Του Σταύρου Χριστακόπουλου
«Από κοινωνία ελευθέρων προσώπων φθάσαμε στο σημείο ολόκληροι λαοί να γίνονται υποψήφιοι δούλοι απρόσωπων ομάδων, ανωνύμων εμπόρων του χρήματος πού ρυθμίζουν βασικά τις οικονομίες των λαών, οι οποίοι είναι γνωστοί ως αγορές. (...) Οι αποφάσεις των αγνώστων αυτών παραγόντων που δρουν με καλυμμένα πρόσωπα, μπορούν να ανατινάξουν κράτη και έθνη και να καταδικάσουν εκατομμύρια ανθρώπους στην ανεργία και την κοινωνία σε εξαθλίωση».
Το παραπάνω απόσπασμα ανήκει στην παρέμβαση και τη συνέντευξη τύπου του αρχιεπισκόπου Αλβανίας Αναστάσιου στην Κεντρική Επιτροπή του Παγκόσμιου Συμβουλίου Εκκλησιών, η οποία συνεδριάζει αυτές τις ημέρες στην Ορθόδοξη Ακαδημία Κρήτης, στο Κολυμπάρι των Χανίων. Ομολογουμένως δεν συνηθίζουμε – για πολλούς λόγους – να μιλούμε για την κρίση με όρους της Εκκλησίας ή των εκπροσώπων της.
Ωστόσο το ελάχιστο αυτό απόσπασμα δεν απέχει, ως διαπίστωση, από τις αναλύσεις πολλών οικονομολόγων και πολιτικών – ακόμη και μαρξιστών. Ποιος θα διαφωνούσε άλλωστε με την άποψη του Αναστάσιου ότι «η ελευθερία του ανθρώπου υπεχώρησε δίνοντας την έμφαση στην απόλυτη ελευθερία της αγοράς»; Ελάχιστοι, προφανώς...
Περαιτέρω ποιος θα διαφωνούσε με την άποψη ότι οι περιώνυμες αγορές «μπορούν να ανατινάξουν κράτη και έθνη και να καταδικάσουν εκατομμύρια ανθρώπους στην ανεργία και την κοινωνία σε εξαθλίωση»; Πάλι ελάχιστοι...
Εξ άλλου, αν κάτι παρατηρούμε – και, κυρίως, ζούμε – στην Ελλάδα των τελευταίων χρόνων, πάνω και πέρα από κάθε τι άλλο, αυτό είναι ότι ακόμη και η ελεύθερη οικονομική δραστηριότητα, το άλας του φιλελευθερισμού, πλήττεται βαρύτατα από την εφαρμογή των μνημονίων, την οποία έχουν επιβάλει, είτε εν είδει «τιμωρίας» είτε εν είδει διασφάλισης επισφαλών δανείων, οι παράγοντες των αγορών με τα «καλυμμένα πρόσωπα» (κοινώς, «κουκουλοφόροι»).
Γιατί όμως να επιλέξει κάποιος να επισημάνει τον λόγο ενός παπά (όπως συλλήβδην αποκαλεί ο λαός τους ιερείς και ιεράρχες αδιακρίτως βαθμού) σε ένα κείμενο περί κρίσης; Ίσως επειδή αυτή η κρίση εμπεριέχει τον θάνατο (μιας οικονομίας και μιας κοινωνίας), άρα ένας παπάς είναι κατ’ εξοχήν... αρμόδιος.
[Παρένθεση: Και μην ακούτε αυτούς που ισχυρίζονται ότι οι παπάδες δεν δικαιούνται να ομιλούν για πολιτικά ζητήματα. Ένας μεγάλος ιστορικός οργανισμός, όπως η Εκκλησία, ο οποίος εκ των πραγμάτων ασκεί και κοσμική – άρα πολιτική – εξουσία, ανεξάρτητα από το αν συμφωνεί κάποιος μαζί του, είναι υποκρισία να ισχυριζόμαστε ότι δεν μπορεί να μιλάει για πολιτικά θέματα...].
Ίσως πάλι επειδή η επόμενη άποψη, αμιγώς τεχνοκρατική, η οποία θα μας απασχολήσει σήμερα, δεν διαφέρει επί της ουσίας από αυτήν του αρχιεπισκόπου.
Η «επενδυτική τριάς»
Πριν από μερικές μέρες, στη βρετανική εφημερίδα Guardian, δημοσιεύθηκε ένα κείμενο του καθηγητή στο Πανεπιστήμιο της Μασαχουσέτης και προέδρου του Academic-Industry Research Network Ουίλιαμ Λαζόνικ (ολόκληρο, μεταφρασμένο, αναδημοσιεύθηκε στην Αυγή το περασμένο Σάββατο). Θέμα του, το πρόγραμμα του βρετανικού Εργατικού Κόμματος για το 2015 και μετά και «ο ρόλος των επενδύσεων για τις ανάγκες της ευημερίας».
Το κείμενο αυτό είναι εξαιρετικά επίκαιρο για την Ελλάδα, στην οποία, εκτός όλων των άλλων, η προσήλωση στη μνημονιακή καταστροφή, παρότι επιβάλλεται στο όνομα των επενδύσεων, έχει ως ένα από τα πρώτιστα αποτελέσματα την αποεπένδυση από την ελληνική οικονομία. Το «γερμανικό δόγμα» περί επενδύσεων στην Ελλάδα, όπως έχουμε πολλές φορές υπενθυμίσει, συμπυκνώνεται στο ότι «επενδύσεις θα κάνουμε στην Ελλάδα μόνο όταν θα έχει πιάσει πάτο».
Ο «πάτος» βέβαια είναι μια πολύ σχετική έννοια, όμως, εκτός αυτού, είναι μια τεράστια απάτη – και το παράδειγμα της εξαθλιωμένης Βουλγαρίας, στην οποία δεν πέφτει ούτε σέντσι ξένης επένδυσης, είναι χαρακτηριστικό. Ας πάμε όμως στον Λαζόνικ:
«Θεμελιώδους σημασίας για την επίτευξη της οικονομικής ευημερίας είναι οι επενδύσεις σε υλικές υποδομές και στις ανθρώπινες ικανότητες. Οι επενδύσεις αυτές είναι απαραίτητες για τη δημιουργία καλά αμειβόμενων ευκαιριών απασχόλησης στην εγχώρια οικονομία και για να έχει η χώρα το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στην παγκόσμια οικονομία. Σε έναν κόσμο συνεχών εξελίξεων αναφορικά με τις τεχνολογίες και τις αναδυόμενες αγορές, ένα έθνος που αποτυγχάνει να επενδύει στο μέλλον σε συνεχή βάση μπορεί να προσβλέπει σε μια μακροχρόνια οικονομική ύφεση».
Όμως, παρότι στην Ελλάδα οι γελοίες καρικατούρες του νεοφιλελευθερισμού επιμένουν πως οι επενδύσεις θα έρθουν μόνο όταν μια τεράστια μάζα εξαθλιωμένων θα είναι διαθέσιμη να εργαστεί οπουδήποτε για οποιαδήποτε αμοιβή, ο καθηγητής εμφανίζει μια πολύ πιο ρεαλιστική προσέγγιση, η οποία παραπέμπει σε μια περισσότερο... βιώσιμη εκδοχή λειτουργίας του καπιταλισμού:
«Οι επενδύσεις για την ευημερία δεν είναι μόνο ευθύνη του επιχειρηματικού τομέα. Οι κυβερνήσεις και τα νοικοκυριά πρέπει να επενδύσουν από κοινού.
● Οι κυβερνήσεις επενδύουν σε φυσικές υποδομές – δρόμους, σχολεία και άμυνα επί παραδείγματι – που έχουν χαρακτήρα δημόσιων αγαθών, καθώς και σε "γνωστική βάση" της κοινωνίας, που αποτελείται από ένα γενικά εκπαιδευμένο εργατικό δυναμικό καταρτισμένο με ειδικές γνώσεις στον τομέα της επιστήμης και της τεχνολογίας.
● Τα νοικοκυριά επενδύουν στην ανάπτυξη και τη διατήρηση ενός ικανού εργατικού δυναμικού, που βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στις κρατικές επενδύσεις, στην εκπαίδευση και την υλική υποδομή.
● Με τις επενδύσεις της κυβέρνησης και των νοικοκυριών ως βασικά θεμέλια, οι επιχειρήσεις επενδύουν στις διαδικασίες παραγωγής και διανομής ώστε να μετατρέψουν το φυσικό και το ανθρώπινο δυναμικό σε αγαθά και υπηρεσίες που οι πελάτες θέλουν να αγοράσουν σε τιμές που είναι πρόθυμοι (ή μπορούν να αντέξουν οικονομικά) να πληρώσουν».
Αγορές, ο «αδύναμος κρίκος»
Φυσικά, αν οι επενδύσεις χρειάζονται πρωτίστως... χρήμα. Πού βρίσκεται αυτό, ποιος το παράγει και ποιος και πώς το επενδύει; Ιδού η απάντηση του Λαζόνικ:
«Βέβαια, οι επενδύσεις για το αύριο απαιτούν πρόσβαση σε οικονομικούς πόρους σήμερα. Οι κυβερνήσεις πρέπει να εισπράττουν φόρους, τα νοικοκυριά πρέπει να εισπράττουν μισθούς και οι επιχειρήσεις πρέπει να βγάζουν κέρδη. Κάθε παράγοντας στην τριάδα μπορεί να μοχλεύσει τα εσωτερικά οικονομικά παίρνοντας πάνω του εξωτερικό χρέος.
Τελικά όμως είναι τα εσωτερικά οικονομικά – οι φόροι, οι μισθοί και τα κέρδη – που πρέπει να είναι αρκετά ώστε να εξυπηρετούν το χρέος και να επενδύονται στο μέλλον αν θέλουμε να διατηρήσουμε την ευημερία της οικονομίας».
Γιατί όμως ο τεχνοκράτης καθηγητής μπαίνει στον κόπο να γράψει αυτό το κείμενο και να καταθέσει αυτές τις επισημάνσεις; Διότι διαπιστώνει πως στη βρετανική «επενδυτική τριάδα» (κράτος, νοικοκυριά, επιχειρήσεις) υπάρχει ένας «αδύναμος κρίκος». Ποιος είναι αυτός;
«Οι συντηρητικοί θα δυσκολεύονταν να απαντήσουν αυτήν την ερώτηση γιατί πιστεύουν πως πρέπει να βασιζόμαστε στις μη ρυθμισμένες αγορές για τη διανομή των οικονομικών πόρων. Το πρόβλημα είναι πως οι οργανισμοί – οι κυβερνήσεις, τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις – είναι αυτοί που επενδύουν για το μέλλον και όχι οι αγορές. Μια αποτυχία μιας οικονομίας να επενδύσει στις παραγωγικές δυνατότητες, που είναι το θεμέλιο της βιώσιμης ευημερίας, συνιστά οργανωτική αποτυχία και όχι αποτυχία της αγοράς».
Ελληνικά και διεθνή παράσιτα
Τα σκήπτρα, λοιπόν, των επενδύσεων δεν μπορούν να βρίσκονται στα χέρια των «αγορών», αλλά σε αυτά του κράτους, το οποίο πρέπει να οργανώνει το οικονομικό υπόδειγμα και να παρέχει τις υποδομές, και των νοικοκυριών, τα οποία πρέπει να έχουν εισόδημα διαθέσιμο προς επένδυση για τη δημιουργία εργατικού και επιστημονικού δυναμικού.
Στην Ελλάδα, όμως, δανειστές και τρόικες καταστρέφουν και τους δύο αυτούς επενδυτικούς πυλώνες παραδίδοντας τα κουρέλια της οικονομίας στις... αγορές. Όσο για τον ανόητο μύθο των «κουκουλοφόρων» της τρόικας ότι ο ιδιωτικός τομέας θα μας «πνίξει» στις επενδύσεις, τα στοιχεία που επικαλείται ο καθηγητής για τη Βρετανία και τις ΗΠΑ είναι συντριπτικά ακριβώς επειδή καταδεικνύουν τον παρασιτισμό των σύγχρονων επιχειρηματικών στελεχών:
«Για την περίοδο 2001-2010 ογδόντα έξι από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις της Βρετανίας που συμπεριλαμβάνονται στον δείκτη της Standard & Poor's Europe 350, έβγαλαν καθαρά κέρδη ύψους 882 δισ., εκ των οποίων το 63% δόθηκε σε μερίσματα και ένα 26% για να επαναγοράσουν τις μετοχές τους.
Αυτή η εξέλιξη της χρηματιστικοποίησης των βρετανικών εταιρειών ακολουθεί κατά πόδας τα αμερικανικά πρότυπα. Τη δεκαετία 2001-2010, 459 εταιρείες στον δείκτη 500 της Standard & Poor's, σχεδόν όλες εκ των οποίων έχουν έδρα τις ΗΠΑ, σπατάλησαν 1,9 τρισ. δολ., ή 40% καθαρού εισοδήματος, σε μερίσματα και 2,7 τρισ. δολ., ή 54% καθαρού εισοδήματος, για την επαναγορά μετοχών, αφήνοντας μονάχα ένα 6% των κερδών να επενδυθεί δυνητικά στο μέλλον»...
Μήπως αυτό μας θυμίζει κάτι πολύ «δικό μας»;
● Ότι, για παράδειγμα, οι εγχώριοι κεφαλαιούχοι «επενδυτές» πάντοτε επένδυαν στο έτοιμο κρατικό χρήμα – δηλαδή τους φόρους των Ελλήνων και τις ευρωπαϊκές ενισχύσεις;
● Ότι σπανίως – έως ποτέ – οι ίδιοι επενδύουν στη δημιουργία επιστημονικού δυναμικού προτιμώντας το έτοιμο, αυτό που το κράτος και τα νοικοκυριά δημιουργούσαν με τις δικές τους – συχνά αιματηρές – επενδύσεις;
● Ότι τα εύκολα και άκοπα κέρδη τους κατά κανόνα εξάγονται ή μετατρέπονται σε προσωπικό πλουτισμό και παρασιτική κατανάλωση, αντί να επενδύονται ενισχύοντας την εθνική οικονομία;
Μήπως, ακόμη, μας λέει κάτι η διαπίστωση του Ράιμουντ Μπέικερ, προέδρου του αμερικανικού ινστιτούτου μελετών Global Financial Integrity (προγράμματος του Κέντρου Διεθνούς Πολιτικής), ο οποίος είπε στο γερμανικό περιοδικό Spiegel ότι, το διάστημα 2003 - 2011 έφυγαν από την Ελλάδα 261 δισ. δολάρια παράνομου χρήματος, «το οποίο προερχόταν από εγκληματικές ενέργειες, διαφθορά και φοροδιαφυγή»;
Ένα ποσόν παράνομου χρήματος ίσο περίπου με ένα ελληνικό ΑΕΠ (211,6 δισ. ευρώ το 2011), το οποίο διέρρευσε τα χρόνια της «ευημερίας», προφανώς δεν το έδιωξαν οι ελεύθεροι επαγγελματίες που συστηματικά φοροδιαφεύγουν. Αυτοί τροφοδοτούσαν κυρίως την άμετρη και μεγαλομανή κατανάλωσή τους ξοδεύοντας σε εγχώριες απολαύσεις ή, έστω, τροφοδοτώντας τα πλεονάσματα ισχυρών οικονομιών αγοράζοντας τα πανάκριβα καταναλωτικά προϊόντα τους.
Ως επί το πλείστον, αυτή η διαρροή «μυρίζει» χρήμα το οποίο προέρχεται από πολύ μεγάλες «μπάζες». Αν είχε νομίμως φορολογηθεί, θα είχε αποφέρει κρίσιμα έσοδα στο κράτος. Αν είχε επενδυθεί, θα είχε αποφέρει κέρδη στο σύνολο της οικονομίας. Ωστόσο διέρρευσε – και πολύ αμφιβάλλω αν θα βρεθεί θεσμικός παράγοντας, όπως π.χ. η Τράπεζα της Ελλάδος, για να μας προσδιορίσει την προέλευση ή την κατάληξη αυτού του χρήματος.
Ανατριχιαστικές ομοιότητες
Οι ομοιότητες μεταξύ των κεφαλαιούχων που περιγράφει ο Λαζόνικ και της δικής μας επιχειρηματικής ελίτ μοιάζουν ανατριχιαστικές, αλλά, κυρίως, σε μεγάλο βαθμό, καταδεικνύουν ότι οι «αξίες» των σημερινών κεφαλαιούχων ανά τον κόσμο είναι τρομακτικά ίδιες.
Ας μην απορούμε λοιπόν με τη σημερινή μας κατάληξη και, κυρίως, ας μην απορούμε με τον διπλό θάνατο οικονομίας και κοινωνίας. Ούτε με την πλήρη ταύτιση των αιώνιων επιχειρηματικών παρασίτων με την τρόικα – άλλωστε μόνο η συμμαχία μαζί της θα μπορούσε να παρατείνει, για λίγο, ακόμη την επιβίωσή τους, με την καταβρόχθιση όλων των δημόσιων υποδομών, οι οποίες αδυνατούν πλέον να τους δώσουν έτοιμο και άκοπο χρήμα.
Τώρα έχει έλθει η ώρα να «ιδιωτικοποιηθούν», να κοπούν σε κομμάτια «υγιή» και «προβληματικά» και να αποδώσουν τα τελευταία ψίχουλα κερδών. Ούτε υποψία περί... επένδυσης.
Υπ’ αυτό το πρίσμα μπορούμε να ξαναδιαβάσουμε την παρέμβαση του Αναστασίου και όσοι παραμένουμε ανυποψίαστοι να αναρωτηθούμε πώς ένας ξένος τεχνοκράτης και ένας δικός μας παπάς μιλούν με τον ίδιο τρόπο για τον θάνατο της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας. Ακριβώς στο απόγειο της... «απελευθέρωσής» τους!
Ανάρτηση από : http://topontiki.gr/
«Από κοινωνία ελευθέρων προσώπων φθάσαμε στο σημείο ολόκληροι λαοί να γίνονται υποψήφιοι δούλοι απρόσωπων ομάδων, ανωνύμων εμπόρων του χρήματος πού ρυθμίζουν βασικά τις οικονομίες των λαών, οι οποίοι είναι γνωστοί ως αγορές. (...) Οι αποφάσεις των αγνώστων αυτών παραγόντων που δρουν με καλυμμένα πρόσωπα, μπορούν να ανατινάξουν κράτη και έθνη και να καταδικάσουν εκατομμύρια ανθρώπους στην ανεργία και την κοινωνία σε εξαθλίωση».
Το παραπάνω απόσπασμα ανήκει στην παρέμβαση και τη συνέντευξη τύπου του αρχιεπισκόπου Αλβανίας Αναστάσιου στην Κεντρική Επιτροπή του Παγκόσμιου Συμβουλίου Εκκλησιών, η οποία συνεδριάζει αυτές τις ημέρες στην Ορθόδοξη Ακαδημία Κρήτης, στο Κολυμπάρι των Χανίων. Ομολογουμένως δεν συνηθίζουμε – για πολλούς λόγους – να μιλούμε για την κρίση με όρους της Εκκλησίας ή των εκπροσώπων της.
Ωστόσο το ελάχιστο αυτό απόσπασμα δεν απέχει, ως διαπίστωση, από τις αναλύσεις πολλών οικονομολόγων και πολιτικών – ακόμη και μαρξιστών. Ποιος θα διαφωνούσε άλλωστε με την άποψη του Αναστάσιου ότι «η ελευθερία του ανθρώπου υπεχώρησε δίνοντας την έμφαση στην απόλυτη ελευθερία της αγοράς»; Ελάχιστοι, προφανώς...
Περαιτέρω ποιος θα διαφωνούσε με την άποψη ότι οι περιώνυμες αγορές «μπορούν να ανατινάξουν κράτη και έθνη και να καταδικάσουν εκατομμύρια ανθρώπους στην ανεργία και την κοινωνία σε εξαθλίωση»; Πάλι ελάχιστοι...
Εξ άλλου, αν κάτι παρατηρούμε – και, κυρίως, ζούμε – στην Ελλάδα των τελευταίων χρόνων, πάνω και πέρα από κάθε τι άλλο, αυτό είναι ότι ακόμη και η ελεύθερη οικονομική δραστηριότητα, το άλας του φιλελευθερισμού, πλήττεται βαρύτατα από την εφαρμογή των μνημονίων, την οποία έχουν επιβάλει, είτε εν είδει «τιμωρίας» είτε εν είδει διασφάλισης επισφαλών δανείων, οι παράγοντες των αγορών με τα «καλυμμένα πρόσωπα» (κοινώς, «κουκουλοφόροι»).
Γιατί όμως να επιλέξει κάποιος να επισημάνει τον λόγο ενός παπά (όπως συλλήβδην αποκαλεί ο λαός τους ιερείς και ιεράρχες αδιακρίτως βαθμού) σε ένα κείμενο περί κρίσης; Ίσως επειδή αυτή η κρίση εμπεριέχει τον θάνατο (μιας οικονομίας και μιας κοινωνίας), άρα ένας παπάς είναι κατ’ εξοχήν... αρμόδιος.
[Παρένθεση: Και μην ακούτε αυτούς που ισχυρίζονται ότι οι παπάδες δεν δικαιούνται να ομιλούν για πολιτικά ζητήματα. Ένας μεγάλος ιστορικός οργανισμός, όπως η Εκκλησία, ο οποίος εκ των πραγμάτων ασκεί και κοσμική – άρα πολιτική – εξουσία, ανεξάρτητα από το αν συμφωνεί κάποιος μαζί του, είναι υποκρισία να ισχυριζόμαστε ότι δεν μπορεί να μιλάει για πολιτικά θέματα...].
Ίσως πάλι επειδή η επόμενη άποψη, αμιγώς τεχνοκρατική, η οποία θα μας απασχολήσει σήμερα, δεν διαφέρει επί της ουσίας από αυτήν του αρχιεπισκόπου.
Η «επενδυτική τριάς»
Πριν από μερικές μέρες, στη βρετανική εφημερίδα Guardian, δημοσιεύθηκε ένα κείμενο του καθηγητή στο Πανεπιστήμιο της Μασαχουσέτης και προέδρου του Academic-Industry Research Network Ουίλιαμ Λαζόνικ (ολόκληρο, μεταφρασμένο, αναδημοσιεύθηκε στην Αυγή το περασμένο Σάββατο). Θέμα του, το πρόγραμμα του βρετανικού Εργατικού Κόμματος για το 2015 και μετά και «ο ρόλος των επενδύσεων για τις ανάγκες της ευημερίας».
Το κείμενο αυτό είναι εξαιρετικά επίκαιρο για την Ελλάδα, στην οποία, εκτός όλων των άλλων, η προσήλωση στη μνημονιακή καταστροφή, παρότι επιβάλλεται στο όνομα των επενδύσεων, έχει ως ένα από τα πρώτιστα αποτελέσματα την αποεπένδυση από την ελληνική οικονομία. Το «γερμανικό δόγμα» περί επενδύσεων στην Ελλάδα, όπως έχουμε πολλές φορές υπενθυμίσει, συμπυκνώνεται στο ότι «επενδύσεις θα κάνουμε στην Ελλάδα μόνο όταν θα έχει πιάσει πάτο».
Ο «πάτος» βέβαια είναι μια πολύ σχετική έννοια, όμως, εκτός αυτού, είναι μια τεράστια απάτη – και το παράδειγμα της εξαθλιωμένης Βουλγαρίας, στην οποία δεν πέφτει ούτε σέντσι ξένης επένδυσης, είναι χαρακτηριστικό. Ας πάμε όμως στον Λαζόνικ:
«Θεμελιώδους σημασίας για την επίτευξη της οικονομικής ευημερίας είναι οι επενδύσεις σε υλικές υποδομές και στις ανθρώπινες ικανότητες. Οι επενδύσεις αυτές είναι απαραίτητες για τη δημιουργία καλά αμειβόμενων ευκαιριών απασχόλησης στην εγχώρια οικονομία και για να έχει η χώρα το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στην παγκόσμια οικονομία. Σε έναν κόσμο συνεχών εξελίξεων αναφορικά με τις τεχνολογίες και τις αναδυόμενες αγορές, ένα έθνος που αποτυγχάνει να επενδύει στο μέλλον σε συνεχή βάση μπορεί να προσβλέπει σε μια μακροχρόνια οικονομική ύφεση».
Όμως, παρότι στην Ελλάδα οι γελοίες καρικατούρες του νεοφιλελευθερισμού επιμένουν πως οι επενδύσεις θα έρθουν μόνο όταν μια τεράστια μάζα εξαθλιωμένων θα είναι διαθέσιμη να εργαστεί οπουδήποτε για οποιαδήποτε αμοιβή, ο καθηγητής εμφανίζει μια πολύ πιο ρεαλιστική προσέγγιση, η οποία παραπέμπει σε μια περισσότερο... βιώσιμη εκδοχή λειτουργίας του καπιταλισμού:
«Οι επενδύσεις για την ευημερία δεν είναι μόνο ευθύνη του επιχειρηματικού τομέα. Οι κυβερνήσεις και τα νοικοκυριά πρέπει να επενδύσουν από κοινού.
● Οι κυβερνήσεις επενδύουν σε φυσικές υποδομές – δρόμους, σχολεία και άμυνα επί παραδείγματι – που έχουν χαρακτήρα δημόσιων αγαθών, καθώς και σε "γνωστική βάση" της κοινωνίας, που αποτελείται από ένα γενικά εκπαιδευμένο εργατικό δυναμικό καταρτισμένο με ειδικές γνώσεις στον τομέα της επιστήμης και της τεχνολογίας.
● Τα νοικοκυριά επενδύουν στην ανάπτυξη και τη διατήρηση ενός ικανού εργατικού δυναμικού, που βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στις κρατικές επενδύσεις, στην εκπαίδευση και την υλική υποδομή.
● Με τις επενδύσεις της κυβέρνησης και των νοικοκυριών ως βασικά θεμέλια, οι επιχειρήσεις επενδύουν στις διαδικασίες παραγωγής και διανομής ώστε να μετατρέψουν το φυσικό και το ανθρώπινο δυναμικό σε αγαθά και υπηρεσίες που οι πελάτες θέλουν να αγοράσουν σε τιμές που είναι πρόθυμοι (ή μπορούν να αντέξουν οικονομικά) να πληρώσουν».
Αγορές, ο «αδύναμος κρίκος»
Φυσικά, αν οι επενδύσεις χρειάζονται πρωτίστως... χρήμα. Πού βρίσκεται αυτό, ποιος το παράγει και ποιος και πώς το επενδύει; Ιδού η απάντηση του Λαζόνικ:
«Βέβαια, οι επενδύσεις για το αύριο απαιτούν πρόσβαση σε οικονομικούς πόρους σήμερα. Οι κυβερνήσεις πρέπει να εισπράττουν φόρους, τα νοικοκυριά πρέπει να εισπράττουν μισθούς και οι επιχειρήσεις πρέπει να βγάζουν κέρδη. Κάθε παράγοντας στην τριάδα μπορεί να μοχλεύσει τα εσωτερικά οικονομικά παίρνοντας πάνω του εξωτερικό χρέος.
Τελικά όμως είναι τα εσωτερικά οικονομικά – οι φόροι, οι μισθοί και τα κέρδη – που πρέπει να είναι αρκετά ώστε να εξυπηρετούν το χρέος και να επενδύονται στο μέλλον αν θέλουμε να διατηρήσουμε την ευημερία της οικονομίας».
Γιατί όμως ο τεχνοκράτης καθηγητής μπαίνει στον κόπο να γράψει αυτό το κείμενο και να καταθέσει αυτές τις επισημάνσεις; Διότι διαπιστώνει πως στη βρετανική «επενδυτική τριάδα» (κράτος, νοικοκυριά, επιχειρήσεις) υπάρχει ένας «αδύναμος κρίκος». Ποιος είναι αυτός;
«Οι συντηρητικοί θα δυσκολεύονταν να απαντήσουν αυτήν την ερώτηση γιατί πιστεύουν πως πρέπει να βασιζόμαστε στις μη ρυθμισμένες αγορές για τη διανομή των οικονομικών πόρων. Το πρόβλημα είναι πως οι οργανισμοί – οι κυβερνήσεις, τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις – είναι αυτοί που επενδύουν για το μέλλον και όχι οι αγορές. Μια αποτυχία μιας οικονομίας να επενδύσει στις παραγωγικές δυνατότητες, που είναι το θεμέλιο της βιώσιμης ευημερίας, συνιστά οργανωτική αποτυχία και όχι αποτυχία της αγοράς».
Ελληνικά και διεθνή παράσιτα
Τα σκήπτρα, λοιπόν, των επενδύσεων δεν μπορούν να βρίσκονται στα χέρια των «αγορών», αλλά σε αυτά του κράτους, το οποίο πρέπει να οργανώνει το οικονομικό υπόδειγμα και να παρέχει τις υποδομές, και των νοικοκυριών, τα οποία πρέπει να έχουν εισόδημα διαθέσιμο προς επένδυση για τη δημιουργία εργατικού και επιστημονικού δυναμικού.
Στην Ελλάδα, όμως, δανειστές και τρόικες καταστρέφουν και τους δύο αυτούς επενδυτικούς πυλώνες παραδίδοντας τα κουρέλια της οικονομίας στις... αγορές. Όσο για τον ανόητο μύθο των «κουκουλοφόρων» της τρόικας ότι ο ιδιωτικός τομέας θα μας «πνίξει» στις επενδύσεις, τα στοιχεία που επικαλείται ο καθηγητής για τη Βρετανία και τις ΗΠΑ είναι συντριπτικά ακριβώς επειδή καταδεικνύουν τον παρασιτισμό των σύγχρονων επιχειρηματικών στελεχών:
«Για την περίοδο 2001-2010 ογδόντα έξι από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις της Βρετανίας που συμπεριλαμβάνονται στον δείκτη της Standard & Poor's Europe 350, έβγαλαν καθαρά κέρδη ύψους 882 δισ., εκ των οποίων το 63% δόθηκε σε μερίσματα και ένα 26% για να επαναγοράσουν τις μετοχές τους.
Αυτή η εξέλιξη της χρηματιστικοποίησης των βρετανικών εταιρειών ακολουθεί κατά πόδας τα αμερικανικά πρότυπα. Τη δεκαετία 2001-2010, 459 εταιρείες στον δείκτη 500 της Standard & Poor's, σχεδόν όλες εκ των οποίων έχουν έδρα τις ΗΠΑ, σπατάλησαν 1,9 τρισ. δολ., ή 40% καθαρού εισοδήματος, σε μερίσματα και 2,7 τρισ. δολ., ή 54% καθαρού εισοδήματος, για την επαναγορά μετοχών, αφήνοντας μονάχα ένα 6% των κερδών να επενδυθεί δυνητικά στο μέλλον»...
Μήπως αυτό μας θυμίζει κάτι πολύ «δικό μας»;
● Ότι, για παράδειγμα, οι εγχώριοι κεφαλαιούχοι «επενδυτές» πάντοτε επένδυαν στο έτοιμο κρατικό χρήμα – δηλαδή τους φόρους των Ελλήνων και τις ευρωπαϊκές ενισχύσεις;
● Ότι σπανίως – έως ποτέ – οι ίδιοι επενδύουν στη δημιουργία επιστημονικού δυναμικού προτιμώντας το έτοιμο, αυτό που το κράτος και τα νοικοκυριά δημιουργούσαν με τις δικές τους – συχνά αιματηρές – επενδύσεις;
● Ότι τα εύκολα και άκοπα κέρδη τους κατά κανόνα εξάγονται ή μετατρέπονται σε προσωπικό πλουτισμό και παρασιτική κατανάλωση, αντί να επενδύονται ενισχύοντας την εθνική οικονομία;
Μήπως, ακόμη, μας λέει κάτι η διαπίστωση του Ράιμουντ Μπέικερ, προέδρου του αμερικανικού ινστιτούτου μελετών Global Financial Integrity (προγράμματος του Κέντρου Διεθνούς Πολιτικής), ο οποίος είπε στο γερμανικό περιοδικό Spiegel ότι, το διάστημα 2003 - 2011 έφυγαν από την Ελλάδα 261 δισ. δολάρια παράνομου χρήματος, «το οποίο προερχόταν από εγκληματικές ενέργειες, διαφθορά και φοροδιαφυγή»;
Ένα ποσόν παράνομου χρήματος ίσο περίπου με ένα ελληνικό ΑΕΠ (211,6 δισ. ευρώ το 2011), το οποίο διέρρευσε τα χρόνια της «ευημερίας», προφανώς δεν το έδιωξαν οι ελεύθεροι επαγγελματίες που συστηματικά φοροδιαφεύγουν. Αυτοί τροφοδοτούσαν κυρίως την άμετρη και μεγαλομανή κατανάλωσή τους ξοδεύοντας σε εγχώριες απολαύσεις ή, έστω, τροφοδοτώντας τα πλεονάσματα ισχυρών οικονομιών αγοράζοντας τα πανάκριβα καταναλωτικά προϊόντα τους.
Ως επί το πλείστον, αυτή η διαρροή «μυρίζει» χρήμα το οποίο προέρχεται από πολύ μεγάλες «μπάζες». Αν είχε νομίμως φορολογηθεί, θα είχε αποφέρει κρίσιμα έσοδα στο κράτος. Αν είχε επενδυθεί, θα είχε αποφέρει κέρδη στο σύνολο της οικονομίας. Ωστόσο διέρρευσε – και πολύ αμφιβάλλω αν θα βρεθεί θεσμικός παράγοντας, όπως π.χ. η Τράπεζα της Ελλάδος, για να μας προσδιορίσει την προέλευση ή την κατάληξη αυτού του χρήματος.
Ανατριχιαστικές ομοιότητες
Οι ομοιότητες μεταξύ των κεφαλαιούχων που περιγράφει ο Λαζόνικ και της δικής μας επιχειρηματικής ελίτ μοιάζουν ανατριχιαστικές, αλλά, κυρίως, σε μεγάλο βαθμό, καταδεικνύουν ότι οι «αξίες» των σημερινών κεφαλαιούχων ανά τον κόσμο είναι τρομακτικά ίδιες.
Ας μην απορούμε λοιπόν με τη σημερινή μας κατάληξη και, κυρίως, ας μην απορούμε με τον διπλό θάνατο οικονομίας και κοινωνίας. Ούτε με την πλήρη ταύτιση των αιώνιων επιχειρηματικών παρασίτων με την τρόικα – άλλωστε μόνο η συμμαχία μαζί της θα μπορούσε να παρατείνει, για λίγο, ακόμη την επιβίωσή τους, με την καταβρόχθιση όλων των δημόσιων υποδομών, οι οποίες αδυνατούν πλέον να τους δώσουν έτοιμο και άκοπο χρήμα.
Τώρα έχει έλθει η ώρα να «ιδιωτικοποιηθούν», να κοπούν σε κομμάτια «υγιή» και «προβληματικά» και να αποδώσουν τα τελευταία ψίχουλα κερδών. Ούτε υποψία περί... επένδυσης.
Υπ’ αυτό το πρίσμα μπορούμε να ξαναδιαβάσουμε την παρέμβαση του Αναστασίου και όσοι παραμένουμε ανυποψίαστοι να αναρωτηθούμε πώς ένας ξένος τεχνοκράτης και ένας δικός μας παπάς μιλούν με τον ίδιο τρόπο για τον θάνατο της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας. Ακριβώς στο απόγειο της... «απελευθέρωσής» τους!
Ανάρτηση από : http://topontiki.gr/