Του Κώστα Βεργόπουλου
Λόγω της ανόδου νέων ακραίων δυνάμεων του λαϊκισμού, είτε της Δεξιάς
είτε της Αριστεράς, θέτει πράγματι σε κίνδυνο τη δημοκρατία; Μήπως οι καταχρήσεις
και η ασυδοσία των κερδισμένων της παγκοσμιοποίησης έχουν οδηγήσει τους χαμένους
του παιχνιδιού στην σημερινή αμφισβήτηση του συστήματος;
Έφθασε, άραγε, η στιγμή που οι «αξιοθρήνητοι»
(deplorables, κατά την Χίλαρι Κλίντον), οι σύγχρονοι «άθλιοι» της παγκοσμιοποίησης,
αυτοί που είχαν αυθαίρετα θεωρηθεί εκτός παιγνίου, επιστρέφουν στο προσκήνιο; Επιστρέφουν
για να εκτοπίσουν τις ελίτ από την πολιτική σκηνή της ιστορίας; Μήπως έφθασε η στιγμή
που οι άξεστοι και αμόρφωτοι άνθρωποι του λαού εκδικούνται τους πολιτισμένους και μορφωμένους;
Εάν κάτι τέτοιο όντως συνέβαινε, θα καταλήγαμε αναγκαστικά στο
μοιραίο συμπέρασμα ότι αυτό που απειλεί σήμερα την δημοκρατία δεν είναι παρά η ίδια
η δημοκρατία! Η είσοδος στη δημόσια σφαίρα κοινωνικών στρωμάτων που μέχρι πρόσφατα
ήταν στο περιθώριο και έρμαια των ελίτ δεν μπορεί να είναι απειλή για τη δημοκρατία.
Δηλώσεις περί του τέλους του κόσμου, όπως τουλάχιστον τον γνωρίζαμε,
αφθονούν σήμερα. Σ’ αυτό είχαν συμβάλει τα τρία εκλογικά σοκ: το Brexit στο Ηνωμένο
Βασίλειο, η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ και η αρνητική λαϊκή ετυμηγορία στο ιταλικό δημοψήφισμα.
Τα κοινωνικά «κουρέλια»
Προβαλλόταν η άποψη ότι τα κοινωνικά «κουρέλια» τιμωρούν την αλαζονεία
των ελίτ. Ότι ακόμη μια φορά, όπως συνέβη κατά την δεκαετία του 1930, οι ζωές των
ανθρώπων εκτοπίζουν τον «ορθό λόγο» των ελίτ. Ωστόσο, όσο πειστικές και αν θεωρηθούν
αυτές οι ερμηνείες θα έπρεπε ακόμη να δούμε πως αυτές εφαρμόζονται στην πράξη.
Επί του παρόντος δεν υπάρχει καμία ένδειξη για επικείμενες αξιοσημείωτες
αλλαγές όσον αφορά στη σύνθεση του πολιτικού προσωπικού. Αντιθέτως, σε όλες τις
περιπτώσεις, οι ελίτ παραμένουν στη θέση τους και επιμένουν να διαχειρίζονται οι
ίδιες τις συνέπειες των ετυμηγοριών που υποτίθεται ότι τις εκτοπίζουν από το πολιτικό σκηνικό.
Στην Ουάσιγκτον, η σύνθεση της κυβερνητικής ομάδας του Τραμπ θυμίζει
ανησυχητικά αυτές των χρηματοπιστωτικών απορρυθμίσεων που είχαν εξωθήσει τον κόσμο
στην πανωλεθρία του 2008. Στο Λονδίνο, η παραδοσιακή συντηρητική πολιτική ελίτ
επιμένει να μονοπωλεί την διαχείριση της λαϊκής ψήφου, προκειμένου να αποφύγει τη
σύγκρουση με την υπόλοιπη ΕΕ.
Στην Ιταλία, η «αντισυστημική» ψήφος αποκαλύπτεται ως θρίαμβος του
ισχύοντος πολιτικού και κομματικού συστήματος, όπως βέβαια και των παραδοσιακών
ελίτ. Όσον αφορά στον υποτιθέμενο «αντιευρωπαϊκό» χαρακτήρα της λαϊκής ψήφου, σημειώνεται
χαρακτηριστικά ότι οι τρεις υποβαθμισμένες περιφέρειες (Σαρδηνία, Σικελία, Απουλία)
που ψήφισαν «όχι» κατά 80%, είναι ταυτόχρονα οι πρώτες στην υποστήριξη της παραμονής
της χώρας τους στην ΕΕ.
Φαίνεται ότι μας είχε διαφύγει η ικανότητα του συστήματος να οικειοποιείται
κάθε μορφή διαμαρτυρίας, αμφισβήτησης. Στην ιστορία, υπάρχουν οριακές στιγμές κατά
τις οποίες κάθε «αντισυστημική» αμφισβήτηση μπορεί να ενσωματώνεται από το αμφισβητούμενο
σύστημα.
Οσάκις οι ελίτ αποτυγχάνουν και δεν έχουν πλέον άλλο χαρτί στη διάθεση
τους, δεν διστάζουν να αναδιπλώνονται και να παίζουν οι ίδιες το χαρτί των «αντί-ελίτ».
Όπως έδειξαν, όμως, οι εκλογές στην Ολλανδία και πιο πρόσφατα στη Γαλλία, οι
ελίτ μόνο αν χρειαστεί παίζουν αυτό το χαρτί. Έχουν και αντοχές και εφεδρείες όχι
μόνο στο πολιτικό, αλλά και στο κοινωνικό επίπεδο.
Εν τέλει, αλλάζει άραγε κάτι με τις τρεις πρόσφατες ετυμηγορίες,
ή μήπως τίποτα δεν αλλάζει και ο κόσμος συνεχίζει όπως πριν; Εάν κάποιες αλλαγές
τεκταίνονται, αυτές θα μπορούσαν να εντοπισθούν λιγότερο στη θολή και αξεκαθάριστη
λαϊκή ψήφο και περισσότερο στις αρχές της διακυβέρνησης από τις ελίτ. Ακόμη και
κατά το 1930, όταν οι Δημοκρατίες στην ανατολική Ευρώπη υπέκυψαν στα αυταρχικά καθεστώτα,
οι ελίτ δεν διέκοψαν την παραμονή τους στην εξουσία.
Η ασυδοσία των αγορών
Σήμερα, εάν κάτι αλλάζει, αυτό δεν θα αναζητηθεί στην ανατροπή ή
στην ανανέωση των ελίτ, αλλά κυρίως στα αδιέξοδα στα οποία έχει οδηγηθεί ο σύγχρονος
κόσμος λόγω του τρόπου διακυβέρνησης και των επιλογών που του έχουν επιβληθεί στη
διάρκεια των τριών τελευταίων δεκαετιών. Τα κράτη και η δημοκρατία έχουν παραδοθεί
αμαχητί στην αυθαιρεσία και ασυδοσία των διεθνών χρηματαγορών υπό το πρόσχημα της παγκοσμιοποίησης.
Εάν σήμερα το κράτος-έθνος και η δημοκρατία επιστρέψουν, αυτό θα
συνιστούσε απειλή κυρίως για την τάξη πραγμάτων των τριών τελευταίων δεκαετιών που
διεκδικούσε την υπέρβαση τους και την μετάβαση σε κάποιο κόσμο χαοτικό. Τελικά,
όπως πάντα, η δύναμη των πραγμάτων αποδεικνύεται ισχυρότερη και καθοριστικότερη
από αυτήν των ιδεολογιών.
Σύμφωνα με έκθεση του ΔΝΤ (Οκτώβριος 2016), από το 2012 μέχρι
το 2016 το παγκόσμιο εμπόριο δεν παύει να επιβραδύνεται και σήμερα τρέχει με ρυθμό
χαμηλότερο από αυτόν της παγκόσμιας ανάπτυξης. Άμεση συνέπεια είναι ότι οι εθνικές
οικονομίες αποβαίνουν περισσότερο αυτόνομες και λιγότερο εξαρτημένες έναντι των
εισαγωγών και εξαγωγών, των οποίων το μερίδιο στην παγκόσμια παραγωγή μειώθηκε κατά
10% στη διάρκεια της πρόσφατης πενταετίας.
Το αυτό συμβαίνει με τις διεθνείς επενδύσεις, των οποίων οι επιδόσεις
μεταξύ 2009 και 2016 παραμένουν σταθερά κατώτερες σε σχέση με την περίοδο προ του
2008. Στην Κίνα και στις άλλες αναδυόμενες χώρες, που ήταν οι κυριότεροι εισαγωγείς
διεθνών επενδύσεων, οι ροές έχουν ήδη αντιστραφεί.
Από το 2015, οι εκροές κεφαλαίων υπερβαίνουν τις εισροές, προκαλώντας
σοβαρή κρίση ρευστότητας. Σύμφωνα με τον Αμερικανό ειδικό Barry EIchengreen, η απότομη
μείωση των ξένων επενδύσεων αποδίδεται κυρίως στην αιφνίδια διακοπή των σχετικών
χρηματοδοτήσεων από τις τράπεζες για τέτοιου είδους επιχειρήσεις.
Εάν οι τρεις μοχλοί της παγκοσμιοποίησης (εμπόριο, επενδύσεις και
πιστώσεις) συρρικνώνονται, οι παλαιές εθνικές και περιφερειακές συμπληρωματικότητες
ανακάμπτουν, επιστρέφουν, αποκαθίστανται και αναλαμβάνουν την σκυτάλη.
Αλλαγή πλεύσης;
Το ζήτημα που πράγματι τίθεται δεν είναι τόσο η αποπομπή των ελίτ
από την εξουσία, όσο κυρίως η αλλαγή πλεύσης. Εάν η παγκοσμιοποίηση αποτελεί
κάποιον αξεπέραστο ορίζοντα, τα εθνικά κράτη και τα δημοκρατικά συστήματα δεν είναι
λιγότερο αξεπέραστα. Αποτελούν τους αναγκαστικούς και απαράκαμπτους πυλώνες, άνευ
των οποίων κανένα παγκόσμιο σύστημα δεν εξασφαλίζει την σταθερότητά του.
Αυτή η στοιχειώδης διαπίστωση δεν αποδυναμώνει τα δημοκρατικά συστήματα,
αλλά αντιθέτως τα ενισχύει απέναντι στις επερχόμενες υποχρεώσεις τους. Εάν στην
εποχή μας τα εκλογικά σώματα διευρύνονται και ανανεώνονται ηλικιακά με την ένταξη
νέων ψηφοφόρων, η δημοκρατία δεν έχει λόγο να ανησυχεί.
Αντί να ανησυχεί για
τις αφίξεις των απαίδευτων, έχει κάθε συμφέρον να φροντίζει για την δημοκρατική
εκπαίδευση τους, για την πολιτειακή παιδεία τους, όχι μόνον για τα δικαιώματα,
αλλά και για τις υποχρεώσεις του πολίτη έναντι του κοινωνικού συνόλου. Εκτός εάν
κάποιοι προεξοφλούν ότι η δημοκρατία θα πρέπει να παραμένει εξ ορισμού ένα παιχνίδι
ολίγων και μεμυημένων και ότι, κατά συνέπεια, «η υπερβολική δόση δημοκρατίας
σκοτώνει την δημοκρατία».
Ανάρτηση από: https://geromorias.blogspot.gr