Τρίτη 2 Μαΐου 2017

Αναζητώντας τις χαμένες αξίες ως αντίσταση στη βαρβαρότητα

Του Γιάννη Αθανασιάδη

Ζούμε σε μια περίοδο που ο φασισμός έχει μεταλλαχθεί και έχει πάρει μορφές και «λόγο» που δύσκολα μπορείς να ξεχωρίσεις ποιος είναι ποιος. Ενώ πολύ συχνά στο όνομα του αντιφασισμού εκδηλώνονται οι πιο κατάμαυρες φασιστικές συμπεριφορές. Σε αυτήν την περίοδο χρειάζεται να στρέψουμε το βλέμμα μας στις πηγές των αξιών. Στο λίκνο της ξεκάθαρης ανθρώπινης στάσης, διαλύοντας την υποκριτική απονοηματοδότηση των ηθικών αρχών και εννοιών, πατώντας γερά στου χρόνου τα βαθιά θεμέλια, της αγωνιστικής αξιοπρέπειας και δικαιοσύνης. 

Ήταν το 1964 νομίζω, τότε που στην παιδική μου συνείδηση άνοιξαν διάπλατα οι πύλες για τον πλούτο των ανθρωπιστικών αξιών. Που θεμελιώθηκαν τα ισχυρότατα οχυρά της αξιοπρεπείας, της αλληλεγγύης, του αυτοσεβασμού, της υπεράσπισης της πανανθρώπινης ελευθερίας, του σεβασμού στην διαφορετικότητα, της αντίστασης σε κάθε μορφή φασισμού. Με λίγα λόγια ήταν το υπέρτατο μάθημα ανθρωπίνων αξιών που μου το δίδαξε ακούσια ένας αγράμματος Δάσκαλος που εκείνη την στιγμή φάνταζε θεόρατος ημίθεος. Ένας προμηθέας που μου έδωσε την φλόγα εκείνη που από μόνη της αρκούσε για να σμιλέψει μέσα στην άγουρη ψυχή μου τις αρχές και τις αξίες που έμελε να φλογίζουν άσβηστες μέχρι σήμερα και που σε κάθε παραστράτημα ήταν εκεί για να με ελέγξουν και να κρατήσουν όρθια την συνείδηση μου.

Η ιστορία ενός εαμίτη

Ο Βαγγέλης πρόσφυγας από τον Πόντο ζούσε την δεκαετία του 60 με την οικογένεια του σε μια προσφυγική γειτονιά κάπου στις Τζιτζιφιές της Καλλιθέας. Γείτονες είχαν την κυρά Τούλα από την πόλη την κυρά Βάσω από τη Σμύρνη, τις «Καραμανλούδες» τρεις κουτσομπόλες αδελφές που κρυφοκοίταζαν πάντα πίσω από τα μισάνοιχτα πατζούρια, τον κυρ Αβραάμ με το καφενείο από τον Πόντο και την γυναίκα του την κυρά Παναγιώτα που έκανε και την κομμώτρια στο χωλάκι του προσφυγικού τους. Απέναντι διαγώνια από το σπίτι του, έμενε η χήρα Αιγυπτιώτισσα κυρά Παγώνα με τις δύο ξεπεταγμένες κόρες, κι ο Βαγγέλης έλεγε στην Ευανθία τη γυναίκα του ότι δεν ήθελε πολλά - πολλά μαζί της (λόγο της κακής φήμης που είχαν στη γειτονιά ), και πολλοί άλλοι φτωχοί μεροκαματιάρηδες, που διωγμένοι από τις πατρίδες τους τις προηγούμενες δεκαετίες ήρθαν και ρίζωσαν στην «μητέρα πατρίδα», όπως την ένοιωθε και την πίστευε ο ίδιος.

Α! είχε και ένα «μειονέκτημα». Στη περίοδο της κατοχής είχε υπηρετήσει στο ΕΑΜ.
Κάτι που τον κατέτρεχε μέχρι εκείνες τις μέρες διότι μετά τις εξορίες και το κυνήγι εκείνης της περιόδου, δεν κατάφερνε να στεριώσει σε δουλεία, λόγω κοινωνικών φρονημάτων και κάθε τόσο περνούσε η ασφάλεια από το σπίτι του, να δει τι κάνει.

Όταν τον είχαν συλλάβει και τον ρώτησαν, γιατί πήγε με τους «κομμουνιστάς» εκείνος με αφελή αυθορμητισμό απάντησε ότι «εγώ ήθελα να πολεμήσω για την πατρίδα και τότες μόνο αυτοί ήταν πατριώτες», μετά από αυτή την απάντηση πήρε το βραβείο της εξορίας στην Ελ Ντάμπα, αφήνοντας πίσω δυο γέρους γονείς την γυναίκα του και τα δύο τότε παιδιά του… αλλά γι αυτά θα τα πούμε κάποια άλλη ώρα.

Ας επανέλθουμε λοιπόν σε εκείνο το χειμωνιάτικο βράδυ του 1964 τότε που άκουσα την πόρτα του σπιτιού να χτυπά έντονα. Άνοιξε η μητέρα και είδα την κυρά Παγώνα μαζί με την μια της κόρη να μιλούν χαμηλόφωνα και με τον φόβο χαραγμένο στα μάτια τους. Ο Βαγγέλης φανερά δυσαρεστημένος πλησίασε και άρχισαν μια συζήτηση για «κάποιους μπράβους» ότι « ήθελαν να κάνουν κακό στη μικρή» και άλλα ακαταλαβίστικα για τα παιδικά μου αυτιά. Ο Βαγγέλης δίστασε για λίγο και μετά τους είπε να περάσουν μέσα στο σπίτι και να περιμένουν. Σε λίγο ένας ογκώδης άνδρας με μια κοπέλα κτυπούσαν την πόρτα μας -ζητώντας να βγει έξω η κυρά Παγώνα με την κόρη της- με βλαστήμιες και απειλές. Ό Βαγγέλης λιγομίλητος όπως πάντα του είπε ότι όποιος πάει να κάνει κακό στους φιλοξενούμενους του είναι σαν κάνει κακό και στον ίδιο και του είπε να φύγει. Τότε έντρομος πάνω από την σκάλα είδα τον -διπλάσιο σε όγκο από τον Βαγγέλη- άνδρα να προσπαθεί να τον παραμερίσει για να ανεβεί στο σπίτι.

Ακολούθησε συμπλοκή ενώ η μητέρα φώναζε σε βοήθεια τους γείτονες. Σε λίγα λεπτά γέμισε το στενάκι του σπιτιού μπροστά από την εξώπορτα με σχεδόν σύσσωμη την γειτονιά ενώ ο μπράβος το σκάσε τρέχοντας, έχοντας αρπάξει αρκετές από τον Βαγγέλη που κι αυτός είχε μώλωπες και σκισμένο το πουκάμισό του.
Ταραγμένος από το πρωτοφανές για μένα συμβάν είχα πλησιάσει τρέμοντας τον Βαγγέλη την ώρα που ήταν μαζεμένοι γείτονες γύρω του και τότε άκουσα τον κυρ Παναγιώτη, τον άντρα της κυρά Βάσως απ’ την Σμύρνη, να του λέει με ύφος σχεδόν επιτιμητικό «Μα ρε Βαγγέλη γι αυτήν πήγες να σκοτωθείς;»…


Και ο Βαγγέλης με ένα απόλυτα φυσιολογικό τρόπο κοιτώντας τον ίσια στα μάτια, του απάντησε, σαν να μην υπήρχε άλλη απάντηση σε τούτη την ερώτηση, «το ίδιο θα έκανα και για τη δική σου γυναίκα και το παιδί σου».


Αυτό το βλέμμα κι αυτά τα λόγια, καρφώθηκαν σαν πυρωμένο βέλος βαθιά μέσα στην παιδική μου ψυχή.

Το μάθημα

Χωρίς να το ξέρει ο Βαγγέλης εκείνη τη στιγμή, μου έδωσε ένα μάθημα που κανένα σχολείο κανένα πανεπιστήμιο και όλα τα βιβλία της οικουμένης, δεν θα μπορούσαν να μου δώσουν καλύτερα. Ένα υπέρτατο μάθημα ήθους και αξίων, γιατί μέσα σε αυτή την λιγόλογη φράση και το αγέρωχο βλέμμα, περιλαμβάνονται αξίες όπως η αξιοπρέπεια, η αλληλεγγύη, ο αλτρουισμός, η ανιδιοτέλεια, η μαχητική υπεράσπιση του ανθρώπινου δίκαιου με αυταπάρνηση, δίνοντας τους διαστάσεις που ξεπερνούν την ίδια μας την «ζωούλα».

Αυτό το ήθος πηγάζει και πλάθεται μέσα από τους κοινωνικούς αγώνες και τις αλληλέγγυες ανθρώπινες κοινότητες. Έρχεται πολύ βαθειά μέσα από το χρόνο και είναι η μόνη ελπίδα για να αντισταθούμε στην επελαύνουσα παγκόσμια βαρβαρότητα.

* Στον πατέρα μου τον «κυρ Βαγγέλη» με ταπεινότητα και ευγνωμοσύνη.


Ανάρτηση από: http://www.dromosanoixtos.gr