Τρίτη 23 Μαΐου 2017

Στέφανος Χάλης - Ο Ποιητής του ΠΟΤΕ ΘΑ ΚΑΝΕΙ ΞΑΣΤΕΡΙΑ

Του Χρήστου Τσαντή

Ο μαχητής της Φιλικής Εταιρείας που ξεσηκώνε την Κρήτη με τη λύρα, το τραγούδι και το λόγο του.

Το λιμάνι των Χανίων επί Τουρκοκρατίας

Πασίγνωστος και χιλιοτραγουδισμένος ο σκοπός του «Πότε Θα κάνει ξαστεριά», του τραγουδιού που έγινε ο ύμνος των αγώνων του λαού μας για Δημοκρατία, Ελευθερία, Ανεξαρτησία. Δεν είναι το ίδιο γνωστός όμως και ο ποιητής, ο δημιουργός των στίχων του ριζίτικου τραγουδιού, που ακόμα και σήμερα εκφράζει τον ίδιο πόθο του λαού στην Ελλάδα, στην Κύπρο αλλά και στα πέρατα του κόσμου, όπου κι αν βρίσκονται διασκορπισμένοι οι Έλληνες.

Ο Στέφανος Χάλης γεννήθηκε στο Θέρισο το 1796. Απέκτησε σπουδαία μόρφωση, για την εποχή, αφού μαθήτευσε πλάι σε σημαντικούς λόγιους. Προσλήφθηκε ως υπάλληλος του βρετανικού προξενείου στα Χανιά και στη συνέχεια μετατέθηκε στην Πάτρα. Εκεί μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και παρότι «καλαμαράς», λυράρης και ποιητής, άδραξε τα όπλα και με το ξέσπασμα της Επανάστασης του 1821 επέστρεψε στην Κρήτη να πολεμήσει για τη λευτεριά.

Συμπλοκές στη Σπλάντζια

Η Φιλική Εταιρεία είχε προετοιμάσει το έδαφος για την Επανάσταση στην Κρήτη κι η ψυχή του αδάμαστου Κρητικού φτερούγιζε στα Λευκά Όρη μεταδίδοντας από τόπο σε τόπο τη σπίθα του ξεσηκωμού. Την περίοδο που είχε προηγηθεί, ειδικά μετά από την Επανάσταση του Δασκαλογιάννη (1770), οι Τούρκοι είχαν εξαπολύσει άγριους διωγμούς για να επιβληθούν. Η φορολογία κατέτρωγε τα εισοδήματα και η βία οδηγούσε πολλούς ανθρώπους να αλλάξουν ακόμα και την πίστη τους για να επιβιώσουν.

Με την έναρξη της Επανάστασης στην Πελοπόννησο κινήθηκαν πρώτοι οι Σφακιανοί. Οι φήμες που διαχέονταν στα Χανιά για τις κινήσεις των Σφακιανών, τον γενικότερο αναβρασμό στην Κρήτη αλλά και τις φλόγες της λευτεριάς που τύλιγαν σιγά-σιγά το Μοριά, οδήγησαν τους Τούρκους σε ένα βίαιο ξέσπασμα στα Χανιά, με συλλήψεις δασκάλων, ιερωμένων και προκρίτων.


Στις 19 Μαΐου του 1821 ένα πλήθος από αφιονισμένους Τούρκους πήρε από το κελί του τον Επίσκοπο Κισάμου και Σελίνου Μελχισεδέκ Δεσποτάκη, τον οδήγησε στην πλατεία της Σπλάντζιας και τον κρέμασαν από έναν πλάτανο που υπάρχει ακόμα και σήμερα στο ίδιο μέρος. Την επομένη τον ξεκρέμασαν, κι έσυραν το νεκρό κορμί του στους δρόμους της πόλης ξεσπώντας παράλληλα σε σφαγές ενάντια στους κατοίκους. Σφαγές που κράτησαν μερόνυχτα, ώσπου να δοθεί το σύνθημα του ξεσηκωμού από τα αδέλφια του Στέφανου Χάλη, Γιάννη και Βασίλη.
Η παλλαϊκή άμυνα επεκτάθηκε σιγά-σιγά σε ολόκληρα τα Χανιά και την επαρχία αναγκάζοντας τους Τούρκους να κλειστούν μέσα στην πόλη και να κινητοποιήσουν χιλιάδες στρατό από το Ρέθυμνο και το Ηράκλειο για να καταστείλουν την Επανάσταση. Στόχος τους, πρώτα απ’ όλα ήταν να σφάξουν και να κάψουν στο χωριό των αδελφών Χάλη, να εξαφανίσουν απ’ το χάρτη το Θέρισο στέλνοντας μήνυμα σε ολόκληρο το νησί.


Το πογκρόμ των Τούρκων

6.300 Τούρκοι και Τουρκοκρητικοί συγκεντρώθηκαν απ’ όλους τους νομούς για να συντρίψουν τους 758 μαχητές από τα Χανιά, τον Θέρισο, τα Σφακιά, τους Λάκκους και τις Κεραμειές, στις 5 του Ιούλη του 1821. Η μάχη έληξε απρόσμενα όμως, με νίκη των Ελλήνων και στη μάχη αυτή διακρίθηκε ο Στέφανος Χάλης για τον ηρωισμό του.


Ο μαχητής της Φιλικής Εταιρείας είχε ξεσηκώσει τα Λευκά Όρη με το λόγο και το τραγούδι του και το «Πότε θα κάνει ξαστεριά» είχε κινήσει για το ταξίδι προς την αιωνιότητα. Στο ίδιο ταξίδι που κίνησε κι ο δημιουργός του στις 19 Αυγούστου του 1821 αφήνοντας την τελευταία του πνοή σε μία από τις μάχες στην περιοχή Αλιάκες, κοντά στην πατρίδα του το Θέρισο. Η θυσία, ο αγώνας και το τραγούδι του δεν πήγανε στράφι, αφού με το αίμα και με τους στίχους του είχε ήδη ποτίσει το δέντρο της λευτεριάς, ένα δέντρο που ρίζωνε σιγά-σιγά, ώσπου να κάνει κορμό γερό και φυλλωσιά μεγάλη για να σκεπάσει ολάκερη την Κρήτη.

Ανάρτηση από: https://christostsantis.com