Του Γιώργου Τσιτσιμπή
Κάθε χρόνο ο Σεπτέμβριος αποδεικνύεται μαρτυρικός. Φέτος, δυστυχώς, αποδεικνύεται και θλιμμένος. Μια θλίψη που κυριαρχεί στα μάτια μικρών και μεγάλων, γιατί και οι μικροί αντιλαμβάνονται και βιώνουν, αντανακλώντας το φορτίο (οικογενειακό, οικονομικό, εργασιακό) που σηκώνει ο καθένας μας.
Η εκπαίδευση πρέπει να είναι χαρά και η διδασκαλία πανηγύρι, βρίθουν τα παιδαγωγικά συγγράμματα. Πόση δύναμη χρειάζεται Θεέ μου! Αλλά και πόση υποκρισία, πραγματική υποκρισία, για να στηθεί ένα τέτοιο πανηγύρι. Κι όμως πρέπει να τα καταφέρουμε. Όλοι μας. Πρέπει να στήσουμε ένα τέτοιο πανηγύρι, τουλάχιστον, για χάρη των παιδιών μας. Έστω μόνοι και αβοήθητοι πολλές φορές.
Και ενώ αυτή είναι η ζοφερή αλήθεια και όλοι μας προσπαθούμε να πιαστούμε από κάπου για να πάρουμε κουράγιο, όλα γύρω μας μάς πληγώνουν. Δεν βρέθηκε ούτε ένας απ’ αυτούς που σηκώνουν το ¨εκούσιο πάθος¨ της υλοποίησης της γραφειοκρατίας να παραιτηθεί, διαμαρτυρόμενος για την άθλια κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει τα πράγματα. Οι στρεβλώσεις στα της εκπαίδευσης πολλές και χρόνιες. Δεν είναι η εποχή του μνημονίου που τις δημιούργησε, αλλά τώρα εντείνονται σε βάθος, σε έκταση και σε ένταση. Ο καθένας μας μπορεί να τις αναλογιστεί και να τις αξιολογήσει. Ένας όρος που θα παίξει αρκετά από δω και πέρα. Κι αν το ποσοστό ευθύνης δεν είναι για όλους το ίδιο, αλλά επιμερίζεται με το πόσο ψηλά ή χαμηλά βρισκόμαστε στην πυραμίδα της διοίκησης, δεν πρέπει να αγνοούμε ότι μερίδιο ευθύνης, έστω κι ενός μικρού κλάσματος, υπάρχει σ’ όλους μας. Και πως αν δεν το καλύψουμε, πώς θα έχουμε το ηθικό δικαίωμα της κριτικής και της διαμαρτυρίας;
Θα μπορούσαν, άραγε, τα πράγματα να ήταν καλύτερα; Θα μπορούσαμε έστω και τώρα να περισώσουμε κάτι ή καλύτερα να μην παραδοθούμε στην απογοήτευση και την εγκατάλειψη;
Σκέψεις και προβληματισμοί που στροβιλίζονται στο νου μου, όσο ξανακοιτάω ένα άρθρο της «Εκπαιδευτικής Κοινότητας», τεύχος 98, της Λένας Παπαδοπούλου, «Θλίψη – Χιουζούν». Ένα άρθρο τόσο ρεαλιστικό, που πραγματικά σε αφήνει άφωνο αν θέλεις να δεις την καθημερινότητα κατάματα.
Σταχυολογώ μερικές από τις θλιμμένες σκέψεις της, ως έναυσμα για τις δικές μου:
- Θλίψη είναι να σε πνίγει το δίκιο σε ένα σύλλογο σχολείου, αλλά κανείς να μην υπερασπίζεται όχι εσένα αλλά το δίκιο. Όλοι το γνωρίζουν, αλλά από μέσα τους, κανείς δεν μιλά, για να είναι αρεστοί και ευχάριστοι σε προϊστάμενο, διευθυντή, συνάδελφο. Αποφεύγουν ακόμα και τη ματιά σου και σε αφήνουν έρημο, παράταιρο με το καθεστώς που ισχύει στα σχολειά.
- Θλίβομαι όταν βλέπω δασκάλους να εκπονούν προγράμματα για να τα παρουσιάσουν στους γονείς, όχι γιατί τα έχουν ανάγκη οι μαθητές τους, αλλά για να αποδείξουν ότι εργάζονται μπλεγμένοι σε παιχνίδια του φαίνεσθαι, τόσο μακριά από την ουσία της διδασκαλίας.
- Θλίψη είναι οι νεαροί συνάδελφοι που διαχωρίζουν τη θέση τους από τους παλιούς, αυτοί οι καλύτεροι, οι αδοκίμαστοι στη σχολική κούραση, οι πεφωτισμένοι, αθώοι αλλά ένοχοι και φταίχτες εν τέλει, γιατί είναι εύκολοι στην κολακεία γονιών, προϊσταμένων, εύκολοι στους ελιγμούς, παραδομένοι στη συνθήκη της «αριστείας» της υπουργού.
- Αναδύουν θλίψη οι παλιότεροι συνάδελφοι που μοιάζουν κουρασμένοι στα 48-50 χρόνια τους, που δεν αναλαμβάνουν τίποτε καινούργιο που απαιτεί μετατόπιση από τα εκπαιδευτικά θέσφατά τους. Κάνουν συνεχείς αναγωγές στο ένδοξο παρελθόν, για να αποφύγουν το ένδοξο παρόν, πεπειραμένοι να προσμετρούν συντάξιμα χρόνια και απολαβές που ίσως ποτέ δε θα πάρουν.
- Θλίψη δημιουργούν τα σεμινάρια επιμόρφωσης που αναγκαστικά παρακολουθούμε τέσσερις ώρες για το τίποτα συνήθως.
- Θλίψη είναι που ο διευθυντής, ο προϊστάμενος, ο σύμβουλος δεν θα είναι ο συνάδελφος που θα απευθυνθείς για την επίλυση προβλημάτων του σχολείου αλλά ένα νέο ιερατείο που θα σε κατατάσσει, θα σε βαθμολογεί, θα σε κρίνει. Χάνεται η παιδαγωγική ελευθερία.
- Θλιβερό είναι η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας να ενοχοποιεί τους δασκάλους που αγωνίζονται μέσα και έξω από την τάξη και να βραβεύει δασκάλους ανταγωνιστικούς, σιωπηρούς, διαχειρίσιμους, χωρίς αίσθημα συλλογικότητας να επιδίδονται στο άθλημα του αριβισμού.
- Θλίψη είναι όλο αυτό να ονομάζεται Νέο Σχολείο, πρόοδος, αυτοαξιολόγηση, νέα δεδομένα, εξορθολογισμός, αναπόφευκτες αλλαγές, συγχρονισμός με Ευρώπη και Αμερική.
- Θλιβερές είναι οι άδειες αίθουσες των συνελεύσεων και τα καφέ που ασφυκτιούν από δασκάλους.
- Θλίψη και οργή προκαλεί η συλλήβδην καταδίκη του συνδικαλισμού. Πόσο ευήκοο επιχείρημα που βολεύει τις καρδιές όσων ασκούν την τέχνη της ιδιώτευσης «μες στο ανερυθρίαστο».
- …
Και έλα τώρα εσύ να πεις, με το χέρι στην καρδιά, ποια από αυτά που περιγράφει η Παπαδοπούλου (λέει κι άλλα φυσικά) δεν είναι έτσι. Ακόμα περισσότερο αν σ’ αυτά προσθέσουμε παραμέτρους που το ίδιο τα σύστημα εδώ και χρόνια εφαρμόζει και, δυστυχώς, η κοινωνία φαίνεται να αποδέχεται.
Έχουμε σκεφτεί τι πραγματικά συμβαίνει στα σχολεία μας; Πόσοι προσοντούχοι χάνονται από τη μαχόμενη εκπαίδευση για να διεκδικήσουν θέσεις εκτός τάξης, εξαιτίας του τρόπου που λειτουργεί το σύστημα; Πόσοι πρόλαβαν να ανταποδώσουν στην κοινωνία τις επιμορφώσεις τους, τα μεταπτυχιακά τους και τις εξειδικεύσεις τους (πολλές φορές σε ανώτατο επίπεδο), αφού αυτά γίνονται πρόκριμα για να απομακρυνθούν ανεπιστρεπτί από την τάξη και τη διδασκαλία;
Όσο περισσότερο μαθαίνεις να γίνεσαι καλύτερος, τόσο γρηγορότερα «καλείσαι» να το εγκαταλείψεις. Επιμορφώνεσαι για να χειρίζεσαι την ψυχολογία παιδιών και πριμοδοτείσαι για να χειριστείς την ψυχολογία ενηλίκων, χωρίς μια ώρα επιμόρφωση σ’ αυτό. Σπουδάζεις διδακτική, για να ασχοληθείς, αναβαπτισμένος μάλιστα ως διευθυντής ας πούμε, με οικονομικά, λογιστικά, στατιστικά, πρωτόκολλα, επισκευές κτηρίων και ό,τι άλλο βάζει ο νους σου.
Χιλιοειπωμένες προτάσεις προς συζήτηση
Πόσο πιο ωραία θα ήταν αν είχαμε, ως κοινωνία, απαξιώσει όλες αυτές τις στρεβλώσεις.
Αν η αποζημίωση, ηθική και υλική, ήταν τέτοια που δεν χρειαζόταν κάποιος να «ανέβει» για να πάρει 5 δρχ. παραπάνω, αλλά του καταβάλλονταν τα απαραίτητα για να παραμείνει στην τάξη και να διδάξει τα παιδιά μας.
Αν ο μαχόμενος δάσκαλος ήταν το Α και το Ω στην εκπαιδευτική μας πραγματικότητα.
Αν οι διευθυντές ήταν πράγματι οι καλύτεροι των συναδέλφων, απαλλαγμένοι από τις ευθύνες του επιστάτη.
Αν όλα τα σχολεία είχαν στοιχειώδη γραμματειακή υποστήριξη για τη διεκπεραίωση της άψυχης γραφειοκρατίας.
Αν όλοι οι επιτελείς δεν θεωρούσαν χαριστικές και ανταποδοτικές τις θέσεις τους και λέγανε και κανένα όχι στα κελεύσματα των από πάνω. Πόσοι και σε πόσες περιπτώσεις ορθώσανε έστω το επιστημονικό τους κύρος και αρνήθηκαν ή αντιστάθηκαν σε άδικες επιταγές των προϊσταμένων τους ή και του υπουργείου; (ευτυχώς υπάρχουν κάποιοι ελάχιστοι). Βρείτε έστω και έναν που παραιτήθηκε από ευθιξία για όλα αυτά. Πόσοι διεκδίκησαν θέσεις για να προσφέρουν πραγματικά ή απλά για να φύγουν από τη «βάσανο της τάξης» ή για να κάνουν «κονέ» με προγράμματα και εξυπηρετήσεις (καριέρα και λεφτά). Με ποιο ηθικό ανάστημα οι ελλιπείς θα ζητούν νομιμότητα από τους υφισταμένους τους;
Αν όλα τα στελέχη είχαν δικαίωμα δύο θητειών το πολύ στις θέσεις ευθύνης και μετά, αναγκαστικά, επέστρεφαν στη βάση. Οι ίδιοι να αναβαπτιστούν στην κάμινο της τάξης, να εφαρμόσουν τις προτάσεις τους, να βιώσουν τις δυσκολίες των συναδέλφων και μετά από τέσσερα χρόνια να ξαναδιεκδικήσουν θέσεις και θώκους. Οι δε συνάδελφοι θα είχαν την ευκαιρία της έμπρακτης εφαρμογής ενός από τα προτεινόμενα στα σεμινάρια διδακτικού μοντέλου, το «μίμηση προτύπου». Παράλληλα θα υπήρχε η δυνατότητα, με την εναλλαγή προσώπων, να δούμε και άλλους νεώτερους ενδεχομένως συναδέλφους αλλά εξίσου ικανούς, που δεν έχουν τη μοριοδότηση μιας θέσης άσχετα αν παράγουν έργο ή όχι, να δοκιμάζονται σε πόστα.
Αν ο διευθυντής, εκλεγμένος από τους συναδέλφους του κάθε σχολείου, ήταν ο επικεφαλής της σχολικής μονάδας και ο επίσημος συνομιλητής με τους άλλους κοινωνικούς φορείς, επιφορτισμένος με διδακτικά καθήκοντα και απαλλαγμένος από γραφειοκρατικές υποχρεώσεις.
Αν ο Σύλλογος Διδασκόντων ήταν πράγματι το κυρίαρχο όργανο του σχολείου, με ευθύνη και λογοδοσία στην τοπική κοινωνία.
Αν τα σχολεία ή έστω ομάδες σχολείων είχαν την υποστήριξη ψυχολόγων και κοινωνικών λειτουργών, για την αντιμετώπιση των δύσκολων περιστατικών τα οποία εμφανίζονται όλο και πιο συχνά.
Αν η Ειδική Αγωγή δεν ήταν παραπεταμένη για τα παιδιά ενός κατώτερου Θεού.
Αν, αν, αν ….
Αν εν τέλει εμείς οι ίδιοι, η κοινωνία, δεν αποδεχόταν όλα αυτά και ξεσηκωνόμαστε όλοι μαζί, δάσκαλοι, γονείς και μαθητές και γυρίζαμε τα πάνω κάτω. Ίσως τότε να μην φτάναμε εδώ που είμαστε σήμερα.
Θλίψη και απογοήτευση.
Κι όμως υπάρχουν ιδέες και προτάσεις που μπορούν να ξεκολλήσουν «το κάρο από τη λάσπη». Ιδέες και προτάσεις πολύ καλύτερες, που οφείλουμε να τις αναζητήσουμε, να τις κουβεντιάσουμε και να τις επιβάλλουμε.
« Μέσα στη θλίψη της απέραντης μετριότητας, που μας πνίγει από
παντού, παρηγοριέμαι ότι κάπου, σε κάποιο καμαράκι, κάποιοι
πεισματάρηδες αγωνίζονται να εξουδετερώσουν τη φθορά.»
Οδ. Ελύτης «Μικρά έψιλον»
Ανάρτηση από : http://www.karditsalive.net
Ευχαριστώ τον φίλο Γιώργο Τ.
Ευχαριστώ τον φίλο Γιώργο Τ.