Του Σόλωνα Αντάρτη
Είμαι πλέον εθνοφύλακας. Μεγάλωσα τόσο…
Η ζωή μου είναι συνυφασμένη με την υπηρεσία από τα 18 μου. Τώρα στα σχεδόν –ήντα ένα νέο κεφάλαιο υπηρεσίας αρχίζει. Και στο άνοιγμα του νέου αυτού κεφαλαίου ξανασυνάντησα την Κύπρο που αγαπώ.
Όπως πολλοί ανάμεσα μας βιώνων καθημερινά την προσωπική και συλλογική απόγνωση της ζωής στο Γκουαντανάμο του Έρωτα. Μία ζωή ανάμεσα στις απαγορεύσεις και τα πρέπει, ανάμεσα στην αναξιοπρέπεια και την αναξιοκρατία η οποία σιγά σιγά τοξινώνει τις ζωές μας καθιστώντας την πραγματικότητα αβάστακτη.
Ο ‘Ερωτας, η Ελευθερία και ο Έρωτας για την Ελευθερία συνθλίβονται μέσα στις «συνθήκες» μίας κοινωνίας υποταγμένης στο συμφέρον και την πελατεία, μίας κοινωνίας που απώλεσε το πρωτόκτιστον της κάλλος και τους αγώνες της και αναζητεί την «καρέκλα» και το χρήμα. Η υποταγή και το «σιώπα να περάσουμεν» έχουν γίνει τρόπος και πράξη ζωής στο νησί.
Η κτητικότητα και η αποκλειστικότητα υπερτροφοροδούμενων αρσενικών Εγώ έχουν διαλύσει κάθε έννοια συλλογικότητας και προσφοράς προς τα κοινά χωρίς κάποιο αντάλλαγμα και κάποια ικανοποίηση προσωπικού συμφέροντος. Ως κοινωνία έχουμε αντιστρέψει τον Μακρυγιάνη:
Μέσα στο μεσαιωνικό σκοτάδι της καταπίεσης και της απειλής της συλλογικής ανυπαρξίας ήλθε η πρώτη μου παρουσίαση στην εθνοφυλακή. Μέσα στο βαθύ σκοτάδι που πλακώνει κι σκιάζει σαν φοβέρα την συλλογική και προσωπική μας σκλαβιά βρέθηκα για ακόμη μία φορά ανάμεσα σε άλλους άνδρες με στολές παραλλαγής και φονικά όπλα. Όπως κάθε φορά που παρουσιαζόμουν ήμουν επιφυλακτικός για το τι θα συναντούσα.
Συνάντησα την Κύπρο που αγαπώ.
Είναι αληθινά μυστήριο πώς η γέρημη η συνεύρεση ενώπιον του κοινού μας θανάτου αλλάζει τόσον την συνειδητότητα των ανθρώπων. Διότι περί αυτού ακριβώς πρόκειται. Συναούμαστεν με την πλήρη και αδιαμφισβήτη γνώση ότι «μπορεί σε κάποια μάχη, γραμμένο η μοίρα να 'χει, να μη γυρίσουμε». Και σε αντίθεση με τον Ευαγόρα εκείνον δεν μπορούμε καν να αρθρώσουμε το «μα πάμε με καμάρι, και λέμε όποιον πάρει και θα νικήσουμε.» Έχουμε χάσει την αθωότητα και την ανεμελιά της πρότερης μας νιότης.
Γνωρίζουμεν…
Παππούδες – ναι υπάρχουν και τέτοιοι – πατεράδες, αδέλφια με γκρίζα ή καθόλου μαλλιά, ευμεγέθεις μεσήλικες και άνω – αλήθεια πώς μας χωρούσαν κάποτε τα φορτηγά να μπαίνουμε μέσα 22 – χωρίς ψευδαισθήσεις. Γνωρίζουμε την ισχύ του εχθρού, γνωρίζουμε την προδοσία των εδώ τοποτηρητών του. Όλοι ανεξαιρέτως. Βιώνουμε την συνειδητή προδοσία αυτών που υποβαθμίζουν την άμυνα του τόπου μας. Βιώνουμε το βόλεμα συνομήλικων μας οι οποίοι με την πρώτη ευκαιρία και την πρώτη δικαιολογία εξαφανίζονται.
Αλλά πάλαι συναούμαστεν.
Συνάντησα φίλους παλιούς, συμμαθητές που είχα τρεις δεκαετίες να τους συναντήσω. Και βίωσα την ίδια αγάπη, το ίδιο σκίρτημα στην συνάντηση μας όπως και τότε. Γνωστούς μεγαλύτερους μου που ο θαυμασμός και η αγάπη μου για εκείνους μεγάλωσε στην κατανόηση ότι συνεχίζουν να υπηρετούν εθελοντικά πλέον παρά το ότι πέρασε ο χρόνους που ήταν υποχρεωμένοι να το πράττουν. Πολεμιστές του 74 – ναι υπάρχουν και τέτοιοι! – η Άλλη Κύπρος που αγαπώ.
Ο τόπος της υποταγής του Εγώ στο κοινόν καλό, η πανανθρώπινη ανάγκη να προστατέψεις αυτούς που είναι πίσω σου ανυπεράσπιστοι στην απειλή ενός αδηφάγου επεκτατισμού. Ο τόπος του Έρωτα προς την Ελευθερία ζει ανάμεσα σε τσακισμένους μεσήλικες οι οποίοι «πάντως αυτοπροαιρέτως θα αποθάνουν» εάν η μοίρα το ζητήσει.
Στην συνάντηση μας συνάντησα μεγαλύτερη οργάνωση και πειθαρχία από κάθε άλλο τομέα της ζωής στο νησί. Η παρουσία όλων υλοποιεί ταυτόχρονα την εκκλησία του Δήμου και τον λαϊκό στρατό. Αυτοπροαιρέτως! Και καταργεί τα δεσμά της κομματοκρατίας και της αναξιοπρέπειας. Αναβαπτίζει την υπόσταση μας ως πολίτες-οπλίτες ίσους ενώπιον του Τέλους.
Βρέθηκα λοιπόν σε μία τελετή αγιασμού αλλιώτικη. Εγώ που απεχθάνομαι τα όσα το δόγμα και η ηγεσία του ιερατείου εκπροσωπούν, βρέθηκα να συμμετέχω σε μία τελετή αγιασμού με έναν παπά νεαρό και έναν εθελοντή ψάλτη – έναν από εμάς – σε μία τελετή χωρίς φανφάρες, χωρίς έπαρση και στόμφο. Μία απλή λαϊκή τελετή στο ύπαιθρο.
Στους χαμηλόφωνους, σεμνούς συλλογικούς ψαλμούς των συμπολεμιστών μου δεν μπόρεσα παρά να δακρύσω, βιώνοντας τη λαϊκότητα της πίστης και το μυστήριο της συλλογικής προσευχής. Κι ας μην λατρεύουμε με τον ίδιο τρόπο, κι ας είναι η Θεά που καθοδηγεί τα δικά μου βήματα.
Λίγες μέρες μετά κλήθηκα σε μία εθελοντική παρουσίαση. Συμμετείχα σε ένα σενάριο μίας μεγαλύτερης άσκησης. Μέσα στο σκοτάδι της νύχτας συνάντησα μία διμοιρία συμπολεμιστών μου ανάμεσα στην οργιώδη βλάστηση της γραμμής καταπαύσεως του πυρός. Όλοι τους εθελοντές οι οποίοι παράτησαν τις δουλειές και τις οικογένειες τους από το απόγευμα μέχρι το βράδυ για να Υπηρετήσουν.
Σε αντίθεση με τον προνομιούχο εμένα που ως δημόσιος υπάλληλος δεν είχα κάτι να χάσω εκείνοι αγόγγυστα άφησαν πίσω τους τις επαγγελματικές τους υποχρεώσεις, ντύθηκαν το χακί και χώθηκαν μέσα στα χόρτα της γραμμής. Εκεί μία ανάσα από το συρματόπλεγμα βίωσα ξανά την αβάστακτη υπεροχότητα της Κύπρου που αγαπώ.
Συνάντησα τους –ηντάρηδες που ήρθαν πορεία και συντεταγμένοι με πλήρη φόρτο στο χώρο ασκήσεως. Τους αποχαιρέτισα ποθαυμάζοντας βλέποντας τους να χάνονται μέσα στη νύχτα ξανά σε πορεία αμίλητοι και σιωπηλοί και με τα δάκτυλα στις σκανδάλες.
Στην Κύπρο το θαύμα λειτουργεί ακόμη. Έχει τη μορφή φαλακρών και γκριζομάλληδων εθελοντών ακριτών.
Ανάρτηση από: http://cyprus.indymedia.org