Δευτέρα 24 Απριλίου 2017

Ο μονόδρομος της ρήξης

Του Αλέξη Ζακυνθινού


Εάν δεν τηρηθούν οι υποσχέσεις περί μείωσης του δημοσίου χρέους παρά τα θηριώδη πρωτογενή πλεονάσματα που πέτυχε η Ελλάδα, εντός του 2017, θα υπάρχει πλέον μόνο μία επιλογή στη διάθεση μας: η στάση πληρωμών.
Όπως έχουμε γράψει στο παρελθόν (άρθρο), καλώς ή κακώς οι μοναδικές επιλογές της Ελλάδας ήταν οι εξής:
(α) είτε η νέα χρεοκοπία της, καθαρή αυτή τη φορά, για να ξεκινήσει από την αρχή χωρίς τα βάρη του παρελθόντος (χρέη) – όπου οφείλει να επιλέξει εντός ή εκτός του ευρώ (άρα την εσωτερική υποτίμηση ή την πληθωριστική, όσον αφορά την ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας της),
(β) είτε η υποταγή της στις εντολές των δανειστών βασιλικότερα του βασιλιά, έτσι ώστε να μειωθεί ακόμη περισσότερο το «κόστος λειτουργίας» της (μισθοί, συντάξεις, κοινωνικό κράτος κλπ.), τα χρέη της (ιδιωτικοποιήσεις), καθώς επίσης να ελαφρυνθούν τα υπόλοιπα – με στόχο να ανακτήσει την εμπιστοσύνη των αγορών και να διενεργηθούν επενδύσεις, οπότε να κινηθεί ξανά η οικονομία της (αύξηση του ΑΕΠ και των δημοσίων εσόδων, άνοδος της παραγωγικότητας των εργαζομένων ως προς το ΑΕΠ κοκ.).
Στα πλαίσια αυτά, σύμφωνα με τα αποτελέσματα όσον αφορά το πλεόνασμα ρεκόρ του 2016, φαίνεται καθαρά πως η κυβέρνηση επέλεξε τη δεύτερη λύση – βασιλικότερα του βασιλιά σε υπερθετικό βαθμό, αφού υπερέβη κατά πολύ τους στόχους που είχαν τοποθετήσει οι δανειστές. Εν προκειμένω δεν ισχύουν οι αυθαίρετες κατηγορίες, με βάση τις οποίες τα πλεονάσματα προέρχονται από την εσωτερική στάση πληρωμών προς τους προμηθευτές του δημοσίου – αφού οι θετικές ή αρνητικές αποκλίσεις οφείλουν να συμπεριλαμβάνονται στις στατιστικές μετρήσεις.
Περαιτέρω, ασφαλώς τα θηριώδη πρωτογενή πλεονάσματα των 6,9 δις € που επετεύχθησαν ήταν εις βάρος της ελληνικής οικονομίας – επειδή οφείλονται κυρίως στην υπερβολική φορολόγηση, στην καταστροφική μείωση των κρατικών δαπανών σε περιόδους ύφεσης, καθώς επίσης στον περιορισμό των δημοσίων επενδύσεων. Εν τούτοις, αυτές ήταν οι απαιτήσεις των «θεσμών», τις οποίες υπερέβη κατά πολύ η κυβέρνηση – οπότε είναι λογικά η σειρά τους να προσφέρουν τα ανταλλάγματα που υποσχέθηκαν.
Κρίνοντας τώρα από την απογοήτευση του υπουργού οικονομικών στην εαρινή σύσκεψη του ΔΝΤ, καθώς επίσης από τις δηλώσεις του κ. Σόιμπλεοι υποσχέσεις περί της μείωσης του χρέους και της μη λήψης νέων μέτρων μάλλον θα αναβληθούν ξανά – όπως άλλωστε είχε συμβεί με τις αντίστοιχες προς τον κ. Σαμαρά, ο οποίος είχε πετύχει επίσης τους στόχους που του είχαν τοποθετηθεί.
Εάν συμβεί λοιπόν κάτι τέτοιο, το βασικό ερώτημα δεν είναι άλλο, από το πώς θα έπρεπε να ενεργήσει η κυβέρνηση, καθώς επίσης οι Έλληνες Πολίτες – στους οποίους η «βοήθεια» των θεσμών έχει κοστίσει ήδη πάνω από 1 τρις €, με τη χώρα να παραμένει σταθερά στα πρόθυρα της χρεοκοπίας, σε πολύ χειρότερη όμως οικονομική θέση από το παρελθόν και χωρίς καμία προοπτική για το μέλλον της.
Κατά την άποψη μας, η Ελλάδα θα είχε πλέον μόνο την πρώτη επιλογή στη διάθεση της, η οποία φυσικά δεν θα έπρεπε να καθυστερήσει καθόλου – με την έννοια πως θα όφειλε να συμβεί εντός του 2017, πριν τις γερμανικές εκλογές και πριν το τέλος του μνημονίου στα μέσα του 2018. Πολύ περισσότερο αφού έχει από πολλές πλευρές το ηθικό έρεισμα να προβεί σε μονομερείς ενέργειες – επειδή αφενός απέτυχε τεκμηριωμένα η πολιτική των μνημονίων, αφετέρου τήρησε επακριβώς αυτά που υποσχέθηκε. Η επιλογή δε αυτή δεν είναι άλλη από τη ρήξη, υπό τις εξής γενικές γραμμές:
(α)  Μη υπογραφή των απαιτήσεων των δανειστών που είναι προϋπόθεση για το κλείσιμο της αξιολόγησης, με την ταυτόχρονη κατάθεση αγωγής εναντίον των παράνομων δανειακών συμβάσεων στο ευρωπαϊκό δικαστήριο, καθώς επίσης με την άμεση κατάργηση των μνημονίων – όπου βέβαια η Ελλάδα δεν θα εισέπραττε τις επόμενες δόσεις των δανείων και δεν θα αποπλήρωνε την ΕΚΤ τον Ιούλιο.
(β)  Κατάθεση αγωγής αποζημίωσης εναντίον των θεσμών ύψους 1 τρις € – όσο δηλαδή η ζημία που προκάλεσαν στην ελληνική οικονομία.
(γ)  Μία επόμενη αγωγή αποζημίωσης εναντίον της ΕΚΤ για την παράνομη διακοπή της ρευστότητας το 2015, καθώς επίσης για το κλείσιμο των τραπεζών – γνωρίζοντας πως δεν είναι η πρώτη φορά που η ΕΚΤ παρανομεί και εκβιάζει (ανάλυση).
(δ)  Διεκδίκηση των πολεμικών επανορθώσεων που μας οφείλει το πιο αχάριστο κράτος του πλανήτη, η Γερμανία, μη τηρώντας τις δεσμεύσεις που ανέλαβε το 1953 για την περίπτωση που θα ενωνόταν.
(ε) Αναβολή πληρωμών των εξωτερικών χρεών της χώρας, έως ότου αποφασίσει το ευρωπαϊκό δικαστήριο, εντός του ευρώ και με την επίκληση της εθνικής μας κυριαρχίας – ξεκινώντας τις διαπραγματεύσεις με τους πιστωτές για τη διαγραφή του 50% των χρεών.
Εάν η ΕΚΤ σταματούσε τη ρευστότητα, παράνομα προφανώς, τότε δεν θα είχε ίσως άλλη λύση η κυβέρνηση από την κατάθεση αίτησης εξόδου της Ελλάδας από την ΕΕ και την Ευρωζώνη, εθνικοποιώντας τις τράπεζες και εκδίδοντας ένα παράλληλο νόμισμα – για το διετές χρονικό διάστημα που έχει θεσμοθετηθεί όσον αφορά τις διαπραγματεύσεις εξόδου, όπως στο παράδειγμα της Μ. Βρετανίας.
Προφανώς όλα αυτά δεν είναι ούτε τόσο εύκολο να δρομολογηθούν όσο γράφονται, ούτε τόσο ανώδυνα όσο ακούγονται – ενώ προϋποθέτουν τη συλλογικότητα και τη συνοχή των Ελλήνων, κομμάτων και Πολιτών, για να μπορέσει να ανταπεξέλθει η χώρα. Πόσο μάλλον όταν οι πιθανότητες να τοποθετηθούμε ενώπιον γεωπολιτικών προβλημάτων δεν είναι καθόλου αμελητέες.
Εν τούτοις, εάν και αυτή τη φορά δεν κρατήσουν το λόγο τους οι δανειστές, εφευρίσκοντας νέες δικαιολογίες, η Ελλάδα δεν έχει άλλη επιλογή – εκτός εάν αποδεχθεί βέβαια τη μετατροπή της σε πλήρη αποικία των Γερμανών, με την ταυτόχρονη στυγνή λεηλασία της.
Ανάρτηση από: http://www.analyst.gr