Του Μιχάλη Πετμεζά
ΤΖΕΡΟΝΙΜΟ
Σήμερα, στον 21ο αιώνα, καθώς η έρευνα των ανθρωπιστικών επιστημών πάνω στα φαινόμενα των ανθρώπινων κοινωνιών προχωράει, παράγεται γνώση που μπορεί να αποβεί ιδιαιτέρως χρήσιμη στο να κατανοήσουμε το μεγάλο αδιέξοδο στο οποίο απειλούν να βυθίσουν την κοινωνία της μεγαλονήσου οι ελληνοκυπριακές ελίτ, με την εμμονή τους για «λύση πάση θυσία» στη βάση εκτρωμάτων τύπου Ανάν.
Οι πρωτοβουλίες και οι μεθοδεύσεις του διεθνούς παράγοντα, για λύσεις που στηρίζονται σε μια ψυχρή, τεχνοκρατική ομοσπονδιακή δομή δύο κρατιδιών, θεμελιώνονται επιστημονικά σε παρωχημένες θεωρητικές παραδοχές για τη σχέση κράτους, έθνους και κοινωνίας. Σύμφωνα με αυτές, οι εθνικές ταυτότητες θεωρούνται προϊόν «πολιτικής κατασκευής», τεχνήματα των κρατικών εκπαιδευτικών δομών για την πολιτιστική ομογενοποίηση του σώματος των υπηκόων/ πολιτών. Έτσι, για παράδειγμα, το ιστορικό «αφήγημα» που μονοπωλεί μεταξύ των εμπνευστών και των οπαδών της λύσης είναι όπως το «κράτος της Ζυρίχης» παρήγαγε μια (νεο)κυπριακή εθνική ταυτότητα, έτσι και το κράτος της σύγχρονης «λύσης» θα οικοδομήσει μια ταυτότητα συναδέλφωσης μεταξύ των δύο «εθνικών κοινοτήτων» (sic!). Εξ ου και οι σημαίες, τα «γεύματα», οι αλλαγές στα σχολικά βιβλία της ιστορίας και γενικώς όλη αυτή η κουλτούρα επαναπροσέγγισης την οποία παράγουν και σερβίρουν από τα πάνω στην κοινωνία της Μεγαλονήσου, με σαφείς προπαγανδιστικούς σκοπούς για την επεξεργασία μιας νέας συνείδησης ή, καλύτερα, του νέου ανθρώπου-υπηκόου που θα κληθεί να ανταποκριθεί στις ανάγκες του διζωνικού-δικοινοτικού μορφώματος.
Όλες αυτές αποτελούν παραδοχές, οι οποίες στο πρίσμα της κοινωνικής ανθρωπολογίας και της πρόσφατης συζήτησης που διεξάγεται στον κλάδο για την κοινωνική λειτουργία της εθνικής ταυτότητας, είναι αστείες και εξόχως επικίνδυνες. Διότι, σύμφωνα με ποικίλα ερευνητικά πορίσματα από τη μελέτη όχι μόνο «πρωτόγονων» αλλά και σύγχρονων κοινωνιών, αναδεικνύουν την πραγματικότητα της εθνικής ταυτότητας σε κάτι πολύ διαφορετικότερο και ουσιαστικό από τις θεωρίες της «κατασκευής»: Το έθνος αποτελεί την «κοινωνική οργάνωση της πολιτιστικής διαφοράς», είναι δηλαδή το σύνολο των οργανωτικών νοημάτων που συγκροτεί και συνέχει την κοινωνία στη συλλογική της διάσταση. Πιο απλά, το «κυπριακό εμείς» υπάρχει γιατί ακριβώς η κοινωνία έχει προβάλει τις αξίες, τα ήθη και τα έθιμα της πάνω σε αυτό. Γιατί μοιράζεται κοινές αντιλήψεις για τα πολύ ουσιαστικά ερωτήματα που δημιουργούν την αίσθηση της κοινότητας -«ποιοι είμαστε», «από πού προήλθαμε και πού θέλουμε να πάμε», «πώς τοποθετούμε τον εαυτό μας μέσα στον κόσμο, σε σχέση με το οικείο και το άλλο» κ.ο.κ.
Υπό αυτήν την έννοια, δεν μπορεί κανείς να διαχωρίσει την κυπριακή κοινωνία από την ιστορία, από την ακριτική φυσιογνωμία της, από τον αγώνα της να διατηρήσει την ελληνική ταυτότητά της μέσα στους αιώνες, μέσα σε ένα εξαιρετικά βίαιο, ασταθές περιβάλλον, όπου η μία κατοχή διαδέχονταν την άλλη. Αυτό είναι η κυπριακή κοινωνία, γιατί έτσι συγκροτήθηκε μέσα στην ιστορία, ακόμα και όταν οι κατακτητές θα αφήσουν βιαίως το αποτύπωμά τους πάνω στο νησί, κατασκευάζοντας τη δική τους κοινότητα μέσα από μετακινήσεις πληθυσμών και βίαιους εξισλαμισμούς. Η σχέση της, επομένως, με αυτά τα προϊόντα της βίας μέσα στην ιστορία είναι μεν ζήτημα σοβαρό, δεν αφορά ωστόσο στην ίδια της την ύπαρξη, όπως θέλουν να επιβάλουν σήμερα ο Άιντα, ο Ακιντζί ή ο Αναστασιάδης. Αν καταφέρουν να περάσουν το σχέδιο «λύσης» τους, το μόνο που θα πετύχουν θα είναι να εγκαθιδρύσουν ένα καθεστώς διπολικής, σχιζοφρενούς κοινωνίας, η οποία θα κληθεί ταυτοχρόνως να λειτουργήσει με δυο πολιτιστικές νόρμες, ελληνική και τουρκική, ορθόδοξη κοσμική και μου- σουλμανική, σε ένα άμεσο γεωπολιτικό περιβάλλον όπου σοβεί η γιγάντια σύγκρουση Ανατολής και Δύσης.
Μπορούμε να καταλάβουμε τώρα γιατί αυτοί οι άνθρωποι είναι εγκληματικά επικίνδυνοι για το μέλλον της Μεγαλονήσου.
Ανάρτηση από: http://efimeridaenosis.com