Παρασκευή 7 Ιουλίου 2017

Πολλή η μικρότητα, μεγάλο το κακό

Του Στάθη

Μιλάει ο Τσίπρας με το στόμα του κ. Πολάκη; Μιλάει! Μιλάει ο κ. Μητσοτάκης με το στόμα του Αδώνιδος; Μιλάει! Οργανώνουν και οι δύο την πόλωση. Δεν έχει σημασία ποιος ήρξατο χειρών αδίκων, εφόσον ο άλλος κόπτεται να τον υπερφαλαγγίσει. Ούτε έχει σημασία το ότι η πόλωση βοηθά περισσότερο τη συσπείρωση των σπαχήδων του ΣΥΡΙΖΑ, εφόσον ο κ. Μητσοτάκης εξακολουθεί να παραμένει το μπισκοτάκι στονπρωινό καφέ του Τσίπρα. Σημασία έχει ότι η πόλωση πετάει την μπάλα στα μνήματα, μάλιστα κατά μια μακάβρια κυριολεξία, διότι αυτή η πόλωση αρύεται την ισχύ της από τον εμφυλιοπολεμικό λόγο και ό,τι άλλο ακόμα έχει διχάσει τους Ελληνες.

Και μπορεί ένας διχασμός στην ώρα του να είναι αναπόδραστος ή αναγκαίος, ή αναγκαστικός, ή ακόμα και εύλογος, αλλά η νεκρανάστασή του, η επίκληση της ρητορικής του εκτός χρόνου, δεν είναι παρά ένας λόγος κούφιος και μια πρακτική επικίνδυνη. Η πόλωση που προκύπτει από μια τέτοια τακτική παράγει έναν συνεχή αποπροσανατολισμό από τα σοβαρά και τα επείγοντα, έναν άγονο αντιπερισπασμό και έναν θανάσιμο αντικατοπτρισμό εν σχέσει με τη φύση και τη θέση των προβλημάτων στην πραγματικότητα.

Μπορεί η ρητορική τύπου Πολάκη ή Αδώνιδος να προκαλεί κατ’ αρχάς αισθητική αποστροφή, αλλά το πρόβλημα είναι βαθύτερο. Και γενικεύεται. Οταν, για παράδειγμα, ο Τσίπρας επικαλείται τους ήρωες και την ιστορία της Αριστεράς επί ματαίω, μόνον και μόνον για να δώσει... «ηθικό πλεονέκτημα» στην άγρια νεοφιλελεύθερη πολιτική που εφαρμόζει, διαπράττει μεν Υβριν, αλλά μια χρήσιμη -νομίζει- Υβριν. Εκτρέφει το τέρας της πόλωσης. Το οποίον πάντα, καθώς έχει αποδειχθεί, εξαπολύεται εναντίον της κοινωνίας, ελαφρά μεν την καρδία, με δραματικά όμως αποτελέσματα.

Το ίδιο και ο κ. Μητσοτάκης. Οταν χρεώνει την τρομοκρατία στην Αριστερά, ανοίγει τον Ασκό του Αιόλου χάριν της Ακρας Δεξιάς και της αριστερίστικης τρέλας.

Ομως έτσι χειραγωγούνται οι αντιθέσεις στην κοινωνία από δύο δυνάμεις που δεν τις χωρίζει στην πραγματικότητα καμιά ιδεολογική και πολιτική διαφορά. Οπως συνέβαινε πάντα με τον δικομματικό μονοκομματισμό. Που μας έφερε έως εδώ. Στη νέα του βερσιόν αυτός ο δικομματικός μονοκομματισμός υπηρετεί τις μνημονιακές πολιτικές με την ίδια εθελοδουλία, ενώ ταυτοχρόνως επικαλείται ιδεολογικές και πολιτικές διαφορές από τη σφαίρα των αντικατοπτρισμών.

Ενώ στην πράξη Τσίπρας και Μητσοτάκης σφιχταγκαλιασμένοι υπηρετούν τους ίδιους αφέντες, με τα λόγια τους οδηγούν την κοινωνία σε έναν νέο διχασμό, όχι αντίστοιχο με τις ταξικές διαφορές, αλλά ανάλογον με τις πολιτικές σκοπιμότητες εκείνων που τις μανιπουλάρουν.

Κι έτσι, από τα «αριστερά» επικαλούμεθα τον Βελουχιώτη για να κάνουμε την εργασία ζούγκλα και τη χώρα προτεκτοράτο, ενώ από δεξιά ξεπλένουμε την Ακροδεξιά και ενοχοποιούμε την Αριστερά για τους παράφρονες (κι εν τέλει φασίστες) που το έχουν δει θεοί με την ατομική τρομοκρατία.

Πρόκειται για μια ζοφερή κατάσταση που επιβαρύνεται με υποκοσμιακές και παρακρατικές παραμέτρους. Αίφνης ένας υπουργός στήνει λακριντί με έναν ισοβίτη - τι το φυσιολογικότερο; αποφαίνεται ένας άλλος υπουργός, ο καθ’ ύλην αρμόδιος υπουργός, ο Δικαιοσύνης κ. Κοντονής.

Αν ένας οποιοσδήποτε πολίτης προσπαθήσει να πάρει τηλέφωνο έναν οποιονδήποτε υπουργό, θα πέσει πάνω σε τρεις παρατρεχάμενους, σε πέντε παρακοιμώμενους και σε είκοσι βαράγγους. Αντιθέτως, αν είσαι ισοβίτης, ή τραπεζίτης, ή εν γένει Δυνατός, ο υπουργός σού βγαίνει αμέσως - τύπος και υπογραμμός.

Αυτή η σήψη και η παρακμή που κατατρώγει τη χώρα εις ουδέν επλήγη από κάποιο νομοθετικό έργο της νέας κυβέρνησης. Ουδείς νόμος ήρθε προς ψήφισιν στη Βουλή προς υποστήριξιν όσων λέει ο Τσίπρας όταν έρχεται ο ίδιος στη Βουλή για να μιλήσει για χρονίζουσες βρόμικες υποθέσεις. Ο νόμος περί ευθύνης υπουργών δεν άλλαξε, η λίστα Λαγκάρντ δεν αξιοποιήθηκε και πάει λέγοντας.

Φαίνεται σαν ο Τσίπρας να κρατάει κάποια «χαρτιά» στη φαρέτρα του, ή ο κ. Μητσοτάκης, ή ο κ. Καμμένος, ή όποιος άλλος, όμως όλα αυτά έχουν μια αύρα υποκόσμου και πάντως απάδουν της πολιτικής. Και μάλιστα της πολιτικής, έτσι όπως θα έπρεπε να την ασκεί η Αριστερά.

Φοβάμαι ότι η πολιτική εξακολουθεί να ασκείται με τις ίδιες συμπεριφορές που υπήρξαν στο επίκεντρο της εποχής Σημίτη και όσων ακολούθησαν. Για τη διακυβέρνηση Σημίτη ισχύει ατράνταχτο το εξής αξίωμα: αν εγνώριζε όσα συνέβαιναν γύρω του είναι συνένοχος, αν δεν εγνώριζε είναι βλαξ. Και οι δύο εκδοχές είναι το ίδιο καταστροφικές. Αλλά το τραγικό είναι ότι αυτός ο γελοίος γρίφος, «συνένοχος ή βλαξ», εξακολουθεί να είναι γόρδιος δεσμός μιας χώρας που πνίγεται το ίδιο, από όσους πολιτικούς ηγέτες και όσα πολιτικά κόμματα ακολούθησαν κατά πόδας τον πρώτο διδάξαντα.

Ομως το πρόβλημα δεν είναι (μόνον) ηθικό, είναι δομικό. «Οποιος έχει στοιχεία ας τα πάει στη Δικαιοσύνη» (Σημίτης), η οποία όμως είναι ενίοτε «θεσμικό εμπόδιο» (Τσίπρας). Το οποίον θα μπορούσε να λύσει ένας ισοβίτης (Καμμένος). Μύλος. Ναι. Αλλά γιατί; Οταν, για παράδειγμα, η κατά τα άλλα ανεξάρτητη Δικαιοσύνη είναι υποχρεωμένη να δεχθεί τις διαταγές των Βρυξελλών (και να παράσχει ασυλία στα τρία αλλοδαπά λουλούδια του ΤΑΙΠΕΔ, τα οποία η ίδια έκρινε ένοχα για διακεκριμένη ζημία του Ελληνικού Δημοσίου), για ποια Δικαιοσύνη μιλάμε;

Θα παραδεχόμουν ότι ακόμα και για μια Αριστερά που Γονάτισε συνιστά τραγωδία η προσπάθειά της να κυβερνήσει μέσα σε ένα τέτοιο ασφυκτικό πλαίσιο, αν δεν έχτιζε αυτό το πλαίσιο και η ίδια με τα χεράκια της. Και πολύ περισσότερο, αν δεν έδειχνε να το φχαριστιέται.

Διότι μπορεί κάποιοι από τους κυβερνώντες να μυξοκλαίνε για τα μέτρα που παίρνουν εναντίον μας, ύστερα όμως κοκορεύονται ότι αυτά τα μέτρα είναι τα καλύτερα.

Παράλογα όλα αυτά (όπως και άλλα πολλά); Βεβαίως! Και σκοπίμως. Το παράλογο παραλύει...


Ανάρτηση από: http://www.enikos.gr