Του Βασίλη Βιλιάρδου
Η επίλυση του ζητήματος του χρέους είναι απολύτως καθοριστική για το μέλλον της χώρας μας, ενώ κανένα πολιτικό κόμμα από μόνο του δεν μπορεί να το διαχειριστεί – κάτι που όμως θα έπρεπε να συμβεί τώρα, αμέσως, πριν από το ξεπούλημα, πριν τις γερμανικές και ιταλικές εκλογές, καθώς επίσης πριν από τη λήξη της τρίτης δανειακής σύμβασης στα μέσα του 2018.
Ανάλυση
Ένα ερώτημα που ακούγεται συχνά είναι το ποιός φταίει για την υπερχρέωση της Ελλάδας έως το 2010 – επειδή, από το χρονικό σημείο εκείνο και μετά, η ευθύνη της καταστροφής ανήκει αποκλειστικά στις κατοχικές κυβερνήσεις της, κυρίως όμως στην πολιτική των μνημονίων (ανάλυση), με τις επόμενες χρεοκοπίες της να είναι δυστυχώς προδιαγεγραμμένες.
Η απάντηση είναι απλή: όλοι ανεξαιρέτως, άλλος περισσότερο και άλλος λιγότερο. Δηλαδή, η Γερμανία με την πολιτική της φτωχοποίησης του γείτονα, το ελληνικό δημόσιο με τα συνεχή ελλείμματα στον προϋπολογισμό του, ο ιδιωτικός τομέας (=νοικοκυριά και επιχειρήσεις) λόγω των θηριωδών ελλειμμάτων στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, καθώς επίσης οι τράπεζες εξαιτίας της ανεύθυνης δανειακής τους συμπεριφοράς.
Όσον αφορά τα ελλείμματα του δημοσίου και ιδιωτικού τομέα, τα οποία συσσώρευσαν ένα τεράστιο εξωτερικό χρέος αφού το ευρώ είναι ξένο νόμισμα για όλες τις χώρες της νομισματικής ένωσης, το γράφημα που ακολουθεί αρκεί για να το τεκμηριώσει – χωρίς περιττές επεξηγήσεις, αφού όλοι γνωρίζουν πλέον τις αιτίες.
Επεξήγηση γραφήματος: Εξέλιξη των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού ως προς το ΑΕΠ από το 2000 έως το 2010, τα οποία αυξάνουν το δημόσιο χρέος (γαλάζιες στήλες, αριστερή κάθετος) – καθώς επίσης των ελλειμμάτων του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών που αυξάνουν το εξωτερικό/ιδιωτικό χρέος (διακεκομμένη γραμμή, δεξιά κάθετος).
Εάν εδώ συμπεριλάβουμε την πλασματική αύξηση του ΑΕΠ από τον υπουργό οικονομικών της κυβέρνησης του 2004, όπου ως γνωστόν προσέθεσε ένα σημαντικό ποσόν της παραοικονομίας κατά το δοκούν, με αποτέλεσμα να διευκολυνθεί η σπατάλη του δημοσίου, θα κατανοήσουμε καλύτερα το έγκλημα που διενεργήθηκε – το οποίο είναι ακόμη μεγαλύτερο, εάν συνυπολογίσουμε τις κρατικές εγγυήσεις που παρείχε ανεύθυνα το δημόσιο στις ιδιωτικές τράπεζες.
Όσον αφορά τώρα την ανευθυνότητα των τραπεζών, οφείλει να γνωρίζει εν πρώτοις κανείς πως ναι μεν τα χρήματα δημιουργούνται από το πουθενά όσον αφορά τις εμπορικές τράπεζες, (μέσω της παροχής δανείων προς τους πελάτες τους, χωρίς να έχουν σχέση οι καταθέσεις), αλλά είναι η μισή αλήθεια.
Ειδικότερα, όταν οι τράπεζες συμπεριφέρονται υπεύθυνα ως οφείλουν, δανείζουν χρήματα έναντι υψηλότερης αξίας υλικών εγγυήσεων – οπότε τόσο τα χρήματα, όσο και τα δάνεια αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, στηριζόμενα στην εμπιστοσύνη μεταξύ των συναλλασσομένων.
Εν τούτοις δεν βασίζονται μόνο στην υπόσχεση πως ο δανειολήπτης θα επιστρέψει τις οφειλές του – αλλά και στη βεβαιότητα πως εάν δεν το κάνει, το χρέος θα εξοφληθεί μέσω των υλικών εγγυήσεων που έχει δώσει. Παράλληλα, η τράπεζα πρέπει να φροντίζει ώστε ο δανειολήπτης να χρησιμοποιήσει το δάνειο του με στόχο ασφαλώς όχι την κατανάλωση, αλλά την επένδυση που θα του παρέχει τα απαραίτητα μέσα για να το εξοφλήσει – μέσω της υπεραξίας που δημιουργεί.
Εάν όμως η τράπεζα δεν φροντίζει να υπάρχουν ανάλογες εγγυήσεις, όπως στο γνωστό παράδειγμα των ενυπόθηκων δανείων χαμηλής εξασφάλισης, καθώς επίσης να χρησιμοποιούνται τα χρήματα που παρέχει για επενδυτικούς σκοπούς, όπως στην περίπτωση των καταναλωτικών δανείων, τότε είναι εντελώς ανεύθυνη συμβάλλοντας σε μεγάλο βαθμό στην υπερχρέωση μίας χώρας – κάτι που ασφαλώς συνέβη στην Ελλάδα, χωρίς να χρειάζεται να τεκμηριωθεί περαιτέρω, με συνευθύνη των δύο κεντρικών τραπεζών (ΕΚΤ, ΤτΕ) που δεν έλεγχαν τις εμπορικές. Εύλογα δε εκτοξεύθηκαν τα κόκκινα δάνεια στα ύψη μετά το 2010, αφού οι εγγυήσεις των τραπεζών χάθηκαν, λόγω της κατακόρυφης πτώσης των τιμών των ακινήτων, καθώς επίσης των εισοδημάτων, της ανόδου της ανεργίας, της χρεοκοπίας των επιχειρήσεων λόγω της ύφεσης κοκ.
Συνεχίζοντας, εάν η Ελλάδα δεν ήταν μέλος της Ευρωζώνης, αφενός μεν θα είχαν πάψει προ πολλού να δανείζουν οι αγορές τόσο το δημόσιο, όσο και τον ιδιωτικό της τομέα, αφετέρου θα είχε προκληθεί υπερπληθωρισμός εξαιτίας των δίδυμων ελλειμμάτων – ο οποίος είναι ουσιαστικά το αποτέλεσμα της απώλειας της εμπιστοσύνης των ανθρώπων στο νόμισμα, ενώ καταπολεμάται με την προσπάθεια ανάκτησης της εμπιστοσύνης, μέσω της μείωσης των ελλειμμάτων.
Εν προκειμένω λογικά συμπεραίνεται ότι, τα χρήματα δημιουργούνται από την εμπιστοσύνη των ανθρώπων στους Θεσμούς ενός κράτους, καθώς επίσης στη νομισματική πολιτική – οπότε δεν είναι θέμα μόνο των κεντρικών τραπεζών, αλλά ολόκληρης της κοινωνίας.
Εν τούτοις, όλα αυτά αποτελούν παρελθόν, ενώ εκείνο που οφείλει να μας απασχολεί είναι το μέλλον – οπότε το πρώτο που πρέπει να κάνουμε είναι να συνειδητοποιήσουμε ότι το χρέος, δημόσιο και ιδιωτικό, είναι το νούμερο ένα εθνικό μας ζήτημα (ανάλυση). Επίσης πως για δάνεια περί τα 252 δις € έχουμε επιβαρυνθεί ήδη πάνω από 1 τρις €, έχουμε χάσει την εθνική μας κυριαρχία και διακινδυνεύουμε όλα μας τα περιουσιακά στοιχεία – τα οποία, συμπεριλαμβανομένου του υπόγειου πλούτου μας, είναι αρκετά τρις €, οπότε πρόκειται για το άκρον άωτο της συλλογικής ανοησίας.
Τέλος πως η επίλυση του ζητήματος του χρέους, είναι απολύτως καθοριστική για το μέλλον της χώρας μας (ανάλυση) – ενώ κανένα πολιτικό κόμμα από μόνο του δεν μπορεί να το διαχειριστεί, οπότε είναι απολύτως απαραίτητη η σύσταση μίας επιτροπής διαπραγμάτευσης του χρέους, πλαισιωμένης από μεγάλες ξένες νομικές, οικονομικές και χρηματοπιστωτικές εταιρείες (άρθρο), με τη στήριξη όλων των παρατάξεων και των Πολιτών.
Όλα αυτά όμως πρέπει να συμβούν τώρα, αμέσως, πριν από το ξεπούλημα, πριν από τις γερμανικές και ιταλικές εκλογές, καθώς επίσης πριν από τη λήξη της τρίτης δανειακής σύμβασης στα μέσα του 2018 – όσο δηλαδή μπορούμε να «εκβιάσουμε» λύσεις, ενώ εκβιαζόμαστε σε μικρότερο βαθμό, συγκριτικά με αργότερα.
Προφανώς στις λύσεις αυτές οφείλουμε να συμμετέχουμε και οι ίδιοι κεφαλαιακά, ειδικά οι ισχυρότεροι εισοδηματικά Έλληνες, αφού όλοι σχεδόν οι υπόλοιποι έχουν ήδη εξαθλιωθεί – κυρίως όμως το κράτος, το οποίο έχει πολλές δυνατότητες στη διάθεση του, όπως είναι η «τιτλοποίηση» του ΤΑΙΠΕΔ ή/και των ενεργειακών αποθεμάτων, η δημιουργία μίας κρατικής επενδυτικής τράπεζας κοκ.
Εάν δεν το επιδιώξουμε, κάτι που προϋποθέτει την άσκηση μαζικών πιέσεων εκ μέρους όλων των Πολιτών στο πολιτικό σύστημα, τότε θα είμαστε άξιοι της μοίρας μας – ενώ τα λόγια είναι πλέον περιττά, οι αναλύσεις επίσης αφού έχουν ενημερωθεί οι πάντες, οπότε μόνο οι πράξεις μετρούν.
Ολοκληρώνοντας πληρώσαμε πανάκριβα τις ευθύνες μας, όλοι οι οδυνηροί συμβιβασμοί έγιναν με τελευταίο το θηριώδες πρωτογενές πλεόνασμα εις βάρος της οικονομίας μας, οπότε ήλθε η ώρα της τελικής λύσης ή της ρήξης – αφού η εθνική μας ανεξαρτησία πρέπει να ανακτηθεί, η Τρόικα πρέπει να φύγει και τα μνημόνια να σταματήσουν, αντικαθιστάμενα με ένα δικό μας σχέδιο για την οικονομία που να μην δημιουργεί όμως ούτε ελλείμματα, ούτε νέα χρέη.
Διαφορετικά θα υποστούμε τη γερμανική Ευρώπη και τον συμπλεγματικό κ. Σόιμπλε – με μνημόνια στο διηνεκές εις βάρος όλων των επομένων γενεών, χωρίς να έχουμε κανένα δικαίωμα να το επιτρέψουμε. Αν δεν θέλουμε λοιπόν να αγωνιστούμε για την πατρίδα, ας το κάνουμε τουλάχιστον για τα παιδιά μας – τα οποία πρέπει να αποκτήσουν ξανά το δικαίωμα να ονειρεύονται και να ευημερούν στη χώρα τους, χωρίς να εξορίζονται από τους κάθε Σόιμπλε ή από διεφθαρμένα και ανίκανα κομματικά συστήματα για να επιβιώσουν.
Υστερόγραφο: Διαπιστώνοντας πως η κυβέρνηση έχει σκύψει εντελώς το κεφάλι, παραπλανώντας τους Πολίτες με τη διασπορά ψευδών ελπίδων, υπενθυμίζω πως η Ελλάδα δεν έχει βιώσιμο χρέος, δεν έχει βιώσιμο ασφαλιστικό σύστημα, δεν έχει βιώσιμο κοινωνικό κράτος, δεν έχει βιώσιμο δημόσιο τομέα, δεν έχει βιώσιμο φορολογικό σύστημα, δεν έχει βιώσιμο πολιτικό σύστημα και δεν διαθέτει ούτε βιώσιμες τράπεζες.
Οι πιστωτές της τώρα, η Γερμανία δηλαδή και δευτερευόντως το ΔΝΤ, επιβάλλουν μία σειρά μέτρων που μοιάζουν με ενέσεις μορφίνης σε έναν ετοιμοθάνατο ασθενή – αφού απλά διασφαλίζουν την επιβίωση της Ελλάδας σε μία κωματώδη κατάσταση, χωρίς να χρεοκοπήσει δηλαδή για ένα χρονικό διάστημα, όσο ακριβώς θα χρειαστεί για να λεηλατήσουν τα περιουσιακά στοιχεία της οι δανειστές της.
Εάν περιμένει δε κανείς ότι η χώρα θα σωθεί από μία επόμενη κυβέρνηση-υποχείριο, απλά και μόνο με την αλλαγή του «μείγματος πολιτικής», όπως συνέβαινε όλο το προηγούμενο διάστημα μετά την επιβολή των μνημονίων, τότε απλά συνεχίζει εκούσια να αυταπατάται – αφού φαίνεται πλέον ολοκάθαρα πως δεν υπάρχει καμία απολύτως βιώσιμη προοπτική για το μέλλον και καμία ελπίδα, υπό τις συγκεκριμένες προϋποθέσεις.
Το μόνο που θα συμβεί θα είναι η πλήρης απώλεια των περιουσιακών στοιχείων τόσο του κράτους, όσο και των Πολιτών του, τα οποία θα δημευθούν ουσιαστικά, αφού θα εξαγορασθούν σε εξευτελιστικές τιμές – ενώ, όταν ολοκληρωθεί η ληστεία, η Ελλάδα θα επανέλθει μεν σε πορεία ανάπτυξης, χωρίς όμως καμία ωφέλεια για τους «ιθαγενείς», οι οποίοι θα μετατραπούν σε σκλάβους χρέους των δανειστών τους με μνημόνια στο διηνεκές.
Θα «μεταλλαχτούν» δηλαδή σε εξαθλιωμένους, φθηνούς εργάτες μίας κατεχόμενης χώρας με κατοχικές κυβερνήσεις, η οποία θα ευημερεί μεν, αλλά όχι για τους ίδιους – με εξαιρέσεις φυσικά, ανάλογες με αυτές που παρατηρήθηκαν στην εποχή της τουρκοκρατίας, όπου ορισμένοι κατάφερναν να επιβιώνουν, ακόμη και να πλουτίζουν, με διάφορα τεχνάσματα.
Περαιτέρω, εάν κάτω από αυτές τις συνθήκες οι Έλληνες συνεχίσουν να σιωπούν όπως τα πρόβατα πριν από τη σφαγή τους, να ελπίζουν σε μία καλύτερη αντιμετώπιση τους από τη γερμανική κυβέρνηση και να επικαλούνται διάφορες δικαιολογίες όπως, για παράδειγμα, το ότι δεν υπάρχει κάποιος φωτισμένος ηγέτης για να τους σώσει, τότε θα είναι άξιοι της μοίρας τους – τονίζοντας ξανά ότι, κανένας δεν μπορεί να αγνοήσει έναν αποφασισμένο λαό, αλλά όλοι μπορούν να ποδοπατήσουν έναν τρομοκρατημένο λαό.
Στα πλαίσια αυτά έχω την άποψη ότι δεν ωφελούν πια καθόλου οι αναλύσεις, όσον αφορά την οικονομική κατάσταση τις χώρας μας και τις μελλοντικές προοπτικές της – πως τα πολλά λόγια είναι πλέον περιττά, ενώ θα ήταν ανόητο να επαναλαμβάνεται κανείς απλά και μόνο για να γράφει. Τουλάχιστον έως ότου εξαθλιωθούν πλήρως οι Πολίτες, οπότε θα αναγκασθούν από το ένστικτο της αυτοσυντήρησης να αντιδράσουν – ακούσια δηλαδή ξανά, αφού τα ένστικτα δεν είναι ελεγχόμενα, ενώ παίρνουν μόνα τους τα ηνία όταν απειλείται η ζωή των ανθρώπων χωρίς να το συνειδητοποιούν. (ΒΒ).
Ανάρτηση από: http://www.analyst.gr