Του Γεράσιμου Δεληβοριά
Στα τέλη της δεκαετίας του ’70, ανάμεσα στις δύο οργανώσεις που είχαν απομείνει από την πάλαι ποτέ κραταιά «επαναστατική αριστερά», την ΟΜΛΕ και το ΕΚΚΕ, ξέσπασε ένας ανταγωνισμός αγωνιστικότητας.
Η μία από τις δύο, πρότεινε την διεκδίκηση 500 δραχμών μεροκάματου, εξηγώντας στις «εργατικές μάζες» ότι αυτή η διεκδίκηση θα προκαλούσε την «κατάρρευση» του καπιταλιστικού συστήματος στη χώρα μας, που δεν θα άντεχε φυσικά να ικανοποιήσει αυτήν την δίκαια αποζημίωση της εργασίας.
Η δεύτερη υπερθεμάτισε ζητώντας κάτι παραπάνω, ωστόσο ο ανταγωνισμός τους δεν έφτασε στα όρια του γελοίου δημοπρατηρίου, καθώς οι εργαζόμενες τάξεις δεν φάνηκαν να συγκινούνται από τα κελεύσματα της «πρωτοπορίας» τους.
Δεν πέρασε όμως πολύς καιρός, ίσως ούτε δύο χρόνια και η καινούρια κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, αρχές του 1982 προχώρησε στον διπλασιασμό μισθών και ημερομισθίων, αγγίζοντας, ακόμη και ξεπερνώντας το όριο των 500 δραχμών ημερησίως, χωρίς όμως να καταρρεύσει ο καπιταλισμός.
Η «αυτόματη κατάρρευση» του καπιταλισμού, ήταν φυσικά ένας μύθος, με μόνο σκοπό και αποστολή το ξεπέρασμα της κρίσης, που από την επομένη κιόλας μέρα της μεταπολίτευσης, συγκλόνιζε όλο τον χώρο της «επαναστατικής αριστεράς».
Το μεροκάματο έφτασε τις 500 δραχμές, ο καπιταλισμός δεν κατέρρευσε, όμως οι ελληνικές βιομηχανίες γίνανε όλες προβληματικές. Μόνο που γι’ αυτό δεν έφταιγαν οι μισθολογικές αυξήσεις, αλλά το γεγονός πως οι έλληνες επιχειρηματίες, κράτος αλλά και ιδιώτες, αρνούνταν να προχωρήσουν σε επενδύσεις εκσυγχρονισμού εγκαταστάσεων, εξοπλισμού, σχεδιασμού και φυσικά εκπαίδευσης προσωπικού, ώστε να μπορέσουν να επιβιώσουν στις συνθήκες μιας ενωμένης ευρωπαϊκής αγοράς.
Μάταια τους καλούσε σ’ αυτό (τους ιδιώτες) ο Διευθυντής του «Οικονομικού Ταχυδρόμου» Γιάννης Μαρίνος. Αυτοί έμεναν κολλημένοι στην κρατική προστασία μέσω δασμών και επιδοτήσεων. Αφού κέρδισαν όσα κέρδισαν την εποχή του δασμολογικού προστατευτισμού και τον επιδοτήσεων κι αφού τις λεηλάτησαν φορτώνοντας τες δάνεια που δεν ήταν δυνατόν να εξοφληθούν, τις έδωσαν στο κράτος μέσω του Οργανισμού Προβληματικών Επιχειρήσεων.
Η περίφημη λοιπόν καταστροφή της ελληνικής βιομηχανίας και παραγωγής από ξένες σκοτεινές δυνάμεις, είναι ένας ακόμη μύθος που συσκοτίζει την πραγματικότητα. Κι όμως αυτός ο μύθος εξακολουθεί κι αναπαράγεται συνεχώς από την πρώτη στιγμή που μπήκαμε στα μνημόνια.
Τελευταίο κρούσμα είναι το άρθρο του Ανδρέα Κλαυδιανού, μέλους της Κίνησης Πολιτών Ηλείας στην ιστοσελίδα «Δικτυουργός», με τίτλο «Κριτική στον Δ. Κωνσταντακόπουλο», επιμένοντας πως η παραγωγική αποξήλωση της χώρας ήταν μια διαδικασία που ξεκίνησε το 1981, με την ένταξη μας στην τότε ΕΟΚ.
Έτσι, οι έλληνες καπιταλιστές, κύριοι υπεύθυνοι της υπανάπτυξης, της βιομηχανικής και τεχνολογικής καθυστέρησης της χώρας και φυσικά της παραγωγικής αποξήλωσης της, ουσιαστικά απενοχοποιούνται. Και το χειρότερο απ’ όλα, δεσπόζουν συνθήματα «υποστήριξης» στις ελληνικές βιομηχανίες, χωρίς φυσικά να γίνεται κανένας έλεγχος αν όντως είναι ελληνικές, αν όντως συμβάλλουν στην ανάπτυξη μιας εγχώριας παραγωγής και το κυριότερο, αν είναι υποψήφιες για μετανάστευση στη Βουλγαρία ή τα Σκόπια.
Μύθος είναι επίσης και ο «κρατισμός» που πνίγει δήθεν την ιδιωτική πρωτοβουλία, μια θεωρία που κατά καιρούς διάφοροι τζήμεροι την παρουσιάζουν σαν καινούργια.
Ο ελληνικός καπιταλισμός γεννήθηκε και ανδρώθηκε, όχι μόνον κάτω από την προστασία του κράτους, αλλά κυριολεκτικά μέσα στο κράτος. Ήταν πάντα του αναπόσπαστο κομμάτι της κρατικής μηχανής.
Κάποιος σοφός παιδαγωγός και συγγραφέας είπε, ότι το παραμύθι είναι το κάστρο που μέσα του θα κλειστούν τα μικρά παιδιά για να αντιμετωπίσουν τους νυχτερινούς τους φόβους. Τι ρόλο όμως παίζουν οι σύγχρονοι μύθοι που αποκοιμίζουν όχι παιδιά, αλλά στρατιές ενηλίκων;
Πλάι στους μύθους που ήδη υπήρχαν, στα επτά χρόνια της κρίσης που μας ταλανίζει, γεννήθηκαν καινούργιοι. Μερικοί απ’ αυτούς κατέρρευσαν, αρκετοί όμως επιζούν και άλλοι ανακυκλώνονται συνεχώς.
Ένας από τους πρώτους μύθους ήταν για το παράνομο και επονείδιστο χρέος, το οποίο θα κατέρρεε ευθύς μόλις αποδεικνύονταν ότι μας αλυσοδέσανε με ψεύτικα στοιχεία. Πάνω σε μια τέτοια εκδοχή στηρίχθηκε και η συγκρότηση από την Ζωή Κωνσταντοπούλου της επιτροπής για την διερεύνηση του χρέους. Συνηθισμένη από την επαγγελματική της δραστηριότητα, η τότε Πρόεδρος της Βουλής, πίστεψε πως βρισκότανε σε δικαστήριο. Ξέχασε μονάχα πως τα διεθνή δικαστήρια στήνονται από τους νικητές και στο εδώλιο κάθονται πάντα οι νικημένοι.
Πριν από λίγους μήνες, κυκλοφόρησε ξαφνικά στο Διαδίκτυο η είδηση, πως τα Μέσα Μαζικής Συγκοινωνίας, τα λεωφορεία, το μετρό, ο ηλεκτρικός και τα τράμ, χάνουν τεράστια έσοδα, καθώς μονάχα το ένα τρίτο των επιβατών αγοράζουν και επικυρώνουν εισιτήριο.
Η είδηση δημοσιεύτηκε σε όλες τις «αγωνιστικές» και αντιμνημονιακές εφημερίδες και ιστοσελίδες, πιθανότατα και στις έντυπες. Κανείς από όσους διευθύνουν και γράφουν αυτά τα έντυπα, δεν θεώρησε υποχρέωση του να τεστάρει την είδηση, κάνοντας τον κόπο να μπεί σε ένα λεωφορείο, έτσι για να δεί πως κυκλοφορεί ο απλός κόσμος.
Και ω, του θαύματος! Λίγες μόνον μέρες μετά, μάθαμε πως κάποιοι «επιτήδειοι» τύπωναν και κυκλοφορούσαν πλαστά εισιτήρια για το μετρό και τα λεωφορεία.
Και πάλι κανείς από τους αγωνιστές εκδότες και δημοσιογράφους δεν θεώρησε σκόπιμο να συγκρίνει τα δύο γεγονότα.
Επειδή όμως τα θαύματα πηγαίνουν πάντα πακέτο, ανακοινώθηκε και εφαρμόστηκε στα γρήγορα το ηλεκτρονικό εισιτήριο με την ανάλογη προμήθεια νέων μηχανημάτων, λογισμικού και φυσικά νέων προσλήψεων για την υλοποίηση του νέου συστήματος. Και φυσικά, ό μύθος για τους λαθρεπιβάτες στα λεωφορεία και το μετρό ξεχάστηκε αφού ο σκοπός του είχε επιτευχθεί.
Κάποιοι λένε, πως η υπερβολή είναι ένας σίγουρος τρόπος για να φτάσεις στην αλήθεια. Το να ισχυρίζεσαι όμως πως το 90% των Ελλήνων είναι «ηδονοβλεψίες της ζωής», «ζούνε φτωχικά», «μετράνε και το σεντ», «φορολογούνται και χάνουν τις περιουσίες τους» και «τρώνε μαριδούλα σε κάποια γωνιά» ενώ το 10% των προνομιούχων καλοπερνάει σε ταβέρνες και ξενοδοχεία, μάλλον ξεπερνάει τα όρια.
Κι όμως, αυτό ισχυρίζεται ο Π. Χασάπης, στο άρθρο του με τίτλο «Γεμάτες οι ταβέρνες και τα ξενοδοχεία για το τριήμερο» (της Καθαρής Δευτέρας εννοεί), που δημοσίευσε στην ιστοσελίδα του «Προεδρική Δημοκρατία».
Οπωσδήποτε το μαριδάκι, ειδικά αν είναι και μαύρο, κοστίζει τα διπλά από αρνίσιο παϊδάκι, όμως σημασία έχει να παρουσιάσουμε την πραγματικότητα όσο πιο μαύρη γίνεται, μήπως και ξυπνήσει ο Έλληνας και σηκωθεί από τον καναπέ του. Και κανείς από όσους γράφουν και περιγράφουν την τραγική μας εικόνα δεν αναρωτιέται τι γινότανε πριν από την κρίση, πόσο γεμάτες ήταν οι ταβέρνες και τα ξενοδοχεία και κυρίως, γιατί συνεχώς ανοίγουν ταβέρνες και διασκεδαστήρια, ειδικά νεολαίας.
Γιατί εκτός από τις ταβέρνες είναι γεμάτα και μάλιστα καθημερινά τα σουπερμάρκετ, των οποίων μάλιστα ο τζίρος αυξάνεται συνεχώς και τα κέρδη τους έχουν αυξηθεί κατά 30%;
Γιατί ο στόλος των ΙΧ αυτοκινήτων συνεχώς αυξάνει σε αριθμό παρά την κρίση και παρά τις «πληροφορίες» για μαζικές καταθέσεις πινακίδων;
Και πως εξηγούν όλοι αυτοί άραγε την είδηση που προχθές κυκλοφόρησε. Ότι την τελευταία μόνο πενταετία, η χώρα μας πραγματοποίησε εισαγωγές αξίας 240 δις ευρώ (!), ποσό ίσο με τα δύο τρίτα του χρέους της.
Ένας όχι και τόσο καινούργιος μύθος αναπλάθεται στις μέρες μας. Σύμφωνα μ’ αυτόν, αρκεί να αποχωρήσουμε από το Ευρώ και να αποκτήσουμε ένα δικό μας, εθνικό νόμισμα, για να απαλλαγούμε αυτομάτως από όλα μας τα δεινά, να αρχίσει η οικονομία να δουλεύει και η χώρα να ευημερεί, ώστε να σκάσουν οι εχθροί μας.
Σύμφωνα με τον Π. Χασάπη, όψιμο υποστηρικτή αυτής της άποψης, «το εθνικό νόμισμα γίνεται ιδεολογία και δόγμα», το βλέπει σαν «επιστροφή στη γή της επαγγελίας».
Ο Γ. Κακαρελίδης, στο άρθρο του «Ελληνικό νόμισμα: ερωτήματα & απαντήσεις», προχωρά παραπέρα. «Αν θέλετε κρατική οντότητα», μας λέει, «κυριαρχία & πολιτισμό, έχετε νόμισμα. Τελεία!... Αναγκαία συνθήκη είναι η κυρίαρχη δημοσιονομική ΚΑΙ νομισματική πολιτική. Από τον καιρό του Ομήρου».
Σήμερα, δεκαπέντε χρόνια μετά την κυκλοφορία του, ξέρουμε πια ότι το ευρώ υπήρξε ο πολιορκητικός κριός της Γερμανίας για την οικονομική υποδούλωση της Ευρώπης. Τα στερνά τιμούν τα πρώτα. Μπορεί στην αρχή οι Γάλλοι και πολύ άλλοι ευρωπαίοι, να νόμισαν πως με το ενιαίο νόμισμα μπορούσαν να ελέγχουν τους Γερμανούς, πέσανε όμως έξω. Οι αναλύσεις του οικονομολόγου Β. Βιλιάρδου είναι αποκαλυπτικές στο θέμα αυτό.
Αξίζει όμως να εξετάσουμε την πλευρά του μύθου, που συνδέει το εθνικό νόμισμα με την εθνική κυριαρχία, κάτι που για τον κ. Κακαρελίδη είναι το πρώτο και κύριο ζήτημα, επιστρατεύοντας μάλιστα και τον Όμηρο (!) για την θεμελίωση του.
Διότι, κανείς από τους υποστηρικτές του μύθου, δεν τοποθετείται ξεκάθαρα σε τούτο: στα 170 χρόνια που είχαμε εθνικό νόμισμα, από την ίδρυση του ελληνικού κράτους μέχρι το 2002, χρονιά κυκλοφορίας του ευρώ, υπήρχε όντως εθνική κυριαρχία;
Η Ιστορία λέει το αντίθετο. Το ελληνικό κράτος δημιουργήθηκε με τους όρους, συνθήκες και έκταση που εξυπηρετούσε τα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής, για την ιμπεριαλιστική τους επέκταση προς ανατολάς και έμεινε πάντα υποτελές σ’ αυτές τις δυνάμεις ή σ’ αυτές που τις διαδέχθηκαν στην παγκόσμια κυριαρχία.
Το εθνικό νόμισμα, ο εθνικός ύμνος, ο εθνικός στρατός, η εθνική κυβέρνηση, όλα σαρώνονταν όταν οι «Προστάτες» μας νόμιζαν πως θίγονταν στο ελάχιστο τα συμφέροντα τους ή ακόμη και το γόητρο τους.
Τότε δεν δίσταζαν να αποβιβάζουν στρατεύματα στον Πειραιά για να επιβάλουν την άποψη τους. Υπήρξε μάλιστα και μια τουλάχιστον περίπτωση που απαίτησαν τη συγγνώμη του ελληνικού κράτους, γιατί κάποιος ενωμοτάρχης τόλμησε να συλλάβει Άγγλο υπήκοο, επειδή παραβίασε τους ελληνικούς νόμους (!). Ζητήσανε φυσικά και πετύχανε την απόταξη και διαπόμπευση του.
Για εκατόν δέκα τέσσερα χρόνια, η χώρα μας υπήρξε υποτελής στον αγγλικό ιμπεριαλισμό, για να περάσει μετά στην αμερικανική υποτέλεια και τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια να δεθεί στο άρμα της Γερμανίας. Και στα περισσότερα απ’ αυτά τα χρόνια, η δραχμή ήταν το νόμισμα του «περήφανου» και «κυρίαρχου» κράτους μας, με ένα ολιγόχρονο διάλειμμα την έβδομη δεκαετία του 19ου αιώνα, όταν η χώρα προσχώρησε στη «Λατινική Νομισματική Ένωση» με κυρίαρχο νόμισμα το Γαλλικό φράγκο.
Έτσι, η θεωρία της εξίσωσης του εθνικού νομίσματος με την εθνική κυριαρχία, το μόνο που καταφέρνει είναι να αποενοχοποιεί το διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα, που είναι και ο κύριος φορέας της υποτέλειας απέναντι στους ξένους προστάτες.
Οι παραπάνω μύθοι, είναι μερικοί από όσους κυκλοφορούν και αποπροσανατολίζουν την κοινωνία μας. Και μέχρι τώρα, ο μόνος που αντιστέκεται στη μυθομανία είναι ο Αρκάς μέσω του Προφήτη του.
Για να μπορέσει όμως να γίνει πράξη η συμβουλή του εθνικού μας Ποιητή, να μάθει δηλαδή το έθνος μας να θεωρεί εθνικό ό,τι είναι αληθινό, πρέπει να στρατευθούν στον σκοπό αυτό πολλοί, πάρα πολλοί, κυρίως νέοι άνθρωποι. Που με πείσμα και υπομονή θα αφιοσιωθούν στο έργο της διαφώτισης του λαού και της εστίασης πάνω στα πραγματικά προβλήματα της χώρας και τους τρόπους αντιμετώπισης τους.