Του Δημήτρη Πατέλη
ΑΝΑΓΚΗ ΡΙΖΙΚΗΣ ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΚΤΗΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ.
ΑΝΑΓΚΗ ΡΙΖΙΚΗΣ ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΚΤΗΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ.
Οι
τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις είναι ενδεικτικές του γεγονότος ότι η
γενικευμένη οικονομική και κοινωνική κρίση, παίρνει και τη μορφή κρίσης
ιδεολογικοπολιτικής εκπροσώπησης, που κλιμακώνεται και περιπλέκεται
επιπλέον από τον καλπονοθευτικό εκλογικό νόμο. Ταυτόχρονα, σηματοδοτούν
μια μετέωρη μεν, αλλά πρωτοφανή για τη νεώτερη ιστορία της χώρας δρομολόγηση
απεμπλοκής συνειδήσεων και ανθρώπων από τη “σιωπηρά πλειοψηφία”, από την
κυρίαρχη ιδεολογία και τα καθεστωτικά κόμματα, από την υπακοή, την ηττοπάθεια,
τη μοιρολατρία και την υποταγή.
Αυτή η ρευστή και μη μορφοποιημένη
ριζοσπαστικοποίηση, με όλες τις αντιφάσεις, τη μερικότητα και τους περιορισμούς
της, δέσμια ακόμα της λογικής της ανάθεσης, με το στίγμα των καθεστωτικών
τρομοκρατικών διλημμάτων και αυταπατών, βρίσκει εν μέρει εκπροσώπηση, ή μάλλον –
επένδυσε επί του παρόντος εκλογικά- στο ΣΥΡΙΖΑ, σε σχετική εναρμόνιση με την
υπόσχεση άμεσης κυβερνητικής λύσης, χωρίς ρήξεις και ανατροπές των κυρίαρχων
στρατηγικών επιλογών του καθεστώτος, της Ευρωζώνης και της Ε.Ε. Η “επένδυση”
αυτή δεν είναι ούτε δεδομένη ούτε και στοιχείο μακροχρόνιας
ταυτότητας-δέσμευσης. Το επίπεδο αντικειμενικής συγκρότησης και πολιτικής
ωριμότητας που χαρακτηρίζει τη σημερινή εργατική τάξη, οδήγησε συγκυριακά
σημαντικό μέρος της σε εκλογικές θέσεις όχι υπέρ ενός μικροαστικού
«σοσιαλισμού», αλλά ενός ιδιότυπου προυντονισμού, με ανεφάρμοστες στη συγκυρία
κεϋνσιανές αυταπάτες, δίκην απεγνωσμένης “άμεσης λύσης”, με όρους νομιμοφροσύνης
έναντι του καθεστώτος (ντόπιου και Ε.Ε.).
Όσο
δεν νοιώθουν όλοι οι ταγοί και αντιπρόσωποι την καυτή ανάσα του κινήματος στον
αυχένα τους, δεδομένων των (διεθνών και εθνικών) θεσμικών και εξωθεσμικών
πιέσεων του καθεστώτος, η αρχική αμηχανία από την πρωτοφανή εκτόξευση στη θέση
της αξιωματικής αντιπολίτευσης και την προσαρμογή σε αυτόν το “θεσμικό” ρόλο, θα
δίνει τη θέση της σε αλλεπάλληλες εξετάσεις “υπευθυνότητας” και “νομιμοφροσύνης”
και σε διολισθήσεις προς όλο και πιο ενδοτικές-καθεστωτικές θέσεις. Αυτό
δεν αφορά τις προθέσεις και τα ήθη μεμονωμένων δρώντων υποκειμένων, ούτε συνιστά
κακόβουλη σκέψη κάποιας Κασσάνδρας. Είναι μια αδήριτη ιστορική νομοτέλεια,
που συνάγεται από την τελική υπολογίσιμη συνισταμένη κάθε τέτοιου πολυτασικού
μορφώματος σε παρόμοιες συγκυρίες (βλέπε π.χ. την εκφυλιστική έκβαση του
Ανεξάρτητου Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Γερμανίας το 1918-1919, παρά τη
συμμετοχή σε αυτό της επαναστατικής τάσης-συνιστώσας των
Σπαρτακιστών).
Σε
κείμενά μου έχω αναφερθεί στον “ασθενή κρίκο” με δύο έννοιες:
1) αναφορικά με το παγκόσμιο σύστημα και 2) αναφορικά με τη διάγνωση της
πολιτικής συγκυρίας (Ασθενής κρίκος και Μέτωπο ζωής ή θανάτου του λαού.
Θεωρητικές και πρακτικές πτυχές. http://www.ilhs.tuc.gr/gr/dim_15062012.htm). Ο
κρίκος αυτός επιτρέπει και επιτάσσει στις δυνάμεις που θα τον αδράξουν,
να κατακτήσουν ακλόνητα την χειραφετική για το λαό πρωτοβουλία των κινήσεων, να
κλιμακώνουν και να κατευθύνουν δημιουργικά και συσπειρωτικά την αγανάκτηση και
την ανυπακοή, να προσδώσουν όλο και πιο συνειδητό, συντεταγμένο, αποτελεσματικό
και τελικά νικηφόρο προσανατολισμό στη λαϊκή αυτενέργεια. Ο κρίκος
αυτός συμπυκνώνεται σήμερα στη δέσμη προταγμάτων με αφετηρία την άρνηση του
επαχθούς και απεχθούς δημόσιου εξωτερικού χρέους και των αποικιοκρατικών
δανειακών συμβάσεων.
Εγείρεται λοιπόν όλο και πιο
επιτακτικά το ζήτημα του ταξικού-κοινωνικού και του πολιτικού υποκειμένου που θα
επιληφθεί του αδύναμου κρίκου της συγκυρίας. Μπορεί κάποιος από τους
υφιστάμενους πολιτικούς φορείς να διαδραματίσει άμεσα το ρόλο αυτού του
κοινωνικού και πολιτικού υποκειμένου; Κατά τα φαινόμενα, δεν υπάρχει τέτοιος
φορέας, ούτε και μπορεί να προκύψει με τις παγιωμένες συνταγές και αμετάβλητους
τους (θεωρητικούς, πρακτικούς και οργανωτικούς) όρους του
παρελθόντος.
Σε αυτή
τη συγκυρία και υπό τους δεδομένους όρους, κάθε απόπειρα ανάδειξης,
αναβάπτισης ενός ή μερικών από τους υφιστάμενους φορείς σε “μοναδικό κατάλληλο
και συνεπές υποκείμενο” με όρους αυτάρκειας, είναι καταδικασμένη σε
αποτυχία. Το αυτό ισχύει και για εγχειρήματα εσπευσμένης
ίδρυσης (επανίδρυσης) κάποιου κομματικού φορέα ή (κομμουνιστικού,
αντικαπιταλιστικού κ.ο.κ.) πόλου, η έκβαση του οποίου σε “μία από τα
ίδια” (τηρουμένων αμετάβλητων των λοιπών κοινωνικών-ταξικών,
θεωρητικών, πρακτικών και οργανωτικών όρων) είναι νομοτελώς
προδιαγεγραμμένη. Είναι εξαιρετικά
ηττοπαθείς,διαλυτικές και επικίνδυνες οι τάσεις
αποσυσπείρωσης, εσωστρεφούς περιχαράκωσης και αλληλοεξόντωσης των δυνάμεων που
σε ποικίλους βαθμούς και με διάφορους τρόπους αντιλαμβάνονται την κρισιμότητα
της κατάστασης, τάσεις που δείχνουν να ενισχύονται μετά τη δραματική εκλογική
συρρίκνωση των αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ κείμενων δυνάμεων.
Οι
υπάρχοντες πολιτικοί φορείς, παραδοσιακοί και νεοπαγείς, παρά
τη ριζοσπαστικοποίηση των πολιτικών διαθέσεων της συγκυρίας και μέσω αυτής,
δείχνουν όλο και πιο ανάγλυφα τα όριά τους, λόγω της μίας ή της άλλης
εμπλοκής τους σε αναντίστοιχες των αναγκών αγκυλώσεις, εμμονές και αυταπάτες,
κληροδοτήματα του παρελθόντος. Έτσι, οι περισσότεροι από αυτούς,
βρίσκονται σε θέση άμυνας και απολογίας στα εκβιαστικά διλήμματα του
καθεστώτος, ανίκανοι να προτάξουν πειστική εναλλακτική διέξοδο και να αναλάβουν
επιθετικά πρωτοβουλία κινήσεων σε ένα νικηφόρο αγώνα με πνοή. Οι
υφιστάμενοι πολιτικοί φορείς της αριστεράς, έχουν εν πολλοίς διαμορφωθεί και
παγιωθεί σε άλλες ιστορικές συνθήκες, ρόλους και λειτουργίες. Επί
δεκαετίες σχετικά ειρηνικής πορείας του καπιταλισμού, έχουν παγιώσει ιδεολογικά
σχήματα, στερεότυπα, τακτικές, νοοτροπίες και συμπεριφορές, συνυφασμένες με
εκδοχές εκ των πραγμάτων (ρεφορμιστικής ή ριζοσπαστικής) διαχείρισης της
δυσαρέσκειας και της διαμαρτυρίας εντός του συστήματος, συναπτόμενες με το
στίγμα ιστορικών παραδόσεων και σχημάτων αναφοράς, συγκρούσεων και συμβιβασμών
του παρελθόντος. Σχημάτων, περί της “ορθόδοξης” αυθεντικότητας ενός εκάστου
των οποίων εξακολουθούν να ακίζονται και να ερίζουν σε αυτοαναφορικούς καβγάδες
και ιδιολέκτους, που κινούνται όλο και πιο απόμακρα, αποξενωτικά από το λαό και
τη συγκυρία. Μάλιστα, όσο πιο απόμακρη ήταν ύπαρξη πραγματικών κοινωνικών
δυνάμεων για τη δρομολόγηση επαναστατικής προοπτικής ριζικού μετασχηματισμού της
“βρώμικης” πραγματικότητας στις δεκαετίες της ήττας και της υποχώρησης που
πέρασαν, τόσο κάποιοι από αυτούς τους φορείς υπεραναπλήρωναν αυτό το έλλειμμα με
φαντασιακή απογείωση των “καθαρών” ιδεολογικών σχημάτων τους. Η τωρινή συγκυρία
απαιτεί οργανική σύνδεση της προοπτικής με την ικανοποίηση άμεσων
ζωτικών αναγκών των λαϊκών μαζών. Εξ ου και η σαρωτική επιτυχία εκείνων
ακριβώς των δυνάμεων της (ως προς το στίγμα του λόγου της ηγετικής ομάδας της)
ευρωλάγνου αριστεράς, που έθεσε το πρόβλημα όχι ριζοσπαστικά (υπήρχαν πολύ πιο
ριζοσπαστικές δυνάμεις), αλλά με όρους άμεσης κυβερνητικής λύσης, αλλά και των
νεοναζιστικών δυνάμεων, που αυτοπροβάλλονται και εκλαμβάνονται λόγω συγκυρίας σε
κάποιους κύκλους ως άμεσα και δυναμικά “αντισυστημικές”. Απαιτείται
λοιπόν εκείνη η επιστήμη και τέχνη της άλγεβρας της επανάστασης, της διαλεκτικής
οργανικής διασύνδεσης τακτικής-στρατηγικής, που σε κάθε φάση του αγώνα προτάσσει
εκείνα τα βραχυ-μεσοπρόθεσμα αιτήματα που κλιμακώνουν τον αγώνα, βαθαίνουν τη
ριζοσπαστικοποίηση, ατσαλώνουν το παραπαίον υπό διαμόρφωση υποκείμενο,
αναβαθμίζοντας τις μορφές και το περιεχόμενο του αγώνα του, καθιστώντας όλο και
πιο συγκεκριμένη και ελκτική την στρατηγική επαναστατική προοπτική ενοποίησης
της ανθρωπότητας, τον κομμουνισμό.
Ωστόσο,
ενώ η κρίση κλιμακώνεται, οι μεν καθεστωτικές δυνάμεις προβάλλουν και εφαρμόζουν
με λυσσαλέα ένταση ως “μονόδρομο σωτηρίας” ακριβώς εκείνες τις πολιτικές που
οδήγησαν στην κρίση και την εντείνουν, οι δε αντικαθεστωτικές ή/και
“αντικαθεστωτικές” δυνάμεις, στην πλειονότητά τους δείχνουν να εμμένουν
αυτοαναφορικά στις αντιλήψεις περί συσχέτισης τακτικής-στρατηγικής, στις
πολιτικές εκείνες και στα ιδεολογήματα ακριβώς που τις καθιστούν αναντίστοιχες
των κινηματικών αναγκών της συγκυρίας. Για θεμελιώδεις λόγους (θεωρητικούς και
πρακτικούς, τοπικούς και διεθνείς), η ανάλυση των οποίων δεν είναι της παρούσης,
σε αυτή τη συγκυρία και υπό τους δεδομένους όρους, κάθε απόπειρα
ανάδειξης, αναβάπτισης ενός ή μερικών από τους υφιστάμενους φορείς σε “μοναδικό
κατάλληλο και συνεπές υποκείμενο” με όρους αυτάρκειας, είναι καταδικασμένη σε
αποτυχία. Το αυτό ισχύει και για εγχειρήματα εσπευσμένης
ίδρυσης (επανίδρυσης) κάποιου κομματικού φορέα ή (κομμουνιστικού,
αντικαπιταλιστικού κ.ο.κ.) πόλου, η έκβαση του οποίου σε “μία από τα
ίδια” (τηρουμένων αμετάβλητων των λοιπών κοινωνικών-ταξικών,
θεωρητικών, πρακτικών και οργανωτικών όρων) είναι νομοτελώς
προδιαγεγραμμένη.
Οι
δυνάμεις του καθεστώτος δεν φοβούνται την “ιδεολογικά καθαρή
περιχαράκωση” αυτοαναφορικών μορφωμάτων και πρακτικών στην “επαναστατική”,
“αντικαπιταλιστική” κ.ο.κ. “καθαρότητά” τους. Εκείνο που τρέμουν, είναι η
ανεξέλεγκτη και θανάσιμα επικίνδυνη για το καθεστώς κλιμάκωση της (αρκετά θολής
επί του παρόντος και απροσδιόριστης) ριζοσπαστικοποίησης του λαού, η σύμπηξη
ενός νικηφόρου λαϊκού μετώπου, που θα αδράξει τον ασθενή κρίκο των διακυβευμάτων
ζωής ή θανάτου του λαού σε συνθήκες κοινωνικού πολέμου και την ηθικοπολιτική
ηγεμονία στη συγκυρία και θα ανατρέψει στο πεδίο των συσχετισμών δυνάμεων το
δικό τους Μαύρο Μέτωπο εναντίον του λαού. Ας κάνουμε τους φόβους τους
εφιάλτες.
Εκ των
πραγμάτων αναδεικνύεται λοιπόν η ανάγκη ριζικής αναβάθμισης του
κεκτημένου της επαναστατικής θεωρίας, με αντικειμενική περιγραφή, εξήγηση της
εποχής και της συγκυρίας και επιστημονική πρόβλεψη πραγματικών διεξόδων κα
προοπτικών στη βάση των αντιφάσεων και των κοινωνικών-ταξικών δυνάμεων που
αναδεικνύει όλο και πιο ανάγλυφα η κρίση, καθιστώντας όλο και πιο συγκεκριμένη
και ελκτική την στρατηγική επαναστατική προοπτική ενοποίησης της ανθρωπότητας,
τον κομμουνισμό.
Στη
βάση αυτή θα συγκροτείται και θα αναπτύσσεται ένας μετωπικός φορέας. Ο μετωπικός
φορέας που επιτάσσει η συγκυρία, θα είναι νομοτελώς μεταβατικός, λόγω ακριβώς
του μεταβατικού χαρακτήρα του κοινωνικού-ταξικού υποκειμένου και της συγκυρίας
και της ανάγκης βέλτιστης συμβολής στη διαμόρφωση και ωρίμανσή του (για το
υποκείμενο των πρώιμων και των ύστερων σοσιαλιστικών επαναστάσεων, βλ. Διδάγματα
της ιστορίας. Οκτωβριανή επανάσταση: οι αντιφάσεις του πρώιμου σοσιαλισμού και
οι προοπτικές της ανθρωπότητας.
http://www.ilhs.tuc.gr/gr/digmata_istorias.htm.). Θεμελιώδης όρος για τη
διαμόρφωση και ωρίμανση των παραδοσιακών και νέων συνιστωσών της τάξης της
μισθωτής εργασίας της εποχής μας στη χώρα και σε παρόμοιου επιπέδου χώρες στη
συγκυρία, είναι η σωτηρία της, η βιολογική και κοινωνική επιβίωσή της από τον
εναντίον της κοινωνικό πόλεμο και την επαπειλούμενη δημογραφική
καταστροφή.
Είτε
συνειδητοποιείται αυτό είτε όχι (και καλά είναι να συνειδητοποιηθεί τάχιστα), η
συγκυρία, με την κλιμάκωση της πόλωσης, από πλευράς επιλογών θα παίρνει όλο και
πιο πολύ το χαρακτήρα μιας αποκλειστικής διάζευξης ζωής ή θανάτου: Είτε
τάχιστη συγκρότηση και νίκη του αναγκαίου λαϊκού, δημοκρατικού μετώπου, είτε
νίκη του “μαύρου μετώπου” και των “προθύμων”,
με καταστροφική κλιμάκωση της αποικιοποίησης και συνολικό εκφασισμό εξουσίας και
κοινωνίας.
Δεν
έχει και τόση σημασία το πως θα το αποκαλούμε (Κοινωνικό, Ενιαίο, Παλλαϊκό,
Μέτωπο αλληλεγγύης, ρήξης, ανατροπής, αντεπίθεσης για κοινωνική και πολιτική
δημοκρατία και λαϊκή κυριαρχία, αντιιμπεριαλιστικό-αντιμονοπωλιακό, δημοκρατικό,
αντιαποικιοκρατικό, αντιφασιστικό κ.ο.κ.), όσο η τάχιστη και βέλτιστη συγκρότησή
του, το πως θα σφυρηλατεί αποτελεσματικά την ενότητα δράσης των εργαζομένων στη
βάση, την κοινωνικοπολιτική συμμαχία του λαού (πολιτών, συλλογικοτήτων, λαϊκών
συνελεύσεων, πρωτοβουλιών αλληλεγγύης και αγώνα, συνδικαλιστικών και πολιτικών
φορέων) για αγώνα σε όλα τα επίπεδα εναντίον του Μαύρου Μετώπου. Με
άμεσους στόχους σωτηρίας του λαού που θα κτυπούν αποφασιστικά, αταλάντευτα και
ανυποχώρητα στον ασθενή κρίκο της τρέχουσας συγκυρίας (με πυρήνα την όλο και πιο
σαφή και ευρείας αποδοχής δέσμη μεταβατικών μέτρων-άμεσων προταγμάτων, με αιχμή
την άρνηση δανειακών συμβάσεων-μνημονίων, έξοδο από ευρώ – ΕΕ, εθνικοποιήσεις
κ.ο.κ.), χωρίς άλλα προαπαιτούμενα και διχαστικούς όρους, ώστε να αναβαθμίζει
την εμπιστοσύνη στη δύναμη του λαϊκού αγώνα και να κλιμακώνει τη
ριζοσπαστικοποίηση. Ή θα το συγκροτήσουμε άμεσα και αποφασιστικά, ή θα μας
αφανίσει η αντίδραση φασιστικού τύπου για δεκαετίες.
Όλο και πιο ρωμαλέα
γίνεται η συνειδητοποίηση της ζωτικής και επιτακτικής ανάγκης αυτού του Μετώπου
από όλο και πιο πολλές οργανωμένες δυνάμεις και ανέντακτους
αγωνιστές/-ίστριες.Το διαπιστώσαμε και στην πρόσφατη σχετική Ημερίδα
στα Χανιά (βλ. http://politicosdialogos.org/wp/) και στην αντίστοιχη διημερίδα
της Αθήνας 14-15.7.12 («Η άμεση συγκρότηση μετώπου, ως αναγκαία προϋπόθεση για
την απαλλαγή από την αποικιοκρατία και την ανατροπή της οικονομικής και
κοινωνικής κηδεμονίας της χώρας» http://politicosdialogos.org/wp/?p=606#more-606
και http://politicosdialogos.org/wp/?p=680).
Η
εμπειρία δείχνει οικτρά, ότι όποιοι επιχειρούν να στήσουν
“αποϊδεολογικοποιημένα μέτωπα” χωρίς την αριστερά και εναντίον της αριστεράς
(κάθε αριστεράς), ή ακόμα χειρότερα, στη βάση του αντικομμουνισμού, οδηγούνται
σε φαιδρά και επικίνδυνα προσωποπαγή αρχηγικά γκρουπούσκουλα με χειραγωγικούς
μηχανισμούς παλαιοκομματικής κοπής, που ανοίγουν δρόμο για κάθε καιροσκοπισμό
και για ακροδεξιούς τυχοδιωκτισμούς (βλ. π.χ. την εκφυλιστική μετάλλαξη
του ΕΠΑΜ). Δεν κτίζεται Μέτωπο βάσει προσωπικών ιδιοτελών στρατηγικών, με
ιδεολογήματα περί “αποϊδεολογικοποίησης”, με αυτόκλητους “προφήτες-φυσικούς
ηγέτες”, “σωτήρες”, αυλικούς και αυλοκόλακες, με χειραγωγήσεις μέσω Μ.Μ.Ε.,
ψέμα, απάτες και “κινήσεις κορυφών”.
Στον
αντίποδα των παραπάνω, δεν μας χρειάζεται ούτε και ένα ακραιφνώς “αριστερό”
μέτωπο, μέτωπο “της αριστεράς”, της “παναριστεράς” κ.ο.κ., ένα μέτωπο που θα
διαλαλεί εκ προοιμίου την “αριστεροσύνη” και την “επαναστατικότητά” του. Το
πρόσημο και η κοινωνική σημασία του μετώπου θα τίθενται από τα προτάγματα και τα
κοινωνικά-ταξικά συμφέροντα που θα προωθεί, από την πρακτική του στην κοινωνία,
από τη συνέπεια, το περιεχόμενο και τις μορφές του αγώνα, ενός αγώνα που δεν θα
αναπαράγει αγκυλώσεις και προκαταλήψεις με το βλέμμα στραμμένο στο παρελθόν,
αλλά θα ενοποιεί χειραφετικά το συλλογικό του υποκείμενο, δίνοντας
κοινωνική, ταξική, πατριωτική και διεθνιστική προοπτική στον
αγώνα του.
Ο βέβαιος δρόμος για την
απώθηση και την αποστράτευση ανθρώπων που κάνουν τα πρώτα βήματα της
ριζοσπαστικοποίησής τους από τον αγώνα του Μετώπου, είναι ο βομβαρδισμός τους με
ποικίλες εκδοχές ακατάληπτων ακόμα και για τους ίδιους τους φορείς τους
στερεότυπων, προταγμάτων, «στρατηγικών διακηρύξεων», παγιωμένων εν πολλοίς με τα
χρόνια σε αυτοαναφορικές ιδιολέκτους μικροομάδων, ως απόηχος άλλων εποχών, που
εκλαμβάνονται ως ξύλινη, αδιέξοδη και χρεοκοπημένη γλώσσα (και συχνά είναι
τέτοια).
Η θεωρία γίνεται υλική
δύναμη, μόνο στο βαθμό που: 1. είναι πραγματική επαναστατική θεωρία, το
κεκτημένο της οποίας λειτουργεί (με περιγραφή, εξήγηση, πρόβλεψη) ως οδηγός για
επαναστατική δράση και 2. συνδέεται οργανικά με τη ζωή και τα βιώματα των
ανθρώπων. Μόνον όταν η εμπειρία του αγώνα αλλάζει τη ζωή των ανθρώπων και τους
πείθει για τη ζωτική σημασία της αληθινής θεωρίας – οδηγού για δράση, μιας
θεωρίας που γίνεται κτήμα τους και διέπει στον ένα ή στον άλλο βαθμό τη ζωή και
τη δράση τους. Κάθε άλλη «θεωρία» είναι άχρηστο δόγμα-ιδεολόγημα και
εμπόδιο, είναι χειραγωγικό καπέλωμα με διαλυτικές επιπτώσεις.
Οι
πραγματικοί επαναστάτες δεν υιοθετούν πόζα αφ’ υψηλού αυθεντίας και διδαχής
έναντι του λαού στον κοινωνικό πόλεμο, βλέποντας μόνο την αναντιστοιχία του λαού
με την αυτόκλητη σοφία τους, καλώντας το λαό δασκαλίστικα να «διορθωθεί», αλλά
εκφράζουν τη δυναμική του προοδευτικού πόλου στον παροξυσμό των κοινωνικών
αντιφάσεων. Δεν φαντασιώνονται τον κομμουνισμό ως προδιαγεγραμμένο σχέδιο προς
εγκαθίδρυση με κοινωνικές δυνάμεις εκτελεστικές της δικής τους «εσαεί σωστής
γραμμής». «Ο κομμουνισμός δεν είναι για μας μια κατάσταση πραγμάτων που πρέπει
να εγκαθιδρυθεί, ένα ιδεώδες που σ’ αυτό θα πρέπει να προσαρμοστεί η
πραγματικότητα. Ονομάζουμε κομμουνισμό την πραγματική κίνηση που καταργεί τη
σημερινή κατάσταση πραγμάτων» (Μαρξ-Ένγκελς, Γερμανική Ιδεολογία). Δυστυχώς,
αυτή η τραγελαφική πόζα, για τους κινδύνους της οποίας προειδοποιούσαν οι
θεμελιωτές της επαναστατικής θεωρίας, γίνεται κοινός τόπος σε βαθμό ευθέως
ανάλογο της θεωρητικής και πρακτικής ανεπάρκειας.
Η
κλιμάκωση και εμβάθυνση της συστημικής κρίσης, αναδεικνύει μέσω των αντιφάσεών
της εκείνες τις ταξικές, κοινωνικές και πολιτικές συγκλίσεις που θεμελιώνουν την
επιτακτική ανάγκη του Μετώπου. Απαιτείται λοιπόν ένας μετωπικός πόλος
έλξης, που θα αναβαθμίσει ριζικά την αυτοοργάνωση και την περιφρούρηση όλου του
κινήματος, που θα γιγαντώνεται αν ξεπεράσει τα σύνδρομα της ήττας και της
αναποτελεσματικότητας. Δεν μπορεί πλέον να γίνεται επίκληση των όποιων
πραγματικών ή φανταστικών διαφωνιών και διαφορών στις εμφάσεις, για την αποτροπή
της συγκρότησης του Μετώπου, τη στιγμή που οι δυνάμεις του “Μαύρου Μετώπου”
ανασυγκροτούνται ακάθεκτες για να διασφαλίσουν τα συμφέροντα αυτών που
εξαπολύουν τον κοινωνικό πόλεμο.
Κατά το
Μαρξ, “Η κοινωνική επανάσταση του 19ου αιώνα δεν μπορεί να αντλήσει την ποίησή
της από το παρελθόν, αλλά μόνον από το μέλλον. Δεν μπορεί ν’ αρχίσει με τον ίδιο
τον εαυτό της προτού σβήσει όλες τις προλήψεις σχετικά με το παρελθόν. Οι
προηγούμενες επαναστάσεις είχαν ανάγκη από κοσμοϊστορικές αναμνήσεις, για να
κρύψουν από τον εαυτό τους το περιεχόμενό τους. Για να φτάσει στο δικό της
περιεχόμενο η επανάσταση του 19ου αιώνα, πρέπει ν’ αφήσει τους πεθαμένους να
θάψουν τους νεκρούς τους. Εκεί η φράση ξεπερνούσε το περιεχόμενο,εδώ το
περιεχόμενο ξεπερνάει τη φράση” (18η Μπρυμαίρ, Σ.Ε., σ.7-8). Ως πότε άραγε η
κοινωνική επανάσταση του 21ου αι. θα παραμένει δέσμια των προλήψεων, των
αναμνήσεων και των αυταπατών του παρελθόντος;
Το
δίδαγμα αυτό παραμένει δραματικά επίκαιρο και μη συνειδητοποιούμενο σήμερα. Στην
προηγούμενη μεγάλη καμπή του κινήματος, η ανίκανη να θάψει τους νεκρούς της
πεπατημένης νομιμοφροσύνης και του κοινοβουλευτικού κρετινισμού
σοσιαλδημοκρατία, οδηγήθηκε στην εκφυλιστική πορεία της Β’ Διεθνούς, στη
Δημοκρατία της Βαϊμάρης και στην άνοδο του φασισμού, ενώ την παρέκαμψε ως
ανοδικό νικηφόρο κίνημα ο μπολσεβικισμός της Γ’ Διεθνούς και του πρώιμου
σοσιαλισμού. Μετά την ήττα του πρώιμου σοσιαλισμού, οι συνιστώσες της ηττημένης
αριστεράς ερίζουν ακόμα μυστικιστικά-ανορθολογικά για το εάν η εξόδιος ακολουθία
θα έχει τα μεν είτε τα δε χαρακτριστικά αγιοποιητικού μνημοσύνου ή
δαιμονοποιητικού αναθέματος, για το εάν ήταν “υπαρκτό” ή “ανύπαρκτο” εκείνο το
σώμα των πρώιμων επαναστάσεων που έγινε πτώμα (και μαζί του -μια ολόκληρη εποχή
του κινήματος) κ.ο.κ., αφήνοντάς το άταφο να μολύνει την ορθολογική επαναστατική
θεωρία και πράξη, να ακυρώνει κάθε προοπτική.
Κρισιακές,
προεξεγερσιακές και προεπαναστατικές καταστάσεις δεν εμφανίζονται συχνά ούτε και
στους “ασθενείς κρίκους” του συστήματος. Κατά τα φαινόμενα, αυτό δεν γίνεται
αρκετά αντιληπτό με όρους ιστορικής ευθύνης. Κάποιοι είναι έτοιμοι να χαρίσουν
και αυτή την ευκαιρία του κινήματος στον ταξικό αντίπαλο αμαχητί ή με άγονες και
άκαιρες σκιαμαχίες κατά τα ειωθότα, βάσει της πεπατημένης που ήξεραν και
προτιμούν.
Η ιστορική εμπειρία
καταδεικνύει, ότι σε παρόμοιες καταστάσεις, όταν οι λαϊκές μάζες βγαίνουν στο
προσκήνιο, εάν δεν υπάρχει πραγματική και όχι αυτόκλητη πρωτοπορία, εάν δεν
υπάρχουν αντίστοιχοι των περιστάσεων ιδεολογικοπολιτικοί και οργανωτικοί φορείς,
ικανοί να βοηθήσουν το λαό να απαλλαγεί από την τρομοκρατία του καθεστώτος, από
τα τεχνητά διλήμματα και τις αυταπάτες, ικανοί να αδράξουν επιθετικά την
πρωτοβουλία των κινήσεων, όταν ο αντίπαλος παραπαίει και αυτοεξευτελίζεται σε
κάθε «μονόδρομο» χειρισμό του (καίγοντας και τις εφεδρείες του), φορείς ικανοί
να συμβάλλουν στη διαπαιδαγώγηση και ωρίμανση του κοινωνικού υποκειμένου,
ξεσκεπάζοντας τα παγκόσμια και τοπικά ταξικά διακυβεύματα πίσω από καθεστωτικές
και μικροαστικές αυταπάτες περί δήθεν κοινών «εθνικών» και «ευρωπαϊκών»
συμφερόντων, το λαϊκό κίνημα οδηγείται σε ήττα, σε σφαγή και τελικά σε κατίσχυση
του «κόμματος της τάξεως» του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, των πιο άθλιων
αντιδραστικών-τυχοδιωκτικών δυνάμεων βοναπαρτικού-φασιστικού τύπου, με όχημα
«την ξεχαρβαλωμένη μάζα, που ρίχνεται μια εδώ – μια εκεί» (Μαρξ) μέσα από
αλλεπάλληλες απογοητεύσεις, ταπεινώσεις και ματαιώσεις, με γενικευμένο εκφασισμό
του συστήματος.
Τότε η ηθικοπολιτική
ιστορική ευθύνη (προσωπική και συλλογική) όσων θα μπορούσαν αλλά δεν επιτέλεσαν
αυτό το ρόλο με διάφορα προσχήματα, θα είναι εγκληματική, πέρα και έξω από
υποκειμενικές προθέσεις και ευσεβείς πόθους.
Το
διακύβευμα είναι μεγάλο, η ιστορική ευθύνη -ακόμα μεγαλύτερη. Η επιτυχία του
εγχειρήματος δεν είναι προδιαγεγραμμένη, αλλά σε αποφασιστικό βαθμό θα εξαρτηθεί
από τους παγκόσμιους και εγχώριους συσχετισμούς, από τη γνώση, από τη
συνειδητότητα των σκοπών, των τρόπων και των μέσων του αγώνα και από τη μαχητική
αποφασιστικότητα των ανθρώπων.
Πάμε
στον πόλεμο για να νικήσουμε. Αν είναι να ηττηθούμε, ας πέσουμε μαχόμενοι,
ανεβάζοντας τον πήχη για τα επόμενα επαναστατικά άλματα, με πραγματικά διδάγματα
αγώνα και όχι ως υποτακτικοί σε εθελόδουλη παραίτηση με διάφορα προσχήματα.
Μετωπικός αγώνας λοιπόν μέχρι την νίκη, σ’ αυτόν τον δίκαιο για τους από κάτω
κοινωνικό πόλεμο.
Ή θα αφήσουμε “τους
πεθαμένους να θάψουν τους νεκρούς τους”, με το βλέμμα στραμμένο κατ’ αρχάς
μετωπικά στην επαναστατική προοπτική του μέλλοντος, ή θα αφήσουμε τις
κατακερματισμένες, “πιστές” σε “όλες τις προλήψεις σχετικά με το παρελθόν”
μονωδίες να γίνουν το κύκνειο άσμα και αυτής της μοναδικής ιστορικής ανάτασης,
να ακυρώνουν κάθε προοπτική, κάθε πρακτικό επαναστατικό βήμα με λόγια περί
“επαναστατικής καθαρότητας”, καταδικάζοντας σε θάνατο το κίνημα που γεννιέται
πριν καν ανδρωθεί.
* Ο Δ. Πατέλης είναι μέλος της Διεθνούς Ερευνητικής
ομάδας “Η Λογική της Ιστορίας” και του Ομίλου Επαναστατικής
Θεωρίας.
Ανάρτηση από : http://seisaxthia.wordpress.com/