Του Γιώργου Ρακκά
Αυτήν την στιγμή, βρισκόμαστε εν μέσω μιας ακόμα επίθεσης του «ακαδημαϊκού καρτέλ» της εθναποδόμησης στο πολυτιμότερο «άυλο» δημόσιο αγαθό που διαθέτει σήμερα η ελληνική κοινωνία: την εθνική ταυτότητα και ιστορική της συνείδηση.
Επί δεκαετίες κυρίαρχο στα πανεπιστημιακά πράγματα, το δίκτυο των εθνοαποδομητών έχει ως ρητό και διακηρυγμένο στόχο να μεταβάλει όλες τις βαθμίδες της ελληνικής εκπαίδευσης σε «εργαστήρια» παραγωγής μιας νέας συνείδησης που θα πλήξει και ταυτόχρονα θα υπερβεί την ενότητα της κοινωνίας μας γύρω από την συνείδηση μιας ενιαίας πορείας, μιας κοινής ιστορικής εμπειρίας, και της αντίστοιχης πνευματικής της κληρονομιάς.
Τα επιχειρήματά τους είναι ως επί το πλείστον ιδεολογικού και όχι αμιγώς «επιστημονικού τύπου», όπως θέλουν να προβάλλουν οι ίδιοι: Ούτως ή άλλως, το κύμα του μεταμοντέρνου σχετικισμού έχει υπονομεύσει κάθε διάκριση μεταξύ των δύο, κι έτσι η ιδεοληψία μπορεί εύκολα να μεταβληθεί σε «μονταζιέρα» πηγών και ιστορικών γεγονότων με στόχο την προώθηση του τελικού εγχειρήματος: «Η ιστορική κουλτούρα μοιάζει με Τζουράσικ Παρκ», θα πει ο Αντώνης Λιάκος για την ιστορική μνήμη των Ελλήνων σε μια συνέντευξη προς την Εφημερίδα των Συντακτών τον Νοέμβριο του 2015, «εκεί που ταξινομείς τους σκελετούς των δεινοσαύρων, ξαφνικά μερικοί ζωντανεύουν και αρχίζουν και κυνηγούν τους ζωντανούς»· γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, συνεχίζει λίγο πιο κάτω, «το ζητούμενο σήμερα δεν είναι η διαμόρφωση της εθνικής αλλά της ιστορικής συνείδησης». Στόχος, σε πιο απλά λόγια, είναι να εκλείψει το εθνικό υποκείμενο της ιστορικής μας εμπειρίας ή αλλιώς, το να πάψει η εθνική μνήμη να είναι «κοινό» θεμέλιο στοιχείο της ελληνικής κοινωνίας.
Πίσω από τα κορακίστικα των αφηγημάτων αυτού του ρεύματος, οι προθέσεις τους είναι εξόχως τρομακτικές: Από τις νύξεις τους ξεπροβάλλει ένας νέος, επικίνδυνος αυταρχισμός, που πλασάρεται ήπια, με προοδευτικό προφίλ. Οι άνθρωποι αυτοί, όντως, προσπαθούν να θέσουν σε εφαρμογή τις θεωρίες για το έθνος που διακινούν στις πανεπιστημιακές τους παραδόσεις: Αν το έθνος αποτελεί όπως ισχυρίζονται σόφισμα των κρατικών εκπαιδευτικών μηχανισμών για να ομογενοποιήσουν τους πληθυσμούς που θα τελούν υπό το νέο σχήμα κρατικής κυριαρχίας της νεωτερικότητας, τότε στην εποχή της παγκοσμιοποίησης ο στόχος είναι να κατασκευάσουν οι ίδιοι, μέσω των εκπαιδευτικών μηχανισμών που ελέγχουν, μια νέα, υπερεθνική συνείδηση. Εξ ου και όλη αυτή η προβληματική που απευθύνουν στους επικριτές τους, ότι μόνο οι ιστορικοί πρέπει να έχουν λόγο επί της ιστορικής μνήμης ενός ολόκληρου λαού: Όταν οι θεωρίες για το «έθνος ως κατασκευή» συναντούν μια ιδεολογική και πολιτική αντίληψη πραξικοπηματισμού, σύμφωνα με την εάν η πολιτική εξουσία βρεθεί στα «σωστά χέρια» είναι σε θέση να παραγάγει εκ του μηδενός έναν νέο άνθρωπο, και μια νέα κοινωνία, τότε το αποτέλεσμα που βγαίνει είναι φρικιαστικό: Ιστορικοί σε θέσεις εξουσίας, ένα άτυπο «Υπουργείο Αλήθειας» για το οποίο η ιστορική συνείδηση της κοινωνίας είναι πλαστελίνη, και πλάθεται κατά το δοκούν. Τι παράδοξη ιστορική ρεβάνς από την εθνικοφροσύνη! Ένα εγχείρημα, μπορεί να διαφέρει ριζικά ως προς το περιεχόμενο, ωστόσο υιοθετεί τις… πρακτικές της, για την «από τα πάνω» μεταλλαγή των συνειδήσεων μέσω των κρατικών εκπαιδευτικών μηχανισμών.
Ποιό θα είναι το αποτέλεσμα αυτού του «πραξικοπήματος των ιστορικών»; Η πνευματική του λειτουργία είναι εξόχως υποβοηθητική ως προς την πολιτική που πλαισιώνει τις κυβερνητικές αλλαγές στην Παιδεία, καθώς με την αμφισβήτηση του ιστορικού βάθους που διατηρεί η ελληνική εθνική ταυτότητα, υπονομεύεται καίρια και καθοριστικά το σημαντικότερο, άυλο δημόσιο αγαθό που διατηρεί η ελληνική κοινωνία. Διότι στην πραγματικότητα, η τελευταία υπάρχει ακριβώς επειδή «κοινωνείται» αυτή η ταυτότητα ως «τρόπος», ιστορικό βίωμα. Είναι το πολιτισμικό φορτίο, η κοινότητα των αξιών που παράγει κοινωνική συνοχή. Εξάλλου η σύγχρονη αντίληψη της κοινωνικής ανθρωπολογίας για την εθνική ταυτότητα, έχει απορρίψει τις ανιστόρητες και εν τέλει αστείες τις θεωρίες για το έθνος ως κατασκευή, και υποστηρίζει αντίθετα ότι το έθνος αποτελεί την «κοινωνική οργάνωση της πολιτισμικής διαφοράς», που οδηγεί και στο έθνος κράτος.
Ωστόσο οι θεωρίες για το έθνος ως κατασκευή βρίσκουν τη στήριξή τους στην ευρύτερη κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα που κυριαρχεί σήμερα στην χώρα μας ως αποικίας χρέους υπό επιτροπείαν. Η «πολιτισμική κοινωνία», δηλαδή η αντίληψή μιας κοινωνίας ως κοινότητας θεμελιωδών αξιών και υπαρξιακού νοήματος, είναι θεμελιωδώς ασύμβατη με τις προϋποθέσεις της «κοινωνίας της αγοράς». Σε αυτήν αντίθετα κυριαρχεί ο πολιτιστικός σχετικισμός, και η πολυπολιτισμικότητα ακριβώς γιατί «δεν υπάρχει αυτό το πράγμα που λέγεται κοινωνία», όπως έλεγε και η Μάργκαρετ Θάτσερ, παρά μόνο σύμπτωση ατομικών συμφερόντων, με το κράτος να είναι απλώς υπεύθυνο για την διατήρηση της κοινής τους συνισταμένης.
Αυτό που προσπαθεί να θρυμματίσει το καρτέλ της εθναποδόμησης, είναι ακριβώς αυτό το «εμείς» που μεταβάλει την κοινωνία από το θατσερικό «πράγμα» σε μια συλλογική οντότητα. Αμφισβητεί, στο όνομα τάχα της αποκάθαρσής μας από την κλινικά νεκρή εδώ και τέσσερις δεκαετίες εθνικοφροσύνη, ό,τι πρόκειται για την «δική μας» ιστορία, που «διδάσκουμε» στις νέες γενιές.
Άραγε η στάση τους δεν δημιουργεί ένα πολύ βαθύ πρόβλημα δημοκρατίας; Ένα κράτος, η κυριαρχία του οποίου πηγάζει από τον λαό, δεν είναι υποχρεωμένο να αντανακλά το πολιτισμικό του φορτίο; Πόσο οικείος θα αισθάνεται ο αποξενωμένος από την ιστορική περιπέτεια αυτού του τόπου σε αυτόν τον «νέο Άνθρωπο», που επιθυμεί να κατασκευάσει το Υπουργείο Αλήθειας; Πόσο λαϊκό θα είναι ένα κράτος που θρυμματίζει την ενότητα εθνικής και ιστορικής συνείδησης; Πόσο δημοκρατικό θα είναι ένα σχολείο, που θεωρεί ότι μπορεί να κατασκευάζει εκ του μηδενός συνειδήσεις ; Καθόλου. Εάν τα σχέδια του εθναποδομητικού καρτέλ ευοδωθούν, θα μιλάμε για ένα κράτος που στρέφεται ενάντια στην κοινωνία, καθώς αμφισβητεί την πνευματική της υπόσταση και αυτοδιάθεση, διεκδικώντας μάλιστα μονοπώλιο όχι μόνο στο τι θα πιστεύει, αλλά και στο πως.
Γίνεται άραγε σήμερα αντιληπτό, το τι διακυβεύεται σήμερα με την προώθηση αυτού του ιδεοληπτικού ‘σχεδίου’; Όχι. Κι αυτό γιατί το καρτέλ των εθνοαποδομητικών ιστορικών γνωρίζει καλά πως να θολώνει τα νερά, παίζοντας το παιχνίδι της ‘θυματοποίησης’, μιας και προέρχεται ως επί το πλείστον από την ‘ακαδημαϊκή’, και συνθηκολογημένη αριστερά. Έτσι, προσπαθούν με ρητορικά τεχνάσματα να προβάλλουν μια ‘μεταπραγματικότητα’: Αυτοί που διώκουν κάθε αντίθετη, και πολλές φορές πιο ολοκληρωμένη, άποψη στα πανεπιστήμια, εκείνοι που με ιεραποστολική ζέση περνούν ως οι χειρότεροι πανεπιστημιακοί πάτρωνες από δέκα κόσκινα, ακόμα και τον τελευταίο διορισμό έκτακτου καθηγητικού προσωπικού στα σχετικά τμήματα, καθώς και την τελευταία δημοσίευση διδάκτορα ή υποψήφιου διδάκτορα στις επιστημονικές επετηρίδες, οι κύριοι που τώρα διεκδικούν να μεταβάλουν τα προπαγανδιστικά αφηγήματα και την ιδεοληπτική τους μονταζιέρα σε «κρατική αλήθεια» παριστάνουν τάχα τους «διωκώμενους»;
Ανάρτηση από: http://ardin-rixi.gr