Του Analyst Team
Ανάρτηση από:http://www.analyst.grΕάν δεν βρεθεί μία ριζική λύση, η κοινωνία θα εξεγερθεί όταν υποχρεωθεί από το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, το οποίο δεν φοβάται και δεν υπολογίζει κανέναν – ενώ η αντίδραση της αυτή θα είναι ξαφνική, εντελώς απρόβλεπτη και απότομη, εκπλήσσοντας τους πάντες με τη βιαιότητα της (ηχητικό)
Άποψη
Μία τεκμηριωμένα κακή κυβέρνηση δεν σημαίνει αυτόματα πως δεν είναι σε θέση να κάνει καλές προτάσεις – ενώ μία καλή αντιπολίτευση δεν συνεπάγεται πως δεν έχει κακές ή, έστω, λανθασμένες αντιλήψεις. Στην περίπτωση της Ελλάδας, το γεγονός ότι η κυβέρνηση συνειδητοποίησε πως υπάρχει ανάγκη εθνικής στρατηγικής χρέους, όπως έχουμε άλλωστε επισημάνει στο παρελθόν (ανάλυση), ανάγοντας το θέμα του χρέους στο νούμερο ένα εθνικό μας ζήτημα, αποτελεί μία καλή πρόταση – οπότε πρέπει να τη στηρίξει κανείς, χωρίς να δώσει σημασία στα τεράστια σφάλματα της στο παρελθόν, στα χιλιάδες ψέματα που είπε στους Πολίτες ή στις απελπιστικές της διαπραγματεύσεις.
Αντίθετα η θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης (που δεν λέει ψέματα, ενώ είχε φτάσει αρκετά κοντά στην επίλυση του προβλήματος στα τέλη του 2014), σύμφωνα με την οποία το δημόσιο χρέος σήμερα δεν είναι το βασικό μας ζήτημα, αλλά η εξασφάλιση των δυνατοτήτων εξυπηρέτησης του, είναι εκτός τόπου και χρόνου – ειδικά όταν ισχυρίζεται πως αρκεί να πετύχουμε την αποπληρωμή του με ένα ετήσιο ποσόν της τάξης του 15% του ΑΕΠ μας, φέρνοντας ως παράδειγμα την Ιταλία που δαπανά 17-18%.
Αντίθετα η θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης (που δεν λέει ψέματα, ενώ είχε φτάσει αρκετά κοντά στην επίλυση του προβλήματος στα τέλη του 2014), σύμφωνα με την οποία το δημόσιο χρέος σήμερα δεν είναι το βασικό μας ζήτημα, αλλά η εξασφάλιση των δυνατοτήτων εξυπηρέτησης του, είναι εκτός τόπου και χρόνου – ειδικά όταν ισχυρίζεται πως αρκεί να πετύχουμε την αποπληρωμή του με ένα ετήσιο ποσόν της τάξης του 15% του ΑΕΠ μας, φέρνοντας ως παράδειγμα την Ιταλία που δαπανά 17-18%.
Εν πρώτοις δεν κατανοεί πως η Ιταλία δεν είναι εκτός αγορών από το 2010, όπως η Ελλάδα, ενώ τα καταφέρνει (ακόμη) επειδή στηρίζεται από την ΕΚΤ. Στη συνέχεια διαπράττει ένα τεράστιο σφάλμα, ισχυριζόμενη πως εάν η εξυπηρέτηση του χρέους τοποθετηθεί σταθερά στο 15% του ΑΕΠ (στα 26 δις € ετήσια με βάση το σημερινό ΑΕΠ), δεν έχει καμία σημασία το ύψος του – είναι αδιάφορο δηλαδή εάν θα ήταν 100 δις €, 200 δις € ή 300 δις €! Με 100 δις € όμως θα απαιτούνταν θεωρητικά τέσσερα χρόνια, με 200 δις € οκτώ και με 300 δις € δώδεκα – οπότε σαφώς δεν είναι το ίδιο, όπως δεν είναι οι τόκοι που το επιβαρύνουν, οι φόροι που χρειάζονται για να αποπληρωθεί, οι συνέπειες του στην πιστοληπτική μας αξιολόγηση κοκ.
Εκτός αυτού, εάν υποθέσουμε πως θα πετυχαίναμε ετήσιο πλεόνασμα της τάξης του 3,5% του ΑΕΠ μας για τα επόμενα χρόνια, έστω αδιαφορώντας για τις καταστροφικές συνέπειες στην οικονομία μας, θα εξυπηρετούσαμε μόνο τους τόκους που δεν θα υπερέβαιναν τα 7 δις € ετησίως – οπότε θα έπρεπε να δανειζόμαστε από τις αγορές τα υπόλοιπα 19 δις €.
Είναι όμως δυνατόν να είναι τόσο ανόητες οι αγορές, ώστε να θελήσουν να αναλάβουν τα δάνεια των θεσμικών πιστωτών μας ανακυκλώνοντας το χρέος μας, όταν γνωρίζουν πως η χώρα μας είναι χρεοκοπημένη και κινδυνεύουν να χάσουν τα χρήματα τους; Ακόμη και αν το έκαναν, τα επιτόκια δανεισμού μας δεν θα ήταν πολύ υψηλότερα από τα σημερινά; Σε μία τέτοια περίπτωση οι τόκοι δεν θα υπερέβαιναν τα πρωτογενή μας πλεονάσματα αυξάνοντας το χρέος; Θα ήταν τότε βιώσιμο;
Θα ανακτούσαμε έτσι την πιστοληπτική μας ικανότητα, χωρίς την οποία δεν πρόκειται να διενεργηθούν επενδύσεις; Δεν κατανοούμε πως, παρά το ότι το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στην Ελλάδα έχει φτάσει στα επίπεδα της Γερμανίας, ενώ είναι πολύ χαμηλότερο από όλα τα άλλα κράτη της Ευρωζώνης, η ανταγωνιστικότητα μας έχει καταρρεύσει, σύμφωνα με τις χθεσινές ειδήσεις, ακριβώς επειδή δεν διενεργούνται επενδύσεις;
Χωρίς να επεκταθούμε σε λεπτομέρειες, η Ελλάδα χρειάζεται τη σύσταση μίας διαπραγματευτικής επιτροπής χρέους, η οποία να αποτελείται από ικανούς επιστήμονες – τους οποίους δεν διαθέτουν τα πολιτικά κόμματα που ασφαλώς θέλουν το καλό της χώρας αλλά δεν μπορούν να τα καταφέρουν. Η επιτροπή αυτή θα πρέπει να πλαισιωθεί από ικανές νομικές και οικονομικές εταιρείες του εξωτερικού, έτσι ώστε να είναι σε θέση να τεκμηριώσει την ανάγκη ονομαστικής διαγραφής του χρέους κατά 50% – εναλλακτικά του παγώματος του για πάνω από 30 χρόνια, το οποίο δεν θα ήταν καθόλου προβληματικό μετατρεπόμενο σε ρευστότητα (=αύξηση της ποσότητας χρήματος κατά 160 δις €) για μία Ευρωζώνη με ετήσιο ΑΕΠ της τάξης των 10 τρις €.
Περαιτέρω η επιτροπή, αποτελούμενη από επιστήμονες που δεν θα είναι μέλη κομμάτων, θα πρέπει να στηρίζεται από όλες τις πολιτικές παρατάξεις, καθώς επίσης από το σύνολο των Πολιτών – όπως συνέβη στη Γερμανία το 1951, όπου μετά από δύο χρόνια επιτυχών διαπραγματεύσεων κατάφερε να διαγράψει πάνω από το 50% των χρεών της, εξασφαλίζοντας την εξυπηρέτηση του υπολοίπου με ρήτρα εξαγωγών.
Κάτι ανάλογο (πάγωμα μέρους των χρεών από την ΕΚΤ) θα έπρεπε να προταθεί και για τις άλλες υπερχρεωμένες χώρες του Νότου, για το ποσόν που υπερβαίνει το 90% του ΑΕΠ τους – αφού διαφορετικά η Ευρωζώνη θα καταρρεύσει, κοστίζοντας στη Γερμανία τεράστια ποσά από τα δάνεια της, από το Target 2, από την άνοδο της ισοτιμίας του μάρκου κοκ.
Ειδικά όσον αφορά την Ελλάδα, εάν συνεχιστεί το σήριαλ των μνημονίων, των αξιολογήσεων κοκ., χωρίς να λυθεί ριζικά το πρόβλημα των χρεών της, θα λεηλατηθεί σταδιακά τόσο η δημόσια, όσο και η ιδιωτική της περιουσία, με τελική κατάληξη ξανά τη χρεοκοπία της, το αργότερο όταν ξεσπάσει η επόμενη παγκόσμια κρίση – μεταξύ άλλων επειδή η κοινωνία έχει βυθιστεί στην κατάθλιψη μη έχοντας καμία ελπίδα για το μέλλον, οπότε είναι αδύνατον να ανακάμψει η οικονομία.
Κάποια στιγμή πάντως η κοινωνία αυτή θα εξεγερθεί, όταν το υποσυνείδητο της αναλάβει τα ηνία – όταν υποχρεωθεί δηλαδή από το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, το οποίο δεν φοβάται, καθώς επίσης δεν υπολογίζει κανέναν και απολύτως τίποτα. Φυσικά η αντίδραση της αυτή θα είναι ξαφνική, εντελώς απρόβλεπτη και απότομη, ένας κεραυνός εν αιθρία – ενώ η εκρηκτική βιαιότητα της θα εκπλήξει τους πάντες. Ακολουθεί η σημερινή συζήτηση του κ. Σαχίνη με τον κ. Βιλιάρδο.