Του Κώστα Μελά
Από τη δεκαετία του
1990, όταν άρχισε να προσλαμβάνει διαστάσεις στην Ευρώπη ο οικονομικός
εθνικισμός, έχει κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι. Το φαινόμενο έχει εξαπλωθεί και
σ’ αυτό έχει παίξει καταλυτικό ρόλο η παγκοσμιοποίηση, η οποία προσδίδει
υπόσταση και τροφοδοτεί την εθνικιστική ρητορική.
Σύμφωνα με τη μελέτη των Italo Colantone και Piero
Stanig «Globalisation and economic nationalism», τα κόμματα της Άκρας
Δεξιάς πετυχαίνουν τα καλύτερα εκλογικά αποτελέσματά τους σε περιοχές που είναι
περισσότερο εκτεθειμένες στις κινεζικές εξαγωγές. Σε αυτές τις περιοχές
διαπιστώνεται μια ομοιογένεια στην εκλογική συμπεριφορά των ψηφοφόρων,
ανεξάρτητα από το αν κάθε ένας από αυτούς έχει υποστεί ή όχι προσωπική
οικονομική βλάβη. Οι προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ επιβεβαιώνουν
αυτό το συμπέρασμα.
Η δυσαρέσκεια, που συχνά μετατρέπεται σε οργή,
ενισχύεται στη Δύση από τον τρόπο που αντιμετωπίζεται εντός του πλαισίου του
συνταγματικού φιλελευθερισμού, της «τεχνικότητας» και της κανονιστικής
νομιμότητας του κράτους. Αυτό που εν τέλει απειλεί τη δημόσια σφαίρα δεν είναι
η οργή των πολιτών, αλλά οι «κανόνες», η προσπάθεια «ομαλοποίησης»
των πολιτικών διαφορών, η τεχνικότητα της «μετα-βιομηχανοποίησης», η μαζικοδημοκρατία,
ο λειτουργισμός και ο οικονομικός υπολογισμός.
«Τεχνικότητα» και
αυταρχική διακυβέρνηση
Η αύξουσα «τεχνικότητα» του κράτους, δηλαδή η τυποποιημένη
διακυβέρνηση διαμέσου διοικητικής οργάνωσης και διοικητικών μέτρων, δεν
περιορίζεται στον χώρο της πολιτικής. Ανοίγει ταυτόχρονα την πόρτα για μια
μετατόπιση προς αυταρχική διακυβέρνηση.
Με διάφορα προσχήματα ή και αλήθειες, αρκετές φορές
εγκαθίσταται αργά αλλά σταθερά ο περιορισμός των δικαιωμάτων.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον γίνεται αμέσως αισθητό ότι απουσιάζει η αυθεντικότητα
της πολιτικής πράξης.
Δεν μπορεί όλοι οι άνθρωποι να γεννηθούν και να
πεθάνουν δεξιοί σοσιαλδημοκράτες! Είναι αδύνατον να συζητούν και να
αποφασίζουν όλοι με βάση την επικοινωνιακή άποψη του Habermas ή το
κανονιστικό δικαιικό πλαίσιο του Rawls. Γι’ αυτό, οι εν λόγω
αντιλήψεις παραμένουν μειονοτικές.
Την αυθεντικότητα της
πολιτικής πράξης επιδιώκουν να επαναφέρουν στο προσκήνιο μια σειρά κινήματα,
κυρίως ακροδεξιά. Τουλάχιστον, αρχικά έτσι πιστεύουν. Λειτουργούν με
έντονη κριτική διάθεση έναντι του νομοθετικού κράτους. Επικαλούνται την αρχή
της πλειοψηφίας, εκμεταλλευόμενα τη βαθιά αποστροφή ενός μεγάλου
τμήματος της κοινωνίας για τους υφιστάμενους θεσμούς.
Η αποστροφή οφείλεται στο γεγονός ότι οι θεσμοί
επί της ουσίας αναπαράγουν και διαιωνίζουν ένα σάπιο καθεστώς που
συντηρεί συνεχώς τα ίδια και τα ίδια πολιτικά πρόσωπα (οικογένειες). Έτσι έχει
αρχίσει να υπονομεύεται το μονοπώλιο της πολιτικής
από το κράτος.
Τα κινήματα αυτά έχουν μυθοποιήσει την εξουσία.
Πιστεύουν ότι με την κατάληψη της εξουσίας θα μπορούν εύκολα να αλλάξουν
τα πράγματα. Όμως, η πραγματικότητα το διαψεύδει.
Η σταδιακή κατάληψη δήμων, περιφερειών, βουλευτικών
εδρών κ.λπ. γκρεμίζει αυτές τις αντιλήψεις, επιφέροντας κατά κανόνα την ενσωμάτωση αυτών
των κινημάτων στην καθεστηκυία τάξη. Με τρόπο, μάλιστα, που αποσαρθρώνει
και τα τελευταία στηρίγματα του νεοτερικού κράτους. Με άλλα λόγια, το πρόβλημα
διαιωνίζεται, βαθαίνει, χειροτερεύει.
Συλλέκτης επιμέρους
συμφερόντων
Οι μελλοντικές εξελίξεις προβλέπονται δυσοίωνες όσο
πιο περίπλοκες και διασπασμένες γίνονται οι κοινωνίες, ακολουθούμενες
από τον κατακερματισμό του σημερινού ατόμου. Στην προσπάθειά του να επιβιώσει
και να συνεχίσει να κυβερνά, το κομματικό-πολιτικό σύστημα μετατρέπεται σε
συλλέκτη απίστευτου αριθμού «ιδιαίτερων συμφερόντων». Τα συμφέροντα αυτά,
μάλιστα, τις περισσότερες φορές βρίσκονται σε πλήρη αντίθεση μεταξύ τους,
γεγονός που καθιστά εκ προοιμίου αδύνατη την εξυπηρέτησή τους.
Όταν η αδήριτη πραγματικότητα σε οδηγεί σε απόγνωση,
η λειτουργία του θυμικού είναι καταλυτική. Οι αποφάσεις των ανθρώπων
σπάνια οδηγούν στην επίτευξη των στόχων για τους οποίους ελήφθησαν. Γι’ αυτόν
τον λόγο η Ιστορία είναι ανοιχτή και δύσκολα προβλέψιμη.
Ας το πούμε όσο πιο
καθαρά μπορούμε: Η πολιτική πρόκληση για τις περισσότερες χώρες της Ευρώπης
είναι να αναπτύξουν μια «υπεύθυνη οικονομική αυτάρκεια» στο πλαίσιο του
εθνικού δημοκρατικού κυρίαρχου κράτους τους, ανοιχτή στις διεθνείς συναλλαγές,
σε μια διακριτική και όχι κανονιστική και οριζόντια αλληλεξάρτηση με όλες τις
χώρες του πλανήτη.
Είναι ξεκάθαρο πως οι ψηφοφόροι διψούν για πολιτικές
που λαμβάνουν σοβαρά υπόψη το τοπικό έναντι των ευρύτερων οικουμενικών
οικονομικών ανησυχιών. Η αντιμετώπιση αυτής της δίψας με δημιουργικό
αντί για καταστροφικό τρόπο είναι η πρόκληση της ερχόμενης δεκαετίας.
Γνωρίζουμε πως δεν είναι βιώσιμη στρατηγική ούτε η αδιαφορία γι’
αυτή τη δίψα των πολιτών, ούτε η δικαιολογία ότι αυτή η δίψα βασίζεται σε λανθασμένες πεποιθήσεις.
Φτηνά και επικίνδυνα
ιδεολογήματα
Οι εύκολες ερμηνείες, προκειμένου να
ικανοποιηθούν φτηνά ιδεολογήματα, είναι βέβαιον ότι οδηγούν σε επικίνδυνες
ατραπούς. Είναι μεθοδολογικά χυδαία η κατηγοριοποίηση των διογκούμενων
κοινωνικών διεργασιών που παρατηρούνται στις χώρες της ανεπτυγμένης Δύσης
(Ευρώπη και ΗΠΑ) ως «εθνικολαϊκισμό».
Ο όρος αυτός στην εποχή μας χρησιμοποιείται σαν το
μοναδικό κλειδί για να λύσει όλα τα σύγχρονα θεωρητικά και κοινωνικά
προβλήματα! Δεν προσφέρει, ωστόσο, καμία απολύτως θεωρητική ερμηνεία του τι
πραγματικά διακυβεύεται στον πυρήνα των κοινωνικών διεργασιών.
Επιτρέπει, όμως, στις πολιτικές ελίτ να συνεχίζουν να αδιαφορούν,
εξακολουθώντας να ασκούν τις ίδιες πολιτικές που έχουν προκαλέσει
την κοινωνική οργή.
Στην πραγματικότητα στοχεύει όχι στην επίλυση των
προβλημάτων, αλλά στους ιδεολογικούς-πολιτικούς αντιπάλους. Σε όσους
επιχειρούν να δώσουν τον δικό τους τόνο στα συγκεκριμένα προβλήματα, να τα
εκμεταλλευθούν και να προωθήσουν τις δικές τους ιδεολογικές-πολιτικές επιλογές.
Επιλογές που βρίσκονται στον αντίποδα όσων κραδαίνουν τη
ρομφαία του εθνικολαϊκισμού.
Είναι γεγονός ότι τα ακραία δεξιά στοιχεία
είναι αυτά που δίνουν τον τόνο μέσω υπερβολών, χυδαιοτήτων και ψεμάτων. Από την
άλλη πλευρά, όμως, πρέπει να παραδεχθούμε πως υπάρχει πραγματική αιτία,
η οποία επιδρά καταλυτικά στις επιλογές πολλών ψηφοφόρων. Η αιτία αυτή είναι η
διογκούμενη δυσαρέσκεια που προκαλούν οι ακολουθούμενες οικονομικές
πολιτικές και ο τρόπος διαχείρισης της εξουσίας
από τις ελίτ.
Πρόκειται για δύο όψεις μιας πραγματικότητας,
τις οποίες ο ψηφοφόρος συνδέει αιτιακά. Για τον μέσο ψηφοφόρο υπεύθυνο για την επιδείνωση
των όρων του βίου του είναι το κατεστημένο πολιτικό σύστημα.
Ανάρτηση από: http://geromorias.blogspot.gr