Του Κώστα Πατλακίδη
«Τι φοβάστε;», ρώτησε ο δημοσιογράφος… «Τον φασισμό και τους φασίστες.
Τον έζησα μικρός και κρίνοντας από διάφορες συμπεριφορές, τον βλέπω να
ξανάρχεται. Παγκοσμίως», απάντησε, χαμογελώντας πικρά ο Μάνος Χατζιδάκις.
Κι ήταν μόλις το 1979. Εποχή «ανεμελιάς» μπορούσες να πεις. Κι
αυγατίσματος ίσως. Το πρόσωπο του τέρατος είχε μόλις πριν λίγο
«νικηθεί», τρίτη φορά, και βάλε, μέσα σε πεντέξι δεκαετίες. Και δεν
τόβαζες στο νου σου ότι μπορεί και να ξαναεμφανιστεί σύντομα, κι ας σε
προειδοποιούσαν οι Ταβιάννι πως το τέρας βρίσκεται πάντοτε σε οργασμό…
Κοίταζες να ξεφύγεις απ’ την μιζέρια, να κάνεις κάτι… Δεν τόβαζε ακόμα ο
νούς μας να αυτοεκπληρωθούμε στην κατανάλωση. Δεν μπορούσαμε, δεν τόχε
και η εποχή όμως. Μετρημένα πράγματα. Ένα πανωφόρι κι ένα ζευγάρι
παπούτσια. Άντε δυο. Ακουμπούσαμε στις σχέσεις όμως, κι ας ήταν
τραυματισμένες. Τριαντατόσα χρόνια, και βάλε ίσως, που έπεσε το
«χοροστάσι» στον βωμό του εμφυλίου, τότε, που η Ελλάδα σκίστηκε στα δυο.
Τρεις δεκαετίες, χώρια το παρελθόν, που ο μισός μας εαυτός καταδίωκε
τον άλλον, όχι για να ενωθεί όπως λέει ο Πλατωνικός μύθος, αλλά για να
τον αφανίσει.
Ψάχναμε ευκαιρίες όμως, πότε στ’ αλήθεια και πότε στα ψέματα, να
ξαναζήσουμε εκείνη την χαμένη μας αθωότητα, πριν ο μισός μας εαυτός
φοβηθεί τον άλλον, πριν αρχίσει να κρύβεται απ’ αυτόν. Κι αρχίσαμε να
ξεθαρεύουμε κιόλας, να διεκδικούμε κάτι καλύτερο, όχι για την πάρτη μας
όμως, δεν μπορούσαμε ακόμα, τόσο νωπή ήταν η γεύση της ολοκλήρωσης μέσα
στην σχέση, να φανταστούμε την καλυτέρευση ως απογείωση του ατομικισμού
μας. Ο τελευταίος, είχε συντριβεί εξάλλου, μέσα στην μιζέρια που
αντιπροσώπευε, στην απεγνωσμένη του προσπάθεια να κρατηθεί στα πράγματα
με την βοήθεια των ξένων, και στην ακοινώνητη στάση του που απανθρώπευε
πρώτα τον ίδιον για τρεις δεκαετίες. Ξεμυτίσαμε λοιπόν, κι αρχίσαμε να
ορθώνουμε ανάστημα, πρώτα στους ίδιους μας τους φόβους. Κι αυτό μόνο με
το να ακουμπάμε στον άλλον μπορέσαμε να το καταφέρουμε. Στον συνάδελφο,
στο σωματείο, στην προίκα των κολασμένων της διαχρονικής ανταρσίας, εκεί
ήταν το αποκούμπι, και στα μόνα μας όπλα, μαζί, να κατεβαίνουμε στον
δρόμο, να διεκδικούμε το δίκιο μας και την αξιοπρέπειά μας, την επιθυμία
μας να γίνουμε άνθρωποι. Κι αυτό, χώθηκε μέσα μας, μας πότισε
ολάκερους, ως το μεδούλι. Ακόμη και τώρα, κι ας μην είμαστε ίσως
συνεπείς, κάθε φορά που μας καλούνε, κι ας είναι απαξιωτικές ή μόνο για
την πάρτη τους οι ηγεσίες, μπορεί, όταν δεν ανταποκρινόμαστε, να
ντρεπόμαστε κατά βάθος, να αισθανόμαστε ότι κάνουμε κάτι ανήθικο. Μπορεί
και να ξέρουμε όμως ότι η απουσία είναι κόντρα στην φύση μας και στον
κοινωνικό εαυτό μας. Μπορεί και να κλαίμε κιόλαβς κατά βάθος. Κι όχι που
δεν μπορούμε να ξεγελάσουμε τον εαυτό μας. Γιατί ξεπέφτουμε. Χάνουμε
την ευκαιρία της ολοκλήρωσης. Βουλιάζουμε στην θλιβερή κατρακύλα της
προϊστορικής μας συνείδησης. Χάνουμε την πίστη μας. Και μαζί και την
ελπίδα. Μπορείς όμως να ζήσεις έτσι;
Ανάρτηση από: https://geromorias.blogspot.gr