Το κρατικό έγκλημα της γενοκτονίας συνιστά το ύψιστο και ειδεχθέστερο έγκλημα του διεθνούς και εθνικού ποινικού δικαίου, και έχει με σαφήνεια προσδιορισθεί στη αντίστοιχη νομοθεσία και δικαστική νομολογία, αλλά και στην αντίστοιχη επιστημονική θεωρία (γενοκτονολογική θεωρία).
Με άλλα λόγια, η γενοκτονία αποτελεί το μέγα-έγκλημα (mega-crime) της ανθρωπότητας.
Του Δρ. Βασιλείου Θ. Μεϊχανετσίδη
Εντός του ανωτέρω πλαισίου, η γενοκτονία των αυτοχθόνων Χριστιανικών Λαών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας (Αρμενίων, Ασσυρίων/Αραμαίων και Ελλήνων/Ρωμιών) από τους Νεοτούρκους και τους Κεμαλικούς από τη μια, και η γενοκτονία των Εβραίων της κατεχομένης από τους Γερμανούς Ευρώπης από την άλλη, συνιστούν και αποτελούν δύο κατ' εξοχήν εμβληματικές γενοκτονικές περιπτώσεις (emblematic genocide cases), η καθεμιά με τα δικά της μοναδικά χαρακτηριστικά είτε λόγω του μεγέθους τους (π.χ. μεγάλος αριθμός θυμάτων), είτε λόγω των ειδεχθών χαρακτηριστικών, που τις διείπε (π.χ. ένταση, τρόπος και μέθοδοι εξόντωσης κλπ.), χωρίς αυτό να σημαίνει ότι και άλλες αποδεδειγμένες και αναγνωρισμένες γενοκτονίες δεν υπήρξαν σημαντικές ή μοναδικές, η καθεμιά για τους δικούς της λόγους. Οι δύο αυτές εμβληματικές γενοκτονικές περιπτώσεις, δηλαδή των Χριστιανικών λαών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και των Εβραίων της Ευρώπης, έχουν επαρκώς και αδιαμφισβήτητα τεκμηριωθεί στη διεθνή επιστημονική βιβλιογραφία, και έχουν αναγνωρισθεί ως τέτοιες από επιστημονικούς φορείς, διεθνείς οργανισμούς, πολιτείες και κράτη.
Όπως είναι γνωστό, η μεταπολεμική Γερμανία έχει δημοσίως και κατ' επανάληψη αποδεχθεί την ευθύνη της στη διάπραξη του εγκλήματος, έχει ζητήσει συγγνώμη, έχει καταβάλει και συνεχίζει να καταβάλει αποζημιώσεις και επανορθώσεις και έχει εντάξει τη μνήμη των θυμάτων, των επιζώντων και των απογόνων τους στη δημόσια ιστορία και μνήμη του γερμανικού κράτους και της κοινωνίας, αλλά και της ανθρωπότητας γενικώτερα. Κατ' αυτόν τον τρόπο, το Γερμανικό κράτος, όχι μόνο ανέλαβε πλήρως τις ευθύνες του, αλλά διέσπασε – δια της αναγνώρισης και της καταδίκης της άρνησης - την ολοκλήρωση του γενοκτονικού εγκλήματος κατά των Εβραίων της κατεχόμενης Ευρώπης.
Στον αντίποδα, η Τουρκία αρνείται πεισματικά τη δική της αποδεδειγμένη και αδιαμφισβήτητη πλέον ευθύνη, μολονότι αυτή έχει επαρκώς τεκμηριωθεί και αναγνωρισθεί διεθνώς, είτε σε επίπεδο ιστορικής και νομικής επιστημονικής τεκμηρίωσης1, είτε σε επίπεδο πολιτικής αναγνώρισης2.
Η γενοκτονολογική επιστήμη και θεωρία υποστηρίζουν ότι η «μετα-γενοκτονική προπαγάνδα» ("aftermath propaganda"), η οποία εμπεριέχει μεταξύ άλλων δικαιολόγηση του εγκλήματος, απόκρυψη και άρνησή του, συνιστά αναπόσπαστο μέρος του γενοκτονικού εγκλήματος αυτού καθ' εαυτού, όντας η συνέχιση και η τελική φάση του, η ολοκλήρωσή του.
Κατά συνέπεια, η εκδίκαση και τιμωρία ενός εγκλήματος, και μάλιστα του συγκεκριμένου εγκλήματος της γενοκτονίας, του ειδεχθέστερου μεταξύ των εγκλημάτων, πρέπει να θεωρείται ως το σημαντικό βήμα ελαχιστοποίησης των φρικτών συνεπειών του. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται και η καταδίκη της άρνησης. Οποιοσδήποτε, λοιπόν, συνεχίζει να αρνείται κακόβουλα και επιθετικά την τέλεση μιας αποδεδειγμένης και αναγνωρισμένης γενοκτονίας, συμμετέχει αντικειμενικά στη συνέχιση της απόκρυψης και της συγκάλυψης, οι οποίες ήταν ήδη παρούσες και κατά τη διάπραξη του εγκλήματος. Με άλλα λόγια, δια της άρνησης η γενοκτονική λογική συνεχίζει να ισχύει ακόμη.
Η καταδίκη, λοιπόν, της άρνησης δεν έχει τίποτε να κάνει με το ιερό δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης, και τούτο διότι η - δια της κακόβουλης και επιθετικής άρνησης - συμμετοχή και συνέργεια σε ένα μαζικό έγκλημα αυτής της ειδεχθούς φύσεως και μεγέθους, όπως η γενοκτονία, δεν μπορεί και δεν πρέπει να κρυφθεί πίσω από το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης.
Η άρνηση μιας γενοκτονίας συντελείται είτε δια της καθολικής άρνησης (π.χ. το γεγονός δεν συνέβη) είτε δια της ελαχιστοποιήσεως των εγκλημάτων των θυτών από μέρους του θύτη, είτε δια της άρνησης της συνέργειας μιας εθνοτικής ομάδος, που συμμετείχε ή τα συν-διέπραξε, είτε δια άλλων τρόπων (π.χ. εξίσωση θύτη και θυμάτων, εξίσωση εγκλημάτων, επίκληση ψευδών ή ανυπόστατων αιτιολογήσεων κ.ά.).
Σπάνια υπάρχει κάτι άλλο, το οποίο μπορεί να δηλητηριάσει τη σχέση μεταξύ των θυτών και της ομάδος των θυμάτων, από την άρνηση. Ενώ οι τελευταίοι θρηνούν τα θύματά τους, οι προηγούμενοι κατά βάση διατείνονται και ισχυρίζονται ότι οι νεκροί είναι «ανύπαρκτοι»..., κάτι το οποίο έχει ως συνέπεια την πικρία των (εν ζωή) θυμάτων.
Επιπλέον, η άρνηση του θύτη, αλλά και η σιωπή της παγκόσμιας κοινότητας, καθώς επίσης και οι συστηματικές προσπάθειες να αμφισβητηθούν αποδεδειγμένα ιστορικά γεγονότα αποτελούν πηγές οδύνης, απελπισίας και απόγνωσης για τα θύματα, ενώ ελλοχεύει πάντα ο φοβερός κίνδυνος επανάληψης παρομοίων γεγονότων από τον ίδιο θύτη (Οθωμανική αυτοκρατορία και (εν μέρει) αυτοκρατορική Γερμανία) ή και άλλους θύτες (Ναζιστική Γερμανία, Τουρκική Δημοκρατία, κ.ά.) λόγω της επιτυχούς καταλήξεως του γενοκτονικού εγχειρήματος, αλλά και της ατιμωρησίας, η οποίας εν τω μεταξύ προέκυψε...
Όπως είναι ευρέως γνωστό ο «ιδρυτής» της τουρκικής δημοκρατίας, δικτάτορας Μουσταφά Κεμάλ Πασάς («Ατατούρκ»), το μονοκομματικό, πρωτο-φασιστικού και πρωτο-ναζιστικού τύπου και ιδεολογίας3, καθεστώς του4, αλλά και όσα καθεστώτα και κυβερνήσεις επηκολούθησαν αυτού, κατέβαλαν κάθε δυνατή προσπάθεια, ώστε η διαπραχθείσα από το οθωμανικό και τουρκικό κεμαλικό κράτος γενοκτονία – η οποία υπήρξε αναπόσπαστο μέρος της διαδικασίας δημιουργίας της τουρκικής δημοκρατίας – να υποπέσει σε λήθη το συντομότερο δυνατόν.
Όπως όλοι οι ιδεολόγοι των γενοκτονιών, έτσι και ο Μουσταφά Κεμάλ και γενικώτερα η πολιτική ελίτ της Τουρκίας δικαιολόγησε και εν πολλοίς συνεχίζει να δικαιολογεί ακόμη την εξόντωση 3,5 εκατομμυρίων Χριστιανών οθωμανικής υπηκοότητος, μεταξύ των οποίων σχεδόν τα 2/3 του συνόλου του οθωμανικού αρμενικού και του ασσυριακού/αραμαϊκού πληθυσμού, και το 1/2 του συνόλου του οθωμανικού ελληνικού πληθυσμού ως μια πράξη εθνικής αυτο-επιβεβαίωσης (self-assertion), ενώ η γενοκτονική διαδικασία (Genocidal Process) συνεχίσθηκε και μετά το 1923 με διάφορες μορφές, τρόπους, σκοπούς και στόχους (π.χ. Κούρδοι, Αλεβίτες, Κωνσταντινοπολίτες ΄Έλληνες/Ρωμιοί, Αρμένιοι, Εβραίοι, Κύπριοι ΄Έλληνες των Κατεχομένων Εδαφών της Κύπρου...).
Όταν, η αρχική σιωπή της Τουρκίας δεν ήταν πλέον αποτελεσματική λόγω του μαζικού αρμενικού κινήματος διεθνούς αναγνώρισης, το οποίο ξεκίνησε το 1965 με αφορμή τα πενήντα χρόνια από την αρμενική γενοκτονία, η τουρκική κυβέρνηση και κρατικά ιδρύματά της απεδύθησαν σε μια παγκόσμια εκστρατεία άρνησης, η οποία υποστηρίχθηκε με δρακόντεια μέτρα ποινικής δίωξης και τιμωρίας εντός της Τουρκίας (π.χ. άρθρο 301 του τουρκικού Π.Κ.), και με πακτωλό χρημάτων, πολιτικών πιέσεων και γεωπολιτικής συνδιαλλαγής με διεθνείς δρώντες, πολιτικά κέντρα, δεξαμενές σκέψεις, πανεπιστήμια και ακαδημαϊκούς εκτός Τουρκίας.
Στην εκστρατεία της τουρκικής κρατικής προπαγάνδας κατά της αληθινής φύσης των ιστορικών γεγονότων, αλλά και των δικαστικο-ηθικών αξιώσεων των επιζώντων και των απογόνων της γενοκτονίας (Αρμενίων, Ασσυρίων/Αραμαίων και Ελλήνων/Ρωμιών), η Τουρκία είχε και έχει ορισμένους υποστηρικτές, οι οποίοι έχουν κατ' επανάληψη επικριθεί, ιδιαιτέρως από ακαδημαϊκούς συναδέλφους τους, για τις απόψεις αναθεώρησης και άρνησης, που διατυπώνουν.
Η καταδίκη τους δικαιολογείται, διότι από επιστήμονες ενδείκνυται και απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή και ακαδημαϊκή ευθύνη και ανεξαρτησία. «΄Όταν και όπου οι επιστήμονες αρνούνται μια γενοκτονία, ενώπιον αποφασιστικών αποδεικτικών στοιχείων ό,τι αυτή συνέβη, συμβάλουν στη διαμόρφωση μιας ψευδούς συνείδησης, η οποία μπορεί να έχει τις χειρότερες των συνεπειών. Το μήνυμά τους, ουσιαστικά, είναι: οι δολοφόνοι δεν δολοφόνησαν, τα θύματα δεν δολοφονήθηκαν, η μαζική δολοφονία δεν χρήζει αντίστασης και αντιμετώπισης, ηθικού αναστοχασμού, θα μπορεί να αγνοείται και να παρασιωπείται. Με αυτόν τον τρόπο, οι επιστήμονες χρησιμοποιούν ή δανείζουν τη σημαντική ηθική αυθεντία, που κατέχουν, στην αποδοχή αυτού του υψίστου ανθρωπίνου εγκλήματος. Ακόμη χειρότερα, ενθαρρύνουν – και όντως προσκαλούν – την επανάληψή του από οποιονδήποτε στο άμεσο ή και απώτερο μέλλον. Αρνούμενοι την αλήθεια, τέτοιοι επιστήμονες συμβάλλουν στην ολέθρια ψυχο-ιστορική δυναμική, στην οποία γενοκτονία που δε συναντά αντίσταση, προκαλεί και επιφέρει νέες γενοκτονίες».5
Γενικά, ο αρνητής, και ιδιαίτερα ο ακαδημαϊκός αρνητής, τελεί σε ένα παράξενο ηθικό παράδοξο. Ενώ από τη μια, αποδέχεται τη γενική ηθική συμφωνία καταδίκης μιας γενοκτονίας, από την άλλη πάλι, διά της άρνησής του, ουσιαστικά αρνείται την καταδίκη, προσπαθεί να προστατεύσει τους θύτες και έτσι δημιουργεί όχι μόνο ατιμωρησία, αλλά και συνέχιση και ολοκλήρωση της γενοκτονικής διαδικασίας (Genocidal Process), ενώ ελλοχεύει πάντα ο κίνδυνος επανάληψης του γεγονότος από τον ίδιο ή ακόμη και από άλλους θύτες ακόμη και σήμερα (π.χ. Ρουάντα) και γιατί όχι και στο άμεσο ή απώτερο μέλλον...
Όλες οι τουρκικές κυβερνήσεις από το 1923 και μετά υποβαθμίζουν και μειώνουν, δικαιολογούν ή αρνούνται τα κρατικά εγκλήματα κατά των Χριστιανικών εθνοτήτων Αρμενίων, Ασσυρίων/Αραμαίων και Ελλήνων/Ρωμιών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, με συνολικό αριθμό θυμάτων τουλάχιστον 3 εκατομμύρια, κρατικών εγκλημάτων τα οποία διεπράχθησαν κατά την περίοδο της μετάβασης από την πολύ-εθνική, πολύ-θρησκευτική πολύ-γλωσσική Οθωμανική αυτοκρατορία στη μονο-εθνική μονο-θρησκευτική, μονο-γλωσσική «Τουρκική Δημοκρατία». ΄Όλες οι τουρκικές κυβερνήσεις έχουν δικαιολογήσει, αποποιηθεί και αρνηθεί τα πάντα.
Εδώ, λοιπόν, παρατηρούμε να εμμένει μια ευθεία σύνδεση μεταξύ ατιμωρησίας και άρνησης. Μόνο, η δικαστική ποινική δίωξη από το 1946 και εξής έχει εξασφαλίσει οι επιζώντες και οι απόγονοί τους να έχουν καταφέρει να διαφύγουν από τις συνέπειες της άρνησης της γενοκτονίας. Η αναγνώριση, λοιπόν, και δημόσια καταδίκη μιας γενοκτονίας δεν είναι μόνο ενδεδειγμένη, αλλά απαραίτητη, διότι καθιστά το συγκεκριμένο έγκλημα διαμφισβήτητο ιστορικό γεγονός και κατά συνέπεια, νομικά και ηθικά κολάσιμο.
Η αναγνώριση λαμβάνει χώρα υπό τη μορφή δημοσίας τοποθετήσεως ενός επιφανούς προσώπου, διαμέσου διαφόρων φορέων εθνικού ή διεθνούς επιπέδου ή ακόμη υπό τη μορφή ενός κοινοβουλευτικής εισηγήσεως, αποφάσεως, διακηρύξεως, ενός ψηφίσματος ή ενός νόμου, ή ακόμη διαμέσου ακαδημαϊκών μελετών, βιβλίων, σχολικής και πανεπιστημιακής διδασκαλίας. Σε περίπτωση μακράς και επίμονης άρνησης, τέτοιες αναγνωρίσεις και καταδίκες συνιστούν ουσιώδη αντίμετρα σε πολιτικές αποσιώπησης και άρνησης.
Αν και η επίσημη κοινοβουλευτική αναγνώριση δεν αντικαθιστά πλήρως την ποινική δίωξη και καταδίκη του αυτουργού και του εγκλήματος, εμπεριέχει εν τούτοις μια ηθική τιμωρία για τον θύτη και αρνητή του.
Η επιμονή, λοιπόν, για επίσημη αναγνώριση και καταδίκη μιας γενοκτονίας από πανεπιστήμια, εθνικούς και διεθνείς οργανισμούς, φορείς κ.ά., λειτουργεί τιμωρητικά για τον θύτη, αφού οδηγεί στη διεθνοποίηση ενός μεγάλου εγκλήματος (mega-crime) και κατά συνέπεια στα αντίθετα αποτελέσματα από αυτά, τα οποία επεδίωκε και στα οποία αποσκοπούσε ο θύτης και αρνητής. Επιπλέον, η αναγνώριση μιας γενοκτονίας από τοπικά ή εθνικά Κοινοβούλια αποφέρει θετικές συνέπειες, όπως η ανέγερση μνημείων και χώρων μνήμης, η έκδοση βιβλίων, η τέλεση εκπαιδευτικών και άλλων γεγονότων υπό την αιγίδα κρατικών θεσμών.
Ακόμη, η αναγνώριση και καταδίκη οδηγούν στη μείωση του εκθειασμού της βίας, συμβάλλουν στην ενίσχυση των ανθρωπίνων και μειονοτικών δικαιωμάτων και στην ενδυνάμωση των διακρατικών σχέσεων, λειτουργώντας θεραπευτικά και επανορθωτικά για το θύμα, όσο αυτό είναι δυνατό και επιτεύξιμο, αλλά και συμβάλλοντας στην σταδιακή επούλωση των τραυμάτων του παρελθόντος.
Το άρθρο αυτό γράφθηκε με αφορμή τη συμπλήρωση 100 Χρόνων από την έναρξη της Αρμενικής Γενοκτονίας, η οποία αποτελεί εμβληματική γενοκτονική περίπτωση παγκοσμίας αναγνώρισης και απήχησης, και μέρος της ευρύτερης γενοκτονίας των αυτοχθόνων Χριστιανικών Λαών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, αλλά και με αφορμή την ιστορική αναγνώριση και καταδίκη από την Αρμενική Εθνοσυνέλευση της Γενοκτονίας των Ελλήνων και των Ασσυρίων/Αραμαίων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας στις 24 Μαρτίου 2015.
Ο Δρ. Βασίλειος Θ. Μεϊχανετσίδης είναι Μέλος της Διεθνούς ΄Ένωσης Μελέτης Γενοκτονιών (International Association of Genocide Scholars, IAGS, Η.Π.Α.).
1. Η περί την Αρμενική Γενοκτονία βιβλιογραφία είναι τεράστια και παγκοσμίως γνωστή. Για την ελληνική περίπτωση, πέραν της μεγάλης ελληνικής επί του θέματος βιβλιογραφίας, αναφέρω ενδεικτικά Tessa Hofmann, Matthias Bjørnlund and Vasileios Meichanetsidis, The Genocide of the Ottoman Greeks: Studies on the State Sponsored Campaign of Extermination of the Christians of Asia Minor (1912-1922) and Its Aftermath: History, Law, Memory, New York & Athens: Aristide D. Caratzas/Melissa International Ltd, 2011. - George N. Shirinian, The Asia Minor Catastrophe and the Ottoman Greek Genocide: Essays on Asia Minor, Pontos, and Eastern Thrace, 1912-1923, Bloomingdale, Illinois: The Asia Minor and Pontos Hellenic Research Center, Inc., 2012. - Vasileios Th. Meichanetsidis, "The Genocide of the Greeks of the Ottoman Empire, 1913-1923: A Comprehensive Overview," εν The Ottoman Genocides of Armenians, Assyrians, and Greeks - Genocide Studies International 9/1 (Spring 2015), σελ. 104-173.
2. Ενδεικτικά, η τελευταία σημαντική αναγνώριση της Τουρκικής ευθύνης στη γενοκτονία των Χριστιανικών Λαών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας είναι η ιστορική αναγνώριση και καταδίκη της γενοκτονίας των Ελλήνων και των Ασσυρίων/Αραμαίων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας από την Εθνοσυνέλευση της Δημοκρατίας της Αρμενίας την 24η Μαρτίου 2015, ενώ ιδιαιτέρως σημαντική είναι η συνεχιζόμενη και διευρυνόμενη διαδικασία ποινικοποίησης της κακόβουλης άρνησης των αναγνωρισμένων γενοκτονιών, της οποίας η τελευταία ρύθμιση έλαβε χώρα με σχετική νομοθετική ρύθμιση του ελληνικού κοινοβουλίου (Σεπτ. 2014).
3. Βλ. σχετικά Stefan Ihrig, Atatürk in the Nazi Imagination, Harvard: Harvard University Press, 2014.
4. Κανείς τουρκικός «εθνικός λόγος» και καμία μετέπειτα Κεμαλική κοινωνική μεταρρύθμιση, όσο σημαντική και προοδευτική και αν είναι, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως άλλοθι είτε εντός είτε εκτός Τουρκίας για να «εξορθολογήσει» και «δικαιολογήσει» πολιτικά και ηθικά το φοβερό και ανεπανάληπτο γενοκτονικό έγκλημα, που διέπραξε η νεοτουρκική και κεμαλική ηγεσία, και το οποίο εξαφάνισε από τις ιστορικές τους κοιτίδες τρεις αυτόχθονες λαούς, τους ΄Έλληνες, τους Αρμενίους και τους Ασσυρίους/Αραμαίους.
5. Roger Smith, Eric Markusen, Robert Jay Lifton, "Professional Ethics and the Denial of the Armenian Genocide," εν Richard G. Hovannisian, (Επιμ.), Remembrance and Denial: The Case of the Armenian Genocide, Detroit 1998, σελ. 287.