραπέζια, άλλωστε, γίνονται οι μεγαλύτερες υποχωρήσεις, εκχωρούνται αξιοπρέπειες, ξεπερνιούνται δικαιώματα, αλλάζουν οι ρόλοι. Και μιας και πάει καιρός να χτυπήσει κανείς το χέρι στο τραπέζι, ας τα κάψουμε, για να μην ανακυκλώνονται κι οι καημένοι στο οδόφραγμα της Λήδρας και να ζητούν «επανένωση» με κάθε τίμημα και ασχέτως αν φύγουν ή όχι οι Τούρκοι φαντάροι. Ή για να μην αναλώνεται κι ο Πρόεδρος σε διαγγέλματα παρακαλώντας: «Καλώ για άλλη μια φορά την Τουρκία και τον Τουρκοκύπριο ηγέτη, εάν πράγματι επιθυμούν, όπως ισχυρίζονται, τη λύση του κυπριακού προβλήματος, να επανεξετάσουν με νηφαλιότητα την πρόταση που υπέβαλα, η οποία θεωρώ πως μπορεί να δώσει απάντηση στα όσα προβλήματα αντιμετωπίζουμε στον διάλογο». Τόση αξιοπρέπεια…
Νηφαλιότητα, λοιπόν, ή αντίσταση; Νηφάλια αντίσταση. Με όλα εκείνα που μας κληροδότησαν οι Έλληνες παππούδες μας, οι οποίοι με χαμόγελα ξεπερνούσαν τους ετεροπροσδιορισμούς, τις ιδιοτροπίες, τους αφορισμούς, τις απομιμήσεις και επέμειναν, κατά το παράδειγμα των εργατών: «Εμείς δεν έχουμε κανένα τραπέζι». Εμάς μας ξέβρασε η θάλασσα «σε τούτα τα Βαλκάνια, σε τούτον τον αιώνα». Εμείς αναγιωθήκαμε χωρίς τραπέζια, μακριά από πούπουλα, κοστούμια και γραβάτες, πλάι και απέναντι από το βουνό που καθορίζει την υπόστασή μας. Ούτως ή άλλως, στο τέλος της ταινίας στην οποίαν αναφερθήκαμε, ο πρωταγωνιστής δολοφονείται. Οι σύντροφοί του επαναστατούν. Εδώ είναι Ελλάδα, δεν είναι παίξε γέλασε
Μας βαρούνε ντέφια ή μήπως δεν σ’ αρέσει
μα όταν λιώνεις, βιώνεις τρομερά τη σχέση
κόκκινο μου στρώνεις ουρανό
κι όλο πλησιάζεις, δέσμες φως βγάζεις
κι όλο πλησιάζεις, ποιου θεού μοιάζεις
κι όλο είσαι μακριά μου, ομορφιά μου.
Ανάρτηση από: http://efimeridaenosis.com